| Εις τον Ιερόν ΛόχονΑς μη βρέξει ποτέτο σύννεφον, και ο άνεμος
 σκληρός ας μη σκορπίσει
 το χώμα το μακάριον
 που σας σκεπάζει.
 Ας το δροσίση πάντοτεμε τ' αργυρά της δάκρυα
 η ροδόπεπλος κόρη
 και αυτού ας ξεφυτρώνουν
 αιώνια τ' άνθη.
 Ω γνήσια της Ελλάδοςτέκνα ψυχαί που επέσατε
 εις τον αγώνα ανδρείως,
 τάγμα εκλεκτών Ηρώων,
 καύχημα νέον
 σας άρπαξεν η τύχητην νικητήριον δάφνην,
 και από μυρτιά σας έπλεξε
 και πένθιμον κυπάρισσον
 στέφανον άλλον.
 Αλλα αν τις απεθάνηδια την πατρίδα, η μύρτος
 είναι φύλλον ατίμητον
 και καλά τα κλαδιά
 της κυπαρίσσου.
 Αφ' ου εις του πρώτου ανθρώπουτους οφθαλμούς η πρόνοος
 φύσις τον φόβον έχυσε
 και τας χρυσάς ελπίδας
 και την ημέραν
 επί το μέγα πρόσωποντης γης πολυβοτάνου,
 ευθύς το ουράνιο βλέμμα
 βαθυσκαφή εφανέρωσε
 μνήματα μύρια.
 Πολλά μεν σκοτεινάφέγγει επ' ολίγα τ' άστρον
 το της αθανασίας
 την εκλογήν ελεύθερον
 δίδει το θείον.
 Έλληνες της πατρίδοςκαι των προγόνων άξιοι
 Έλληνες σεις, πώς ήθελεν
 από σας προκριθείν
 άδοξος τάφος;
 Ο Γέρων φθονερόςκαι των έργων εχθρός
 και πάσης μνήμης έρχεται
 περιτρέχει την θάλασσαν
 και την γην όλην.
 Από την στάμναν χύνειτα ρεύματα της λήθης
 και τα πάντα αφανίζει.
 Χάνονται οι πόλεις, χάνονται
 βασίλεια κ' έθνη.
 Αλλ' ότε πλησιάσειτην γην οπού σας έχει,
 θέλει αλλάξειν τον δρόμον του
 ο Χρόνος, το θαυμάσιον
 χώμα σεβάζων.
 Αυτού, αφού την αρχαίανπορφυρίδα και σκήπτρον
 δώσωμεν της Ελλάδος,
 θέλει φέρειν τα τέκνα της
 πάσα μητέρα,
 και δακρυχέουσα θέλειτην ιεράν φιλήσειν
 κόνιν και ειπείν:
 τον ένδοξον Λόχον,
 τέκνα, μιμήσατε,
 Λόχον Ηρώων.
 |