? Ετυμολογία: < ελληνιστική κοινή ζείδωρος < αρχαία ελληνική ζείδωρος < ζέα/ζειά + δώρον (η παρετυμολογία ζωή + δώρον υπάρχει ήδη από την ελληνιστική εποχή).
? (για εδάφη) που παράγει ζέα/ζειά
? (για εδάφη) γόνιμος, εύφορος, καρποφόρος
? που προσφέρει ζωή, ζωογόνος
? Η ζειά ήταν ένα είδος σιτηρού (άσπρο σιτάρι), που χρησιμοποιούνταν για τροφή των ζώων. Επομένως, ο ζείδωρος και η ζείδωρος δώριζαν σιτηρά, προσέφεραν γονιμότητα. Χρησιμοποιούταν και στη φράση: ζείδωρος γη, όπως άρουρα γη, δηλαδή γόνιμη, παραγωγική, αναγεννητική. Η σημασία της συνδέθηκε ετυμολογικά εσφαλμένα με το ρήμα ζήω –ζῶ.
? π.χ.: ζείδωρο φως | ζείδωρο πνεύμα | ζείδωρο νερό | ζείδωρο όραμα, κτλ.
Ζαχαρή Σοφία – Φιλόλογος
Περισσότερες πληροφορίες εδώ: https://www.facebook.com/sofiazachari.filologos/