Αρχική Ματιά
Νέο στη Ματιά
Β  ΕΙΔΑ .:ΤΑΞΙΔΙΑ .:ΣΥΝΤΑΓΕΣ .:ΒΙΒΛΙΑ .:ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ .:ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ .:ΔΙΑΦΟΡΑ .:ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ .:ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ .:ΤΥΧΑΙΑ ΣΕΛΙΔΑ Β 
Β 
Β 
Β 
Ποίηση... Αρχική Βιβλιοθήκης ...Θεόφιλος Σαρασίδης!
Για να επιστρέψετε στην Ποίηση κάντε κλικ εδώ! Για να επιστρέψετε στο Έγραψαν κάντε κλικ εδώ!
Β 
Ποιήματα του Θεόφιλου Σαρασίδη - Σελίδα 2
Κορδιγκτώνος Μήνις, του Θεόφιλου Σαρασίδη | Το έπος της Γκιουμισχανέ, του Θεόφιλου Σαρασίδη | The reality show, του Θεόφιλου Σαρασίδη | Ελεύθερος στίχος, του Θεόφιλου Σαρασίδη |
Β 

Το έπος της Γκιουμισχανέ

Ήτοι η τραγική ιστορία της σουλτάνας Γκιουλ Γκιουζέλ Χανούμ και του δερβίση Νουρή, από την Αργυρούπολη του Μικρασιατικού Πόντου.
Β 
"Κι ακολουθούμε οριστικά
τα μυστικά τα χνάρια
παιδιά που αγαπηθήκαμε
στης ύπαρξης το κέντρο..."
(Λήδα Χαλκιαδάκη, "Τραγούδι")
Β 

Έλα κυρά του τραγουδιού, των ποιητών δασκάλα,
κόρη τ’ αθάνατου ουρανού, παραμυθιού καμπάνα,
πες μου, από πού ν’ αρχίσω, τι να πω και τι ν’ αφήσω;

Στης ιστορίας το μακρύ, τ’ αρχαίο μονοπάτι,
βόηθα, ο νους μου μη χαθεί, μη μ’ εύρει το σκοτάδι.
Μην τυχόν και ξεστρατίσω, κι έτσι σε κακοκαρδίσω.

Κι από τα χείλη τα πικρά, μάζεψε το φαρμάκι
και βάλε λόγια όμορφα, με τέχνη και μεράκι.
Του τρισένδοξου πατέρα, παινεμένη θυγατέρα.

Πάμε λοιπόν στα ξακουστά, του πλούτου τα λημέρια.
Στου Πόντου τα ψηλά βουνά, που σμίγουν με τ’ αστέρια.
Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη.

Έλα, ας ξεκινήσουμε, καρδούλες να ραγίσουν,
σίδερα να λυγίσουνε και μάτια να δακρύσουν.
Σαν αρχαία τραγωδία, μοιάζει ετούτη η ιστορία.

Στις στράτες της Γκιουμισχανέ είδαν την ομορφιά της,
γενίτσαροι και τρέξανε, ρωτάνε τ’ όνομά της.
Γκιουλ Γκιουζέλ, πασά, τη λένε. Μάνα και πατέρας κλαίνε.

Κλαίνε οι δόλιοι οι γονείς, κλαίνε κι οι συγγενείς της,
την κλαίει απ’ όλους πιο πολύ, ένας μικρός δερβίσης.
Γκιουλ Γκιουζέλ, πασά, τη λένε. Στον τεκέ δυο μάτια κλαίνε.

Την πήραν οι γενίτσαροι, την πήρανε και πάνε.
Στο πρόσωπό της, τον βαρύ το φερετζέ φοράνε.
Γκιουλ Γκιουζέλ χανουμ με γεια σου, η καινούργια φορεσιά σου.

Χίλιοι πηγαίνουνε μπροστά και μύριοι ακολουθάνε.
Την κουρσεμένη ομορφιά στην Πόλη οδηγάνε.
Ομορφιά μου κουρσεμένη, κόρη ονειροκαμωμένη!

Και πίσω, στη Γκιουμισχανέ, το ράσο του πετάει,
φεύγει για πάντα απ’ τον τεκέ, τη μοίρ’ ακολουθάει.
Παίρνει τ’ άρματα ο δερβίσης, πολεμάει τις αναμνήσεις.

Πέρασαν χρόνια, πέρασαν, περάσανε και πάνε.
Μάνα, πατέρας γέρασαν κι ακόμα δε ξεχνάνε.
Και στ’ αντάρτικα, ο δερβίσης πολεμάει τις αναμνήσεις.

Τρέμει συθέμελα η γη, τρέμουνε κι οι αγάδες,
σαν πολεμάει ο Νουρί μέσα στους μαχαλάδες.
Πολεμάει και γδικιέται, το σουλτάνο καταριέται.

Μα πέρα απ’ τ’ άγρια βουνά ένα κορμάκι λιώνει.
Μες στου Βοσπόρου τα στενά, η κόρη μαραζώνει.
Μέρα-νύχτα δεν κοιμάται. Το δερβίση της θυμάται.

Στη θάλασσα του Μαρμαρά, στου σαραγιού τη λίμνη,
δώδεκα χρόνια σα θηλειά η ξενειτιά την πνίγει.
Δώδεκα χρονών μαράζι, κλαίει κρυφά κι αναστενάζει.

Αχ, Παναγιά παντάνασσα -λέει, χτυπά τα στήθη-
δώδεκα χρόνους χάλασα στου χαρεμιού τη λήθη.
Στείλε μου το παλικάρι, πάνω στο άτι να με πάρει.

Παρακαλάει η όμορφη, παρακαλάει κι η μάνα,
και ο δερβίσης ο Νουρί, ρωτάει την Τσιγγάνα:
"Μάγισσα τσιγγάνα πες μου, πώς θα γειάνουν οι πληγές μου;"

"Δόξα πολλή απόχτησες δερβίση, καπετάνιο.
Μα η όμορφη που πόθησες, ταίρι έχει το σουλτάνο.
Χρόνους δώδεκα η καημένη, στο σαράι φυλακισμένη.

Μες στα μαλάματα ξυπνά, μες στα χρυσά κοιμάται.
Μες στα βελούδινα κελιά, εσένανε θυμάται.
Στα μεταξωτά πλαγιάζει, κλαίει κρυφά κι αναστενάζει."

Βουρκώσανε τα μάτια του, ράισε η καρδιά του.
Θυμήθηκε τα νειάτα του, ζώνεται τ’ άρματά του.
Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, δάκρυα ποτάμια χύνει.

Τραβάει ακοίμητος μπροστά ο φοβερός αντάρτης
κι έχει στα χείλη του δροσιά τ’ ωραίο όνομά της:
"Γκιουλ Γκιουζέλ χανούμ, κουράγιο! Θα σε κλέψω, μα τον Άγιο."

Δώδεκα χρόνια στα βουνά, τρέμαν οι αφέντες όλοι.
Πέρασαν άλλα δώδεκα στο δρόμο για την Πόλη.
Της Γκιουμισχανέ ο αντάρτης, είναι τώρα στρατηλάτης.

Πλήθη ξοπίσω του, λαός, ακολουθάει μαζί του,
κι όποιος στο διάβα του εχθρός, πέφτει από το σπαθί του.
Ο δερβίσης πολεμάει κι ο λαός ακολουθάει.

Από τον Τίγρη ως το Μωριά και πέρα, από τ’ Αλγέρι,
φτάνουν αμούστακα παιδιά, για του Νουρί τ’ ασκέρι.
Ο παλιός δερβίσης, τώρα ξεσηκώνει όλην τη χώρα.

Άλλος Αλάχ κι άλλος Χριστό, δοξάζουν οι ραγιάδες,
για το Νουρί το σταυραετό. Και τρέμουν οι αγάδες.
Σε ανατολή και δύση, τραγουδάνε το δερβίση:

"Δερβίση, αντάρτη, στρατηγέ, μεγάλε καπετάνιε,
και της φτωχολογιάς τρανέ Χαλίφη, σ’ ευλογάμε
ο Θεός κι εμείς αντάμα." Κι όλοι καρτερούν το θάμμα.

Λησμόνησε σιγά-σιγά τα λόγια της Τσιγγάνας,
της Γκιουλ Γκιουζέλ τα βάσανα, τις προσευχές της μάνας.
Στης ψυχής του το καμίνι, καίει καινούργιο πια γιανγκίνι.

Την Πόλη ονειρεύεται και το βασιλοσκάμνι-
-Μα η μαύρη ώρα έρχεται, και τότε τι θα κάνει;
Πάτησες, Νουρί, τον όρκο. Να γλυτώσεις βρες τον τρόπο.

Και κάποτε μαθεύτηκε πως πέθαν’ ο σουλτάνος.
Δεύτερο δεν εσκέφτηκε, ο καπετάν Ζητιάνος:
"Εις ταν Πουλ!" Φωνάζει. "Τώρα είναι η μεγάλη ώρα!"

Κι ευθύς, ξεχύνετ’ η οργή, σαν το θολό ποτάμι
το πλήθος τον ακολουθεί. Τρέμουν βουνά και κάμποι.
Τρέχει ο κλέφτης να προφτάσει, τ’ ορφανό θρονί ν’ αρπάξει.

Βαρύς ο ίσκιος σου Σταμπούλ, μεγάλο τ’ όνομά σου
και για τη δόξα σου διψούν, τα πλούτη τα λαμπρά σου.
Τρέχει σα δαιμονισμένος. Αχ, και νά ’ξερε ο καημένος...

Εμπρός στα τείχη στάθηκε, τους ρέμπελους συνάζει.
Μα από χρόνια χάθηκε η μάχη που ετοιμάζει.
Ορμηνεύει και διατάζει. Έχει πάρει να χαράζει.

Κι απ’ της αυγής τα χρώματα, πιο λαμπερό, πιο ωραίο,
μέσα σε χίλια αρώματα, το βλέμα το μοιραίο,
πάνω στο ψηλό το κάσρο, ίδιο της αυγής το άστρο.

Πίσω απ’ το μαύρο φερετζέ, η σιωπηλή σουλτάνα
-ποιος το περίμενε ποτέ- καινούργιου αφέντη μάνα,
ν’ αγγαλιάζει με καμάρι δωδεκάχρονο βλαστάρι.

Επήρε να σηκώνεται ο ήλιος και να φέγγει.
Για μια στιγμή τυφλώνεται, για λίγο κοντοστέκει
και τα μάτια του σηκώνει ο Νουρί κι αντίκρυ μόνη.

Η σκοτεινή αρχόντισσα κοιτάζει μαγεμένη,
μοίρα σκληρή και φόνισσα, μοίρα καταραμένη!
Αχ, να ξέκριναν λιγάκι, να μην πιούνε το φαρμάκι.

Ήτανε τόσο όμορφο, το πρωινό εκείνο,
που ετοίμαζε το χαλασμό και το μεγάλο θρήνο.
Τα πουλιά γιατί σωπάσαν; Όλα γύρω σκοτεινιάσαν.

Απάνω στο άτι του ο Νουρί, βγάζει φωνή μεγάλη.
Άλλος τραβάει το σπαθί και άλλος το δοξάρι.
Πολεμούν οι κολασμένοι. Μαύρη μοίρα τους προσμένει!

Κι από το κάστρο απαντούν γενίτσαροι κι αγάδες.
Με τις σαΐτες τους ξεσπούν απάνω στους ραγιάδες.
Πολεμούν απελπισμένοι, ένα γύρω κυκλωμένοι.

Σαν λυσσασμένοι αρπάζονται στα τείχη οι ραγιάδες.
Δε σταματούν, δε νοιάζονται εμπρός στους αφεντάδες.
Μα κι εκείνοι δε λυγάνε, σα θηρία πολεμάνε.

Εμπρός! Φωνάζει ο Νουρί. Φωτιά! Απαντά η σουλτάνα.
Το αίμα πότισε τη γη κι αρχίνησε το κλάμα.
Μάνες μαυροφορεμένες, δάκρυα χύνουν οι καημένες.

Ξημέρωσε και βράδυασε, χαθήκανε χιλιάδες.
Καινούργια μέρα χάραξε, πόσες θρηνούν μανάδες!
Δέσποτα, τρανέ μ’ αφέντη, δες του Χάροντα το γλέντι!

Ίδιος λιοντάρι ο Νουρί χύνεται στους εχθρούς του.
Σπαθί να τάζει του κιοτή, χρυσάφι στους δικούς του:
"Επανάσταση ραγιάδες! Θάνατος στους αφεντάδες!"

Όμως, με γνώση οδηγεί τους άξιους στρατιώτες,
η κόρη η χιλιόμορφη, στα κάστρα και τις πόρτες.
Οδηγάει τον αγώνα, σαν αρχαία αμαζόνα.

Δώδεκα χάραξ’ η αυγή, δώδεκα σουρουπώνει.
Η μαύρη ώρα κι η στιγμή φτάνει, κοντοζυγώνει.
Παναγιά μου και Παρθένα, πώς ν’ αλλάξω τα γραμμένα;

Μαύρο σκοτάδι έπεσε τη δωδεκάτη νύχτα.
Αίμα ποτάμι έρευσε από τα μαύρα στήθια.
Πέσανε κορμιά χιλιάδες. Αφεντάδες και ραγιάδες.

Ώσπου, το γλυκοχάραμα απόμειναν μονάχοι:
Τ’ ασήμι και το μάλαμα και του Βοσπόρου οι βράχοι.
Ο Νουρί και η σουλτάνα. Παναγιά, Παρθένα, μάνα!

Ανάθεμα, μοίρα κακιά, και τρις ανθεμά σε!
Δε λογαριάζεις την καρδιά, τα νειάτα δε λυπάσαι.
Απ’ το μίσος τυφλωμένοι, δεν ξεκρίνουν οι καημένοι.

Αχ, ρόδο της Γκιουμισχανέ, δες τον παλιό δερβίση,
που λευτεριά σου έταζε. Ζητάει να σ’ αφανίσει.
Ο Θεός δε συγχωράει, κόρη μου, όποιον λησμονάει.

Κι εσύ δερβίση μου παλιέ, αντάρτη, στρατηλάτη,
δες, πίσω από τον φερετζέ ειν’ η παλιά σου αγάπη.
Ο Θεός δε συγχωράει, γιε μου, όποιον λησμονάει.

Ανάθεμα, μοίρα κακιά και μυριανάθεμά σε,
ανάθεμα τη λησμονιά, κλάψε καρδιά μου, κλάψε.
Απ’ το μίσος τυφλωμένοι, δεν ξεκρίνουν οι καημένοι.

Αντίκρυ στάθηκε ο καθείς, τον άλλο να μετρήσει.
Το άστρο της ανατολής επήρε να φωτίζει.
Δε σαλεύουν, δε μιλάνε. Οι ψυχές φτεροκοπάνε.

Ξάφνου σηκώνει το σπαθί κι ευθύς το κατεβάζει,
χτυπάει την κόρη ο Νουρί, κι εκείνη αναστενάζει:
"Αχ, δερβίση μου πού νά ’σαι; Σε ποιαν αγγαλιά κοιμάσαι;"

Ακούει το λόγο ο Νουρί, για μια στιγμή σαστίζει,
αρπάζει η κόρη το σπαθί, τα σωθικά του σκίζει.
Πέφτει μες στην αγγαλιά της και ρωτάει τ’ όνομά της.

Ρώτησε, ξαναρώτησε, απάντηση δεν πήρε.
Την τρίτη του ψιθύρισε: "Φύγε μακριά μου, σκύλε.
Είμαι η Βελιδέ Σουλτάνα, του αφέντη σου η μάνα."

Αναστενάζει ο Νουρί, σκέψεις τον δοκιμάζουν,
ψάχνει κουράγιο για να βρει, αίμα οι πληγές του στάζουν.
Πάλι την ξαναρωτάει, μα εκείνη δε γροικάει.

Χαροπαλεύουν οι ψυχές και τα κορμιά κουρνιάζουν,
της πρώτης νιότης τις χαρές θυμούνται και σπαράζουν.
Δυο παιδιά που αγαπηθήκαν, μες στη λησμονιά χαθήκαν.

Βλέπει η Γκιουζέλ πως χάνεται, κι αλλιώτικα μιλάει,
το δούλο καταδέχεται και του χαμογελάει.
Μες στα μάτια τον κοιτάζει και το φερετζέ της βγάζει.

Σα θαμπωμένος ο Νουρί κοιτάει το πρόσωπό της.
Να το πιστέψει δε μπορεί ο επίορκος ιππότης.
"Γκιουλ Γκιουζέλ χανούμ" Φωνάζει. "ο δερβίσης σου σε σφάζει!"

"Αλί, αλί και τρις αλί, αλίμονό μου η δόλια,
που σε λησμόνησα, η τρελή, και το πληρώνω τώρα!"
Λέει η κόρη και σπαράζει, το δερβίση αγκαλιάζει.

Κι εκεί, στο χαροπάλεμα εσμίξανε τα χείλη,
αγκαλιασμένους στα στερνά τους βρήκε πια το δείλι.
Πρώτο και στερνό φιλί τους. Και φτερούγισ’ η ψυχή τους...

Έτσι γινήκανε, κι εγώ τα τραγουδώ και κλαίω
-εκείνον τον παλιό καιρό- κι ένα ακόμα λέω:
Μ’ όρκο όταν αγαπάτε, αχ! ποτέ μη λησμονάτε.

Κι αν λεν πως όρκοι εραστών δεν έχουνε αξία,
ας κάτσουνε ν’ ακούσουνε αυτήν την ιστορία.
Πίσω από τα παραμύθια, πάντα κρύβεται η αλήθεια.

Έτσι γινήκανε λοιπόν, έτσι κι εγώ τα λέω
και κάθε που τ’ ανιστορώ, μού ’ρχεται για να κλαίω.
Δυο παιδιά που αγαπηθήκαν, μες στη λησμονιά χαθήκαν.

Β 
Β 

Σημειώσεις:
Το "Έπος της Γκιουμισχανέ" είναι αφιερωμένο στη μνήμη της μικρής Φεριτέ, για τα όμορφα παραμύθια της.

Θέλω να ευχαριστήσω την ποιήτρια και τραγουδίστρια Λήδα Χαλκιαδάκη, που μου επέτρεψε να χρησιμοποιήσω στίχους της, ως moto στο "Έπος της Γκιουμισχανέ".

Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι απολύτως φανταστικά, αλλά εντάσσονται σε ένα γενικό ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της ακμής της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Β 
Β 
Το επικό ποίημα "Το έπος της Γκιουμισχανέ" είναι του Θεόφιλου Σαρασίδη και δημοσιεύεται στην Ματιά, μετά από άδεια του ποιητή.
Β 
Β 
Δείτε:
Ποίηση
Νανουρίσματα
Πεζά
Μύθοι
Τραγούδια
Μελέτες
Β 
Δείτε επίσης:
Ποίηση - Σελίδα 1
Ποίηση - Σελίδα 2
Διονύσιος Σολωμός
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Βίκτωρ Ουγκώ
Γεώργιος Σουρής
Γεώργιος Ζαλοκώστας
Ιωάννης Πολέμης
Άγγελος Βλάχος
Χριστουγεννιάτικα ποιήματα
Πρωτοχρονιάτικα ποιήματα
Θεόφιλος Σαρασίδης
Ερωτικά ποιήματα
Ποιήματα για τις εθνικές εορτές
Λορέντζος Μαβίλης
Γιώργης Χολιαστός
Σπύρος Ματσούκας
Β 
Β 
Αναζήτηση
Β 
Β 
Β 
Β 
Κορδιγκτώνος Μήνις, του Θεόφιλου Σαρασίδη | Το έπος της Γκιουμισχανέ, του Θεόφιλου Σαρασίδη | The reality show, του Θεόφιλου Σαρασίδη | Ελεύθερος στίχος, του Θεόφιλου Σαρασίδη |
Β 
Up
Β 
Β 
Β 
Επικοινωνία | Όροι Χρήσης | Πλοηγηθείτε | Λάβετε Μέρος | Δημιουργία και Ανάπτυξη ΆΡΚΕΣΙΣ
Β 
Β