Αρχική Ματιά
Νέο στη Ματιά
Β  Β 
Β 
Β 
Β 
E-books...
Αρχική Βιβλιοθήκης
...Η ακάνθινη απειλή!
Για να επιστρέψετε στα e-books πατήστε εδώ! Για να επιστρέψετε στην Βιβλιοθήκη πατήστε στην εικόνα της Βιβλιοθήκης!
Β 

Η ακάνθινη απειλή

Φανταστική Λογοτεχνία
του Χριστόφορου Παυλίδη
Β 
Προηγούμενη σελίδα
Σελίδα 3 από 3
Επόμενη σελίδα
Β 

Πέρασε μέσα επιφυλακτικά κι' αφού άγγιξε με δισταγμό τους βλαστούς των κάκτων, για να βεβαιωθεί πως δε ζούσε αυταπάτη, έβγαλε έναν στεναγμό ανακούφισης κι' έπεσε γελώντας στην αγκαλιά μου.
«Σ' ευχαριστώ αγαπημένε!», μουρμούρισε συγκινημένη. «Δεν ξέρω πώς κατάφερες τούτο το θαύμα, αλλά λίγο με νοιάζει κι’ αν δε μου πεις. Εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία για μένα είναι που απαλλάχτηκα από τους αγκαθωτούς φράχτες αυτών των ηλίθιων φυτών που με περίζωναν απειλητικά, κάθε φορά που σ' επισκεφτόμουνα. Δε σου κρύβω, ότι είχα βάσιμους φόβους πως με ζήλευαν επειδή μ’ αγαπούσες. Όμως τώρα, γυμνωμένα από τον επικίνδυνο οπλισμό τους, είναι ανίκανα να μπουν ανάμεσα μας.»
Ένας συριχτός, παράδοξος ήχος ακολούθησε τα λεγόμενά της. Έμοιαζε σαν το άκουσμα των ανέμων που σαρώνουν τις αμμώδεις πεδιάδες του Μεξικού, περνώντας ανάμεσα από τα γιγάντια κλωνάρια των μοναχικών κάκτων. Με την άκρη του ματιού, έπιασα το σβήσιμο του τρεμουλιάσματος της Διωναίας, που, τώρα, κρατούσε ορθάνοιχτους τους αγκαθωτούς λοβούς των φύλλων της παγίδας της!
Έκλεισα το στόμα της Βάλντας με την παλάμη μου.
«Σώπα ανόητη!», φώναξα αγριεμένος, ενώ με διαπερνούσε κρύα ανατριχίλα. «Δεν έχεις συναίσθηση, τί κακό μπορούν να προξενήσουν τ' άσκεφτα λόγια σου; Τα φυτά έχουν τη δυνατότητα να συλλαμβάνουν τις πιο απόκρυφες σκέψεις σου γι’ αυτά κι’ ακόμα καλύτερα, όταν τις εκδηλώνεις φωναχτά. Έκανα τρομερό αγώνα να τους μεταστρέψω την αντιπάθεια που τους προξενείς. Μη γκρεμίζεις με την επιπολαιότητά σου, ότι οικοδομώ για την ευτυχία μας!».
Εκείνη έδειχνε συγκλονισμένη από το άκουσμα της απόκοσμης συριχτής απειλής. Οι σκοτεινές λίμνες των ματιών της, είχαν διασταλεί σ’ ένα πελώριο, ολοστρόγγυλο δίσκο με τις μακριές βλεφαρίδες να τρεμοπαίζουν φοβισμένα, ενώ η κατάπληξη κρατούσε ορθάνοιχτο το στόμα της σ' ένα καλοσχεδιασμένο, κόκκινο όμικρον.
Κούνησε με συγκατάβαση το κεφάλι της, σχεδόν υπνωτισμένα.
«Δεν το ’χα σκοπό... Δεν ήθελα να προσβάλλω τα φυτά», ακούστηκε να λέει με βραχνιασμένη φωνή, που δεν έπειθε.
Της χάιδεψα τα μαλλιά, προσπαθώντας να τη συνεφέρω.
«Έλα τώρα… ηρέμησε γλυκιά μου! Ότι συνέβη, μοιάζει να ’ταν προειδοποίηση. Να είσαι περισσότερο προσεχτική, απ' εδώ και μπρος, σαν σκέφτεσαι ή εκδηλώνεσαι για τα φυτά. Άφησε την καρδιά σου ανοιχτή στην αγάπη τους. Γέμισε τις εικόνες της φαντασίας σου με τις ξεκούραστες ποικιλίες των πράσινων αποχρώσεών τους. Νιώσε με την άκρη της γλώσσας την αλμυρόπικρη γεύση του αίματος, όπως αυτό ρέει από τις αμυχές των οδυνηρών αγκυλωμάτων τους, πάνω στη δική σου, τρυφερή σάρκα. Και τότε, να ‘σαι σίγουρη, θ’ ανακαλύψεις πως αξίζει ν’ αγαπάς τους κάκτους με μεγαλύτερο πάθος απ' εκείνο που αισθάνεσαι για μένα!»
Όσο μιλούσα, τα σκοτεινά της μάτια ερευνούσαν με βασανιστική επιμονή το πρόσωπό μου, λες κι' ήταν η πρώτη φορά που ανταμώναμε οι δυο μας!
Κράτησε πάνω από πέντε λεπτά η σιωπηρή της ανάκριση κι' όταν, επιτέλους, τελείωσε, μουρμούρισε, πελαγωμένη ολότελα στις απορίες της:
«Αγάπη μου, είσαι ντιπ για ντιπ Θεόμουρλος!»

Β 

VI

Τα χρόνια π' ακολούθησαν, όλα πήγαιναν μέλι-γάλα κι' οι σχέσεις της τριάδας, (εννοώ εμένα, τη Βάλντα και τους κάκτους) έδειχναν ιδανικές.
Οι κάκτοι είχαν κυριολεχτικά γιγαντώσει και μόλις, μετά βίας, άφηναν κάποιους μικρούς διαδρόμους για να κυκλοφορούμε στο διαμέρισμα. Από τη μέρα που μονιάσαμε, δεν έπαψαν ν’ ανθοβολούν τα υπέροχα λευκά, κόκκινα, κίτρινα και πορτοκαλιά λουλούδια τους και να ομορφαίνουν μαγευτικά το κλειστό ανθοκήπιο.
Η μόνη παραφωνία, σ' αυτό το εξαίσιο σκηνικό, ήταν η βλοσυρή, αγκαθόφραχτη παρουσία του Ευφόρβιου, της Διωναίας και του Χουατσούμα που, αμέτοχοι στην ανακωχή, περίμεναν υπομονετικά την κατάλληλη αφορμή που θα δικαίωνε την επιφυλακτικότητά τους.
Το Πάσχα, εντελώς απρόοπτα, η υπηρεσία μου με συμπεριέλαβε στον κατάλογο εκείνων που θα παρακολουθούσαν ένα δεκαπενθήμερο σεμινάριο μηχανοργάνωσης της Διοίκησης στην Αθήνα.
Βρέθηκα σε αφάνταστα δύσκολη θέση. Αν αρνιόμουν τη συμμετοχή μου, θα έχανα την ευκαιρία να προωθηθώ στα ανώτερα υπαλληλικά κλιμάκια. Από την άλλη μεριά, βασανιζόμουν στη σκέψη πως θα 'μουν αναγκασμένος ν’ αποχωριστώ τους κάκτους μου και να εμπιστευτώ τη φροντίδα τους στη Βάλντα. Κάποια κρυφή αμφιβολία μ’ έτρωγε σαν σαράκι κι’ ένας ψίθυρος εσωτερικός βούιζε μέσα στ' αυτιά μου, πως θα ’ταν λάθος μου ν’ αναθέσω -σ’ αυτήν ειδικά τη γυναίκα- ένα τέτοιο φαινομενικά εύκολο καθήκον που, όμως, μπορούσε να οδηγήσει σε εξαιρετικά επικίνδυνες περιπλοκές.
Όταν της ανακοίνωσα την είδηση, κατάφερε να κρύψει τη στενοχώρια της, απλώνοντας ένα φωτεινό χαμόγελο στο γλυκό πρόσωπό της.
«Να πας καλέ μου!» με παρότρυνε. «Αν κρίνεις πως θα σε βοηθήσει στην εξέλιξή σου, κάντο δίχως πολύ σκέψη. Ότι είναι καλό για σένα, είναι και για μένα καλό!»
Διάκρινα τη θλίψη στα μάτια της και το ράγισμα της φωνής της, παρόλη την προσπάθεια που κατέβαλε να φαίνεται ήρεμη εξωτερικά, μα δε θέλησα να προσβάλλω την περηφάνια της.
Της σήκωσα το πηγούνι και την ανάγκασα να με κοιτάξει κατάματα.
«Θα προσέχεις τους κάκτους, όσο θα λείπω. Έτσι κουνελάκι;».
«Μείνε ήσυχος! Θα κάνω ότι πρέπει.» μουρμούρισε, αποφεύγοντας τη διαπεραστική ματιά μου.
Όμως εγώ δεν πείστηκα, και τα γεγονότα που ακολούθησαν επιβεβαίωσαν με τραγικό τρόπο τις ανησυχίες μου!...

Β 

VII

H πρώτη βδομάδα πέρασε, χωρίς τίποτα ανησυχητικό να συμβεί. Το αγχοτικό βάρος του φόβου που φωλιάστηκε στην καρδιά μου από τη στιγμή που εγκατέλειψα τη Σαλονίκη, έφευγε αργά μα σταθερά, όπως η άμμος από το στενό λαιμό της κλεψύδρας.
Επικοινωνούσα καθημερινά -πρωί και βράδυ- με τη Βάλντα κι' εκείνες οι ατέλειωτες ώρες της τηλεφωνικής μας φλυαρίας, ήταν το παρήγορο βάλσαμο που απάλυνε τη μουντή μοναξιά μου.
Έτσι, δίχως να το πολυκαταλάβω, ήρθε η δεκάτη τετάρτη μέρα.
Το πρωινό της επομένης, στις δέκα, θα γίνονταν η τελετή απονομής των πιστοποιητικών επιμόρφωσης κι' αμέσως μετά, θα ήμασταν ελεύθεροι να επιστρέψουμε ο καθένας στον τόπο καταγωγής του.
Το βράδυ στις εννέα ξάπλωσα αναπαυτικά στο κρεβάτι κι’ ετοιμάστηκα να χαρώ τη φωνή της αγαπημένης μου. Όμως, μάταια περίμενα το άκουσμά της, αφού το κάλεσμα μάκραινε κι' επέστρεφε στ' ακουστικό αναπάντητο! Άφησα το σήμα της κλήσης να ταξιδέψει πάνω από είκοσι φορές, επίμονα, βασανιστικά, σα να ’θελα να εκβιάσω εγωιστικά μια απάντηση που, όμως, όλο και περισσότερο πειθόμουν πως ποτέ δε θα ‘ρχονταν, όσο κυλούσε ο χρόνος!
Απογοητευμένος από τις άκαρπες προσπάθειές μου, βρόντηξα λυσσιασμένα το ακουστικό στη συσκευή και με τα μάτια μου πνιγμένα σε δάκρυα απόγνωσης, έτρεξα να κλείσω θέση στην πτήση της «Ολυμπιακής» για τη Θεσσαλονίκη.
Περασμένα μεσάνυχτα -ύστερα από μια δαιμονισμένη κούρσα με ταξί- βρέθηκα μπροστά στην πόρτα του διαμερίσματος να περιστρέφω με βιασύνη το κλειδί στην κλειδωνιά. Τόση ήταν η σύγχυση που με κατείχε, ώστε κλείδωνα και ξεκλείδωνα την εξώθυρα, μέχρι που, χάνοντας κάθε ίχνος υπομονής, έπεσα με δύναμη πάνω της.
Ανοίχτηκε διάπλατα, κάνοντας συντρίμμια τον καθρέφτη της τουαλέτας, ακριβώς πίσω της, κι’ εγώ -με τη φόρα που είχα- βρέθηκα σωριασμένος στο μαρμαρένιο δάπεδο του χώλ, αγκαλιά μ’ ένα πελώριο κλωνάρι του Ευφόρβιου που έσταζε πάνω στα χέρια μου τον πυκνόρρευστο, γαλακτερό χυμό του!
Σηκώθηκα με αφόρητους πόνους στα παΐδια και κίνησα στα τυφλά να διασχίσω τον στενό διάδρομο, ανάμεσα στα φυτά για το σαλόνι.
Απροετοίμαστος σ' ότι εκπληκτικό με περίμενε, ούρλιαξα από πόνο και φόβο μαζί, σαν ένιωσα να διαπερνούν τη σάρκα μου τα οδυνηρά αγκυλώματα των αγκαθιών που -κατά παράδοξο τρόπο- είχαν ξαναβγάλει φύτρες στους βλαστούς των κάκτων!
Άπλωσα απελπισμένα το δεξί μου χέρι στη μεριά του τοίχου, που ήξερα πως υπήρχε ο διακόπτης του ηλεκτρικού. Ο άπλετος φωτισμός με τύφλωσε για λίγες στιγμές κι' έπειτα ΕΙΔΑ!
Η άναρθρη κραυγή που ξεπήδησε από το λαρύγγι μου, έμοιαζε πιότερο με ούρλιασμα πληγωμένου ζώου, παρά ανθρώπινη!
Γιατί εκεί, ΑΚΡΙΒΩΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΟΥ, αιχμαλωτισμένο στους κλειστούς, σαρκοφάγους λοβούς της Διωναίας, κρεμόταν το στεγνό, άσαρκο λείψανο της Βάλντας, της γλυκιάς κι' άτυχης αγαπημένης μου!
Στεκόμουν και κοιτούσα με διασταλμένα μάτια, εκείνο το φρικαλέο απομεινάρι και δεν είχα τη δύναμη να σκεφτώ αν έπρεπε να κλάψω ή να σιωπήσω, για να βρει εκτόνωση η αβάσταγη οδύνη που -σαν σφιχτοδεμένος κόμπος- εμπόδιζε το πέρασμα του αέρα στα πλεμόνια μου.
Ακριβώς, εκείνες τις κρίσιμες στιγμές για τη ζωή μου, η Διωναία σείστηκε ολάκερη, λες και τη διαπερνούσε κάποιο συγκλονιστικό φρικίασμα κι' ανοίγοντας τους σαρκοβόρους λοβούς των φύλλων της, άφησε τα υπολείμματα του δέρματος και των οστών να σχηματίσουν έναν άμορφο σωρό στο ξυλένιο παρκέ του σαλονιού!
Ο θόρυβος που ξεσηκώθηκε, από το σώριασμα των οστών στο πάτωμα, με συνέφερε και μ’ έκανε να συνειδητοποιήσω, πως δεν ήταν εφιάλτες όλα εκείνα τα φοβερά -όσο κι' απίστευτα- που μαρτυρούσαν τα μάτια μου.
Κατά τρόπο παράδοξο, δε μου είχαν απομείνει δάκρυα για να θρηνήσω το κουρέλιασμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας της αγέρωχης αγαπημένης μου. Το πανώριο κορμί της, είχε απομυζηθεί ολότελα από τους νεανικούς χυμούς του και το στεγνό δέρμα είχε συρρικνωθεί και κόλλησε πάνω κοκάλα, έτσι που για το «σκιάχτρο» που είχα μπροστά στα πόδια μου, το μόνο που ένιωθα εκείνη την ώρα ήταν ο τυπικός οίκτος, ο ίδιος που θα αισθανόμουν για οποιοδήποτε δυστυχισμένο πλάσμα που θα ’φτανε σε τούτο το οικτρό κατάντημα. Τίποτα πάνω σ’ αυτόν το σωρό δε μου θύμιζε ΕΚΕΙΝΗ!
Έτσι, όπως την παρατηρούσα αποσβολωμένος, η ματιά μου έπεσε σ’ ένα σημειωματάριο που προεξείχε από την τσέπη της ρόμπας της.
Έσκυψα και με χέρι τρεμάμενο, το μάζεψα.
Η γραφή ήταν δική της, μα τόσο κακοπαθημένη, ώστε δήλωνε, από την πρώτη ματιά, πως είχε μεταφερθεί στο χαρτί κάτω από συνθήκες αφόρητου φόβου.
Φράσεις κομμένες, λέξεις ασυνάρτητες, νοήματα παρανοϊκά και τρόμος αδιάκοπος που πήγαζε από τους αποσυναρμολογημένους ελικώνες κάποιου ξετρελαμένου εγκέφαλου, συνέθεταν το κείμενο που θα προσπαθήσω να σας το μεταφέρω, όσο πιο πιστά γίνεται, με «πλαστικές», λογικές επεμβάσεις δικές μου, όπου έκρινα πως ήταν απαραίτητο!
«Φοβάμαι εκείνον τον απαίσιο Χουατσούμα... Χθες, έπεσα απρόσεχτα πάνω του κι' αγκυλώθηκα άσχημα. Οι πληγές φούσκωσαν... Είναι κατακόκκινες μα δεν πονώ... Νιώθω ευχάριστα ζαλισμένη και θέλω να λικνιστώ κάτω από τους ήχους μιας απόκοσμης μουσικής τελετουργίας... Εσύ, ανόητε Περουβιανέ κάκτε, χάσου από μπροστά μου... Δεν μπορώ να εκφράσω φωναχτά τις σκέψεις μου ν’ ακούσετε πόσο βαθιά σας μισώ! Φοβάμαι την εκδήλωση της κακίας σας... Άδικα κρατιέμαι, όμως, αφού καταλαβαίνετε, ότι περνάει από το μυαλό μου... Χι, χι, χι!
Έκοψα ένα κλωνάρι από το Ευφόρβιο κι’ έγλυψα το γάλα που βγήκε από την πληγή του... Ήταν πικρό!... Με τρυπούν τ' αγκάθια των κάκτων που ξαναφύτρωσαν, όπως σέρνω τα πόδια μου στον στενό διάδρομο.... Θέλω να φωνάξω βοήθεια, όμως δε βγαίνει ήχος κι’ η γλώσσα μου είναι μια μάζα νωθρή στο στοματικό κοίλωμα..... Δεν ελέγχω τις κινήσεις μου..... Πότε απ' εδώ και πότε απ' εκεί, τρεκλίζω...... Θεέ μου! Οι λοβοί των φύλλων της Διωναίας χάσκουν ορθάνοιχτα, πεινασμένα στόματα θηρίων.... Κατάρα... Μ' αιχμαλωτίζουν!.. Δεν έχω δύναμη ν’ αντισταθώ… Νιώθω το αίμα και τους χυμούς μου ν’ αδειάζουν αδιάκοπα.… Πεθαίνω Μάνο!.... Πεθαίνω!... Χάνο…».
Συγκινηθήκατε;
Εγώ να βλέπατε συγκίνηση! Και οργή! Ακράτητη Θεϊκή οργή, ενάντια των κάκτων που έγιναν επίορκοι της αγάπης που μας ένωνε, με το να θανατώσουν εκείνο το τρυφερό πλάσμα που τόσο στενά είχε δεθεί με την υλική, ανθρώπινη υπόστασή μου!
Χίμηξα, τυφλός από μίσος, κατά πάνω τους κι' άρχισα να ξηλώνω κλωνάρια και να λιανίζω βλαστούς, αδιαφορώντας για τα φαρμακερά αγκυλώματα που δεχόμουν.
Είχα κατατρυπηθεί και το αίμα που μούσκευε τα ρούχα μου, έσταζε σκουροκόκκινους λεκέδες στο δρύινο παρκέ.
Σταμάτησα αποκαμωμένος ν’ ανασάνω.
Τότε μια πελώρια σκιά σκέπασε τον γλόμπο και το δυνατό θρόισμα των φυλλωμάτων μ' έκανε να στραφώ προς το μέρος της.
Αντιστάθηκα λυσσιασμένα στο αγκάλιασμα των σαρκοβόρων λοβών της Διωναίας, όμως το χαμένο αίμα κι' η εξάντληση έκαναν μάταιο τον αγώνα μου. Ένιωσα τα περιφερειακά αγκάθια των λοβών να μου τρυπούν τη σάρκα και τους κρεατένιους, εσωτερικούς μυζητήρες των φύλλων ν’ αποσυνθέτουν με πεψίνη και ν’ απορροφούν τους ιστούς μου!
Ένας καγχασμός υστερικός ανέβηκε στο λαρύγγι μου, όμως πνίγηκε στην απάθεια των παραλυμένων φωνητικών χορδών. Η μάσκα του γέλιου που μόρφαζε στο πρόσωπό μου, μεταστράφηκε σε μάσκα κακίας.
«Ανάθεμα! Ο γαλακτερός χυμός του Ευφόρβιου με παρέλυσε.» σκέφτηκα. «Κι' η Μεσκαλίνη, το φοβερό παραισθησιογόνο του Χουατσούμα, που είχε αποτρελάνει τη Βάλντα, διαστρέβλωνε και τους δικούς μου λογικούς ειρμούς, έτσι που οι εικόνες γύρω μου έμοιαζαν να βγαίνουν μέσα από παραμορφωτικά κάτοπτρα!».
Οι κάκτοι, πηγαινόφερναν απειλητικά τους αγκαθωτούς βλαστούς προς το μέρος μου, σαν να προσπάθαγαν ν’ αποσπάσουν κι' αυτοί μερίδιο από τη σάρκα μου που συρρικνώνονταν, σαν άδειο σακί. Ήχοι εξωπραγματικοί συνόδευαν το σάλεμά τους. Ήχοι, πού ’μοιαζαν με φθόγγους γλωσσικούς, ανήκουστους στον πλανήτη μας και που η σημασία τους δε χρείαζε ερμηνείας, αφού, ολοφάνερα, εκδήλωναν εχθρότητα βαθιά, αβυσσαλέα!
Ύστερα από ώρες, ότι είχε απομείνει από μένα, δε διέφερε ουσιαστικά σε μορφή από τα λείψανα της Βάλντας. Συνταιριάξαμε αρμονικά, δίπλα-δίπλα, δυο σωροί από πέτσες και κοκάλα, σύντροφοι αχώριστοι στους αιώνες!

Β 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Βλέπω, χαμογελάτε πλατιά!
Δυσπιστείτε στα λεγόμενά μου;
Ίσως και να ’χετε δίκαιο!
«Πώς μπορείς και εκφράζεσαι, αφού είσαι νεκρός;», θ’ αναρωτιέστε.
Βρείτε εσείς την απάντηση στο παράλογο! Εγώ, πάντως, δε θα πάψω ούτε στιγμή να περιπλανιέμαι σ' αυτήν τη θαυμάσια ζούγκλα των αγκαθωτών βλαστών που όλες τις εποχές του χρόνου είναι καταστόλιστοι μ' ένα χρωματιστό καταρράχτη, λευκών, κίτρινων, πορτοκαλιών και κόκκινων λουλουδιών.
Όσο για τη γλυκιά κι' αέρινη Βάλντα, αυτή -ακόμα κακιωμένη με τους κάκτους- στέκεται απόμακρα και παρακολουθεί με ζήλια την περιπλάνησή μου, ανάμεσά τους!
Κι' όλα αυτά, είχαν αρχή δέκα χρόνια πιο πριν, όταν απόχτησα τη μικρή, όμορφη οπουντία που προόριζα για δώρο στον φίλο μου τον Τάκη.
Κι' είναι αληθινά. ΠΙΣΤΕΨΤΕ ΤΟ!


Β 
Προηγούμενη σελίδα
Σελίδα 3 από 3
Επόμενη σελίδα
Β 
Up
Β 

Το διήγημα αυτό είναι του συγγραφέα Χριστόφορου Παυλίδη. Δημοσιεύεται στη Ματιά με την άδειά του, και τον ευχαριστούμε πολύ.

Β 
Β 

Τα δικαιώματα του διηγήματος αυτού, ανήκουν στον κ. Χριστόφορο Παυλίδη. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993 & διεθνής σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).

Β 
Β 
Β 
Δείτε:
Διάφορα
Θρησκεία
Πρόσωπα
Ημέρες
Έγραψαν
Λέξεις
Τόποι
Έθιμα
e-books
Β 
Δείτε επίσης:
Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου - Μέρος Α
Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου - Μέρος Β
Σημειώσεις στο μάθημα της Ιστορίας της Τέχνης
Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του
Ο θρύλος του θανάτου των Μοναχών
Μαρτυρολόγια και Συναξάρια απ’ τα πρωτοχριστιανικά χρόνια έως τον 6ο αιώνα μ.Χ.
Διηγήσεις και βίοι Αγίων Γυναικών
Σχέσεις μητέρας - γιου στο πρώιμο Βυζάντιο
Μουσειοπαιδαγωγική - Μουσείο και Αγωγή
Βερολίνο
Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου (Μέρος Γ)
Μετέωρα
Το γυμνό στην Τέχνη
Αρχαιότητα
Το σχολείο ως πολυδύναμος πολιτιστικός οργανισμός
Παλιννόστηση στις γλυκές πατρίδες 1918 - 1922
Οι κανονισμοί των ορφανοτροφείων ΑΡΡΕΝΩΝ-ΠΡΙΓΚΗΠΟΥ και ΘΗΛΕΩΝ-ΧΑΛΚΗΣ 1921
Στοιχεία θεατρικής παιδείας
Γιορτές αγλύκαντες
Αρχαία Ελληνική Μυθολογία
Η ακάνθινη απειλή
Β 
Αναζήτηση
Β 
Β 
Β 
Β 
Β 
Β 
Επικοινωνία | Όροι Χρήσης | Πλοηγηθείτε | Λάβετε Μέρος | Δημιουργία και Ανάπτυξη ΆΡΚΕΣΙΣ
Β 
Β