Αρχική Ματιά
Νέο στη Ματιά
Β  ΕΙΔΑ .:ΤΑΞΙΔΙΑ .:ΣΥΝΤΑΓΕΣ .:ΒΙΒΛΙΑ .:ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ .:ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ .:ΔΙΑΦΟΡΑ .:ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ .:ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ .:ΤΥΧΑΙΑ ΣΕΛΙΔΑ Β 
Β 
Β 
Β 
Πεζά... Αρχική Βιβλιοθήκης ...Η απομυθοποίηση του έρωτα!
Για να επιστρέψετε στα Πεζά κάντε κλικ εδώ! Για να επιστρέψετε στο Έγραψαν κάντε κλικ εδώ!
Β 
Β 

Η απομυθοποίηση του έρωτα

Β 
της, Αμαλίας Κ. Ηλιάδη
Β 
Τα γκριζωπά της μάτια διαστάλθηκαν απ' τον τρόμο στο άκουσμα των λόγων του: θα 'φεύγε να ολοκληρώσει τις σπουδές του στο εξωτερικό. Πού ακριβώς, δεν ήξερε ακόμη να της πει. Ένιωσε το έδαφος σαθρό, να υποχωρεί κάτω απ' τα πόδια της και να την καταπίνει. Ένα βαθύ, σκοτεινό πηγάδι, μ' αναθυμιάσεις και βρωμιά, τη ρουφούσε αχόρταγα να την εξαφανίσει. Έφτασε πολύ κοντά στη λιποθυμία. Όμως, ως τώρα, δεν είχε λιποθυμήσει ποτέ στη ζωή της κι ούτε σκόπευε να το κάνει για χάρη του. Στη σκέψη αυτή, ανέκτησε τη χαμένη της αξιοπρέπεια κι αποφάσισε να μην δείξει τίποτα απ' την τρικυμία που την αναστάτωσε.
Χωρίς να του δώσει λόγο για την επόμενη ενέργεια της, σηκώθηκε απ' τον καναπέ με μια επίφαση ηρεμίας και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Λίγο προτού χαθεί απ' τα μάτια του, τού 'ριξε ένα βλέμμα υποτονικό κι άχρωμο. Τώρα δεν είχε τη δύναμη να σπαταληθεί σ' άγονες συζητήσεις κι ατέρμονες αντιπαραθέσεις μαζί του, όπως παλιά. Τώρα, ένιωθε επιτακτική την ανάγκη ν' αφεθεί στο ρεύμα της πλημμύρας που φούσκωνε μέσα της...
Βγαίνοντας απ' το σπίτι του, ανάσανε βαθιά κι έτρεξε να κρυφτεί κάτω απ' τις κλαίουσες ιτιές του δρόμου. Βάδιζε γοργά, λαχανιαστά, σα να 'θελε να ξεφύγει από ένα βέβαιο εχθρό, που παραμόνευε πίσω απ' τα δέντρα. Τώρα πια, η κρυφή της πληγή μπορούσε να φανερωθεί: τα δάκρυα κυλούσαν καυτά απ' τα μάτια της, σιωπηλά, χωρίς ίχνος λυγμού να τα συνοδεύει. "Τον έχασα για πάντα" της επαναλάμβανε η μυστική της φωνή.
Δεν ήξερε πια πού πήγαινε. Είχε ξεχάσει το δρόμο που οδηγούσε στο σπίτι της. Ποια κατεύθυνση έπρεπε να πάρει; Και μπορούσε να πάει με τα πόδια ή έπρεπε να πάρει ταξί; Μήπως λεωφορείο; Κάθε λογική, γήινη σκέψη ένιωθε να την εγκαταλείπει. Σαν σε ριπή ανέμου σκέφτηκε πως το καλύτερο πού 'χε να κάνει, προς το παρόν, ήταν να γυρίσει στη θαλπωρή του σπιτιού της. Αυτό θα τη βοηθούσε να συνάξει τα σκορπισμένα της κομμάτια.
Χωρίς να 'χει συνειδητοποιήσει το πώς και το πότε, ξαφνικά, βρισκόταν στο γνώριμο περιβάλλον του σπιτιού της. Αναλογίστηκε, μήπως όλα όσα μεσολάβησαν και της πάγωσαν την καρδιά, ήταν ένα κακό όνειρο και τίποτα περισσότερο. Όμως δεν ήταν έτσι και το ‘ξερε. Ήταν όλα αλήθεια, ήταν η πικρή αλλά αληθινή ζωή. Με τα μάτια βουρκωμένα και τα χέρια παγωμένα, σωριάστηκε στο αναπαυτικό της καναπεδάκι με τα γήινα χρώματα, και στη συνέχεια βυθίστηκε, οικειοθελώς, στο κενό... 0 χρόνος ήταν όλος δικός της ν' αφεθεί, να θρηνήσει, να ονειρευτεί...
Το πρωί ξύπνησε γλυκά και σταδιακά. Οι πρωινές ακτίνες χάιδευαν το πρόσωπο της μέσα απ' τις γρύλιες, τα τιτιβίσματα των πουλιών θώπευαν τρυφερά τ' αυτιά της. Σηκώθηκε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Ένα χαμόγελο ικανοποίησης κυρίεψε την ύπαρξη της: ήταν όμορφη, νέα, ανεξάρτητη, γεμάτη χάρες κι εσωτερική ευγένεια. Κι όσο για επαγγελματικά και ψυχικά προσόντα, αυτά την έκαναν ιδιαίτερα περήφανη γιατί ήταν προσωπικές της κατακτήσεις. Η Λητώ Φωτεινού, αυθεντική κόρη του φωτός και της αυγής, είχε ξαναβρεί τη χαμένη της χαρά. Ήδη, ο χθεσινός της πόνος είχε γίνει παρελθόν. Κι αυτή ήταν διψασμένη για ζωή, τίποτε δεν θα 'φηνε να σταθεί εμπόδιο στο δρόμο της.
Έφτιαξε γρήγορα καφέ, έβαλε σ' ένα μπωλ και μερικά κουλουράκια και βγήκε στη βεράντα. Η φύση που την περιστοίχιζε ήταν σκέτο θαύμα. Το ασημοπράσινο φύλλωμα της γέρικης ελιάς, στην αυλή, αντικατόπτριζε το φως... Τα ζουζούνια τόνιζαν το βούισμά τους χαριτωμένα. Μια πολύχρωμη πεταλούδα ήρθε και κάθισε στην άκρη απ' το φλιτζάνι της. "Είναι μια εικόνα γεμάτη αισιόδοξους οιωνούς", σκέφτηκε. "Αν είχα, τώρα δα, τη μηχανή μου, θα τη φωτογράφιζα, να μου θυμίζει αυτό το μαγικό πρωινό", συμπλήρωσε τη σκέψη της. Αφηνόταν στο απολαυστικό χάδι του ήλιου κι έκλεινε τα μάτια της ηδονικά. Στις γλυκιές της αναπολήσεις, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον έσμιγαν σε μια ευτυχισμένη αρμονία.
Απ' την ονειροπόληση της, την έβγαλε το επίμονο κουδούνισμα του τηλεφώνου. Ήταν ο Γιώργος και της ζητούσε να βγούνε για να συζητήσουν. Της είπε πως πειράχτηκε απ' την απρόσμενη συμπεριφορά της κι ότι θα 'ταν καλά να ιδωθούνε το βράδυ στις εννιά. Δέχτηκε την πρόταση του με ήρεμη χαρά. Κατά βάθος το τηλεφώνημα του την ξάφνιασε, γιατί μετά απ' την αλλοπρόσαλλη στάση του, αλλά και μετά απ' την απροσδόκητη κι απότομη αντίδραση της, πίστεψε πως η "υπόθεση" είχε λήξει μεταξύ τους.
Το Γιώργο τον είχε γνωρίσει στη δουλειά της. Ήταν συνάδελφοι εδώ κι ένα χρόνο. Κι εδώ κι οχτώ μήνες ήταν κι εραστές. Αυτή είχε πάρει την πρωτοβουλία να κάνει την αρχή της γνωριμίας και της σχέσης τους, όχι επειδή τον ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα, αλλά γιατί εκείνη την εποχή είχε τρομακτική ανάγκη από έρωτα. Αυτός ανταποκρίθηκε σύντομα, αν κι όχι με την συνηθισμένη αδημονία των αντρών. Στην αρχή κρατούσε στάση επιφυλακτική, μα λίγο μετά παραδόθηκε στην τρυφερή της γοητεία. Γιατί η Λητώ ήταν ένα πλάσμα εύθραυστο, ευάλωτο, τρωτό και γι' αυτό βαθιά ερωτικό. Η ίδια είχε, εδώ και καιρό, διαπιστώσει πως ασκούσε μια ακατανίκητη έλξη στο αντίθετο φύλο, αρκεί να "κουνούσε λίγο το δαχτυλάκι της".
Μετά το απρόσμενο κι "ευχάριστο" τηλεφώνημα, τεντώθηκε στην κουνιστή πολυθρόνα της νωχελικά και ρούφηξε την τελευταία γουλιά καφέ. Μασουλώντας ένα κουλουράκι, σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στο μεγάλο της γραφείο. Αυτός ήταν ο χώρος της. Εδώ περνούσε ατέλειωτες ώρες διαβάζοντας, γράφοντας, ζωγραφίζοντας. Στους τοίχους του και στις γωνιές του αναδεύονταν οι σκέψεις της σε ώρες περισυλλογής και η δημιουργική της μανία εκτονωνόταν σ' άσπρες κόλλες χαρτί, που, σιγά-σιγά, γέμιζαν απ' τη λάβα της ψυχής της. Το βλέμμα της περιπλανήθηκε στους δυο παλιούς πίνακες της, που στόλιζαν τον τοίχο απέναντι απ' την βιβλιοθήκη. Τα χρώματα ξεκούρασαν τα μάτια της και τα σχήματα ικανοποίησαν το νου της. Ο ένας παρίστανε ένα παλιό αρχοντικό του τόπου της σε τοπίο χιονισμένο, κι ο άλλος τα Μετέωρα μέσα σ' αχλύ. Το κοσμικό συμπορευόταν με το απόκοσμο στα έργα της, όπως και στη ζωή της. Γύρισε στη βιβλιοθήκη και πήρε απ' το χαμηλότερο ράφι το αγαπημένο της ανάγνωσμα: τα Ερωτικά του Κ. Π. Καβάφη. Αυτά τα ποιήματα την έτρεφαν στις δύσκολες στιγμές. Κι ήξερε πως το βράδυ την περίμενε μια τέτοια. Γύρισε στη βεράντα και βυθίστηκε στη μαγεία τους...
Πέρασε ήδη μια ώρα κι η μαγεία διαρκούσε... Μετά αποφάσισε να βγει στην αγορά. Αντίθετα απ' τις συνήθειες της, σήμερα είχε ξυπνήσει πολύ νωρίς κι έπρεπε να γεμίσει με "διάφορα" τη μέρα της. Το καλοκαίρι ήταν εποχή ανάπαυσης για καθηγητές και μαθητές. Κι η Λητώ, η καθηγήτρια φιλολογίας, το εκμεταλλευόταν δημιουργικά και στο έπακρο αυτό το προνόμιο. Ντύθηκε πρόχειρα, μ' ένα κολλάν γκρι, μια πουκαμίσα άσπρη και τα μποτίνια της, κι άβαφη κατέβηκε στο δρόμο. Έτσι συνήθιζε να πλανιέται στους δρόμους τα πρωινά, ελεύθερη κι ατημέλητη, για το μικροαστισμό των κατοίκων της επαρχιακής πόλης όπου δούλευε. Θα ξεκινούσε την περιδιάβαση της απ' τη λαϊκή αγορά και κατόπιν θα 'φτάνε στο κέντρο.
Γύρισε φορτωμένη φρούτα και λαχανικά. Τ' απόθεσε βιαστικά στην κουζίνα της και ξανακατέβηκε. Τώρα θα χάζευε τα μαγαζιά του κέντρου, με δώρα και καλλυντικά, για να της φύγει η κούραση και ν' ανανεωθεί. Είχε, ακόμη κι αυτή που ήταν καλλιεργημένη, φιλοσοφημένη κι έξυπνη ύπαρξη, τα χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν στο μέσο όρο των γυναικών της εποχής μας και τα οποία, πολλές φορές, οι άντρες περιφρονούν ή υποτιμούν. Η βαθύτερη ουσία της συνδύαζε πολλά ετερόκλητα στοιχεία, φαινομενικά ασυνδύαστα. Η προσωπικότητα της ήταν, πραγματικά, πολυσχιδής: αυτό ήταν το μυστικό της γοητείας της. Ήταν μια σύγχρονη γυναίκα που αφομοίωνε το ίδιο καλά την αυστηρότητα και την τρυφεράδα κι είχε επίγνωση αυτής της ικανότητας της.
Περπατώντας αμέριμνη, οι πολύχρωμες βιτρίνες την απορροφούσαν. Κρατούσε στα χέρια της ένα γυναικείο περιοδικό του Αυγούστου -μια κι ήταν Αύγουστος ο μήνας που διένυε- και ζούσε στο έπακρο αυτές τις ολοδικές της στιγμές, που το μυαλό της μπορούσε να περιφέρεται ξεκούραστα σ' οτιδήποτε έβλεπε ή συναντούσε στο δρόμο της: άψυχο ή έμψυχο. Την προσοχή της, εδώ και ώρα, μονοπωλούσε ένα ζευγάρι ασημένια σκουλαρίκια, με γαλαζοπράσινες πέτρες. Δεν άντεξε στον πειρασμό και ρώτησε "πόσο έχουν" την πωλήτρια του καταστήματος. Όμως η ακριβή τους τιμή την απώθησε. Τριγυρνούσε έτσι, χωρίς σκοπό ή πρόγραμμα, και το χαιρόταν. Στις "διακοπές" των μαθημάτων, το καλοκαίρι, είχε αυτή την πολυτέλεια και γι' αυτή λογιζόταν στις μικροχαρές της ζωής που εκτιμούσε. Τώρα, καθώς απομακρύνεται λίγο-λίγο απ' τις πολλές βιτρίνες, περιφέρει το βλέμμα της στα παλιά νεοκλασσικά, που υπάρχουν σ' αυτό το μέρος της πόλης. Η κομψότητα κι η αρχοντιά στην αρχιτεκτονική τους δόμηση πάντα τη συνάρπαζαν. Πολλές φορές, στο μπλοκ ακουαρέλλας σχεδίασε τέτοια παλιά Νεοκλασσικά. Κι όταν πλούτισε το μαύρο σχέδιο με χρώμα, ζωντάνεψαν κι ήταν σαν να ξαναζούσαν. Τότε ένιωσε, για μια ακόμη φορά, την ευαισθησία της να πλαταίνει...
Οι σκέψεις την παρέσυραν, κι όταν, κάποια στιγμή, πρόσεξε την ώρα, τρομοκρατήθηκε: ήταν ήδη τρεις και τέταρτο! Μόλις τότε ένιωσε πως πεινούσε. Γύρισε γρήγορα στο σπίτι κι έκανε μια λαχταριστή σαλάτα. Τον Απρίλιο θα 'κλεινε τα τριάντα κι έτσι τέλειωναν πια, γι' αυτή, οι κραιπάλες κι οι καταχρήσεις στο φαγητό. Από δω και πέρα, είχε αποφασίσει να προσέχει. Καθώς έτρωγε, όλο της το "είναι" απορροφιόταν στην απόλαυση του φαγητού. Ποτέ δεν έτρωγε κάνοντας ταυτόχρονα κάτι άλλο, διαβάζοντας ή βλέποντας T.V. Κάτι τέτοιο κατέστρεφε, κατακερμάτιζε την ηδονή του φαγητού. Κι αυτή ήταν βαθιά ηδονικός τύπος.
Όταν τέλειωσε, άνοιξε στην τύχη την τηλεόραση. Αφού έκανε αλλεπάλληλα ζάπινγκ, διαπίστωσε ότι δεν είχε τίποτα αξιόλογο. Τελευταία είχε γίνει πολύ εκλεκτική με την T.V. που άλλοτε παρακολουθούσε με τις ώρες. Αυτή της η εκλεκτικότητα ήταν, πολλές φορές, ο λόγος που ένιωθε τόσο διαφορετική απ' τους άλλους, τόσο αποκομμένη, απομονωμένη απ' το "πλήθος", τόσο παράταιρη, παράξενη για τον "χύδην όχλο", όπως της άρεσε ν' αποκαλεί τους κοινότυπους ανθρώπους, χωρίς ιδιαιτερότητες. Αυτή της η ιδιοτροπία να ξεχωρίζει, να διαφέρει, προκαλούσε, σ' όσους τη συναναστρέφονται μεγάλες συμπάθειες ή μεγάλες αντιπάθειες, μεγάλα μίση ή μεγάλες αγάπες...
Έκλεισε την T.V. και τέντωσε τα κουρασμένα της μέλη. Είχε περπατήσει πολύ, χωρίς να το καταλάβει, και τώρα ένιωθε μιαν ακατανίκητη νύστα. Την απόφυγε πίνοντας ένα νες-φραπέ με μπόλικο γάλα, γιατί δεν ήθελε να "χάσει" τόσο εύκολα το μεσημέρι αυτό του Αυγούστου. Ήθελε τη ζωή της να τη ζει στα γεμάτα και υπήρχαν φορές που μετάνιωνε για την αποκοτιά της να χαρίζει στον ύπνο απλόχερα, τόσες ώρες, τόσο χρόνο... Είχε μια αρρωστημένη αντίληψη, να θεωρεί τον ύπνο νεκρό χρόνο... όσο κι αν της ήταν τόσο απαραίτητος. Αυτή, που είχε γράψει ως και ποιήματα για το "θεό ύπνο", τώρα δεν ήθελε να παραδοθεί στην ευεργετική του αγκαλιά. Με την επίδραση του καφέ, την είχε πιάσει μια γλυκιά υπερένταση, σχεδόν ένας παροξυσμός ενεργητικότητας! Άρχισε να τακτοποιεί το ακατάστατο δωμάτιο με μια ζέση, που θα 'λεγε κανείς πως της έκανε ευχαρίστηση ν' ασχολείται με το νοικοκυριό. Ξεσκόνιζε με μεγάλο ζήλο τα διακοσμητικά της βιβλιοθήκης της, ώσπου κάποια στιγμή σκέφτηκε πως ήταν όλα πολύ σιωπηλά και χρειαζόταν μουσική. Αμέσως έβαλε στο στερεοφωνικό ένα CD με κλασσική μουσική. Οι θεσπέσιες μελωδίες των τεσσάρων εποχών του VIVALDI πλημμύρισαν το χώρο. Η πιο αφηρημένη, η πιο μαγική, η πιο μυστικιστική των τεχνών τη συνεπήρε σε κόσμους αλλοτινών εποχών... Παρ' όλα αυτά, συνέχιζε τις δουλειές της θαυμάσια.
Αφού τα 'φτιάξε όλα στην εντέλεια, ξάπλωσε εξουθενωμένη στον καναπέ της. Η μουσική συνέχιζε να αιωρείται σαν απόκοσμη άχνα από πάνω της. Η κούραση της βάραινε τα βλέφαρα... Απόλυτα παραδομένη, αφέθηκε σε μια γλυκιά ονειροπόληση... Ήθελε σίγουρα το Γιώργο; Ή απλά θίχτηκε ο εγωισμός της επειδή έβαζε, πιο πάνω κι απ' αυτή, τις σπουδές του, επειδή έθετε άλλες προτεραιότητες; Κι αυτή, που ήταν ικανοποιημένη απ' τον τρόπο ζωής της, θα μπορούσε ποτέ να ζήσει στο εξωτερικό, αν της το ζητούσε; Α, όχι, δεν χρειάζεται να προτρέχει από μόνη της τόσο. Το πιο πιθανό είναι πως ο Γιώργος θα 'θελε να φύγει μόνος του. Χωρίς "περιττά βάρη" και "περαιτέρω δεσμεύσεις". Όμως αν, πραγματικά, της το ζητούσε; Αν την ήθελε κι αυτή μαζί του; Αυτή η σκέψη τη βασάνιζε ξανά και ξανά, χωρίς να μπορεί να δώσει μιαν οριστική απάντηση. Όλα μέσα της τα 'νιωθε πολύ ρευστά, πολύ ασχημάτιστα, σε σχέση με τον συγκεκριμένο έρωτα. Βέβαια, ήταν αρκετές οι στιγμές που την απογείωνε αλλά απ' την άλλη, πάντα άφηνε εκείνο το σκοτεινό κενό μέσα της. Ήξερε πως στο βάθος δεν υπήρξε ποτέ της ερωτευμένη μαζί του. Όμως, οι συνθήκες της ζωής, οι περιστάσεις που πάντα ευόδωση κι ευτυχία τής αρνούνται, την ανάγκασαν να συμβιβαστεί, "θα 'πρεπε επιτέλους να πάρει μια απόφαση!" τσίριξε μια γενναία φωνή μέσα της. Δεν την ξάφνιασε. Είχε επίγνωση αυτής της φωνής που ακουγόταν κάθε φορά που έπρεπε να επιδείξει γενναιότητα. Σαν να ξύπνησε από λήθαργο, λες κι ολόγυρα της είχαν υψωθεί τείχη που την απομόνωσαν απ' την πραγματικότητα που την περιτριγύριζε, κοίταξε το ρολόι της βιβλιοθήκης. Ήταν ήδη εξήμιση. Μόλις που πρόφταινε να κάνει μπάνιο και να περιποιηθεί τον εαυτό της για τη βραδινή έξοδο.
Το μπάνιο τη χαλάρωσε κι αρωμάτισε το κορμί της με μια λεπτή ευωδιά. Άφησε τα μαλλιά της να στεγνώσουν μόνα τους, με τρόπο φυσικό, κι άρχισε να υδατώνει το σώμα της, μ' ένα ακριβό γαλάκτωμα, πράγμα που για το δέρμα της ήταν τελείως απαραίτητο, αφού ήταν ξηρό κι ευαίσθητο. Πόσο την αναζωογονούσαν όλα αυτά, πόσο ένιωθε απαλή και καθαρή, σχεδόν καινούρια! Ναι, από κάθε μπάνιο της έβγαινε αγνή, καινούρια, αμόλυντη και στην ψυχή και στο σώμα. Ένιωθε ξανά σαν μια ανίδεη παρθένα, κι απ' την ψυχή της σαν να 'χαν σβηστεί μ' ένα αόρατο σφουγγάρι οι πληγές που της άφησε ο έρωτας στο διάβα του χρόνου... Ήταν ένα αίσθημα παράξενο αλλά απολαυστικό, που τη γέμιζε αταίριαστη αθωότητα...
Βάφτηκε διακριτικά, με ζεστά χρώματα. Φόρεσε ρούχα σε αποχρώσεις του καφέ και του σιελ που συνδύαζαν τ' αγαπημένα της στοιχεία: τη γη και τη θάλασσα. Κι ήταν πανέτοιμη να σταθεί απέναντι στα ερωτηματικά της, προσφέροντας τους μιαν οριστική απάντηση.
Βγήκε αεράτη και κεφάτη στο δρόμο. Με το Γιώργο θα συναντιώνταν κάτω απ' το μεγάλο ρολόι της πόλης. Είχε να περπατήσει ένα τέταρτο ως εκεί. Ευτυχώς που είχε φορέσει τα αναπαυτικά, χοντροτάκουνα μποτίνια της. Σκέφτηκε πως περισσότερο είχε ντυθεί σπορ παρά επίσημα, όμως αυτό δεν την πείραζε καθόλου. Εδώ και καιρό είχε παύσει να νοιάζεται για τις εντυπώσεις που προκαλούσε στον περίγυρο της. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να νιώθει ο εαυτός της. Οι σκέψεις της τής μεγάλωσαν την αυτοπεποίθηση και προχώρησε με πιο γοργό ρυθμό. Έφτανε πια στο επίμαχο σημείο, στο ρολόι που δέσποζε εδώ κι έναν αιώνα πάνω απ' την πόλη. Φωτεινό και τεράστιο, με μια παλιά επιγραφή πάνω σε μάρμαρο, που μνημόνευε τη χρονολογία και τον αρχιτέκτονα. Καθώς τελευταία το είχαν αναπαλαιώσει, φάνταζε καινούριο και κραταιό. Σε λίγο θα σήμαινε εννιά. Οι ωροδείκτες συνέχιζαν απτόητοι την κίνηση τους και τα δευτερόλεπτα κυλούσαν. Η φιγούρα του Γιώργου έστεκε εκεί, ασάλευτη, και την περίμενε. Όπως πάντα, ήταν στην ώρα του. Χαιρετήθηκαν με τρόπο ουδέτερο, σαν παλιοί, καλοί φίλοι, κι όχι σαν φλογεροί εραστές. Της "βγήκε" αυθόρμητα αυτό το φέρσιμο και την παραξένεψε λιγάκι. Η βραδιά ήταν γλυκιά και συμφώνησαν να φάνε, πριν πιούνε το ποτό τους, κάτι ελαφρύ. Κάτι που θα ταίριαζε με τη ζέστη του καλοκαιριού. Η κρεπερί "ASTERRIX" ήταν η πιο κατάλληλη για την περίσταση. Σκαρφαλωμένη στο παλιό φρούριο της πόλης, στεγαζόταν σ' ένα παλιό νεοκλασσικό, αναπαλαιωμένο με τρόπο υποδειγματικό. Τα χρώματα της πρόσοψης, αν και έντονα, απάλυναν με τον ατμοσφαιρικό φωτισμό της αυλής. Όμως τα ακροκέραμα παρέμεναν στο γνωστό, γήινο χρώμα του πηλού. 0 κήπος, στο βάθος της αυλής, περιποιημένος και καθαρός, ήταν το μεγάλο πλεονέκτημα της "ASTERRIX" για τα ζευγάρια που ήθελαν ν' αποφύγουν τα αδιάκριτα βλέμματα.
Ανέβηκαν τα λιγοστά σκαλάκια στο στενό δρομάκι που οδηγούσε στην κρεπερί, συζητώντας για πράγματα αδιάφορα. Οι παλιοί τοίχοι που πλαισίωναν το δρόμο τους, ήταν ζωσμένοι στα γιασεμιά. Η ευωδιά τους μεθούσε και τους έφτιαχνε τη διάθεση. Διάλεξαν να καθήσουν στον κήπο. Σ' όλα τα τραπεζάκια υπήρχαν μικρές λαμπίτσες πετρελαίου, που δημιουργούσαν μια, πραγματικά, ρομαντική, εξωπραγματική ατμόσφαιρα. Τώρα ο ένας βρισκόταν απέναντι στον άλλο. Είχε έρθει η στιγμή ν' αναμετρηθούν.
Η Λητώ πίστευε ότι οι σχέσεις των δύο φύλλων στην εποχή μας είναι άκρως ανταγωνιστικές. Εξάλλου η ίδια η φύση του έρωτα δεν είναι μια πάλη, μια αναμέτρηση για το ποιος τελικά θα επικρατήσει; Γι' αυτό και έκανε "επίθεση". Τον επέπληξε και τον "μάλωσε" τρυφερά για την αργοπορία του να της γνωστοποιήσει την πρόθεση του να φύγει στο εξωτερικό. Το καλοκαίρι έφτανε στο τέλος του και στα μέσα Σεπτεμβρίου αυτός θα 'πρεπε να φύγει. Λοιπόν, δεν είχε δικαίωμα να ξέρει πιο νωρίς, σύμφωνα με την ιδιότητα που είχε σαν "κοπέλα" του; Πότε θα 'βρίσκε το χρόνο να εξοικειωθεί με την κατάσταση, όπως αυτός με δικιά του πρωτοβουλία τη διαμόρφωσε, χωρίς να λάβει υπ' όψη τη δικιά της θέληση και γνώμη ή ακόμη και τα συναισθήματα της; Και, στο κάτω-κάτω, τι ρόλο έπαιζε η παρουσία της στη ζωή του; Ήθελε να ξέρει εδώ και τώρα. Έπρεπε το ζήτημα να ξεκαθαριστεί. Κι όλες αυτές τις σκέψεις της τις ξέβρασε μονορούφι ο χείμαρρος της αγανάκτησης και της απογοήτευσης πού 'κρυψε μέσα της. Του μιλούσε χωρίς να παίρνει ανάσα, λαχανιαστά, επιθετικά, μα και παραπονεμένα. Αυτό το αδιόρατο παράπονο ανέβαινε στα χείλη της κάθε που πρόφερε μια λέξη καίρια, λέξη κλειδί με ένταση. Η Λητώ ήταν άνθρωπος παρορμητικός, παθιασμένος. Η υποκρισία κι ο συμβιβασμός ήταν ξένα προς τη ζωή της. Γι' αυτό κι απαιτούσε απ' το σύντροφο της μια άμεση κι οριστική απάντηση, μια ξεκάθαρη εξήγηση.
Ο Γιώργος ακούγοντας την έδειχνε σκεφτικός κι απόμακρος. Σκεφτόταν πως η λογική και το δίκαιο ήταν με το μέρος της. Μα δεν ήθελε και να φτάσει στο σημείο να παραδεχτεί απόλυτα το λάθος του. Στο κάτω-κάτω αυτό πια δεν είχε σημασία. Σημασία είχε πως την αγαπούσε και πως ήθελε να τον ακολουθήσει στην καινούρια του ζωή στο εξωτερικό. Σχεδόν την εκλιπαρούσε να τον ακολουθήσει. Την ξάφνιασε και την κολάκεψε η πρότασή του, γιατί τη θεωρούσε απρόσμενη ή απίθανη. Όμως του είπε πως τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά κι ότι θα 'ταν γι' αυτή πολύ δύσκολο ν' αφήσει την στρωμένη της ζωή στην Ελλαδίτσα της για να κυνηγήσει χίμαιρες στα ξένα. Αυτός έβγαινε έξω για ένα σκοπό. Αυτή, όμως, πώς θα οργάνωνε εκ νέου τη ζωή της; Κι ούτε που είχε προφτάσει να το ψάξει. Υπήρχαν ευνοϊκές προϋποθέσεις στο Λονδίνο για μια φιλόλογο της Ελληνικής; Αφού στο Λονδίνο, τέλος πάντων, θα πήγαινε, όπως της "αποκάλυψε" μόλις πριν λίγο. Ο τόνος της φωνής της είχε γίνει ειρωνικός, χωρίς να το καταλάβει. Όμως ένιωθε πως όλο το δίκιο ήταν με το μέρος της. Κι ακόμη, τι είδους αγάπη ήταν αυτή η δική του, που την υποβίβαζε στο ρόλο του πιο ταπεινού ακόλουθου, χωρίς να λαμβάνει υπ' όψη τις δικές της ανάγκες; Η φωνή της είχε γίνει πια σκληρή, χωρίς ίχνος τρυφερότητας. Και δεν μετάνιωνε καθόλου για το φέρσιμο της.
0 Γιώργος τα 'χε χάσει. Δεν έβρισκε λόγια να αντικρούσει τα επιχειρήματα της. Όλα αυτά ήταν βάσιμα και λογικά, όμως ήταν δύσκολο για τον αντρικό του εγωισμό ν' αποδεχτεί την άρνησή της να τον ακολουθήσει στις επιλογές του. Έμεινε για λίγο σιωπηλός, αναδεύοντας στο μυαλό του την απάντηση του. Στη συνέχεια της είπε σταθερά πως, παρ' όλες τις παραλείψεις του, επιμένει στην πρόταση του να 'ρθει μαζί του στο εξωτερικό.
Η Λητώ καταεκνευρίστηκε με την απαθέστατη στάση του. Έκρινε πως οι κουβέντες μαζί του, πλέον, περίττευαν. Δεν της αρκούσε η επιμονή του. Ήθελε περισσότερα τεκμήρια αγάπης. Ήταν απαιτητική γιατί και η ίδια ήταν εντάξει απέναντί του: συνεπής και ειλικρινής. Αρκέστηκε στο να δείξει τη δυσφορία της, σιωπώντας μελαγχολικά. Την ώρα αυτή το "Dance me to the end of love"του Leonard Kohen της χάιδευε τ' αυτιά. Κι αυτός δεν μιλούσε. Περιοριζόντουσαν κι οι δυο στο να κόβουν σε μικρά κομματάκια τις γλυκιές τους κρέπες. Η Λητώ έτρωγε με νωχελική ηδυπάθεια την δικιά της, με σοκολάτα, μπανάνα και grand marnier. Ήταν πραγματική απόλαυση. Ο κόσμος γύρω τους συνέχιζε τις εύθυμες κουβέντες του, βουίζοντας σαν μελίσσι στ' αυτιά τους. Σιγά-σιγά μια γλυκιά αποκάρωση απλωνόταν στο κορμί της. Το ποτό στο ποτήρι της όλο και κατέβαινε. Σε λίγο η στάθμη του θα ευθυγραμμιζόταν με τον πάτο. Έπινε από ανία κι από πλήξη. Το ενδιαφέρον της για τον άντρα που είχε απέναντί της είχε εξανεμιστεί.
Του είπε πως ήταν ώρα να φύγει. Εκείνος απόρησε και της είπε πως φανταζόταν και συνέχεια στη βραδυά τους, σε κανένα μπαράκι. Μα η Λητώ του δήλωσε κοφτά πως δεν είχε πια κανένα νόημα. Καθώς σηκωνόταν απ' την καρέκλα, ένιωσε ν' ανατριχιάζει απ' τη βραδινή δροσιά που απλωνόταν στη φύση. Ο Γιώργος σηκώθηκε κι αυτός βαρύθυμος. Στο δρόμο προς το σπίτι της, καθώς τη συνόδευε, δεν αντάλλαξαν και πολλές κουβέντες. Κι αυτά που ειπώθηκαν μεταξύ τους δεν είχαν και μεγάλη σημασία. Όταν έφτασαν στην εξώπορτα, η Λητώ του είπε ένα ξερό αντίο και προχώρησε στο εσωτερικό της αυλής, κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Αυτός απόμεινε να την κοιτά, ώσπου εξαφανίστηκε στο βάθος...
Τη Λητώ την συνέπαρε μια τρελλή χαρά που απαλλάχτηκε από έναν άντρα ανεύθυνο κι εγωιστή. Προπάντων αυτός ο υπερφίαλος εγωισμός του την εξόργιζε μέχρι δακρύων... Την καρδιά της πλημμύριζε ασφάλεια και θαλπωρή, μιαν απέραντη τρυφερότητα ένιωθε για τον ιδιωτικό της χώρο που της πρόσφερε ανακούφιση και ηρεμία στις φουρτούνες της ζωής της. Κι αυθόρμητα σκέφτηκε τη θέση της γυναίκας σ' άλλες εποχές, περασμένες. Τότε που η ανεξαρτησία, η αυτοδυναμία και, γιατί όχι, κι η ευτυχία ήταν αποκλειστικοί αντρικά προνόμια. Και ξαφνικά ένιωσε ευγνωμοσύνη για τη μοίρα της που την έριζε στις παραμονές του 2.000... Οι σκέψεις της την είχαν απορροφήσει ξανά, μακριά απ' την προσωπική της περιπέτεια. Χωρίς κλάματα κι οδύνες για το ναυαγισμένο δεσμό της, άνοιξε την T.V. Την ώρα αυτή, είχε ένα απ' τα αγαπημένα της TALK SHOW κι αυτό ήταν μια πολύ ευτυχισμένη συγκυρία. Θα το 'βλεπε ν' αλλάξει παραστάσεις. Αύριο θα 'ταν Σάββατο κι αυτό την ανακούφιζε γιατί θα 'ρχόταν η αδερφή της απ' τη γενέθλια πόλη της. Η αδερφή της ήταν ο πιο κοντινός άνθρωπος της Λητώς. Η σχέση τους ήταν απ' τις πιο δυνατές, απ' τις πιο ωραίες σχέσεις που θα μπορούσε κανείς να έχει. Το δέσιμο και η επικοινωνία τους την ανέβαζαν στα ουράνια. Καθώς έβλεπε τηλεόραση μια γλυκιά προσμονή την ξεσήκωσε. Έκλεισε την T.V. και πήγε στο κρεβάτι της. Εκεί, με κλειστό το φως σχεδίασε την αυριανή της μέρα. Παρά τα τριάντα της χρόνια, συνέχιζε να ονειροπολεί, να σχεδιάζει, να ενθουσιάζεται σαν να 'ταν έφηβη. Κι αυτή της η φρεσκάδα, η ένταση κι η ζωντάνια ήταν η δύναμη της. Αυτά τα στοιχεία του χαρακτήρα της εξέπεμπαν εκείνο τον πηγαίο ερωτισμό που συντελούσε στην αδιάπτωτη αυτοπεποίθηση της. Γι' αυτό που ήταν, η Ζωή συνέχιζε να της χαμογελά στον ήρεμο ύπνο της. Κι η Λητώ κοιμόταν και της χαμογελούσε με τη σειρά της...
Β 
Αμαλία Κ. Ηλιάδη
Β 
Το παραπάνω κείμενο είναι της, Φιλολόγου και Ιστορικού (ΜΑ Βυζαντινής Ιστορίας), Αμαλίας Κ. Ηλιάδη. Δημοσιεύεται στην Ματιά με την άδεια της συγγραφέως του, την οποία και ευχαριστούμε θερμά.
Για να μάθετε για την Αμαλία Κ. Ηλιάδη κάντε κλικ εδώ.
Β 
Β 
Δείτε:
Ποίηση
Νανουρίσματα
Πεζά
Μύθοι
Τραγούδια
Μελέτες
Β 
Δείτε επίσης:
Ο Λόγος στην Πνύκα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη
Προς Κορινθίους Α του Αποστόλου Παύλου
Του παλατιού η πυρκαγιά του Γεώργιου Σουρή
Τα κάλαντα και η ιστορία τους, του Δημήτρη Χίλου
Ιστορίες κάτω απ' το έλατο, του Δημήτρη Χίλιου
Ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας, του Oscar Wilde
Τα Χριστούγεννα της Ανθούλας, της Ειρήνης Νικολαΐδου
Το Καρναβάλι στην Αθήνα του 1890, με τον Δημήτρη Χίλιο
Η Μεγαλοβδομαδιάτικη Υμνογραφία, του Δημήτρη Χίλιου
Πάσχα των Ελλήνων, του Δημήτρη Χίλιου
Απρίλη μου ξανθέ και Μάη μυρωδάτε, του Δημήτρη Χίλιου
Μνήμες, της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη
Η απομυθοποίηση του έρωτα, της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη
Η Ηλιόκαλλη μορφή της Παρθένου στη λογοτεχνία, του Δημήτρη Χίλιου
Ο Ιούλιος το Γενάρη, του Βασίλη Τσαγκρή
Η Καρυά με τη ματιά μιας ξενομερίτισσας, της Ντίνας Στεργιοπούλου
Του Αγίου Βαλεντίνου και όποιος αντέξει, του Δημήτρη Χίλιου
Μια σταγόνα βροχής, της Ευαγγελίας Παπαγιάννη
Και τα ρέστα παγωτά, του Δημήτρη Χίλιου
Αχ βρε Βαλεντίνε τι μας κάνεις, της Ελένης Παούρη
Ελευθερία ή Θάνατος, του Α.Α.
Β 
Β 
Αναζήτηση
Β 
Β 
Β 
Β 
Β 
Up
Β 
Β 
Β 
Επικοινωνία | Όροι Χρήσης | Πλοηγηθείτε | Λάβετε Μέρος | Δημιουργία και Ανάπτυξη ΆΡΚΕΣΙΣ
Β 
Β