Αρχική Ματιά
Νέο στη Ματιά
Β  Β 
Β 
Β 
Β 
E-books...
Αρχική Βιβλιοθήκης
...Αδόλφος Χίτλερ:
ο ηγέτης και η εποχή του!
Για να επιστρέψετε στα e-books πατήστε εδώ! Για να επιστρέψετε στην Βιβλιοθήκη πατήστε στην εικόνα της Βιβλιοθήκης!
Β 
Β 

Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του
ή
Το ατομικό ως έκφραση του συλλογικού και το αντίστροφο

Β 

προηγούμενη σελίδα
Σελίδα 27 από 31
επόμενη σελίδα

Νεοναζί και Έλληνας: δύο ασυμβίβαστες έννοιες.

Ξεκινούμε από τη μοιραία εκείνη χρονολογία (1806) της ήττας της Ιένας, η οποία χαράσσει τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ δύο Γερμανιών, δύο διαφορετικών κατεστημένων της γερμανικής σκέψης. Πριν από την Ιένα, οι πνευματικοί άνδρες της Γερμανίας παρουσιάζονται ως κοσμοπολίτες, γνήσιοι εκπρόσωποι του πνεύματος του Διαφωτισμού. Ο Γκαίτε, συγκεκριμένα, που θεωρείται ρομαντικός, αλλά από μιαν άλλη σκοπιά, πιστεύει ότι υπάρχει σαφής ανταγωνισμός ανάμεσα στον εθνικισμό, από τη μια μεριά και τον πολιτισμό από την άλλη.
Είναι περίεργο πράγμα το εθνικό μίσος, λέει στο φίλο του Eckermann. Αυτό το συναίσθημα το συναντάς τόσο πιο επίμονο και πιο έντονο όσο κατεβαίνεις προς ένα χαμηλότερο επίπεδο πολιτισμού. Υπάρχει ωστόσο μία ανώτερη βαθμίδα όπου εξαφανίζεται εντελώς, όπου βρίσκεσαι, κατά κάποιο τρόπο, υπεράνω των εθνών, όπου αισθάνεσαι πως οτιδήποτε συμβαίνει στον γειτονικό λαό, ευχάριστο ή δυσάρεστο, είναι σα να συμβαίνει στη δική σου πατρίδα. Αυτό το ανώτερο επίπεδο πολιτισμού ανταποκρινόταν στην εσωτερική μου φύση και για να το φτάσω δε χρειάστηκε να γίνω εξήντα χρονών.
Ο Γκαίτε είναι ένας γνήσιος ουμανιστής και σύμφωνα με το πνεύμα του Διαφωτισμού διακρίνει τους ανθρώπους σε φωτισμένους και μη.
Στην Γερμανία, μετά την σύγκρουση μεταξύ Ορθολογισμού και Ρομαντισμού και την αδιαμφισβήτητη επικράτηση του τελευταίου, η απλή πρωτόγονη διάκριση «εμείς και οι άλλοι» πήρε τεράστιες διαστάσεις. Ο Hans Reiss στο βιβλίο Πολιτική σκέψη στον γερμανικό ρομαντισμό (Politisches Denken in der Deutschen Romantik, Bern und Munchen 1966: Francke Verlag) προσπαθεί να δώσει μία εξήγηση στο φαινόμενο και, αφού ομολογήσει ότι ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα η ρομαντική νοοτροπία καθιερώθηκε ως η μόνη εθνική λέει με λίγα λόγια τα εξής:
Η έξαρση του γερμανικού εθνικισμού οφείλεται στην ανίερη συμμαχία μεταξύ εθνικιστών και ρομαντικών, οι οποίοι, στην επόμενη της ήττας στην Ιένα, βρέθηκαν να πολεμούν μαζί, ως συστρατιώτες εναντίον κοινού εχθρού, των Γάλλων. Οι εθνικιστές, οι οποίοι απέκρουαν κάθε ξένη επιρροή στη γερμανική σκέψη, πολεμούσαν τους Γάλλους γιατί η Γερμανία βρισκόταν στην κατοχή τους και είχε ήδη αρχίσει ο εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος. Οι Ρομαντικοί, στο πρόσωπο των Γάλλων κατακτητών πολεμούσαν μία συγκεκριμένη μορφή του Ορθολογισμού, τη νέα τάξη πραγμάτων που επιβλήθηκε στη Γερμανία από το Ναπολέοντα και ειδικότερα το ορθολογικό δικαιικό σύστημα δηλαδή το ναπολεόντειο κώδικα. Χάρη στην ανίερη αυτή συμμαχία, πολλοί ρομαντικοί έγιναν εθνικιστές και αντίστροφα - πάντοτε προς όφελος του εθνικισμού.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι όσοι εμφανίζονται μετά το 1806 στη Γερμανία ως ακραιφνείς ρομαντικοί ήταν στα νιάτα τους οπαδοί της Γαλλικής Επανάστασης και των ιδεωδών που εκπροσωπούσε. Έπειτα γύρισαν στο αντίθετο και προτείνουν τα εξής: σημασία, λένε, δεν έχει το άτομο και οι πολιτικές του ελευθερίες ή η πολιτική του αυτονομία - οι ιδέες αυτές οδηγούν στην αναρχία. Η απαίτηση του Ορθολογισμού για ισότητα είναι ανόητη και επικίνδυνη. Στη φύση δεν υπάρχει ισότητα άρα δεν μπορεί να υπάρχει και στην κοινωνία. Εκείνο που ανταποκρίνεται στην φυσική τάξη των πραγμάτων -και εδώ βρισκόμαστε στους αντίποδες των πολιτικών ιδεωδών του Ορθολογισμού- είναι μία ιεραρχημένη και οργανική κοινωνία η οποία αναγνωρίζει τη φυσική ανισότητα και ανομοιότητα των ανθρώπων. Το πρότυπο της κοινωνίας αυτής το βρίσκουν οι ρομαντικοί στο φεουδαρχικό πολίτευμα και εξιδανικεύουν το Μεσαίωνα. Προσπαθώντας να εξασφαλίσουν σταθερότητα και τάξη στην κοινωνία (ύστερα από το πικρό μάθημα των αλλαγών που έφερε η γαλλική επανάσταση) υποτάσσουν την εξέλιξη του ατόμου σε μία υψηλότερη ενότητα, το κράτος, ως βάση του οποίου θεωρούν τη θρησκεία. Το κράτος αυτό όμως δεν είναι μία υπερεθνική εξουσία, όπως ήταν τα κράτη του Μεσαίωνα, αλλά μία εθνική οντότητα. Το ιδανικό κράτος για τους ρομαντικούς είναι αυτό όπου μιλιέται η ίδια γλώσσα, όπου οι άνθρωποι έχουν τα ίδια ήθη και έθιμα και την ίδια παράδοση δικαίου. Τονίζουν κυρίως την κοινή γλώσσα επειδή η γλώσσα συνέδεε τους υπηκόους των διαφόρων γερμανικών κρατιδίων μεταξύ τους. Η γλωσσική συνάφεια είναι οργανική συνάφεια, υποστηρίζουν οι γερμανοί ρομαντικοί και επάνω σε αυτήν θεμελιώνουν την πρώτη έννοια του έθνους με την οποία επενδύεται αργότερα το κράτος για να εξασφαλιστεί η συνοχή του. Το κράτος τώρα, το εθνικό κράτος, είναι ένας οργανισμός που διέπεται από το δικό του εσωτερικό νόμο και έχει το δικό του ιδιαίτερο χαρακτήρα. Ο χαρακτήρας όμως αυτός -και εδώ χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή- δεν είναι προϊόν του πολιτισμού, που προκύπτει από τη μακροχρόνια συνοίκηση των ανθρώπων στον ίδιο χώρο αλλά νοείται ως έμφυτο, συγγενές χαρακτηριστικό - σε τελευταία ανάλυση «άνωθεν δοσμένο». Με άλλα λόγια ο χαρακτήρας του έθνους δε θεωρείται κοινωνικό αλλά βιολογικό φαινόμενο με υπερβατική καταγωγή. Το όνομά του, κατά τους γερμανούς ρομαντικούς, είναι Volksgeist και κανείς ποτέ δεν πίστεψε πως μπορεί ένας ερευνητής να το ανακαλύψει στη διάρκεια της έρευνας. Πίστεψαν πως ο μόνος τρόπος να συλλάβει κανείς την ψυχή του λαού είναι η διαίσθηση ή -καλύτερα- η αποκάλυψη. Γι’ αυτό άλλωστε και ένας ποιητής ή ένας μεταφυσικός φιλόσοφος τη συλλαμβάνει ευκολότερα. Πράγματι, ο μεγάλος μύστης του γερμανικού λαού, αυτός που συνέλαβε την ουσία του γερμανικού Εγώ, το πνεύμα του και τον προορισμό του, και έθεσε τις βάσεις αυτού του περίεργου φαινομένου που λέγεται γερμανικός ιδεαλισμός είναι ο Fichte.
Στους περίφημους Λόγους προς το γερμανικό έθνος τους οποίους εξεφώνησε το χειμώνα του 1807 προς 1808 στις αίθουσες της Ακαδημίας του Βερολίνου και ενώ περνούσαν οι στρατιώτες του Ναπολέοντα με τα ταμπούρλα τους, ο Fichte θεμελίωσε τον γερμανικό εθνικισμό που τον γνωρίσαμε και εμείς καλά, στην τελευταία του -ας ελπίσουμε- φάση. Ο εθνικισμός δεν έχει καμία σχέση με τον πατριωτισμό όπως τον εννοούμε συνήθως. Δεν πρόκειται εδώ για την υπεράσπιση του εμείς εναντίον των άλλων. Η κυρίαρχη ιδέα στους Λόγους του Fichte είναι η καθαρότητα την οποία πρέπει με κάθε θυσία να κρατήσουν οι Γερμανοί αποφεύγοντας κάθε είδους επαφή με τους ξένους, η οποία μπορεί να μολύνει ή να διαφθείρει το Εγώ τους. Γιατί ο γερμανικός λαός είναι ο αρχέγονος λαός (Urvolk), υπάρχει καθεαυτόν (an sich) και δεν είναι συνάρτηση της ιστορίας ή του πολιτισμού. Είναι ο απόλυτος λαός, ο κατεξοχήν λαός (das Volk schlechtweg). Οι άλλοι είναι μη λαοί. Ανήκουν στο βασίλειο του ψεύδους. Ο γερμανικός λαός προορίζεται να φέρει την ειρήνη στον κόσμο. Είναι ο περιούσιος λαός, είναι ο λαός του μέλλοντος. Το δόγμα αυτό κλείνει μέσα του τα σπέρματα ενός μυστικιστικού ιμπεριαλισμού ο οποίος έμελλε μισό αιώνα αργότερα (όταν δημοσιεύτηκε το βιβλίο του θεωρητικού του ρατσισμού, Gobineau, το 1856) να γίνει ο γνωστός ρατσιστικός ιμπεριαλισμός της Γερμανίας του 20ου αιώνα.
Η γερμανική λαογραφία προσπάθησε να δείξει ότι η βόρεια φυλή (die nordische Rasse) είναι η εφευρετικότερη από όλες τις άλλες ινδοευρωπαϊκές φυλές γιατί στο χώρο της ακριβώς, όπως υποστήριζαν ορισμένοι γερμανοί επιστήμονες, τοποθετείται η κοιτίδα του κοιτίδα του ινδογερμανικού -και όχι πια ινδοευρωπαϊκού- πολιτισμού. Τα όπλα που μεταχειρίστηκε η γερμανική λαογραφία από το οπλοστάσιο του ιστορισμού είναι δύο κυρίως: η ιδέα της φυλής και των ιστορικών πεπρωμένων της και η ιδέα του «ζωτικού χώρου» (Lebensraum) ενός λαού που δεν περιορίζεται μόνο στο χώρο όπου κατοικεί σήμερα αυτός ο λαός αλλά και στα εδάφη όπου κάποτε κατοίκησε και άφησε τα χνάρια του πολιτισμού του (Kulturraum). Οι Γερμανοί επιστήμονες που τάχθηκαν με το μέρος του εθνικοσοσιαλισμού είχαν διπλό καθήκον να εκπληρώσουν: πρώτα να αποδείξουν τα δίκαια του γερμανικού λαού σε έναν όσο το δυνατό μεγαλύτερο ζωτικό χώρο και την ίδια στιγμή να χτυπήσουν ανελέητα τα ιστορικά δίκαια των άλλων λαών προσπαθώντας να τους εμφανίσουν ασθενικούς και εκφυλισμένους. Το σχέδιο περιλαμβάνει και την Ελλάδα, μια και οι επεκτατικές βλέψεις της Γερμανίας προς την ανατολή είχαν σαν προϋπόθεση την κατάκτηση των Βαλκανίων.
Το πρόβλημα των γερμανών ιστορικών στην περίπτωση της Ελλάδας ήταν πώς να αποσυνδέσουν τους σύγχρονους Έλληνες από τους αρχαίους, γιατί ο Χίτλερ υποστήριζε τόσο τη γενετική όσο και την πολιτιστική συγγένεια των Γερμανών με τους αρχαίους Έλληνες και κυρίως τους Σπαρτιάτες οι οποίοι όπως ακριβώς και οι χωρικοί του Schleswig Holstein έτρωγαν τον μέλανα ζωμό. Ο λεγόμενος «τρίτος ουμανισμός» του Γ΄ Ράιχ είχε σαν πρότυπό του τον δωρικό τρόπο ζωής και τρόπο τέχνης. Ήταν απαραίτητο οι σημερινοί Έλληνες να αποδειχτούν ψεύτικοι απόγονοι, σφετεριστές της ελληνικής κληρονομιάς την οποία διεκδικούσαν τώρα για λογαριασμό τους οι Γερμανοί. Για αυτόν ακριβώς το λόγο, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 ο θεωρητικός του εθνικοσοσιαλισμού Alfred Rosenberg στο βιβλίο του Ο μύθος του 2ου αιώνα (Der Mythus der 20. Jahrhunderts) κύρηξε, όπως άλλοτε ο Φαλμεράυερ, το θάνατο των αρχαίων Ελλήνων αποκαλώντας τους απογόνους τους «ασθενικούς λεβαντίνους». Κατά τον Ρόζενμπεργκ «οι Δωριείς και έπειτα οι Μακεδόνες ανέδειξαν το δημιουργικό ξανθό αίμα». Όταν η δύναμη των φυλών αυτών εξαντλήθηκε, η πολλαπλή υπεροχή των Μικρασιατών «δια μυρίων διωρύγων διέβρεξε και δηλητηρίασε την Ελλάδα και εις την θέσιν του Έλληνος εδημιούργησε τον μεταγενέστερον ασθενικόν λεβαντίνον, όστις με τον Έλληνα μόνον το όνομα έχει κοινόν. Ο Έλλην αφήκε την γην εις τον αιώνα τον άπαντα και μόνον τα νεκρά λίθινα αγάλματα, και αυτά σποραδικά, ομιλούσιν εισέτι δια την υπέροχον εκείνην φυλετικήν ψυχήν ήτις πάλαι ποτέ εδημιούργησε την Παλλάδα Αθηνά και τον Απόλλωνα». Μετά την κατάκτηση της Ελλάδας από τα στρατεύματα του ’ξονα η προπαγάνδα των Γερμανών ξέθαψε και τη θεωρία του Φαλμεράυερ. Με δημοσιεύματα που απευθύνονταν στον γερμανικό στρατό κατοχής, Γερμανοί ιστορικοί προσπαθούσαν και πάλι να αποδείξουν ότι οι σημερινοί Έλληνες δεν έχουν καμία σχέση με τους αρχαίους αλλά «κατά το πλείστον κατάγονται από των βαρβάρων σλαβικών φυλών αι οποίαι επλημμύρισαν την Ελλάδα κατά τον Μέσον Αιώναν».
ΥΓ: Ασφαλώς η ελληνική επιστημονική κοινότητα δεν κάθισε με σταυρωμένα τα χέρια. Ο καθηγητής Στίλπων Κυριακίδης ως απάντηση έγραψε δύο εγχειρίδια, από τα οποία το ένα λεγόταν Ο Ελληνικός ζωτικός χώρος από της αρχαιότητος μέχρι σήμερον και αποσκοπούσε να υπερασπιστεί τα Θρακικά και Μακεδονικά εδάφη που οι κατακτητές έδωσαν στους Βούλγαρους. Το βιβλίο επρόκειτο να εκδοθεί το 1942 αλλά δεν το επέτρεψε η ναζιστική λογοκρισία. Το άλλο βιβλίο με τίτλο Γλώσσα και λαϊκός πολιτισμός των νεωτέρων Ελλήνων γράφτηκε ως «έμμεσος έλεγχος και απάντησις εις όσα οι κατακτηταί Γερμανοί έγραφον προς διαφώτισιν των στρατιωτών των, ότι δηλαδή οι σύγχρονοι Έλληνες ουδεμίαν σχέσιν έχουσι προς τους αρχαίους...» Αρχικός σκοπός ήταν να εκδοθεί στα γερμανικά κατά την διάρκεια της κατοχής αλλά αυτό δεν έγινε.

Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του

Το μοιραίο 1941: οι αποφάσεις που κατέστρεψαν τον Χίτλερ. Απόσπασμα από το βιβλίο του Γεωργίου Ναπ. Θεοφάνους. (Πώς η επίθεση κατά της Ελλάδας οδήγησε στη μεταβολή του σχεδίου επίθεσης κατά της Σοβιετικής Ένωσης, μεταβολή που υπήρξε μοιραία για την έκβαση του πολέμου).

Πολλά έχουν γραφτεί για το πώς η εμπλοκή του ’ξονα στην Ελλάδα κατά τα έτη 1940-1941 οδήγησε στην αναβολή της έναρξης της εκστρατείας κατά της Σοβιετικής Ένωσης, της περίφημης επιχείρησης Μπαρμπαρόσα, από τις 15 Μαΐου 1941 στις 22 Ιουνίου 1941, με αποτέλεσμα ο δριμύτατος ρωσικός χειμώνας να πιάσει τα γερμανικά στρατεύματα μπροστά στη Μόσχα και να σωθεί η Ρωσία. Ο πρώτος που αναγνώρισε την αλήθεια αυτή υπήρξε ο ίδιος ο Αδόλφος Χίτλερ που διακήρυξε τόσο δημόσια (με τη διαθήκη του κ.ά.) όσο και σε ιδιωτικές συζητήσεις του (με τη Λένι Ρίφενσταλ κ.ά.), ότι το εγκληματικό λάθος του Μουσολίνι να επιτεθεί κατά της Ελλάδας, υπήρξε η βασική αιτία για την οποία η Γερμανία έχασε τον πόλεμο. Την άποψη αυτή ακολουθεί και η μεγάλη πλειοψηφία όσων έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα αυτό, με επικεφαλής Γερμανούς στρατηγούς του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, τους εγκυρότερους δηλαδή στρατιωτικούς ειδικούς.
Υπάρχει όμως και η αντίθετη άποψη (Χάιντς Ρίχτερ κ.ά.), που κυρίως βασίζονται στη γνώμη του έγκυρου ιστορικού Μάρτιν βαν Κρέβελντ και ιδίως στο σημαντικό έργο του «Η στρατηγική του Χίτλερ 1940-1941. Το βαλκανικό κλειδί». Ο Μάρτιν βαν Κρέβελντ θεωρεί ότι ο κυριότερος λόγος της καθυστέρησης της εκστρατείας εναντίον της Ρωσίας ήταν οι ελλείψεις στον εφοδιασμό του γερμανικού στρατού. Όσον αφορά τη βαλκανική εκστρατεία του Χίτλερ, ασχολείται μόνο με το κατά πόσο η απόβαση των βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, επέφερε καθυστέρηση της ρωσικής εκστρατείας και εκφέρει τη γνώμη ότι η απάντηση είναι και ναι και όχι ναι γιατί με το να προκαλέσει τη λήψη μέτρων από τον Χίτλερ, διέλυσε το συντονισμό μεταξύ της Μαρίτα και της Μπαρμπαρόσα και έκανε αμφίβολη την έγκαιρη έναρξη της τελευταίας, όχι γιατί πρακτικά δεν συνεισέφερε τίποτα στη χρονική επιμήκυνση των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα.
Βλέπει κανείς αμέσως πόσο η άποψη αυτή είναι εσφαλμένη, γιατί δεν αντιμετωπίζει το αληθινό πρόβλημα: Το ζήτημα δεν είναι αν η απόβαση των βρετανικών στρατευμάτων ή ακόμα και το γιουγκοσλαβικό πραξικόπημα επέφερε την καθυστέρηση της επιχείρησης Μπαρμπαρόσα, αλλά εάν ολόκληρη η εμπλοκή του ’ξονα στην Ελλάδα, που άρχισε στις 28 Οκτωβρίου 1940 με την επίθεση του Μουσολίνι και τελείωσε την 1η Ιουνίου 1941 με την κατάληψη της Κρήτης, έφερε το αποτέλεσμα αυτό. Και η σωστή τοποθέτηση του προβλήματος σε αυτή τη βάση οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι η εμπλοκή αυτή του ’ξονα υπήρξε μοιραία για την έκβαση της εκστρατείας κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Και υπήρξε μοιραία όχι μόνο εξαιτίας της χρονικής επίπτωσης της Μαρίτα στην επιχείρηση Μπαρμπαρόσα, αλλά για έναν πολύ σοβαρότερο λόγο, στον οποίο δεν έχει δοθεί η προσοχή που του αρμόζει. Εξαιτίας της Μαρίτα ο Χίτλερ αναγκάστηκε να μεταβάλει το σχέδιο της εκστρατείας εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης και η μεταβολή αυτή ανέτρεψε την πορεία της εκστρατείας, όπως επεσήμαναν οι εγκυρότεροι αναλυτές (αλλά και πρωταγωνιστές) της, δηλαδή οι στρατηγοί Φραντς Χάλτερ, αρχηγός του γερμανικού Γενικού Επιτελείου Στρατού από τον Αύγουστο του 1938 έως τις 24 Σεπτεμβρίου 1942, οπότε αποστρατεύθηκε, και Χάιντς Γκουντέριαν, ο ένδοξος και ιδιοφυής θεμελιωτής του κεραυνοβόλου πολέμου, ο παγκοσμίως αναγνωρισμένος ως ο μεγαλύτερος ειδικός του πολέμου των αρμάτων μάχης στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο.

Αλλά ας παρακολουθήσουμε τα πράγματα από την αρχή:
Η οδηγία του Φύρερ υπ’ αριθμόν 20 της 13ης Δεκεμβρίου 1940, με τον τίτλο «Επιχείρηση Μαρίτα», προέβλεπε τα εξής: «Ο πρώτος σκοπός της επιχείρησης είναι η κατάληψη της ακτής του Αιγαίου και της κοιλάδας της Θεσσαλονίκης. Είναι πιθανό να καταστεί απαραίτητο να συνεχίσουμε την επίθεση μέσω της Λαρίσης και του Ισθμού της Κορίνθου». Εντούτοις, όπως δέχεται και ο Μάρτιν βαν Κρέβελντ, που μελέτησε λεπτομερώς το θέμα, όλες οι προετοιμασίες μέχρι την απόβαση βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα (που άρχισε στις 7 Μαρτίου 1941, αφού οι Γερμανοί από τις 2 Μαρτίου είχαν αρχίσει να εισέρχονται στη Βουλγαρία με προφανή σκοπό την επίθεση κατά της Ελλάδας) είχαν γίνει με την παραδοχή ότι αυτή η επέκταση της επιχείρησης πέραν της ακτής του Αιγαίου στη Βόρειο Ελλάδα και της κοιλάδας της Θεσσαλονίκης δεν επρόκειτο να χρειαστεί. ’λλωστε και η προηγούμενη οδηγία του Φύρερ, η υπ’ αριθμόν 18 της 12ης Νοεμβρίου 1940, προκαταρκτική της Μαρίτα, ανέφερε ότι: «Ο αρχιστράτηγος θα προετοιμαστεί αν καταστεί αναγκαίο, να καταλάβει από τη Βουλγαρία την Ελληνική ηπειρωτική χώρα βόρεια του Αιγαίου πελάγους. Αυτό θα επιτρέψει στη γερμανική πολεμική αεροπορία να επιτίθεται κατά στόχων στην Ανατολική Μεσόγειο, και ιδίως κατά εκείνων των αγγλικών αεροπορικών βάσεων που απειλούν τις ρουμανικές πετρελαιοπηγές». Έτσι, το σχέδιο του Γερμανικού Γενικού Επιτελείου Στρατού, που υπεβλήθη στον Χίτλερ, στις 14 Φεβρουαρίου 1941, παραχωρούσε μόνο μία εβδομάδα για ολόκληρη την επιχείρηση! Ακόμα δε και στις 8 Μαρτίου δεν ήταν σαφές επί πόσο χρόνο θα παρατεινόταν η κατοχή των εδαφών που θα είχαν καταληφθεί. Μόλις όμως άρχισαν οι βρετανικές αποβάσεις στην Ελλάδα, το ερώτημα κατέστη ακόμα πιο επείγον, και στις 17 Μαρτίου απαντήθηκε με δραστικό τρόπο από τον Χίτλερ: Η επιχείρηση, διέταξε, έπρεπε να συνεχιστεί έως ότου οι Βρετανοί εκδιωχθούν από ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης της Πελοποννήσου.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο λόγος για τον οποίο η οδηγία του Φύρερ υπ’ αριθμόν 20 της 13ης Δεκεμβρίου 1940 (για την επιχείρηση Μαρίτα) όριζε ότι «είναι πιθανόν να καταστεί απαραίτητο» να συνεχιστεί η επίθεση και νότια της Θεσσαλονίκης, δηλαδή για την κατάληψη όλης της Ελλάδας, ήταν ότι ο Μουσολίνι, στη συνάντησή του με τον Χίτλερ, στις 19 έως 20 Ιανουαρίου 1941, είχε αναλάβει την υποχρέωση να εξαπολύσει κατά το πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου 1941 τη μεγάλη επίθεσή του στο αλβανικό μέτωπο, επίθεση που, υποτίθεται, «θα έσπαγε τα πλευρά των Ελλήνων». Αν λοιπόν η επίθεση πετύχαινε και ο Μουσολίνι καταλάμβανε την υπόλοιπη Ελλάδα, δεν θα υπήρχε λόγος να προωθηθούν τα γερμανικά στρατεύματα νότια της Θεσσαλονίκης για να εκδιώξουν τους ’γγλους από το ελληνικό έδαφος. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο Χίτλερ περίμενε έως τις 17 Μαρτίου και δεν απαντούσε στις εκκλήσεις του Επιτελείου του να του δώσει οδηγίες για το τι θα κάνει. Περίμενε την έκβαση της μεγάλης επίθεσης του Μουσολίνι. Και όταν αυτή απέτυχε, αποφάσισε την κατάληψη, με γερμανικά στρατεύματα πλέον, όλης της Ελλάδας, αφού δεν μπορούσε να ανεχθεί να υπάρχει στα νώτα των δυνάμεων που θα επιτίθεντο κατά της Ρωσίας ένα βαλκανικό μέτωπο. Συνεπώς η αποτυχία της μεγάλης επίθεσης του Μουσολίνι τον Μάρτιο του 1941 υπήρξε το άμεσο αίτιο όσων επακολούθησαν μετά την απόφαση του Φύρερ της 17ης Μαρτίου.
Η απόφαση αυτή του Χίτλερ είχε καταστροφικές συνέπειες στο συντονισμό μεταξύ Μαρίτα και Μπαρμπαρόσα που είχαν προηγηθεί, όπως και η συνεχής αύξηση των εμπλεκόμενων σε αυτήν στρατευμάτων, από 10 μεραρχίες στην αρχή σε 24 μεραρχίες κατόπιν, είχαν προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στο ΟΚΗ (Γερμανικό Γενικό Επιτελείο Στρατού) κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Και η απόφαση του Χίτλερ ανέτρεψε πλήρως τα χρονοδιαγράμματα αναφορικά με τη σχέση των δύο εκστρατειών. Η διάρκεια της Μαρίτα, δηλαδή τόσο της επιχείρησης αυτής καθεαυτής όσο και του χρόνου που απαιτούνταν για να επανέλθουν τα στρατεύματα στις προς βοράν βάσεις τους, επιμηκύνθηκε σε σημαντικό βαθμό. Και ως αποτέλεσμα της επιμήκυνσης αυτής, ο αρχηγός του επιτελείου της 12ης Στρατιάς, στην οποία είχε ανατεθεί η εκτέλεση της επιχείρησης Μαρίτα, ανακοίνωσε στο ΟΚΗ ότι αυτό δεν θα μπορούσε πλέον να υπολογίσει στις μονάδες της Στρατιάς για το σχέδιο Μπαρμπαρόσα. Ο Χάλντερ, αρχηγός του ΟΚΗ, εξέφρασε τότε την ελπίδα ότι θα ήταν ακόμα δυνατόν να μεταφερθούν οι «ταχείες» δηλαδή οι τεθωρακισμένες και οι μηχανοκίνητες μεραρχίες της 12ης Στρατιάς εγκαίρως, ώστε να μετάσχουν στην επίθεση της Ομάδας Στρατιών του Νότου, που προβλεπόταν να επιτεθεί, υπό τον στρατάρχη Φον Ρούντστεν, κατά της Ουκρανίας, σύμφωνα με το σχέδιο Μπαρμπαρόσα. Παραδέχτηκε όμως ο Χάλντερ ότι οι μεραρχίες πεζικού που θα απαιτούνταν για τα καθήκοντα κατοχής στην επεκταθείσα υπό κατάληψη περιοχή της Ελλάδας δεν θα ήταν διαθέσιμες για την επίθεση κατά της Ουκρανίας.
Η διαπίστωση αυτή οδήγησε σε μεγάλες μεταβολές στο ίδιο το σχέδιο Μπαρμπαρόσα. Βάσει της αρχικής διαταγής ανάπτυξης, η 12η Στρατιά, μετά την εκτέλεση της αποστολής της στην Ελλάδα, θα έπρεπε να επιστρέψει στη Ρουμανία και να σχηματίσει τη νότια αιχμή της Ομάδας Στρατιών του Νότου. Η αποστολή της συνίστατο στο να προελάσει μέσα στη Ρωσία από τη Βλαχία και σε σύμπραξη με τη βόρεια αιχμή, την οποία σχημάτιζαν η 6η και η 7η Στρατιά, να κυκλώσει τις ρωσικές δυνάμεις στην Ουκρανία, προτού αυτές μπορέσουν να διαφύγουν μέσα από τον Ντον. Τώρα όμως ο Χίτλερ έκρινε ότι ο Προύθος αποτελούσε σοβαρό εμπόδιο μπροστά στη 12η Στρατιά, η οποία θα μπορούσε να υπολογίζει μόνο σε μέρος των δυνάμεων που είχαν διατεθεί σε αυτήν στο αρχικό σχέδιο της εκστρατείας. Επομένως, αποφάσισε να καταργήσει τελείως τη νότια αιχμή της Ομάδας Στρατιών Νότου, να αποσπάσει το Τεθωρακισμένο Συγκρότημα Κλάιστ, που αρχικά προβλεπόταν να αποτελέσει τη γροθιά για την προώθηση της 12ης Στρατιάς και να το αναπτύξει βόρεια των Καρπαθίων. Μόνο σχετικά αδύνατες δυνάμεις, αρκετές για να προστατεύσουν τις πετρελαιοπηγές κατά πιθανών σοβιετικών εκπλήξεων, αποφασίστηκε να μείνουν στη Ρουμανία υπό της 11η Στρατιά, ενώ η 12η Στρατιά αποφασίστηκε να μείνει στην Ελλάδα για να εκπληρώσει καθήκοντα κατοχής. Η όλη αλλαγή οδήγησε σε σοβαρή μείωση της επιθετικής δύναμης της Ομάδας Στρατιών Νότου, η οποία θα διέθετε πλέον έξι λιγότερες μεραρχίες πεζικού για να επιτεθεί. Αυτό επρόκειτο τελικώς να έχει πολύ μεγαλύτερες συνέπειες.
Οι συνέπειες αυτές ήταν οι εξής: Η εξασθένηση της Ομάδας Στρατιών Νότου και η μεταβολή στη διάταξή της, που υπήρξε αποτέλεσμα της επιχείρησης Μαρίτα, υποχρέωσαν τον διοικητή της, στρατάρχη Φον Ρούντστεντ, να επιτεθεί κατά μέτωπον και να μην εφαρμόσει τη λαβίδα που είχε αρχικώς σχεδιασθεί και της οποίας τη νότια αιχμή θα αποτελούσε η 12η Στρατιά. Επιπλέον, λόγω μειωμένης δύναμης, η Ομάδας Στρατιών Νότου έμεινε πίσω στην προέλαση σε σχέση με τις άλλες Ομάδες Στρατιών, Κέντρου και Βορρά. Αποτέλεσμα αυτού υπήρξε μια ιστορική απόφαση του Χίτλερ: Στις 23 Αυγούστου 1941, δυσαρεστημένος από την καθυστέρηση της Ομάδας Στρατιών Νότου, διέταξε το Τεθωρακισμένο Συγκρότημα του στρατηγού Χάιντς Γκουντέριαν, αποτελούμενο βασικά από τα 24ο και 47ο Τεθωρακισμένα Σώματα, το οποίο ανήκε στην Ομάδα Στρατιών Κέντρου, υπό τον στρατηγό Φον Μποκ, να εγκαταλείψει την προώθηση εναντίον της Μόσχας και να στραφεί προς τα νοτιοδυτικά για να βοηθήσει την προσπάθεια της Ομάδας Στρατιών Νότου για την κατάληψη του Κιέβου και τη συντριβή των εκεί σοβιετικών δυνάμεων. Έτσι, οι δυνάμεις που αποτελούσαν την αιχμή του δόρατος του γερμανικού στρατού για την κατάληψη της Μόσχας άλλαξαν προορισμό, με αποτέλεσμα η επίθεση κατά της σοβιετικής πρωτεύουσας να χάσει την ορμή της και όταν αργότερα επανελήφθη, να είναι πλέον αργά και ο μεγάλος αυτός στόχος να μην επιτευχθεί ποτέ.
Η απόφαση που έλαβε ο Χίτλερ στις 23 Αυγούστου 1941, μια απόφαση που ήταν άμεσο αποτέλεσμα της επιχείρησης Μαρίτα, άλλαξε κυριολεκτικά την πορεία της εκστρατείας του Χίτλερ στο Ανατολικό Μέτωπο. Οδήγησε στη σωτηρία της Μόσχας και έπληξε βαρύτατα τον γερμανικό στρατό, που έμεινε στη ρωσική ύπαιθρο τον επόμενο χειμώνα με θερμοκρασίες -45 βαθμών Κελσίου. Η ανάγκη να ληφθεί μια τέτοια απόφαση υπήρχε πράγματι, γιατί η κατάληψη της Ουκρανίας ήταν απαραίτητη στη γερμανική πολεμική προσπάθεια, τόσο για την παραγωγή σιτηρών και πρώτων υλών, όσο και λόγω της ανάγκης εξουδετέρωσης της Κριμαίας, που, όπως έλεγε ο Χίτλερ, ήταν «ένα αεροπλανοφόρο για τον βομβαρδισμό των ρουμανικών πετρελαιοπηγών», αλλά και γιατί η Ουκρανία αποτελούσε την πύλη προς τις πετρελαιοφόρες περιοχές του Καυκάσου. Αλλά η ανάγκη αυτή θα είχε καλυφθεί αν η 12η Στρατιά είχε μπορέσει να αποτελέσει τη νότια αιχμή για την κύκλωση δυνάμεων στην Ουκρανία. Η μειωμένη ισχύς της Ομάδας Στρατιών Νότου, που επέβαλε την αλλαγή του σχεδίου επίθεσής της (κατά μέτωπον και όχι κυκλωτικά), οδήγησε στην ανάγκη απόσπασης των δυνάμεων του Γκουντέριαν από το μέτωπο της Ομάδας Στρατιών Κέντρου και διάθεσής τους στη μάχη του Κιέβου, και πρακτικά στην απώλεια του μεγάλου στόχου της κατάληψης της Μόσχας.
Όταν ο Γκουντέριαν, που είχε κληθεί στις 23 Αυγούστου 1941 στο αρχηγείο του Φύρερ, ανήγγειλε την απόφαση του τελευταίου στον Χάλντερ το επόμενο πρωί, αυτός έπαθε, όπως αφηγείται ο Γκουντέριαν στα απομνημονεύματά του, νευρικό κλονισμό και άρχισε να κατηγορεί και να βρίζει θεούς και δαίμονες. Όπως δε αναφέρει ο Χάλντερ στο ημερολόγιό του, πρότεινε στον αρχιστράτηγο Μπράουχιτς, να παραιτηθούν κι οι δύο σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την επέμβαση του Χίτλερ, που ανέτρεψε όλη την προσπάθεια της προς ανατολάς εκστρατείας, εγκαταλείποντας τον κύριο στόχο, την έγκαιρη κατάληψη της Μόσχας. Αλλά και ο Γκουντέριαν την ίδια γνώμη είχε, ότι δηλαδή η στροφή αυτή προς τα νοτιοδυτικά, προς το Κίεβο αντί της Μόσχας, ήταν καταστρεπτική και στοίχισε, όπως γράφει στα απομνημονεύματά του, όλη την προς ανατολάς εκστρατεία. Εντούτοις δεν μπορούσε παρά να υπακούσει στη ρητή διαταγή του Φύρερ. Το ιστορικό όμως γεγονός παραμένει: Η αλλαγή του σχεδίου Μπαρμπαρόσα λόγω της επιχείρησης Μαρίτα υπήρξε η αιτία της αποτυχίας στην προσπάθεια κατάληψης της Μόσχας, και τελικά της αποτυχίας όλης της προς ανατολάς εκστρατείας.

Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του

Η τάξη της Καμένης Σάρκας. 60 χρόνια μετά την αποκάλυψη του ’ουσβιτς. (’ρθρο του Βαγγέλη Κούταλη στον Ηπειρωτικό Αγώνα - Γενάρης 2005).

“Στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν ξέσπαγε το 1ο Παγκόσμιο Μακελειό, η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε συμπυκνώσει το θεμελιώδες δίλημμα του σύγχρονου πολιτισμού στην διάζευξη «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα». Η Λούξεμπουργκ δολοφονήθηκε κατά την επαναστατική κρίση του 1919 στην Γερμανία, λίγο μετά αφότου αποκαταστάθηκε, πάνω στα πτώματα των εξεγερμένων εργατών, η «τάξη» στο Βερολίνο. Μολονότι αιματοβαμμένη αυτή η αποκατάσταση δεν ήταν παρά μια προσωρινή ανάπαυλα στην εκτύλιξη της γερμανικής επανάστασης. Ο κίνδυνος της ανατροπής του καπιταλιστικού κράτους από το γερμανικό επαναστατικό προλεταριάτο θα συνεχίσει να είναι ένα πραγματικό ενδεχόμενο για όλη την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ακόμα και πάνω από το πτώμα της. Η «τάξη» θα αποκατασταθεί οριστικά όταν το 1933 οι Γερμανοί καπιταλιστές θα υποδεχτούν στα σκαλιά της εξουσίας τον επικεφαλής των πιο καλά οργανωμένων αντεπαναστατικών δολοφονικών συμμοριών, τον γητευτή της «μικροαστικής σκόνης», τον Μπογιατζή με το τετράγωνο, μικρό μουστάκι, που αμέσως ανέλαβε το έργο της εξάρθρωσης κάθε εστίας αντίστασης, διαλύοντας όλες τις ανεξάρτητες εργατικές οργανώσεις, καθώς και όλα τα κόμματα, αστικά όσο και εργατικά. Λίγα χρόνια αργότερα ο ίδιος αυτός σωτήρας της γερμανικής οικονομίας και του γερμανικού κράτους θα καταστρώσει και θα εφαρμόσει το πρώτο μεγάλης κλίμακας βιομηχανικό σχέδιο εξόντωσης ανθρώπινων όντων.
Δεν αρκεί να υποδείξουμε τον Χίτλερ και τους ντυμένους με στρατιωτικές στολές γκάγκστερς που τον περιστοίχιζαν ως αρχιτέκτονες της πρωτοφανούς φρίκης του Ολοκαυτώματος. Χρειάζεται να επισημάνουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια την καμπύλη που διαγράφει στην ιστορία του πολιτισμού η ίδια η υλοποίηση αυτού του ορθολογικού project μαζικής θανάτωσης. Όταν στις 27 Ιανουαρίου του 1945 ο Κόκκινος Στρατός πέρασε τις πύλες του ’ουσβιτς τα ίχνη που δεν πρόλαβαν να συγκαλύψουν φεύγοντας οι αξιωματικοί των SS έδειχναν ότι το δίλημμα της Λούξεμπουργκ είχε πράγματι ξεπεραστεί: η βαρβαρότητα, η νεωτερική βαρβαρότητα ήταν ήδη εδώ.
Πράγματι, η φρίκη του Ολοκαυτώματος παραμένει κάτι ακατανόητο μονάχα αν παραγνωρίσουμε την νεωτερικότητά της, αν την περιορίσουμε απλώς σε μια εκδήλωση της σκοτεινής καταστροφικότητας που ενδημεί στην ανθρώπινη φύση και μπορεί να αξιοποιηθεί από παράφρονες. Το ’ουσβιτς δεν ήταν ένας τόπος όπου επαγγελματίες δήμιοι βασάνιζαν ή ακρωτηρίαζαν τα έγκλειστα ανθρώπινα σώματα. Ήταν ένα τεράστιο, καλά οργανωμένο, τμηματοποιημένο εργοστάσιο που ως πρώτη ύλη κατανάλωνε, μεταποιούσε ανθρώπινα σώματα. Το Κακό, όπως διαπίστωσε η Χάνα ’ρεντ με αφορμή την περίπτωση του ’ϊχμαν, του ναζί οργανωτή της «τελικής λύσης», εδώ ήταν κοινότοπο. Τα σώματα δεν νεκρώνονταν από την παραληρηματική βία μιας εξουσίας που ήθελε να επισφραγίσει με χυμένο αίμα την δικαιοδοσία της, δεν ήταν έρμαια καμιάς αιματηρής τελετουργίας. Τα σώματα νεκρώνονταν με την διεκπεραίωση μιας απλής διοικητικής πράξης που τα καταχωρούσε σε πρωτοκολλημένα έγγραφα ως input μιας μηχανής. Κάθε σώμα είχε τον δικό του αριθμό, ο οποίος προσμετριόταν στις αποδόσεις κάθε μέρας, στις ποσότητες μιας παραγωγικότητας αποτεφρωμένων υπολειμμάτων. Στο ’ουσβιτς δεν εργάζονταν δήμιοι, αλλά ένστολοι φύλακες, υπάλληλοι, χρονομέτρες, μηχανικοί, λογιστές, διευθυντές, γιατροί, τέλος, που έκαναν πειράματα στα κατάλληλα εξοπλισμένα εργαστήριά τους.
Η περίφημη ειρωνική επιγραφή στην είσοδό του, η οποία πληροφορούσε τα ετοιμοθάνατα πλήθη πως «η εργασία απελευθερώνει», έχει μια βαθιά φιλοσοφική σημασία, αν βέβαια θεωρήσουμε την φιλοσοφία ως λόγο περί της ανθρώπινης ζωής -περί των πεπρωμένων που την δένουν με αλυσίδες και των ελπίδων για ελευθερία που την κάνουν ικανή να μεταμορφωθεί- και όχι ως έναν κλάδο εμπειρογνωμόνων με ψυχραμένη καρδιά και γλώσσα προορισμένη να μιλά αδιάφορα για αφηρημένες παραστάσεις. Αν ο Χέγκελ κάποτε, έχοντας κατά νου την έκβαση της Γαλλικής Επανάστασης, διαπίστωσε το πέρασμα από τον αγώνα για την καθολική ελευθερία στον τρόμο του θανάτου, από τους πόθους των «ξεβράκωτων» για χειραφέτηση στην τρομοκρατία των Γιακωβίνων, η «απελευθερωτική εργασία» της επιγραφής του ’ουσβιτς αποκάλυπτε ότι στην παρακμή του αστικού πολιτισμού η πιο αποτελεσματική αντεπανάσταση, η πιο συντριπτική αντίθεση στον αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση, ήταν αυτή που κατάφερε να επιβάλει, σε όλη την μακάβρια καθολικότητά της, την ελευθερία των ίδιων των εκμεταλλευτών πάνω στα σώματα των εκμεταλλευομένων ως μια ευχέρεια ολοκληρωτικής κυριαρχίας, επιτρέποντας τις μαζικές δολοφονίες με διοικητικές αποφάσεις, ορθολογικά κατανεμημένες εργασίες, στοχεύσεις αποδοτικότητας. Η «ελευθερία» των διεκπεραιωτών ή σχεδιαστών της νεωτερικής βαρβαρότητας δεν δίνει την θέση της στον τρόμο του θανάτου, ούτε καν μεθάει απ’ αυτόν. Τον εμπεριέχει ως παράμετρο ενός νηφάλιου προγραμματισμού, τον σταθμίζει βάσει κριτηρίων αποδοτικότητας, και του αποδίδει μια καθορισμένη λειτουργία.
Το ’ουσβιτς ήταν μια επαναφορά στην «τάξη» με την πλήρη σημασία που αυτή η λέξη προσλαμβάνει στα συμφραζόμενα της καπιταλιστικής εργασιακής κανονικότητας. Είναι περιττό να σταθούμε στην συμβολική ταύτιση της μορφής του Εβραίου με αυτήν του στυγνού Πλουτοκράτη με τη γαμψή, απειλητική μύτη, εντοπίζοντας άλλο ένα τέχνασμα της ναζιστικής προπαγάνδας, αναμφίβολα δελεαστικό για τους μνησίκακους απέναντι στο μεγάλο κεφάλαιο μικροαστούς. Πρέπει να προχωρήσουμε περισσότερο, διακρίνοντας πίσω απ’ το προπαγανδιστικό τέχνασμα, παρά τις φαινομενικές καταβολές του σε μια πολύ παλιά χριστιανική προκατάληψη, έναν πραγματικό, συμβολικά μετατοπισμένο στόχο, πάνω στο σώμα του οποίου το μεγάλο κεφάλαιο, το βασικό κοινωνικό έρεισμα της χιτλερικής συμμορίας, εξιλεώθηκε για το μίσος που ενέπνευσε στα θύματά του, μετατρέποντας τα πιο αταξινόμητα απ’ αυτά σε θύτες της «αταξίας», σε φορείς του «εκφυλισμού». Οι Εβραίοι, το ανέστιο, νομαδικό προλεταριάτο, ο διασκορπισμένος λαός που γέννησε τους πιο άπληστους για ελευθερία διανοούμενους, τον Σπινόζα, τον Φρόιντ, τον Μαρξ, τον Τρότσκι, την Λούξεμπουργκ, όπως και οι Τσιγγάνοι, αυτοί οι περιπλανώμενοι απάτριδες, και οι ομοφυλόφιλοι, τα σώματα που στερούνται μια αποδοτική, αναπαραγωγική σεξουαλική ταυτότητα, όλα αυτά τα ακαταχώρητα, ξεστρατισμένα, αναφομοίωτα όντα «απελευθερώθηκαν» δουλεύοντας σε βιομηχανικές μονάδες όπου επιτέλους αναγκάζονταν, χάρη στην λειτουργική παράμετρο του τρόμου του θανάτου, να αποκτήσουν μιαν αμετάκλητη ταυτότητα, μια σταθερή θέση στον καταμερισμένο, τακτοποιημένο κόσμο της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Έγιναν οι εργάτες ενός εργοστασίου που δούλευε νύχτα-μέρα, ακατάπαυστα, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του ένοπλου χρονομέτρη, του ευσυνείδητου υπαλλήλου, και του πειραματιστή γιατρού, οι εργάτες που αυτή τη φορά έδιναν προς κατανάλωση στις μηχανές, εκτός από την εργατική τους δύναμη, το ίδιο τους το σώμα, και επέστρεφαν μια για πάντα στην κανονικότητα της αλλοτριωμένης εργασίας αναλωνόμενοι μέχρι την τέφρα τους. Η «ελευθερία» των στρατοπέδων εξόντωσης ήταν η ελευθερία των κυρίαρχων να ομογενοποιούν, και να ταξινομούν τους κυριαρχούμενους, να χρησιμοποιούν τα σώματά τους, να οργανώνουν, δίχως αποκλίσεις και παρεκτροπές, τον κόσμο στα πρότυπα της καπιταλιστικής παραγωγικότητας, ακόμα κι αν αυτό που τελικά παραγόταν δεν ήταν παρά στάχτες- μια μυρωδιά καμένης σάρκας πάνω απ’ τα φουγάρα του εργοστασίου”.

Χρονολογικός πίνακας.

1. Ιταλία.
1919: Ίδρυση του πρώτου φασιστικού πυρήνα στην Ευρώπη. Ο ποιητής D’ Annunzio καταλαμβάνει το Fiume (12/9), σημερινή κροατική πόλη Ριέκα στην Αδριατική θάλασσα. Εκδήλωση του ιταλικού αλυτρωτισμού (= επιθυμία σύμπτωσης κρατικών ορίων και έθνους).
1922 (28 Οκτ.): Πορεία των φασιστών στη Ρώμη. Στις 31 Οκτωβρίου ο Mussolini σχηματίζει κυβέρνηση συνασπισμού με την ανοχή του βασιλέα Βίκτωρα Εμμανουήλ Γ΄. Ο Mussolini πρωθυπουργός, υπουργός Εσωτερικών και Εξωτερικών.
1923: Με τον νέο εκλογικό νόμο, το κόμμα που έχει τη σχετική πλειοψηφία στο λαό αποκτά τα δύο τρίτα των εδρών στη Βουλή (= πορεία προς τον κρατικό αυταρχισμό και τον κυριαρχικό ρόλο της πολιτικής εξουσίας).
1924: Ο σοσιαλιστής βουλευτής Matteotti απάγεται και δολοφονείται (= χρήση βίας για πολιτικούς λόγους).
1925: Συμφωνία μεταξύ του Συνδέσμου των Ιταλών Βιομηχάνων και των ελεγχόμενων από τους φασίστες συνδικάτων (Κορπορατισμός: ταξική συνεργασία υπό την αιγίδα του κράτους). Ο Mussolini αποκτά τον πλήρη έλεγχο της κυβέρνησης και του κράτους.
1926: Καταργείται το δικαίωμα της απεργίας. Μέτρα έκτακτης ανάγκης για την προάσπιση της φασιστικής δικτατορίας.
1929: Συμφωνία του Mussolini με τον Πάπα Πίο ΙΑ΄ (= Συμφωνία του Λατερανού: ο καθολικισμός αναγορεύεται σε επίσημη θρησκεία της Ιταλίας, το Βατικανό γίνεται ανεξάρτητο παπικό κράτος, οι ιερείς μισθοδοτούνται από το κράτος, αλλά δεν πρέπει να εντάσσονται σε κανένα πολιτικό κόμμα).
1934: Συμφωνία Mussolini και Hitler στη Βενετία.
1935: Εισβολή της Ιταλίας στην Αβησσυνία.
1936: ’ξονας Ρώμης - Βερολίνου.
1938: Πρώτα μέτρα εναντίον των Εβραίων.

2. Γερμανία.
1933 (30 Ιαν.): Ο Hitler γίνεται καγκελάριος της Γερμανίας. Ψηφίζεται το δικαίωμα της κυβέρνησης να προσφεύγει στη χρήση βίας εναντίον των δυνητικών ανατροπέων της δημοκρατίας. Στις εκλογές της 5ης Μαρτίου, οι Ναζί εκλέγουν 288 βουλευτές και κερδίζουν το 43,9% των ψήφων. Καταργούνται τα συνδικάτα. Η Γερμανία πλέον κυβερνάται δικτατορικά και εγκαταλείπει την Κοινωνία των Εθνών.
1934 (29-30 Ιουν.): Εκκαθαρίζονται τα Τάγματα Εφόδου (S.A) και δολοφονούνται επίλεκτα στελέχη της αριστερής πτέρυγας του NSDAP (λ.χ. Strasser, Rohm κ.λ.π.).
1935 (15 Σεπτ.): Ρατσιστικοί νόμοι της Νυρεμβέργης, με τους οποίους αφαιρούνται από τους Εβραίους όλα τα πολιτικά δικαιώματα.
1936: Η Γερμανία καταλαμβάνει την αποστρατικοποιημένη ζώνη του Ρήνου. Ο Himmler γίνεται αρχηγός της γερμανικής αστυνομίας. Γερμανο-ιαπωνικό Σύμφωνο Φιλίας.
1938: Γερμανική εισβολή στην Αυστρία.
1939: Κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας. Κατάληψη της Πολωνίας. Ρωσο-γερμανικό Σύμφωνο μη επιθέσεως (Μολότωφ Ρίμπεντροπ).
1940: Τον Απρίλιο καταλαμβάνεται η Δανία και η Νορβηγία, το Μάιο το Βέλγιο, η Ολλανδία, το Λουξεμβούργο και η Γαλλία. Εγκαταλείπεται το σχέδιο εισβολής στη Μεγάλη Βρετανία μετά την αποτυχία της αερομαχίας για την Αγγλία και παρά τους καταστροφικούς βομβαρδισμούς των αγγλικών πόλεων.
1941: Την άνοιξη καταλαμβάνονται η Ελλάδα και οι υπόλοιπες βαλκανικές χώρες. Στις 22 Ιουνίου τα γερμανικά στρατεύματα εισβάλουν στη Σοβιετική Ένωση. Αρχίζει η μαζική εξόντωση των Εβραίων. Στις 11 Δεκεμβρίου η Γερμανία κηρύσσει τον πόλεμο στις Η.Π.Α. Ο πόλεμος γίνεται παγκόσμιος.
1945 (30 Απριλ.): Ο Hitler αυτοκτονεί στο Βερολίνο.

Πηγή: Χρονολόγιο του S.J.Woolf (ed), European Fascism, Vintage Books 1996.

Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του

Τα δικτατορικά καθεστώτα της Μεσοπολεμικής Ευρώπης (1917-1939).

Χώρα: Ουγγαρία.
Διάρκεια: 1920-1944.
Δικτάτορας: Ναύαρχος Horthy.
Χαρακτηριστικά: Πρωτοφασιστική δικτατορία. Τρομοκρατία.

Χώρα: Βουλγαρία.
Διάρκεια: 8/9.6.1923-1944.
Δικτάτορας: Αλεξάντρ Τσάνκωφ Βασιλιάς Μπόρις Γ΄.
Χαρακτηριστικά: Στρατιωτικό πραξικόπημα: Αυταρχικό καθεστώς, διάλυση κάθε αντίστασης. Από το 1934 το καθεστώς μετατρέπεται σε βασιλική δικτατορία υπό τον Μπόρις Γ΄.

Χώρα: Ιταλία.
Διάρκεια: 28.10.1922-1943.
Δικτάτορας: Μπενίτο Μουσολίνι.
Χαρακτηριστικά: Φασιστικό κίνημα και κατάληψη της εξουσίας με την ανοχή του βασιλιά. Η συνταγματική μοναρχία αντικαταστάθηκε από το «κορπορατιστικό κράτος». Από το 1926 καταργούνται τα υπόλοιπα κόμματα.

Χώρα: Γερμανία.
Διάρκεια: 30.1.1933-1945.
Δικτάτορας: Αδόλφος Χίτλερ.
Χαρακτηριστικά: Νίκη του ναζιστικού (εθνικοσοσιαλιστικού) κόμματος στις εκλογές. Μονοκομματικό κράτος έκτακτων εξουσιών. Τρομοκρατία. Εθνικισμός, μιλιταρισμός, ρατσισμός, χρησιμοποίηση της πιο προωθημένης τεχνολογίας για την εξόντωση των αντιπάλων, πολιτική ενσωμάτωση της νεολαίας, των μικροαστών και της εργατικής τάξης.

Χώρα: Αυστρία.
Διάρκεια: 1933-1934.
Δικτάτορας: Ενγκελμπερτ Ντόλφους.
Χαρακτηριστικά: Ημιφασιστική δικτατορία. Κράτος έκτακτης ανάγκης.

Χώρα: Ισπανία.
Διάρκεια: 23.9.1923-20.1.1930 και 1936-1975.
Δικτάτορας: Στρατηγός Πρίμο ντε Ριβέρα και Στρατηγός Φράνκο.
Χαρακτηριστικά: Αυταρχικό καθεστώς με τη συναίνεση του βασιλιά Αλφόνσου ΙΓ΄, κατάργηση του συντάγματος. Στρατιωτική φασιστική δικτατορία. Ολοκληρωτικό καθεστώς. Τρομοκρατία.

Χώρα: Πορτογαλία.
Διάρκεια: 1926 και 1923-1975.
Δικτάτορας: Στρατηγός Comes da Costa και Antonio Salazar de Oliveira.
Χαρακτηριστικά: Αυταρχικό καθεστώς. Διάλυση του Κοινοβουλίου. Κατάργηση του Συντάγματος. Κρατικός κορπορατισμός.

Χώρα: Ελλάδα.
Διάρκεια: 4.8.1936-1941.
Δικτάτορας: Στρατηγός Ιωάννης Μεταξάς.
Χαρακτηριστικά: Αυταρχικό βασιλικό-στρατιωτικό καθεστώς, διάλυση της Βουλής, κατάργηση του συντάγματος, τρομοκρατία εναντίον των αντιπάλων, «Εθνική Οργάνωση Νεολαίας», ιδεολογία του «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού».

Χώρα: Φιλανδία.
Διάρκεια: 1931, 1932, 1933.
Δικτάτορας: Svinhufvud.
Χαρακτηριστικά: Αυταρχική διακυβέρνηση από το αντικομμουνιστικό αγροτικό κίνημα «Lappo». Ενεργοποίηση των μηχανισμών έκτακτης ανάγκης, κατάργηση των κοινοβουλευτικών θεσμών. Αποτυχημένο πραξικόπημα του «Lappo». Ήττα του «Lappo» στις εκλογές.

Χώρα: Τουρκία.
Διάρκεια: 29.10.1923-1938.
Δικτάτορας: Μουσταφά Κεμάλ.
Χαρακτηριστικά: Προσωπική δικτατορία. Μονοκομματικό εθνικό κράτος, εκκοσμίκευση του κράτους, αυταρχικός εκσυγχρονισμός.

Χώρα: Αλβανία.
Διάρκεια: 1925-1940.
Δικτάτορας: Αχμέτ Ζόγου (γίνεται βασιλιάς το 1928).
Χαρακτηριστικά: Αυταρχικό καθεστώς, στην αρχή προεδρικό, στη συνέχεια βασιλικό.

Χώρα: Πολωνία.
Διάρκεια: 12.5.1926-1939.
Δικτάτορας: Στρατηγός Ιωσήφ Πιλσούντσκι.
Χαρακτηριστικά: Στρατιωτικό πραξικόπημα. Δικτατορία με κοινοβουλευτικά προσχήματα.

Χώρα: Ρουμανία.
Διάρκεια: 9.6.1930-1941.
Δικτάτορας: Βασιλιάς Κάρολος Β΄.
Χαρακτηριστικά: Πραξικόπημα. Βασιλική Δικτατορία.

Χώρα: Γιουγκοσλαβία.
Διάρκεια: 1929-1931.
Δικτάτορας: Βασιλιάς Αλέξανδρος.
Χαρακτηριστικά: Πραξικόπημα. Βασιλική Δικτατορία. Κατάργηση κοινοβουλευτισμού.

Χώρα: Λιθουανία.
Διάρκεια: 1929-1940.
Δικτάτορας: Antonas Smetona.
Χαρακτηριστικά: Εθνικιστικό μονοκομματικό κράτος.

Χώρα: Λεττονία.
Διάρκεια: 1934-1940.
Δικτάτορας: Karlis Ulmanis.
Χαρακτηριστικά: Αυταρχικό καθεστώς, διάλυση Κοινοβουλίου, κυβέρνηση εθνικής ενότητας.

Χώρα: Εσθονία.
Διάρκεια: 1934-1940.
Δικτάτορας: Konstantin Pats.
Χαρακτηριστικά: Αυταρχικό καθεστώς, κράτος έκτακτης ανάγκης, διάλυση του Κοινοβουλίου.

Β 

προηγούμενη σελίδα
Σελίδα 27 από 31
επόμενη σελίδα
Β 
Up
Β 

Β 

Αυτό το ebook είναι της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη και δημοσιεύεται στην Ματιά με την άδεια της. Εμείς από αυτές τις γραμμές θέλουμε να ευχαριστήσουμε θερμά την συγγραφέα του για την άδεια δημοσίευσης που μας έδωσε.
Τα πνευματικά δικαιώματα του ανήκουν στην συγγραφέα του, Αμαλία Κ. Ηλιάδη. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993 & διεθνής σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).
Για να μάθετε για την Αμαλία Κ. Ηλιάδη κάντε κλικ εδώ.

Β 
Β 
Περιεχόμενα Βιβλίου
Β 
Δείτε:
Διάφορα
Θρησκεία
Πρόσωπα
Ημέρες
Έγραψαν
Λέξεις
Τόποι
Έθιμα
e-books
Β 
Δείτε επίσης:
Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου - Μέρος Α
Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου - Μέρος Β
Σημειώσεις στο μάθημα της Ιστορίας της Τέχνης
Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του
Ο θρύλος του θανάτου των Μοναχών
Μαρτυρολόγια και Συναξάρια απ’ τα πρωτοχριστιανικά χρόνια έως τον 6ο αιώνα μ.Χ.
Διηγήσεις και βίοι Αγίων Γυναικών
Σχέσεις μητέρας - γιου στο πρώιμο Βυζάντιο
Μουσειοπαιδαγωγική - Μουσείο και Αγωγή
Βερολίνο
Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου (Μέρος Γ)
Μετέωρα
Το γυμνό στην Τέχνη
Αρχαιότητα
Το σχολείο ως πολυδύναμος πολιτιστικός οργανισμός
Παλιννόστηση στις γλυκές πατρίδες 1918 - 1922
Οι κανονισμοί των ορφανοτροφείων ΑΡΡΕΝΩΝ-ΠΡΙΓΚΗΠΟΥ και ΘΗΛΕΩΝ-ΧΑΛΚΗΣ 1921
Στοιχεία θεατρικής παιδείας
Γιορτές αγλύκαντες
Αρχαία Ελληνική Μυθολογία
Η ακάνθινη απειλή
Β 
Β 
Β 
Αναζήτηση
Β 
Β 
Β 
Β 
Β 
Β 
Β 
Επικοινωνία | Όροι Χρήσης | Πλοηγηθείτε | Λάβετε Μέρος | Δημιουργία και Ανάπτυξη ’ΡΚΕΣΙΣ
Β 
Β