| Κωνσταντίνος Κανάρης (Αλέξανδρος Πάλλης)Όλη η βουλή των προεστών στο μώλο συναγμένηείπε πως όξω στη στεριά τους Τούρκους θα προσμένει.
 Τότε έβγαλα το φέσι
 και να μιλήσω θάρρεψα προβάλλοντας στη μέση:
 "Τίποτα, αρχόντοι, δε φελά, μονάχα το καράβι!"Σα μ' άκουσε ένα απ' τα τρανά καλπάκια μας, ανάβει
 και το φαρμάκι χύνει:
 "Ποιός  είναι αυτός, και πώς τον λέν, που συμβουλές μας δίνει;"
 Να τα Ψαρά πως χάθηκαν. Κ' εγώ φωτιά στο χέριπήρα, και πέρα τράβηξα κατά της Χιός τα μέρη,
 κ’ είπα από κει -δε βάσταξα- με χείλια πικραμένα:
 "Να  πώς με λέν έμενα".
 | 
                        
                          |  | 
                        
                          | Εις τον Ιερόν Λόχον (Ανδρέας Κάλβος)Ας μη βρέξει ποτέτο σύννεφον, και ο άνεμος
 σκληρός ας μη σκορπίσει
 το χώμα το μακάριον
 που σας σκεπάζει.
 Ας το δροσίση πάντοτεμε τ' αργυρά της δάκρυα
 η ροδόπεπλος κόρη
 και αυτού ας ξεφυτρώνουν
 αιώνια τ' άνθη.
 Ω γνήσια της Ελλάδοςτέκνα ψυχαί που επέσατε
 εις τον αγώνα ανδρείως,
 τάγμα εκλεκτών Ηρώων,
 καύχημα νέον
 σας άρπαξεν η τύχητην νικητήριον δάφνην,
 και από μυρτιά σας έπλεξε
 και πένθιμον κυπάρισσον
 στέφανον άλλον.
 Αλλα αν τις απεθάνηδια την πατρίδα, η μύρτος
 είναι φύλλον ατίμητον
 και καλά τα κλαδιά
 της κυπαρίσσου.
 Αφ' ου εις του πρώτου ανθρώπουτους οφθαλμούς η πρόνοος
 φύσις τον φόβον έχυσε
 και τας χρυσάς ελπίδας
 και την ημέραν
 επί το μέγα πρόσωποντης γης πολυβοτάνου,
 ευθύς το ουράνιο βλέμμα
 βαθυσκαφή εφανέρωσε
 μνήματα μύρια.
 Πολλά μεν σκοτεινάφέγγει επ' ολίγα τ' άστρον
 το της αθανασίας
 την εκλογήν ελεύθερον
 δίδει το θείον.
 Έλληνες της πατρίδοςκαι των προγόνων άξιοι
 Έλληνες σεις, πώς ήθελεν
 από σας προκριθείν
 άδοξος τάφος;
 Ο Γέρων φθονερόςκαι των έργων εχθρός
 και πάσης μνήμης έρχεται
 περιτρέχει την θάλασσαν
 και την γην όλην.
 Από την στάμναν χύνειτα ρεύματα της λήθης
 και τα πάντα αφανίζει.
 Χάνονται οι πόλεις, χάνονται
 βασίλεια κ' έθνη.
 Αλλ' ότε πλησιάσειτην γην οπού σας έχει,
 θέλει αλλάξειν τον δρόμον του
 ο Χρόνος, το θαυμάσιον
 χώμα σεβάζων.
 Αυτού, αφού την αρχαίανπορφυρίδα και σκήπτρον
 δώσωμεν της Ελλάδος,
 θέλει φέρειν τα τέκνα της
 πάσα μητέρα,
 και δακρυχέουσα θέλειτην ιεράν φιλήσειν
 κόνιν και ειπείν:
 τον ένδοξον Λόχον,
 τέκνα, μιμήσατε,
 Λόχον Ηρώων.
 | 
                        
                          |  | 
                        
                          | Ελεύθεροι πολιορκημένοι (Διονυσίος Σολωμός - απόσπασμα)Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύειλαλεί πουλί, παίρνει σπειρί, κ' η μάνα το ζηλεύει.
 Τα μάτια η πείνα εμαύρισε στα μάτια η μάνα μνέει
 στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα, και κλαίει:
 "Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ' έχω 'γω στο χέρι;
 Οπού συ μούγινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει."
 
 Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε
 κι οσ' άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ' άρματα σε κλειούνε.
 Και μες τη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
 κι' ολόλευκο εσύσμιξε με τ' ουρανού τα  κάλλη.
 Και μες της  λίμνης τα νερά, οπ' έφθασε μ' ασπούδα έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα.
 Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο
 το σκουληκάκι βρίσκεται σ' ώρα γλυκιά κ' εκείνο.
 Μάγεμα η φύσις κι' όνειρο στην ομορφιά και χάρη,η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι
 Με χίλιες βρύσες  χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει:
 όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
 | 
                        
                          | 
 | 
                        
                          | Κανάρης (Κώστας Καρυωτάκης)Κάποιοι δαιμόνοι τον είχαν στείλει.
 Έγινε αχείλη
 κόσμου που επόνει.
 Ήρωες χρόνοι!Και πως εμίλει
 με το φιτίλι,
 με το τρομπόνι!
 Το πέρασμά του,μήνυμα κρύο
 μαύρου θανάτου.
 Κι είχε το θείοχέρι που φλόγα
 κράταε κι ευλόγα.
 | 
                        
                          |  | 
                        
                          | Το κρυφό σχολειό (Ιωάννης Πολέμης)Απ' έξω μαυροφόρ' απελπισιά,πικρής σκλαβιάς χειροπιαστό σκοτάδι,
 και μέσα στη θολόκτιστη εκκλησιά,
 στην εκκλησιά, που παίρνει κάθε βράδυ
 την όψη του σχολειού,
 το φοβισμένο φως του καντηλιού
 τρεμάμενο τα ονείρατα αναδεύει,
 και γύρω τα σκλαβόπουλα μαζεύει.
 Εκεί καταδιωγμένη κατοικείτου σκλάβου η αλυσόδετη πατρίδα,
 βραχνά ο παπάς, ο δάσκαλος εκεί
 θεριεύει την αποσταμένη ελπίδα
 με λόγια μαγικά,
 εκεί η ψυχή πικρότερο αγροικά
 τον πόνο της σκλαβιάς της, εκεί βλέπει
 τι έχασε, τι είχε, τι της πρέπει.
 Κι απ' την εικόνα του Χριστού ψηλά,που εβούβανε τα στόματα των πλάνων,
 και ρίχνει και συντρίβει και κυλά
 στην άβυσσο τους θρόνους των τυράννων,
 κι από την σιγαλιά,
 που δένει στο λαιμό πνιγμού θηλιά,
 κι απ' των προγόνων τ' άφθαρτα βιβλία,
 που δείχνουν τα πανάρχαια μεγαλεία,
 ένας ψαλμός ακούγεται βαθύςσα μελωδίες ενός κόσμου άλλου,
 κι ανατριχιάζει ακούγοντας καθείς
 προφητικά τα λόγια του δασκάλου
 με μια φωνή βαριά.
 «Μη σκιάζεστε στα σκότη! Η λευθεριά
 σαν της αυγής το φεγγοβόλο αστέρι
 της νύχτας το ξημέρωμα θα φέρει».
 | 
                        
                          |  |