|  | 
                        
                          | Νερωμένο κρασίΌ,τι κι αν είχε το 'χασε: γυναίκα, βιός, παιδιά του,τίποτε δεν τ' απόμεινε στερνή παρηγοριά.
 Πέταξ' η έννοια από το νου κι η ελπίδα απ' την καρδιά του
 κι η υπομονή εμαρμάρωσε στα στήθη του βαριά.
 Όπως τα λείψανα περνούν, περνάει αργά ο καιρός τουκαι ζη, δίχως ο δύστυχος να ξέρη το γιατί.
 Μες στην ταβέρνα ολημερίς με το ποτήρι εμπρός του
 του κάκου εκεί κι ανώφελα τη λησμονιά ζητεί.
 "Καταραμένε κάπελα και κλέφτη ταβερνιάρη,τι το νερώνεις το κρασί, και πίνω απ' το ξανθό,
 και πίνω κι απ' το κόκκινο κι από το γιοματάρι
 κι από το σώσμα το τραχύ, πίνω και δε μεθώ;
 Δεν ήρθα για ξεφάντωμα μήτε για πανηγύρι,ήρθα να βρω τη λησμονιά στο θάνατο κοντά..."
 Κι ο κάπελας, γεμίζοντας και πάλι το ποτήρι,
 με θλιβερό περίγελο στα λόγια του απαντά:
 "Τι φταίω εγώ αν τα δάκρυα, που απελπισμένος χύνεις,πέφτουν μες στο ποτήρι σου, σταλαγματιές θολές,
 και το νερώνουν το κρασί κι αδύνατο το πίνεις;
 Τι φταίω εγώ κι αν δεν μεθάς, τι φταίω εγώ κι αν κλαις;"
 |  
                          |  |  
                          | ΣκλαβιάΒλέπω στ' αντικρινό μου παραθύριόσες φορές το μάτι μου στραφεί
 μια γλάστρα στο πλατύ του ακουμπιστήρι
 κι ένα κλουβί ψηλά στην κορυφή.
 Στη γλάστρα ανθοβολούν χιονάτοι κρίνοικι αργοσαλεύουν φύλλα σπαθωτά
 και στο κλουβί κλεισμένο καναρίνι
 γλυκολαλεί κι ανήσυχο πετά.
 Βλέπω το καναρίνι και τους κρίνουςκι άθελα νιώθω λύπη στην καρδιά.
 Παίρνω τα κελαδήματα για θρήνους,
 παίρνω για στεναγμούς την ευωδιά.
 Φαντάζομαι στους κήπους τ΄άνθη τ' άλλαελεύθερα ν΄ ανθίζουν, να μαδούν,
 τα' άλλα πουλιά στα δένδρα τα μεγάλα
 ασκλάβωτα, τρελά να κελαδούν.
 Φαντάζομαι και θλίβομαι κι ακόμανοιώθω, πως ειν` απάνθρωπη σκλαβιά
 για τ' άνθη οι γλάστρες με το λίγο χώμα,
 για τα πουλιά τα ολόκλειστα κλουβιά.
 |  
                          |  |  
                          | Τι είναι η πατρίδα μαςΤι είναι η πατρίδα μας; Μην είν' οι κάμποι;Μην είναι τ' άσπαρτα ψηλά βουνά;
 Μην είναι ο ήλιος της, που χρυσολάμπει;
 Μην είναι τ' άστρα της τα φωτεινά;
 Μην είναι κάθε της ρηχό ακρογιάλικαι κάθε χώρα της με τα χωριά;
 κάθε νησάκι της που αχνά προβάλλει;
 κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;
 Μην είναι τάχατε τα ερειπωμένααρχαία μνημεία της χρυσή στολή
 που η τέχνη εφόρεσε και το καθένα
 μια δόξα αθάνατη αντιλαλεί;
 Όλα πατρίδα μας! κι αυτά κι εκείνα,και κάτι πού 'χουμε μες την καρδιά
 και λάμπει αθώρητο σαν ήλιου αχτίνα
 και κράζει μέσα μας: Εμπρός παιδιά!
 |  
                          |  |  
                          | Η ΣημαίαΠάντα κι όπου σ` αντικρίζω,με λαχτάρα σταματώ,
 υπερήφανα δακρύζω,
 ταπεινά σε χαιρετώ.
 Δόξα αθάνατη στολίζεικάθε θεία σου πτυχή
 και μαζί σου φτερουγίζει
 της πατρίδος η ψυχή.
 Όταν ξάφνου σε χαϊδεύειτ` αγεράκι τ` αλαφρό,
 μοιάζεις κύμα, που σαλεύει
 με χιονόλευκον αφρό.
 Κι ο σταυρός που λαμπυρίζειστην ψηλή σου κορυφή,
 ειν` ο φάρος που φωτίζει
 μιαν ελπίδα μας κρυφή.
 Σε θωρώ κι αναθαρρεύωκαι τα χέρια μου χτυπώ,
 σαν αγία σε λατρεύω,
 σα μητέρα σ` αγαπώ.
 Κι απ` τα στήθη μου ανεβαίνειμια χαρούμενη φωνή:
 «Να 'σαι πάντα δοξασμένη,
 ω Σημαία γαλανή!»
 |  
                          |  |  
                          | Το κρυφό σχολειόΑπ' έξω μαυροφόρ' απελπισιά,πικρής σκλαβιάς χειροπιαστό σκοτάδι,
 και μέσα στη θολόκτιστη εκκλησιά,
 στην εκκλησιά, που παίρνει κάθε βράδυ
 την όψη του σχολειού,
 το φοβισμένο φως του καντηλιού
 τρεμάμενο τα ονείρατα αναδεύει,
 και γύρω τα σκλαβόπουλα μαζεύει.
 Εκεί καταδιωγμένη κατοικείτου σκλάβου η αλυσόδετη πατρίδα,
 βραχνά ο παπάς, ο δάσκαλος εκεί
 θεριεύει την αποσταμένη ελπίδα
 με λόγια μαγικά,
 εκεί η ψυχή πικρότερο αγροικά
 τον πόνο της σκλαβιάς της, εκεί βλέπει
 τι έχασε, τι είχε, τι της πρέπει.
 Κι απ' την εικόνα του Χριστού ψηλά,που εβούβανε τα στόματα των πλάνων,
 και ρίχνει και συντρίβει και κυλά
 στην άβυσσο τους θρόνους των τυράννων,
 κι από την σιγαλιά,
 που δένει στο λαιμό πνιγμού θηλιά,
 κι απ' των προγόνων τ' άφθαρτα βιβλία,
 που δείχνουν τα πανάρχαια μεγαλεία,
 ένας ψαλμός ακούγεται βαθύςσα μελωδίες ενός κόσμου άλλου,
 κι ανατριχιάζει ακούγοντας καθείς
 προφητικά τα λόγια του δασκάλου
 με μια φωνή βαριά.
 «Μη σκιάζεστε στα σκότη! Η λευθεριά
 σαν της αυγής το φεγγοβόλο αστέρι
 της νύχτας το ξημέρωμα θα φέρει».
 |  
                          |  |  
                          | Το παλιό βιολίΆκουσε τ΄ απόκοσμο το παλιό βιολίμέσα στη νυχτερινή σιγαλιά του Απρίλη
 στο παλιό κουφάρι του μια ψυχή λαλεί
 με τ΄ αχνά κι' απάρθενα της αγάπης χείλη.
 Και τ' αηδόνι τ' άγρυπνο και το ζηλευτόζήλεψε κι εσώπασε κι έσκυψε κι εστάθη
 για να δει περήφανο τι πουλί ειν' αυτό
 που τα λέει γλυκύτερα της καρδιάς τα πάθη.
 Ως κι ο γκιώνης τ' άχαρο, το δειλό πουλί,με λαχτάρ' απόκρυφη τα φτερά τινάζει
 και σωπαίνει ακούγοντας το παλιό βιολί,
 για να μάθει ο δύστυχος πως ν` αναστενάζει.
 Τι κι αν τρώει το ξύλο του το σαράκι; τικι αν περνούν αγύριστοι χρόνοι κι άλλοι χρόνοι;
 Πιο γλυκιά και πιο όμορφη και πιο δυνατή
 η φωνή του γίνεται, όσο αυτό παλιώνει.
 Ειμ` εγώ τ' απόκοσμο το παλιό βιολίμέσα στη νυχτερινή σιγαλιά του Απρίλη
 στο παλιό κουφάρι μου μια ψυχή λαλεί
 με της πρώτης νιότης μου τα δροσάτα χείλη.
 Τι κι αν τρώει τα σπλάχνα μου το σαράκι; τικι αν βαδίζω αγύριστα χρόνο με τον χρόνο;
 Πιο γλυκιά πιο όμορφη και πιο δυνατή
 γίνεται η αγάπη μου, όσο εγώ παλιώνω.
 |  
                          |  |  
                          | Ο αποχαιρετισμός της μάνναςΜισεύεις για την ξενητιά και μένω μοναχή μου,σύρε παιδί μου στο καλό και σύρε στην ευχή μου.
 Τριανταφυλλένια η στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οι δρόμοι,
 για χάρη σου ν' ανθοβολούν και τα λιθάρια ακόμη.
 Τα δάκρυά μου να γεννούν διαμάντια σ' ό,τι αγγίζεις,και το ποτήρι της χαράς ποτέ να μη στραγγίζεις.
 Να πίνεις και να ξεδιψάς και να' ν' αυτό γεμάτο,
 σα να 'ναι η βρύση από ψηλά κι εσύ να 'σαι αποκάτω.
 Εκεί, παιδί μου, που θα πας, στα μακρινά τα ξένα,δίχτυα πολλά κι οξόβεργες θα στήσουνε για σένα.
 Παιδί μου αν εμένανε πάψεις να με θυμάσαι,
 με δίχως βαρυγγόμηση συχωρεμένος να 'σαι.
 Κι αν πάλι το φτωχό καλύβι μας ντροπή σου φέρνει, ωστόσο,και πάλι θα 'μαι πρόθυμη, συχώρεση να δώσω.
 Μ' αν την πατρίδα απαρνηθείς που τη λατρεύουμε όλοι,
 να 'ναι η ζωή σου όπου κι αν πας αγκάθια και τριβόλοι.
 |  
                          |  |  
                          | Εξομολόγηση-Παπά, μια κόρη αγάπησακαι μ' αγαπούσε σαν τρελή,
 μια μέρα την αγκάλιασα
 πήρα το πρώτο της φιλί.
 Παπά τι συλλογάσαι;
 -Αν την αγάπησες πολύ,συχωρεμένος να` σαι.
 -Μια μέρα εκείνη ερίχτηκεστην αγκαλιά μου ντροπαλή,
 κι αμάρτησα κι αμάρτησε
 όχι μονάχα με φιλί.
 Παπά τι συλλογάσαι;
 -Αν την αγάπησες πολύ,συχωρεμένος να' σαι.
 -Μια μέρα την παράτησατην όμορφην αμαρτωλή,
 και δεν της ξαναζήτησα
 μητ` αγκαλιά μήτε φιλί.
 Παπά, τι συλλογάσαι;
 -Δεν την αγάπησες πολύ,καταραμένος να` σαι.
 |  |  |  |