Αρχική Ματιά
Νέο στη Ματιά
Β  Β 
Β 
Β 
Β 
E-books...
Αρχική Βιβλιοθήκης
...Σχέσεις μητέρας-γιου στο πρώιμο Βυζάντιο: Οι περιπτώσεις των Τριών Ιεραρχών και των μητέρων τους!
Για να επιστρέψετε στα e-books πατήστε εδώ! Για να επιστρέψετε στην Βιβλιοθήκη πατήστε στην εικόνα της Βιβλιοθήκης!
Β 
Σχέσεις μητέρας-γιου στο πρώιμο Βυζάντιο:
Οι περιπτώσεις των Τριών Ιεραρχών και των μητέρων τους
Β 
προηγούμενη σελίδα
Σελίδα 5 από 6
επόμενη σελίδα

Γ) Ανθούσα και Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Η μητέρα του Ιωάννου του Χρυσοστόμου Ανθούσα καταγόταν από πλούσια και ευγενική οικογένεια της Αντιόχειας. Όμως δεν θεωρούσε τα υλικά αγαθά και την αριστοκρατική καταγωγή της πηγή χαράς και ευτυχίας όπως οι περισσότεροι συμπατριώτες της Αντιοχείας, αλλά τη χριστιανική ευσέβεια και την εσωτερική ειρήνη. Την Ανθούσα διαλέγει για γυναίκα του ο Σεκούνδος, χριστιανός κι αυτός και ενεργό μέλος της εκκλησίας της Αντιόχειας και καταγόμενος, όπως και η ίδια, από πλούσια και επιφανή οικογένεια. Είχε αναδειχθεί ανώτερος αξιωματικός στη Συρία και «διέπρεψεν ευγενώς παρά τη τάξει του Στρατηλάτου της Συρίας» και ακόμη «διέπρεψεν εν τοις ανωτάτοις αξιωματικοίς του κατά την Ανατολήν στρατού». Σύμφωνα με λατινική βιογραφία ο Σεκούνδος ήταν «magister militum Syriae», δηλαδή άρχοντας, διοικητής των στρατιωτών της Συρίας.
Δυστυχώς ο Σεκούνδος πέθανε πολύ νωρίς, όταν ο γιος του Ιωάννης ήταν ακόμη βρέφος μηνών. Οι συγγενείς και ο περίγυρος της Ανθούσας, λίγο καιρό μετά το θάνατο του συζύγου της, την παρότρυναν να συνάψει δεύτερο γάμο ως λύση του δράματος που βίωνε, μιας και βρισκόταν ακόμη σε πολύ νεαρή ηλικία (20 ετών) και είχε ανάγκη συντρόφου η ίδια, το παιδί της χρειαζόταν προστάτη αλλά και η μεγάλη της περιουσία σωστή διαχείριση. Πολλοί άντρες, αντάξιοι του Σεκούνδου, τη ζήτησαν σε γάμο, για τα προσόντα της, την ευγένεια του χαρακτήρα της, τα νιάτα της, αλλά κυρίως για την περιουσία της. Η Ανθούσα, ως νεαρή και πλούσια χήρα, απ’ την άλλη μεριά, αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα, ιδιωτικά και δημόσια. Καθημερινά κινδύνευε από ποικίλους πειρασμούς, γιατί «όπως μια ατείχιστη πόλη βρίσκεται στη διάθεση όλων εκείνων που επιθυμούν να τη διαρπάσουν, έτσι και η κόρη που χηρεύει έχει πολλούς ολόγυρα εκείνους που την επιβουλεύονται, κι όχι μόνον όσους εποφθαλμιούν τα χρήματά της αλλά και αυτούς που επιδιώκουν να παραβιάσουν τη σωφροσύνη της» αναφέρει χαρακτηριστικά ο γιος της Ιωάννης ο Χρυσόστομος στο «Λόγος εις νεωτέραν χηρεύσασαν», παράγραφος 2 (Άπαντα των αγίων Πατέρων, Τόμ.8, σελ.72). Παρ’ όλα αυτά η Ανθούσα στήριζε στην πίστη τις ελπίδες της και αγωνιζόταν προσευχόμενη. Γι’ αυτό και άντεχε και νικούσε στον αγώνα της ζωής της. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει χαρακτηριστικά: «Το γυναικείο φύλο έχει κάποια κλίση προς την ευσυγκινησία. Όταν όμως προστεθεί και η νεότητα και η πρόωρη χηρεία και η απειρία της ζωής και μέγα πλήθος φροντίδων και η διαβίωση, καθ’ όλη την προηγούμενη ζωή μέσα στην καλοπέραση, στη χαρά και στον πλούτο, τότε τα δεινά πολλαπλασιάζονται. Και εάν όποια δέχτηκε το κτύπημα δε λάβει βοήθεια απ’ τον ουρανό, η πρώτη σκέψη θα μπορέσει να τη συντρίψει».
Η νεαρή μητέρα και χήρα Ανθούσα απ’ την αρχή μερίμνησε για τη χριστιανική ανατροφή του παιδιού της. Απ’ την τρυφερή του ηλικία διέπλασε το χαρακτήρα του. Έτσι η περαιτέρω διαπαιδαγώγησή του ήταν ευκολότερη, αφού μπορούσε από νωρίς να εισαγάγει τον Ιωάννη στην ευλάβεια, στη φιλοσοφία και στην απόκτηση της αρετής. Βέβαια, στη διαμόρφωση του Ιωάννη συντέλεσε και η εκ πατρός θεία του, διάκονος Σαβιανή. Ο ίδιος ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, στη μετέπειτα διδασκαλία του ως ενηλίκου ποιμένα, προτρέπει τους γονείς να συνδέουν τα παιδιά τους από μικρή ηλικία με το γραπτό και προφορικό χριστιανικό λόγο και τη μελέτη των Αγίων Γραφών. Τους συμβουλεύει, από την πείρα του χαρακτηριστικά: «Δώμεν αυτοίς υπόδειγμα, εκ πρώτης ηλικίας τη των Γραφών αναγνώσει ποιούντες αυτούς ενσχολάζειν». Και ο μεγάλος μας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος σημειώνει: «Ουδείς ουδεπώποτε των χριστιανών ρητόρων δεν ενεπνεύσθη τοσούτον υπό του πνεύματος της Αγίας Γραφής, ουδ’ εχρωματίσθη ούτως ειπείν τοσούτον υπό των ακτίνων αυτοίς».
Η Ανθούσα, νεαρή και ενάρετη χήρα, ήταν παράδειγμα σωφροσύνης, αγνότητας και καθαρότητας βίου. Το πνεύμα του κόσμου και οι κοσμικές συγκεντρώσεις δεν την είλκυαν. Η ενδυμασία, οι λόγοι της και η εν γένει συμπεριφορά της, όλα μιλούσαν για την ξεχωριστή της φύση: ήταν η όντως χήρα, την οποία θαύμαζαν χριστιανοί και ειδωλολάτρες. Αυθόρμητα την επαίνεσε για την αρετή της και ο μεγάλος ρητοροδιδάσκαλος Λιβάνιος, όταν πληροφορήθηκε ποια ήταν η Ανθούσα. Το τι είπε με φωνή δυνατή, απευθυνόμενος στο εθνικό-ειδωλολατρικό ακροατήριο, μας το διέσωσε ο γιος της Ιωάννης: «Εγώ ποτέ νέος έτι ων, τον σοφιστήν τον εμόν (πάντων δε ανδρών δεισιδαιμονέστερος εκείνος ην) οίδα επί πολλών την μητέρα την εμήν θαυμάζοντα. Των γαρ παρακαθημένων αυτώ πυνθανόμενος, οία είωθε, τις είην εγώ, και τινός ειπόντος, ότι χήρας γυναικός, εμάνθανε παρ’ εμού την τε ηλικίαν της μητρός και της χηρείας τον χρόνον... Ως δε είπον, ότι ετών τεσσαράκοντα γεγονυία είκοσιν έχειν λοιπόν, εξ’ ου τον πατέρα απέβαλε τον εμόν, εξεπλάγη, και ανεβόησε μέγα, και προς τους παρόντας ιδών: Βαβαί, έφη, οίαι παρά Χριστιανοίς γυναίκές εισιν... Τοσούτου ου παρ’ ημίν μόνον, αλλά και παρά τοις έξωθεν το πράγμα απολαύει του θαύματος και του επαίνου».
Η πόλη της καταγωγής και διαμονής της Ανθούσας και του γιου της Ιωάννη, η Αντιόχεια, ήταν προσφιλής στο χριστιανικό κόσμο γιατί σ’ αυτή ονομάστηκαν για πρώτη φορά οι μαθητές του Χριστού Χριστιανοί: «Εγένετο... χρηματίσαι πρώτον εν Αντιοχεία τους μαθητάς Χριστιανούς» μας εξιστορεί ο ιερός ευαγγελιστής Λουκάς. «Ήτο πόλις τοσαύτη και δήμος εις είκοσι εκτεινόμενος μυριάδας» μας πληροφορεί ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Και ο εθνικός μας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος συνεχίζει: «Πόλις έχουσα μεν 200.000 κατοίκων χριστιανών, ιουδαίων, ειδωλολατρών, ομιλούντων όλων την ελληνικήν γλώσσαν, ακμάζουσα δε δια τας σχολάς και την εμπορίαν και τέχνην, ελογίζετο επί τη ευφυΐα και τη ζωηρότητι του δήμου αυτής ως άλλη τις κατά την Ανατολήν πόλις των Αθηνών». Αυτή λοιπόν η «κοσμούπολη», που είχε 600.000 κατοίκους μαζί με τους δούλους, ήταν πλούσια σε υλικούς θησαυρούς, αγαθά και έκλυση ηθών. Θέατρα και πεισματικοί αγώνες ιπποδρόμου, συμπόσια και μέθυες, χοροί και άσματα σειρήνεια ήταν καθημερινές προκλήσεις και προσκλήσεις για μια ποικίλη, κοσμική ζωή. Όλα αυτά ήταν ομολογουμένως μεγάλοι πειρασμοί για τον έφηβο Ιωάννη, όταν σπούδαζε στις περίφημες σχολές της Αντιόχειας. Οι δάσκαλοι, επίσης, του Ιωάννη, ιδίως στις σχολές της ρητορικής, πρέσβευαν, ως επί το πλείστον, ειδωλολατρικές πεποιθήσεις γιατί θεωρούσαν τη ρητορική τέχνη αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την αρχαία φιλολογία και γραμματεία.
Ο Ιωάννης ως νέος θέλησε να επιδοθεί στο νομικό στάδιο. Γι’ αυτό και διδάχτηκε στην Αντιόχεια, όπου τότε άκμαζαν τα γράμματα, ώστε να λέγεται και «Συριάδες Αθήναι», φιλοσοφία από τον πρώτο του καθηγητή Ανδραγάθιο και ρητορική απ’ το Λιβάνιο που ήταν ένας απ’ τους μεγαλύτερους ρήτορες της εποχής του. Ο Κων. Παπαρρηγόπουλος γράφει σχετικά: «Ακολούθησε τα ρητορικά μαθήματα του περιωνύμου σοφιστή Λιβανίου, ο οποίος διετέλεσε πιστός οπαδός του Ιουλιανού και του αρχαίου δόγματος... Ο ειδωλολάτρης αυτός σοφιστής θαύμασε μετά από λίγο το νέο μαθητή του και ήλπισε να τον ελκύσει στο αρχαίο θρήσκευμα, δια του δελεάσματος των ομηρικών εκείνων μύθων, τους οποίους τόσο εύγλωττα ερμήνευε. Αν και με το πέρασμα του χρόνου διαψεύστηκε στην προσδοκία του, δεν έπαυσε να αγαπά το Χρυσόστομο».
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος «οκτωκαιδέκατον έτος άγων την του σώματος ηλικίαν, αφηνίασε τους σοφιστάς των λεξιδρίων». Δηλαδή, μόλις σε ηλικία 18 ετών απέφυγε τους δασκάλους της ρητορικής, οι οποίοι εκφωνούσαν λόγους μικρούς κι όχι σπουδαίους. Δεν αναδείχτηκε ένας από τους συνήθεις ρήτορες των δικαστηρίων, αλλά μέγας ρήτωρ μεταξύ όλων των ρητόρων της Αντιόχειας. Όταν μίλησε στην αίθουσα του δικαστηρίου για πρώτη φορά, οι πάντες εξεπλάγησαν και τον χειροκρότησαν για την χειμαρρώδη ευγλωττία του και τον πειστικό λόγο του. Ως αριστούχος της Σχολής του Λιβανίου ανέβηκε στο δικανικό βήμα και αγόρευσε. Και τόσο πολύ σαγήνευσε ως συνήγορος τους ακροατές του, ώστε όλη η Αντιόχεια μιλούσε γι’ αυτόν επί πολλές μέρες. Όλοι οι συνάδελφοί του ρήτορες τον αναγνώρισαν ως έξοχο και σπουδαίο τεχνίτη του λόγου. Για όλες τις επιτυχίες του ως συνηγόρου στη μεγάλη πόλη της Αντιόχειας ο Λιβάνιος του απέστειλε επιστολή, με την οποία συνέχαιρε τον ταλαντούχο μαθητή του. Μάλιστα, όταν ο Λιβάνιος βρισκόταν στα έσχατα της ζωής του και τον ρώτησαν οι μαθητές του ποιόν θα ‘θελε ν’ αφήσει διάδοχο στη σχολή του, αποκρίθηκε αναστενάζοντας: «Ιωάννην έλεγον, ει μη τούτον ημών οι Χριστιανοί απεσύλησαν». Δηλαδή τον Ιωάννη έλεγα ν’ αφήσω, εάν δεν μας τον είχαν αρπάξει ως λάφυρο οι Χριστιανοί.
Στη διάρκεια της παραμονής του στην Αντιόχεια ο Ιωάννης σχετίστηκε με «νέους δικανικούς αθλητάς», ιδίως συνομηλίκους του, εκ των οποίων οι περισσότεροι ήταν εθνικοί-ειδωλολάτρες και η κυριότερη τέρψη τους ήταν η «φοίτηση» στα δημόσια θεάματα, στις ιπποδρομίες και στις θεατρικές παραστάσεις. Για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα συμμετείχε κι αυτός σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις. Όπως αναφέρει ο ίδιος: «Τον δικαστηρίω προσεδρεύοντα και περί τας εν τη σκηνή τέρψεις επτοημένον». Δηλαδή «εγώ ήμουν εκείνος που ασχολούμουν με τις δικηγορικές υποθέσεις και τα θέατρα και οι τέρψεις των θεατρικών παραστάσεων με αιχμαλώτιζαν». Όταν όμως ο Ιωάννης, ως συνειδητός Χριστιανός, συναισθάνθηκε τις βλαπτικές επιδράσεις του «κόσμου» πάνω του, ομολόγησε: «Εγώ δε, έτι ταις του κόσμου πεπεδημένος επιθυμίαις, καθείλκον την εμαυτού (πλάστιγγα), και εβιαζόμην κάτω μένειν, νεωτερικαίς αυτήν επιβρίθων φαντασίαις». Δηλαδή «εγώ, δεσμευμένος ακόμη απ’ τις κοσμικές επιθυμίες, φόρτωνα την δική μου πλάστιγγα με νεανικές φαντασίες και την έσπρωχνα προς τα χαμηλά και τα κατώτερα». Ο ίδιος αργότερα θα γράψει για τη φύση της νεότητας: «Πυρά τις εστίν η νεότης και πέλαγος κυμάτων γέμον και πολλάς έχον επαναστάσεις...καθάπερ τις ίππος αδάμαστος, καθάπερ τι θηρίον ατίθασον, τοιούτον εστίν η νεότης».
Έτσι ο Ιωάννης, μέσα στην κοσμική εκείνη συναναστροφή και καθώς ήταν πλούσιος και απαράμιλλα χαρισματικός και ελκυστικός στις ιδιαίτερες -διαπροσωπικές και δημόσιες- σχέσεις του, μπορούσε να παρασυρθεί σε δρόμους αλλότριους του χριστιανικού ιδανικού. Όμως η σύνεση, η ευσέβεια και η στοργή της μητέρας του Ανθούσας του έδειξαν τελικά την ορθή οδό του βίου του. Γι’ άλλη μια φορά η σχέση μάνας και γιου αποδεικνύεται καταλυτική.
Στην Αντιόχεια ο Ιωάννης δικηγόρησε για πολύ καιρό. Ξαφνικά όμως τον έχασαν οι φίλοι του και στα δικαστήρια έπαυσε ν’ ακούγεται η χειμαρρώδης φωνή του. Η επιθυμία του να εμβαθύνει περισσότερο στη χριστιανική θεολογία τον παρακίνησε να φοιτήσει στη θεολογική σχολή της Αντιόχειας, όπου τότε δίδασκαν δυο «άριστοι άνδρες»: ο Καρτέριος και ο Διόδωρος. Ιδίως παρακολούθησε τα μαθήματα του ιερέα Διοδώρου, ο οποίος συνδύαζε ευρεία πολυμάθεια, ζήλο και μεγάλη ικανότητα ερμηνείας της Αγίας Γραφής. Οι δυο αυτοί δάσκαλοι επέδρασαν πολύ στην προσωπικότητα του Ιωάννη, όπως και ο επίσκοπος Αντιοχείας Μελέτιος. Χάρη σ’ αυτούς και στις άοκνες προσωπικές του προσπάθειες, εισέδυσε βαθύτερα στο πνεύμα της χριστιανικής πίστεως και πριν το έτος 370μ.Χ. βαπτίστηκε απ’ τον επίσκοπο και «προεχειρίσθη αναγνώστης της αυτόθι Εκκλησίας». Βαπτίστηκε μεγάλος, γιατί κατά τους χρόνους εκείνους πολλοί χριστιανοί συνήθιζαν να βαπτίζονται σε μεγάλη ηλικία. Εδώ, είναι περιττό, βέβαια, να ειπωθεί πόσο μεγάλη χαρά δοκίμασε η μητέρα του Ανθούσα για αυτή την τροπή της ζωής του.
Σ’ αυτή τη φάση του επίσημου χριστιανικού του βίου, ο Ιωάννης συνδέθηκε στενότερα με τους τρεις φίλους του, Θεόδωρο, Μάξιμο και Βασίλειο, με τους οποίους συναποφάσισαν να ασπασθούν τον ερημικό βίο. Περισσότερο συνδέθηκε με το Βασίλειο, με τον οποίο ήταν συμμαθητές και φοιτούσαν στους ίδιους δασκάλους. Κατάγονταν απ’ την ίδια πόλη, ήταν ομόφρονες και όταν αποφοίτησαν σκεπτόντουσαν ποιο δρόμο ζωής να προτιμήσουν. Ο φίλος του Ιωάννη, ο προαναφερθείς Βασίλειος, αποφάσισε να γίνει μοναχός και τον παρακάλεσε ν’ αφήσουν τα σπίτια τους και να κατοικήσουν μαζί στην έρημο. Τέλος τον έπεισε, και επρόκειτο να πραγματοποιήσουν την απόφασή τους. Όταν όμως η Ανθούσα πληροφορήθηκε τους σκοπούς του γιου της, προσπάθησε να τον αποτρέψει με θρήνους, παράπονα και παρακλήσεις. Το τι έκανε η Ανθούσα για να τον εμποδίσει, περιέγραψε ο ίδιος, και το απόσπασμα αυτό, ως λόγος και ως σκηνή δραματική, είναι απ’ τα πιο συγκινητικά και αριστοτεχνικά κείμενά του: «Μόλις κατάλαβε αυτή την επιθυμία η μητέρα μου, με πήρε από το δεξιό χέρι, με εισήγαγε στο ιδιαίτερο δωμάτιό της, με έβαλε να καθίσω δίπλα της στο κρεβάτι που με γέννησε και άρχισε να κλαίει απαρηγόρητα και να μου λέει λόγια συγκινητικότερα από τα δάκρυα: «Εγώ, παιδί μου, δεν απόλαυσα πολύ καιρό τις αρετές του πατέρα σου. Αυτό ήταν το θέλημα του Θεού. Αμέσως μετά τη γέννησή σου ακολούθησε ο θάνατός του, που άφησε εσένα ορφανό κι εμένα χήρα και μου έφερε όλες τις δυστυχίες της χηρείας, τις οποίες γνωρίζουν καλά μόνο όσες γυναίκες βρέθηκαν σ’ αυτή την κατάσταση. Δεν είναι δυνατόν να παρασταθεί με λόγια η βαρυχειμωνιά και η τρικυμία, στην οποία ρίχνεται μια κόρη, που μόλις βγήκε απ’ το πατρικό της σπίτι, χωρίς να γνωρίζει τον κόσμο, και ξαφνικά προσβάλλεται από πένθος ανυπόφορο και αναγκάζεται ν’ αναλάβει φροντίδες ανώτερες από την ηλικία της κι από τη γυναικεία της φύση...». Έπειτα εξήγησε γιατί οι φροντίδες της ήταν μεγαλύτερες των δυνάμεών της, λέγοντας: «Διότι, νομίζω, πρέπει και των υπηρετών την αμέλεια και πονηριά να προσέχει, και των συγγενών τις επιβουλές να αποκρούει, και των εφόρων τις ενοχλήσεις και τη σκληρότητα, κατά την είσπραξη των φόρων, να αποκρούει με γενναιότητα. Όταν, δε, τύχει ν’ αφήσει και παιδί ο μακαρίτης η κατάσταση γίνεται χειρότερη. Και κορίτσι ακόμη να είναι υποβάλει τη μητέρα του σε μύριες φροντίδες, μολονότι την απαλλάσσει από τα πολλά έξοδα και τον φόβο. Αν, όμως, είναι αγόρι, την πλημμυρίζει καθημερινά με μύριους φόβους και πολλές φροντίδες. Αφήνω δε και τα έξοδα, στα οποία αναγκάζεται να υποβληθεί για να το αναθρέψει και να το μορφώσει, όπως αρμόζει σε ελεύθερο πολίτη. Εμένα όμως δεν με έπεισε όλη αυτή η δυστυχία να συνάψω δεύτερο γάμο και να φέρω άλλο άνδρα στο σπίτι του πατέρα σου. Προτίμησα να ζω στην αμφιβολία και την ανησυχία και παρέμεινα στη σιδηρά κάμινο της χηρείας. Και το κατόρθωσα, πρώτον, με τη βοήθεια του Θεού. Έπειτα, όμως, έβρισκα εξαιρετική ανακούφιση στη δυστυχία μου, καθώς έβλεπα διαρκώς τη μορφή σου, που μου διατηρούσε έμψυχη, ακριβή εικόνα του μακαρίτη. Γι’ αυτό, όταν ήσουν ακόμη βρέφος και δεν είχες μάθει ακόμη να μιλάς, στην ηλικία που τα παιδιά δίνουν ιδιαίτερη χαρά στους γονείς τους, μου χάριζες ιδιαίτερη παρηγοριά. Κι έπειτα, εσύ δεν είχες το δικαίωμα να με κατηγορήσεις ότι ναι μεν υπέμεινα τη χηρεία με γενναιότητα, αλλά μείωσα, λόγω των αναγκών της χηρείας την περιουσία σου, πράγμα που συνέβη όπως ξέρω σε πολλά ορφανά. Εγώ, και την πατρική σου περιουσία διαφύλαξα ακέραια και όσα χρειάζονταν για την προκοπή σου δεν παρέλειψα να ξοδέψω. Χρησιμοποιούσα την περιουσία που έφερα ως προίκα από το πατρικό μου σπίτι.
Μη νομίσεις, όμως, ότι τώρα σου λέω αυτά τα πράγματα για να σε προσβάλλω. Όχι. Σου τα λέω για να σου ζητήσω, για όλα όσα έκανα, μια χάρη: μη με αφήσεις χήρα για δεύτερη φορά. Μη μου ανάψεις πάλι το πένθος, που τώρα πλέον έχει αποκοιμηθεί. Περίμενε πρώτα το θάνατό μου, ίσως έπειτα από λίγο καιρό να πεθάνω. Οι νέοι έχουν την ελπίδα να φτάσουν σε βαθύ γήρας, εμείς όμως οι γερασμένοι δεν περιμένουμε τίποτε άλλο εκτός απ’ τον θάνατο. Όταν λοιπόν με παραδώσεις στη γη και ανακατέψεις τα οστά μου με τα οστά του πατέρα σου, τότε πήγαινε όπου θέλεις και ταξίδεψε σ’ όποια θάλασσα θέλεις. Τότε δε θα σε εμποδίσει κανείς. Έως ότου όμως αναπνέω, κάνε υπομονή, μείνε μαζί μου και μην αντιστρατευτείς στο Θεό χωρίς λόγο, ρίχνοντας σε τόση δυστυχία εμένα που δεν σου έφταιξα σε τίποτα... Κι αν έχεις να με κατηγορήσεις ότι σε παρασύρω σε κοσμικές φροντίδες και σε αναγκάζω να διαχειριστείς μόνος σου την περιουσία σου, τότε να μη σεβαστείς ούτε τους νόμους της φύσεως, ούτε την ανατροφή σου, ούτε τα κοινωνικά έθιμα ούτε τίποτε άλλο. Τότε να φύγεις μακριά μου σα να είμαι εχθρός και αντίπαλός σου. Αν όμως κάνω το παν για να σε διευκολύνω να ζεις κατά τον τρόπο που εσύ επιθυμείς, τότε αν όχι τίποτε άλλο, ας σε κρατεί τουλάχιστον κοντά μου αυτή η διευκόλυνση».
Η Ανθούσα με τα συγκλονιστικά λόγια της έπεισε τον Ιωάννη. Στάθηκε η ενσάρκωση της τέλειας μητρικής αγάπης που δεν ζητά κοσμικά ανταλλάγματα. Απέδειξε πως δεν ήθελε το γιο της κοντά της για να «ανοίξει» δικιά του οικογένεια, ώστε ως μάννα να γίνει και γιαγιά, βλέποντας εγγόνια απ’ το παιδί της. Ούτε πάλι ήθελε να τον μπλέξει σε φροντίδες και να τον αναγκάσει να διαχειρίζεται ο ίδιος πλέον τη μεγάλη πατρική του περιουσία. Εάν έκανε κάτι τέτοιο, μη σεβόμενη τις επιθυμίες και τις κλίσεις του γιου της, θα αποδεικνυόταν ο χειρότερος εχθρός του και θα έπρεπε να φύγει μακριά της. Απεναντίας, η Ανθούσα έκανε το παν για να τον διευκολύνει να ζει μέσα στο σπίτι του κατά τον τρόπο που επιθυμούσε ο ίδιος: ως ασκητής αφιερωμένος εξ’ ολοκλήρου στο Θεό.
Η στοργική μητέρα του Ιωάννη του Χρυσοστόμου δεν απατήθηκε στην προαίσθησή της: δυο χρόνια μετά, όπως το είχε προείπει στο γιο της, «κοιμήθηκε εν Κυρίω» σε ηλικία μόνο 43 ετών. Ο Ιωάννης, ελεύθερος πια από ηθικές υποχρεώσεις, αφού μοίρασε όλη την οικογενειακή του περιουσία στους φτωχούς, αναχώρησε για την έρημο. Αφηγείται σχετικά με το γεγονός ο Κων. Παπαρρηγόπουλος: «Ο Ιωάννης εκτέλεσε την προαίρεση. Και μόνον αφού για έξι περίπου έτη σκληραγώγησε δεινά τον εαυτό του μακριά από κάθε κοινωνική επαφή, επέστρεψε άρρωστος στην Αντιόχεια για να λάμψει ξανά με την ακτινοβόλα προσωπικότητά του. Τότε χειροτονείται απ’ τον Μελέτιο διάκονος και απ’ τον διάδοχό του Φλαβιανό πρεσβύτερος». Ως πρεσβύτερος επί έντεκα χρόνια (386-397μ.Χ.) στην Αντιόχεια έδρασε επωφελέστατα, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στη μέριμνα των ενδεών. Σημειωτέον ότι η Εκκλησία της Αντιόχειας τότε διέτρεφε 3000 χήρες. Την 26η Φεβρουαρίου 398μ.Χ. χειροτονήθηκε αρχιερέας και έγινε αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Το ελεύθερο φρόνημά του και τη φλογερή του πίστη εκδήλωνε ως την τελευταία στιγμή της ζωής του στην εξορία με πράξεις και λόγια: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν. Αμήν». Λόγια συγκινητικά και γενναία, με τα οποία εξέπνευσε την 14η Σεπτεμβρίου του έτους 407μ.Χ. σε ηλικία περίπου 62 ετών.

προηγούμενη σελίδα
Σελίδα 5 από 6
επόμενη σελίδα
Β 
Up
Β 
Β 
Β 
Αυτό το ebook είναι της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη και δημοσιεύεται στην Ματιά με την άδεια της. Εμείς από αυτές τις γραμμές θέλουμε να ευχαριστήσουμε θερμά την συγγραφέα του για την άδεια δημοσίευσης που μας έδωσε.
Τα πνευματικά δικαιώματα του ανήκουν στην συγγραφέα του, Αμαλία Κ. Ηλιάδη. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993 & διεθνής σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).
Για να μάθετε για την Αμαλία Κ. Ηλιάδη κάντε κλικ εδώ.
Β 
Β 
Β 
Περιεχόμενα Βιβλίου
Β 
Δείτε:
Διάφορα
Θρησκεία
Πρόσωπα
Ημέρες
Έγραψαν
Λέξεις
Τόποι
Έθιμα
e-books
Β 
Δείτε επίσης:
Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου - Μέρος Α
Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου - Μέρος Β
Σημειώσεις στο μάθημα της Ιστορίας της Τέχνης
Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του
Ο θρύλος του θανάτου των Μοναχών
Μαρτυρολόγια και Συναξάρια απ’ τα πρωτοχριστιανικά χρόνια έως τον 6ο αιώνα μ.Χ.
Διηγήσεις και βίοι Αγίων Γυναικών
Σχέσεις μητέρας - γιου στο πρώιμο Βυζάντιο
Μουσειοπαιδαγωγική - Μουσείο και Αγωγή
Βερολίνο
Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου (Μέρος Γ)
Μετέωρα
Το γυμνό στην Τέχνη
Αρχαιότητα
Το σχολείο ως πολυδύναμος πολιτιστικός οργανισμός
Παλιννόστηση στις γλυκές πατρίδες 1918 - 1922
Οι κανονισμοί των ορφανοτροφείων ΑΡΡΕΝΩΝ-ΠΡΙΓΚΗΠΟΥ και ΘΗΛΕΩΝ-ΧΑΛΚΗΣ 1921
Στοιχεία θεατρικής παιδείας
Γιορτές αγλύκαντες
Αρχαία Ελληνική Μυθολογία
Η ακάνθινη απειλή
Β 
Β 
Β 
Αναζήτηση
Β 
Β 
Β 
Β 
Β 
Β 
Επικοινωνία | Όροι Χρήσης | Πλοηγηθείτε | Λάβετε Μέρος | Δημιουργία και Ανάπτυξη ΆΡΚΕΣΙΣ
Β 
Β