
1. πλουσιοπάροχος, πλούσιος, αδρός, αφειδής, άφθονος
2. γενναιόδωρος, γαλαντόμος
Ετυμ. < αρχαίο δάπτω = τρώω λαίμαργα, καταβροχθίζω, κατασπαράζω. Ζαχαρή Σοφία – Φιλόλογος
Περισσότερες πληροφορίες εδώ: https://www.facebook.com/sofiazachari.filologos/
Το άρθρο εκφράζει και αντανακλά τις προσωπικές θέσεις και απόψεις του συγγραφέα και αποτελεί προϊόν προσωπικής του εργασίας.