✍️ Ετυμ. < σολοικίζω (=κάνω συντακτικά λάθη στον προφορικό ή γραπτό λόγο) < Σόλοι, πόλη της Κιλικίας, όπου οι κάτοικοι μιλούσαν παρεφθαρμένα και με ξένες επιδράσεις την ελληνική γλώσσα.
? π.χ. “Η γλώσσα των Μ.Μ.Ε. είναι γεμάτη από σολοικισμούς και ασυνταξίες, από περιθωριακές φράσεις και ξενικές εκφράσεις”.
Ζαχαρή Σοφία – Φιλόλογος
Περισσότερες πληροφορίες εδώ: https://www.facebook.com/sofiazachari.filologos/
Το άρθρο εκφράζει και αντανακλά τις προσωπικές θέσεις και απόψεις του συγγραφέα και αποτελεί έργο προσωπικής του έρευνας και εργασίας. Έχει γίνει προσπάθεια να σας παρέχει αντικειμενική πληροφόρηση, αλλά σε θέματα υγείας, διατροφής και όχι μόνο, πάντοτε πρέπει να ζητάμε τη συμβουλή ενός ειδικού.