Αρχική Ματιά
Νέο στη Ματιά
Β  Β 
Β 
Β 
Β 
E-books...
Αρχική Βιβλιοθήκης
...Διηγήσεις και βίοι Αγίων Γυναικών της Πρώιμης, Μέσης και Ύστερης Βυζαντινής Περιόδου ως ιστορικές πηγές!
Για να επιστρέψετε στα e-books πατήστε εδώ! Για να επιστρέψετε στην Βιβλιοθήκη πατήστε στην εικόνα της Βιβλιοθήκης!
Β 
Διηγήσεις και βίοι Αγίων Γυναικών της Πρώιμης, Μέσης και Ύστερης Βυζαντινής Περιόδου ως ιστορικές πηγές
Β 
προηγούμενη σελίδα
Σελίδα 3 από 9
επόμενη σελίδα

Ματρώνα η Χιοπολίτισσα (Νείλου, Μητροπολίτη Ρόδου Εγκώμιο στην Οσία και Θαυματουργή Ματρώνα τη Χιοπολίτισσα - Αποσπάσματα)

Ο Μητροπολίτης Ρόδου Νείλος αρχίζει το εγκώμιό του στην αγία Ματρώνα τη Χιοπολίτισσα κάνοντας τις απαραίτητες διακρίσεις: «Δεν είναι άγνωστα σε μας τα σχετικά μ’ αυτό εδώ το πανηγύρι ούτε ξένα στην ξακουστή μας πόλη, τη Χίο. Η αγία Ματρώνα λοιπόν προκάλεσε αυτήν εδώ τη σύναξη και η θεοτίμητη γιορτή της μας μάζεψε σ’ αυτό το πανηγύρι. Δεν πρόκειται βεβαίως για τη Ματρώνα που αναφέρουν τα παλαιά βιβλία, που γεννήθηκε και ανατράφηκε στη Θεσσαλονίκη, ενώ η Παλαιστίνη χάρηκε τα αγαθά που προήλθαν από τις αρετές της και την οδήγησε στο Θεό γεμάτη ασκητικούς αγώνες, αλλά για τη Ματρώνα την οποία, όπως προανέφερα, το νησί μας έχει ως θεόσδοτο βλαστάρι (εδώ βέβαια υπονοείται η γυναικεία μονή των Χαλάνδρων, όπου τιμάται η οσία Ματρώνα). Αν θέλαμε να επαινέσουμε μόνο την πατρίδα της και την καταγωγή της, θα δίναμε την εντύπωση ότι θέλαμε να εγκωμιάσουμε τον ανδριάντα από τη σκιά του, για να μην πω ότι θα είχαμε πράξει ακριβώς το αντίθετο προς την επιθυμία της εγκωμιαζόμενης. Διότι, εάν βεβαίως η ευγενής αυτή φιλοδοξία είχε σκοπό να περιγράψει για χάρη της αγίας τον τόπο της καταγωγής της, τότε θα άξιζε τον κόπο να διαθέσουμε τον χρόνο μας και να ασχοληθούμε με τέτοια πράγματα χωρίς να υστερούμε σε εγκωμιαστικό υλικό, αφού η πατρίδα μας παρέχει γι’ αυτό πολλές αφορμές. Ποιος λοιπόν δεν γνωρίζει ότι η πόλη μας είναι ιδανική από κάθε άποψη, βρίσκεται σε καλή γεωγραφική θέση, έχει φυσική ομορφιά, είναι αρκετά μεγάλη, έχει εύκρατο κλίμα, έτσι ώστε τα σώματα να μην επηρεάζονται ούτε από τη ζέστη ούτε από το κρύο, έχει άριστα οργανωμένο λιμάνι για να υποδέχεται κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο αυτούς που εισπλέουν από διάφορα μέρη, έχει εκ φύσεως αφθονία υλικών αγαθών, επειδή έχει εύφορη γη κατάλληλη για σπορά, στολίζεται με καταπράσινους κήπους, ανθηρά λιβάδια και πυκνά δάση, κατακλύζεται ολόκληρη από γλυκά νερά που είναι άφθονα και ευχάριστα στη γεύση; Εκείνο όμως που πρέπει να γίνει ιδιαίτερα αντικείμενο μεγαλύτερου επαίνου είναι ότι ολόκληρο το νησί καυχιέται για τους κατοίκους του, που είναι θεοσεβείς, ευγενικοί στους τρόπους, φρόνιμοι και συνεπείς στα καθήκοντά τους».
Και από πλευράς καταγωγής η οσία δεν υστερούσε καθόλου σε υπόληψη. Διότι αυτοί που την έφεραν στον κόσμο ήταν περιφανείς και δεν υστερούσαν καθόλου από πλευράς πλούτου από εκείνους που είχαν μεγάλη οικονομική άνεση και καυχώνταν τόσο για την εξωτερική όσο και την ψυχική ευγένεια, επειδή, σύμφωνα με τη ρήση του Κυρίου, από τον καρπό πρέπει να γνωρίζεται το δένδρο (Τοπικοί άγιοι - Τοπικισμός). Έτσι λοιπόν η πόλη δεν πρέπει να υπερηφανεύεται, κατά την άποψη του Νείλου, τόσο για τα άλλα αγαθά που απέκτησε, όσο πρέπει να καυχιέται και να μεγαλαυχεί γι’ αυτήν που γέννησε και που με τέτοιο τρόπο την προσέφερε στον Θεό. Τόσο το γένος της όσο και η μικρή πόλη από την οποία κατάγεται είναι ακόμη περίφημα και ξακουστά μέχρι σήμερα και όχι για οποιοδήποτε λόγο, αλλά επειδή από εκεί κρατά η ρίζα της, έχουν αποκτήσει μεγάλη δόξα και είναι πασίγνωστα, όπως ακριβώς και η Αρμαθέμ για τον Σαμουήλ, η Θέσβη για τον Ηλία και η Βηθλεέμ για τον Χριστό, για να αρχίσω από τους δούλους και να καταλήξω στον Δεσπότη. Διότι όταν ακούσει κανείς για τη Βολισσό, την ανακαλεί αμέσως στη μνήμη του και την θεωρεί καλότυχο χωριό, επειδή από αυτό προήλθε η αγία.
Ήλθε λοιπόν η Ματρώνα στη ζωή όχι σε παλιούς χρόνους, ούτε σε χρονική περίοδο πολύ πριν από το Μητροπολίτη Νείλο, αλλά σχετικά κοντά στη δική του εποχή, αφού κανείς ακόμη δεν πρόφθασε μέχρι τότε να μας δώσει γραπτώς το βίο της. Και είναι γι’ αυτή μεγάλο εγκώμιο το ότι γεννήθηκε σε εποχή που το καλό ήταν σπάνιο και το κακό σε ακμή, δεν ακολούθησε όμως τον συρμό της εποχής ούτε συμφώνησε με τους πολλούς, όπως θα συνέβαινε με οποιονδήποτε άλλον ο οποίος αδιαφορεί για τον Θεό και πολύ λίγο ενδιαφέρεται για τέτοια δόξα. Και όλα αυτά έγιναν από γυναίκα, η οποία μπορεί να παρασυρθεί εύκολα, επειδή είναι εκ φύσεως ματαιόδοξη. Έγινε όμως η Ματρώνα γυναίκα ανώτερη, με τη βαρύτητα της φρονιμάδας και τη σοβαρότητα της σκέψης της και, αφού ξεπέρασε τον χρόνο και τη φύση της, ξεπρόβαλε σαν τριαντάφυλλο μέσα στα αγκάθια ή σαν ποτάμι που περνά μέσα από αλμυρά νερά ή, όπως λέγει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, σαν ζώο που σκιρτά μέσα στη φωτιά.
Και ενώ η αγία δεν είχε ακόμη ξεπεράσει την παιδική ηλικία ούτε είχε φτάσει στην εφηβεία, σκέφτηκε τα πολύ μεγαλύτερα και για την ηλικία της και για τη φύση της και αντιλαμβάνεται πολύ καλύτερα τα πράγματα απ’ ότι ταιριάζει σε παιδί ή σε γυναίκα. Έτσι περιφρόνησε τα ορατά που παρέρχονται, επιδίωξε τα αόρατα και μοναδικά, επειδή είναι παντοτινά και αμετάβλητα. Αφού λοιπόν εγκατέλειψε και τη γενέτειρά της και την οικογένειά της και τους συνομηλίκους της, δραπετεύει και φεύγει από την πατρίδα της έχοντας και σ’ αυτήν την περίπτωση παράδειγμα τον Αβραάμ, ο οποίος προτίμησε την ξένη πατρίδα αντί της γενέτειράς του, υπακούοντας στο θέλημα του Θεού.
Η θαυμαστή Ματρώνα με την παρθενική ζωή της αν και πόθησε την τεκνογονία, δεν συνέχισε τη διαδοχή του γένους με τον γάμο, αλλά φρόντιζε, σύμφωνα με τον Απόστολο, με όλη την ψυχή της τα του Κυρίου, δηλαδή πώς να αρέσει στον Κύριο και να είναι αγία στο σύνολο, σωματικά και πνευματικά. Για να επαναλάβω όσα έχουν ειπωθεί, πριν ενηλικιωθεί είχε τέλειο φρόνημα και έκρυβε μέσα στο τρυφερό σώμα της τη φρονιμάδα που θα είχαν πολλές μαζί γερόντισσες. Συλλαμβάνει λοιπόν την ιδέα να δραπετεύσει και μεταναστεύει από την πατρική γη, εγκαταλείποντας μαζί με την οικογένειά της και κάθε βιοτική μέριμνα.
Είναι αξιοπρόσεκτη η φρόνησή της, αφού με μεγάλη σοφία σχεδίασε την αναχώρησή της. Διότι αφού ξεχώρισε μέσα της πολύ καλά τι είναι η σωματική αναχώρηση και τι η ψυχική και αφού κατανόησε πόσο ανώτερη και γλυκύτερη είναι η δεύτερη από την πρώτη, προτίμησε τη δεύτερη. Και φεύγει βεβαίως από το πατρικό της, δεν απομακρύνεται όμως τελείως από την πατρίδα της. Έφυγε λοιπόν από τη γενέτειρά της και ήλθε και εγκαταστάθηκε στη Χίο, πρωτεύουσα του νησιού, όπου και τερμάτισε τη φυγή και την πορεία της. Αφού προτίμησε κάποιο χώρο, που βρισκόταν σε όμορφο σημείο της πόλης, στο οποίο θα ζούσε μέχρι το τέλος της ζωής της, το έκαμε κατοικία της. Περνούσε τη ζωή της σαν να μιλούσε άλλη γλώσσα ανάμεσα σε ξενόγλωσσους και με το να μην έχει επαφή με πολλούς και να είναι περιορισμένη στον εαυτό της, έδειξε δηλαδή εμπράκτως πως είναι συνήθεια η αναχώρηση να μη χαρακτηρίζεται τόσο από την σωματική απομάκρυνση όσο από τη διάθεση της ψυχής.
«Διότι η μοναχική ζωή», όπως είπε ο μεγάλος θεολόγος Γρηγόριος, «πρέπει να χαρακτηρίζεται από τη σταθερότητα της συμπεριφοράς και όχι από τη σωματική αναχώρηση».
Τα χρήματα που πήρε από την πατρική κληρονομιά, εκτός από λίγα, τα έδωσε στους φτωχούς, τις χήρες, τα ορφανά και τους ζητιάνους. Τα υπόλοιπα αποφάσισε να τα ξοδέψει για την ανέγερση ιερού και θείου ναού, τον οποίο αφιέρωσε στον Σωτήρα Χριστό, ώστε να τιμάται ο ναός με αυτό το μεγάλο όνομα. Ο ναός, μάλιστα, κτίστηκε, όχι και σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, με τον μεγάλο ζήλο της και τη συνεχή επιστασία της. Οικοδομήθηκε πολύ ωραίος και φαινόταν πολύ γοητευτικός και από την καλλιτεχνία της οικοδομής και από τις αφιερωμένες στο ναό ιερές και θείες εικόνες, από τις ζωγραφικές παραστάσεις στους τοίχους, αλλά και από την περίπλοκη ομορφιά της στέγης, που ήταν κατασκευασμένη από ξύλο. Άρχισε λοιπόν η αγία την ανέγερση του ναού και ήλθαν οι οικοδόμοι στους οποίους ανατέθηκε η εκτέλεση του έργου. Όταν όμως άρχισαν να σκάβουν τη γη για να θέσουν τα θεμέλια, συνέβη και εδώ εκείνο που γνωρίζουμε ότι έγινε στο «θείο» και μεγάλο πατέρα Αντώνιο. Διότι, κάπου εκεί, ήταν καταχωμένα χρήματα και χρυσός κομμένος σε νομίσματα, που ήταν πάρα πολλά. Τι άλλο λοιπόν θα μπορούσε να σημαίνει αυτό, εκτός από τη θέληση του Θεού να δείξει ότι η αγία είναι εντελώς άφοβη και αδιάφορη προς αυτά; Η ίδια το απέδειξε λέγοντας: «αν και χρειάζεται να ξοδέψω χρήματα για την ανέγερση του ναού, όμως επιθυμώ να Σου ανεγείρω αυτόν τον ναό με δικά μου χρήματα, από εκείνα που πήρα από την πατρική κληρονομιά και όχι με χρήματα που προέρχονται από κάπου αλλού». Τότε βρισκόταν ακόμη στην αρχή της πορείας της προς την αρετή; Αυτή λοιπόν που στην αρχή έκαμε τέτοια «θαύματα», ας σκεφτεί κανείς τι θα μπορούσε να κάμει όταν θα βρισκόταν περίπου στα μέσα των ασκητικών αγώνων της, όπως έκαμε προς το τέλος και μετά από εκείνους τους υπερφυσικούς αγώνες και κόπους.
Αν και ο λόγος της δεν είχε λεπτότητα και προφερόταν στην τύχη, με τρόπο άξεστο και απλό, όμως ήταν γεμάτος θεία χάρη, ώστε κανείς από αυτούς που σύχναζαν στο χώρο της από όλα τα μέρη δεν επέστρεφε χωρίς να ωφεληθεί. Τους έπειθε περισσότερο η απλότητα του λόγου της, από ό,τι οι πομπώδεις και επιτηδευμένες κραυγές των ρητόρων. Όσους τους καταπίεζε η φτώχεια και η έλλειψη των αναγκαίων για τη ζωή, άλλους τους έτρεφε και τους έντυνε, όσες φορές της περίσσευαν αγαθά γι’ αυτό το πράγμα, άλλους όμως τους παρηγορούσε με τα λόγια της και τους έπειθε να υπομένουν τις συμφορές της φτώχειας, τους οποίους και έβλεπε με πολλή ευχαρίστηση να μετανοούν.
Κάποτε κατέλαβε το νησί πλήθος πολύ από ένα έθνος βαρβαρικό που ξεκίνησε από τα μέρη της Δύσης, άνθρωποι βάρβαροι στη γλώσσα και στις συνήθειες, αλλά και στη συμπεριφορά, σκληροί και πάρα πολύ απειθάρχητοι. Αυτοί ήταν οι Καταλανοί, που επέδραμαν στη Χίο γύρω στο 1306. Ο αυτοκράτωρ Ανδρόνικος Β΄ είχε μισθώσει Καταλανούς ως μισθοφόρους προκειμένου να πολεμήσει τους Τούρκους. Αυτοί, αφού περικύκλωσαν τη Χώρα της Χίου, άρχισαν να καταστρέφουν, να ερημώνουν και να καταλεηλατούν όσα υπήρχαν έξω από τα τείχη. Μερικοί λοιπόν από αυτούς όρμησαν στο μοναστήρι, όπου έμενε η οσία, και προσπαθούσαν να την κάνουν αντικείμενο της αγριότητάς τους. Συνέβη δε μεταξύ των άλλων και κάτι πολύ θρασύ και αναίσχυντο από κάποιον που προσπάθησε να κακοποιήσει με αισχρό τρόπο μια μοναχή, που ήταν συνασκήτρια της οσίας. Υπάρχουν όμως, όπως λένε, και εκείνοι που εισήλθαν στο κελί της οσίας, χρησιμοποιώντας τη σκάλα που οδηγούσε σ’ αυτό. Η Οσία όμως σώθηκε με το να ξεψυχήσει ξαφνικά ο βάρβαρος που της επιτέθηκε και, χωρίς τη χρήση ξίφους ή οποιουδήποτε όπλου, να φονευθεί αοράτως. «Διότι, συμπληρώνει ο θεοσεβής συγγραφέας, πόσες θεραπείες ασθενειών, πόσες αποκαταστάσεις «αχρήστων» μελών του σώματος νομίζεις ότι μπορούν να έχουν το ισοδύναμο με την αναβίωση κάποιου που είχε πεθάνει»; Κι αυτό ακόμη το έσχατο θαύμα της νεκρανάστασης στάθηκε ικανή να πραγματοποιήσει η αγία. Αργότερα, «μεταβαίνει» προς τον Χριστό, τον οποίο προτίμησε για μοναδικό εραστή κι από τον οποίο εμπνεόταν σε όλη της τη ζωή.
Και αυτό μέρα με τη μέρα γινόταν φανερό από τα θαύματα που επιτελούνταν με τον «θησαυρό» με τον οποίο πλουτίσθηκε ο τάφος της. Και παρόλο που χάθηκε ο «θησαυρός», επειδή τον εξαφάνισε ο μεγάλος ζήλος που έχουν οι άνθρωποι για τα ιερά λείψανα, όμως η λειψανοθήκη έχει ακόμη τη χάρη της αγίας και έχει αποβεί μια άλλη προβατική κολυμβήθρα για την περιοχή. Και μάλιστα, ενώ εκείνη μόνο μια φορά το χρόνο και μόνο για έναν που θα κατέβαινε πρώτος στο νερό ενεργούσε τη θεραπεία, η αγία Ματρώνα όμως για όλο το χρόνο, όποια φορά και από οπουδήποτε και αν προερχόταν κάποιος, ήταν ανεξάντλητη πηγή θεραπείας και πλούσιο «τραπέζι» χωρίς πολύ κόπο. Διότι, σύμφωνα με το συγγραφέα, αυτός που προσέρχεται πρέπει να έχει μόνο πίστη και όταν αυτή είναι ειλικρινής και αποφασιστική, τότε αμέσως απαλλάσσεται από αυτό που του προκαλεί θλίψη.
Ποια λοιπόν, αναρωτιέται, από όσες έζησαν μετά την ενανθρώπηση του Χριστού και απέκτησαν μεγάλη φήμη από τη σχέση τους με το Θεό, είτε με το μαρτύριο του αίματος, είτε με τους ασκητικούς αγώνες, δεν θα ζήλευε τα πνευματικά κατορθώματα της Ματρώνας; Όσο για τα μεγάλα γυναικεία Πρότυπα της Παλαιάς Διαθήκης, των Ιαήλ, Ιουδήθ, εκείνες απάλλαξαν, βεβαίως, τους συμπατριώτες τους από την κυριαρχία των εχθρών τους, ενώ αυτή απαλλάσσει καθημερινά από την κυριαρχία των αόρατων εχθρών εκείνους που με το να τη μιμούνται δε διστάζουν να αναλάβουν τον πόλεμο εναντίον τους. Στη συνέχεια ο εγκωμιαστής της, συγκρίνοντάς την με την Εσθήρ, αναρωτιέται: «Γιατί όμως σε συγκρίνω με τις γυναίκες του Νόμου; Δεν πρέπει, όσο είναι δυνατόν, να εγκωμιάζονται περισσότερο τα κατορθώματα των σύγχρονων γυναικών και όσων έζησαν μετά την ενανθρώπηση του Χριστού; Ας εξετάσουμε λοιπόν τα δικά σου, συγκρίνοντάς τα προς τα κατορθώματα αυτών των γυναικών. Δεν είναι αλήθεια ότι υπέφερες σε όλη σου τη ζωή το μαρτύριο της συνειδήσεως; Δεν σε κατείχε ολοκληρωτικά ο λογισμός στους ασκητικούς αγώνες σαν άλλη φυλακή ή δεσμωτήριο; Δεν κρατούσε ο νους σου αιχμάλωτο το σώμα με τη σταθερότητά του στους αγώνες; Δεν ήταν πολύ πιο βίαιος από κάθε τύραννο και δήμιο, που δεν λυπάται μέχρι θανάτου το θύμα του; Αν όμως παραλληλίσει κανείς τους μακροχρόνιους αγώνες σου προς το σύντομο χρονικό διάστημα εκείνης της εποχής, ίσως να μη φαινόταν ότι οι δικοί σου είναι κατώτεροι από τους αγώνες εκείνων, παραλληλίζοντας και σ’ αυτήν την περίπτωση τη φθορά με τη σκληρότητα και το αβάσταχτο των ταλαιπωριών».

Β 

Μελάνη - Ο βίος της οσίας Μελάνης.

Ο συγγραφέας χαρακτηρίζει το έργο του «Μαρτυρία για τον βίο της αγίας Μελάνης της Ρωμαίας, που κατοικεί τώρα στον ουρανό μαζί με τους αγγέλους». Και τούτο γιατί πέρασε πολύ καιρό μαζί της κι έμαθε αρκετά για την ιστορία της καταγωγής της από τη γενιά των συγκλητικών, καθώς και με ποιο τρόπο άρχισε την αγγελική ζωή της μοναχής (μολονότι δεν κατονομάζεται ο συγγραφέας του Βίου της οσίας Μελανίας, σήμερα οι περισσότεροι ερευνητές δέχονται ότι είναι έργο του Γεροντίου (+485), ο οποίος μετά το θάνατο της οσίας επέβλεπε τις μονές της στα Ιεροσόλυμα).
Ο μοναχικός βίος παρομοιάζεται με τον αγγελικό και γι’ αυτό το μοναχικό σχήμα προσονομάζεται αγγελικό ή ισάγγελο (Βλ. π.χ. Μ. Βασιλείου, Λόγος ασκητικός 2). Ο συγγραφέας, συνεχίζοντας την εξιστόρησή του, γράφει: «Σκέφτομαι πραγματικά ότι, καθώς φαίνεται, ούτε οι πιο τρανοί άνθρωποι των γραμμάτων θα επιχειρούσαν ένα τόσο μεγάλο κατόρθωμα. Γι’ αυτό, επειδή βρίσκομαι σ’ απορία μπροστά στο απέραντο μήκος της διηγήσεως, θα προσπαθήσω να μοιάσω με τους ψαράδες. Επειδή γνωρίζουν καλά πως δεν μπορούν να πιάσουν όλα τα ψάρια, δεν σταματάνε όμως και την προσπάθεια, αλλά καθένας τους βγάζει, με τη δύναμη που έχει, στην ξηρά ό,τι του τύχει. Ή θα μιμηθώ εκείνους που μπαίνουν σε κήπο, όπου βρίσκεται κάθε ευωδία και κάθε είδος μυρωμένου λουλουδιού. Αφού δεν είναι ικανοί να μαζέψουν όλα τα λουλούδια, φεύγουν όλοι τους, κόβοντας όσα μπορούν περισσότερα. Μεταχειρίζομαι λοιπόν κι εγώ αυτήν την εικόνα. Και παίρνοντας θάρρος από τις προσευχές θα προχωρήσω μέσα στον πνευματικό κήπο των έργων της μακαρίας μητέρας μας Μελάνης. Κι αφού κόψω από κει τα πιο ευκολοπλησίαστα λουλούδια, θα τα προσφέρω στους αγαπητούς αναγνώστες, για να ζηλέψουν την αρετή και να κερδίσουν, όσοι θέλουν, το πιο μεγάλο κέρδος, ν’ αφιερώσουν τις ψυχές τους στο Σωτήρα όλων μας, το Θεό».
Όντας υπερβολικά ταπεινός και μετριόφρων, χαρακτηρίζει τον εαυτό του αδέξιο και βραδύγλωσσο και σε σχέση με τους αγίους ανάξιο λόγου. Επειδή κι αν είχαν την πρόθεση κάνοντας το καλό να τα αποκρύβουν όλα, ο Θεός φροντίζοντας για τη σωτηρία και την οικοδόμηση των πολλών, κάνει φανερά τα μεγάλα τους κατορθώματα μέσω της συγγραφής του. Απευθυνόμενος λοιπόν στον αναγνώστη του λέει: «Αφού γράψω λοιπόν λίγα από τα πολλά, όσα κι ο ίδιος προσωπικά με τα ίδια μου τα μάτια είδα, κι όσα από άλλους με ακρίβεια έχω μάθει, θ’ αφήσω τα υπόλοιπα να τα ερευνήσεις με τη δική σου φιλομάθεια. Καθώς έχει γραφεί. «Δίνε στον σοφό αφορμή και θα γίνει σοφότερος».
Η Μελάνη, που ήταν πρώτη μέσα στη συγκλητική τάξη των Ρωμαίων, που λαχτάρησε από τη νεανική της ηλικία τον Χριστό και που λαβωμένη με τη θεϊκή του αγάπη πόθησε την αγνότητα του σώματος, πρέπει ν’ αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση. Οι γονείς της, που ήταν ονομαστά μέλη της ρωμαϊκής συγκλητικής κοινωνίας, ελπίζοντας πως θα συνεχιζόταν το όνομά τους με τη Μελάνη, την ανάγκασαν να παντρευτεί με τη βία τον ευλογημένο άνδρα της Πινιανό, που ήταν ύπατος, όταν αυτή ήταν δεκατεσσάρων χρονών και ο Πινιανός δεκαεφτά.
Η Μελάνη παίρνοντας πείρα του γάμου και φθάνοντας να μισήσει εντελώς τον κόσμο, παρακαλούσε τον άνδρα της με πολύ πόνο λέγοντάς του αυτά τα λόγια. «Αν θα ‘θελες, άρχοντά μου, να μείνεις αγνός μαζί μου και να ζήσουμε μαζί τον νόμο της εγκράτειας, σε αναγνωρίζω και άρχοντα και αφέντη της ζωής μου. Αν αυτό σου φαίνεται πολύ βαρύ και δεν μπορείς να συγκρατήσεις τη φωτιά της νιότης σου, να όλα μου τα υπάρχοντα που βρίσκονται στην εξουσία σου, γίνεσαι από τώρα πια αφέντης και μπορείς να τα χρησιμοποιήσεις όπως θέλεις». Αυτός όμως της θέτει όρους και προϋποθέσεις προκειμένου να δεχτεί την πρότασή της: «Όταν θ’ αποκτήσουμε, με το θέλημα του Κυρίου, δυο παιδιά για να κληρονομήσουν την περιουσία μας, τότε και οι δυο μαζί θ’ απαρνηθούμε τον κόσμο». Και να που γεννήθηκε με το θέλημα του Θεού μια κόρη, που την αφιέρωσαν αμέσως, παρθένα, στο Θεό. Η καρδιά της Μελάνης καιγόταν πιο δυνατά ακόμα απ’ τη φωτιά του Θεού. Κι αν μερικές φορές, σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής, την έστελναν οι γονείς της στα λουτρά, πήγαινε εκεί χωρίς να το θέλει. Αφού έμπαινε μέσα για ν’ αποδείξει την υπακοή της, έπλενε το πρόσωπό της με ζεστό νερό και σκουπιζόταν με τα ρούχα της. Έπειτα δωροδοκούσε τις ακόλουθές της, για να μη μαρτυρήσουν σε κανένα αυτά που έκανε. Ο νεαρός της άνδρας, ζαλισμένος ακόμα από τη δόξα του κόσμου, όταν αυτή τον παρακαλούσε πολλές φορές να φυλάξει την αγνότητα του σώματος, δεν το δεχόταν, λέγοντας ότι επιθυμούσε ακόμα ένα παιδί. Η αγία προσπάθησε λοιπόν να ξεφύγει, αφήνοντάς του όλη την περιουσία της και ανακοίνωσε στους άγιους Πατέρες το σχέδιό της: Άρχισε να φοράει κάτω από τα μεταξωτά της φορέματα ένα χοντρό μάλλινο ρούχο. Το κατάλαβε όμως η θεία της και την παρακάλεσε να μη ντύνεται αστόχαστα με τέτοια ρούχα. Προσευχήθηκε στο Θεό με πολλά δάκρυα, για να μπορέσει, αφού ελευθερωθεί από τον κόσμο, να περάσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της σε μοναχικό βίο. Γιατί αυτό είχε εξ αρχής λαχταρήσει. Μια μέρα, γυρίζοντας από την εκκλησία, τεκνοποίησε δύσκολα και το παιδί γεννήθηκε προ της ώρας του. Ήταν αγόρι. Κι αφού το βάπτισαν, «πέταξε» προς το Θεό.
Την ίδια εποχή και η κόρη τους η παρθένα «κοιμήθηκε» εν Κυρίω. Έτσι, στο εξής, και οι δύο φλέγονταν από την επιθυμία να εκπληρώσουν το τάξιμό τους προς τον Θεό. Επειδή όμως οι ίδιοι οι γονείς τους δεν τους το επέτρεψαν, έπεσαν σε πένθος, ώστε ν’ αρνούνται να φάνε και το φαγητό, αν οι γονείς δεν συμφωνούσαν μαζί τους και δεν παραχωρούσαν την άδεια να απαλλαγούν από την ματαιότητα της κοσμικής εμφανίσεως και να αγκαλιάσουν το αγγελικό και ουράνιο πολίτευμα. Οι γονείς τους, όπως είπαμε και πιο πάνω, δεν αποδέχονταν την επιθυμία των παιδιών, επειδή έδιναν μεγάλη σημασία στις κακολογίες της κοινωνίας. Το έφεραν κι οι δυο τους πολύ βαριά, επειδή δεν μπορούσαν από την πίεση των γονέων ν’ αναλάβουν ελεύθερα τον ζυγό του Χριστού και σκέπτονταν να φύγουν μακριά από την πόλη.
Οι γονείς τους καθημερινά τους λυπούσαν επειδή φοβόντουσαν την κοροϊδία των βλάστημων ανθρώπων, εμποδίζοντάς τους από την ουράνια υπόσχεσή τους. Γι’ αυτό κρυφά βγήκαν έξω από την μεγάλη πόλη της Ρώμης. Εκεί, ζώντας στα προάστια της, γυμνάζονταν στην πραγματοποίηση των αρετών. Επειδή δεν μπορούσαν για την ώρα από τα τρυφερά τους νιάτα ν’ αρχίσουν αυστηρή άσκηση, άρχισαν να ντύνονται με ταπεινά ρούχα. Φόραγε λοιπόν η Μελάνη πολύ φτηνό ιμάτιο κι αυτό παλιωμένο, προσπαθώντας να σβήσει μ’ αυτό την ομορφιά της νιότης. Ο Πινιανός, επειδή έτυχε μόλις να «ξεπεράσει» τη λαμπρή του φορεσιά και την πολυτέλεια, φόραγε μισοπολυτελή ρούχα της Κιλικίας. Όταν, επιτέλους, άλλαξε τα ρούχα της Κιλικίας, φορούσε τα αντιοχειανά, σε φυσικό χρώμα, που η αξία τους δεν ξεπερνούσε το ένα νόμισμα.
Το ευσεβές ζευγάρι περιποιούνταν τους αρρώστους για να γίνουν καλά, γυρίζοντας χωρίς διάκριση και κάνοντας επίσκεψη σε όλους. Φιλοξενούσαν τους ξένους που περνούσαν και τους άφηναν να φύγουν μόνο αφού τους έδιναν χαρά με πολλά εφόδια. Βοηθούσαν όλους όσους είχαν ανάγκη και τους φτωχούς απεριόριστα. Κι αφού περιέτρεχαν όλες τις φυλακές και τις εξορίες και τα μεταλλεία, απελευθέρωναν, δίνοντάς τους χρήματα, όσους κρατούνταν για χρέη. Άρχισαν έπειτα να πουλούν τα κτήματά τους. Πολύ αναστατώθηκαν κι από το ότι είδαν τους δικούς τους δούλους να στασιάζουν στα προάστια της Ρώμης...
Η ευσεβής βασίλισσα Σερήνα, παρακολουθώντας προσεκτικά την αστραποβόλα τωρινή ζωή της αγίας Μελάνης κι ακούγοντας για τα πνευματικά της κατορθώματά της, επιθυμούσε πολύ να την δει. Όταν λοιπόν στασίασαν οι δούλοι τους στα προάστια, τότε η Μελάνη είπε στο σύζυγό της: «Ίσως μας καλεί ο καιρός να δούμε τη βασίλισσα. Γιατί αν ξεσηκώθηκαν έτσι εναντίον μας οι υπηρέτες που βρίσκονται τόσο κοντά μας, τι νομίζεις άραγε θα μας κάνουν οι έξω από τις πόλεις; Θέλω να πω, όσοι βρίσκονται στην Ισπανία, στην Καμπανία, στη Σικελία, στην Αφρική, στη Μαυριτανία, στη Βρετανία και στις άλλες χώρες;» Από την αιτία λοιπόν αυτή αναγκάστηκαν να ζητήσουν συνάντηση με την «ευσεβέστατη» βασίλισσα. Και την πέτυχαν χάρη στους «αγίους» επισκόπους που μεσολάβησαν. Πολλοί υποστήριζαν ότι πρέπει κατά τη συνήθεια των συγκλητικών της Ρώμης στη συνάντηση με τη βασίλισσα να ξεσκεπάσει το κεφάλι της. Η αγία βεβαίωσε με γενναία απόφαση πως μήτε ρούχα θ’ αλλάξει -επειδή είναι «γραμμένο». «Ντύθηκα τα φορέματά μου. Πώς να τα ξεντυθώ;»- μήτε το κεφάλι της θα ξεσκεπάσει -επειδή λέγει ο Απόστολος: «Δεν πρέπει η γυναίκα να προσεύχεται με ακάλυπτο κεφάλι»-, «ούτε κι αν πρόκειται ακόμη να χάσω όλα τα υπάρχοντά μου. Κέρδος μου είναι», είπε, «να μην παραβιάσω μια κεραία της αγίας Γραφής και να μην καταπατήσω την κατά Θεόν συνείδησή μου, για να κερδίσω όλο τον κόσμο».
Έφθασε στο παλάτι παίρνοντας μαζί της πολύτιμα κοσμήματα μεγάλης αξίας και κρυστάλλινα βάζα, δώρα στην ευσεβή βασίλισσα, και άλλα πάλι κοσμήματα σε δακτυλίδια και ασημικά και μεταξωτά φορέματα, για να τα προσφέρει στους πιστούς ευνούχους και άρχοντες. Αφού τους ανήγγειλαν, πήραν διαταγή να περάσουν κι αμέσως ήλθε προς συνάντησή τους στην αρχή της στοάς, καταχαρούμενη, η ευσεβής βασίλισσα. Όταν αντίκρισε τη Μελάνη με το απλό εκείνο φόρεμα, ήλθε σε μεγάλη κατάνυξη. Αφού την υποδέχθηκε, την έβαλε να καθίσει στον χρυσό της θρόνο. Απέδειξε με τα έργα της αυτά σε όλους, ότι η γυναίκα σε τίποτα δεν υστερεί από τον άνδρα, όταν η απόφαση είναι δυνατή, για την απόκτηση της «αρετής του Θεού».

προηγούμενη σελίδα
Σελίδα 3 από 9
επόμενη σελίδα
Β 
Up
Β 
Β 
Β 
Αυτό το ebook είναι της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη και δημοσιεύεται στην Ματιά με την άδεια της. Εμείς από αυτές τις γραμμές θέλουμε να ευχαριστήσουμε θερμά την συγγραφέα του για την άδεια δημοσίευσης που μας έδωσε.
Τα πνευματικά δικαιώματα του ανήκουν στην συγγραφέα του, Αμαλία Κ. Ηλιάδη. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993 & διεθνής σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).
Για να μάθετε για την Αμαλία Κ. Ηλιάδη κάντε κλικ εδώ.
Β 
Β 
Β 
Περιεχόμενα Βιβλίου
Β 
Δείτε:
Διάφορα
Θρησκεία
Πρόσωπα
Ημέρες
Έγραψαν
Λέξεις
Τόποι
Έθιμα
e-books
Β 
Δείτε επίσης:
Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου - Μέρος Α
Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου - Μέρος Β
Σημειώσεις στο μάθημα της Ιστορίας της Τέχνης
Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του
Ο θρύλος του θανάτου των Μοναχών
Μαρτυρολόγια και Συναξάρια απ’ τα πρωτοχριστιανικά χρόνια έως τον 6ο αιώνα μ.Χ.
Διηγήσεις και βίοι Αγίων Γυναικών
Σχέσεις μητέρας - γιου στο πρώιμο Βυζάντιο
Μουσειοπαιδαγωγική - Μουσείο και Αγωγή
Βερολίνο
Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου (Μέρος Γ)
Μετέωρα
Το γυμνό στην Τέχνη
Αρχαιότητα
Το σχολείο ως πολυδύναμος πολιτιστικός οργανισμός
Παλιννόστηση στις γλυκές πατρίδες 1918 - 1922
Οι κανονισμοί των ορφανοτροφείων ΑΡΡΕΝΩΝ-ΠΡΙΓΚΗΠΟΥ και ΘΗΛΕΩΝ-ΧΑΛΚΗΣ 1921
Στοιχεία θεατρικής παιδείας
Γιορτές αγλύκαντες
Αρχαία Ελληνική Μυθολογία
Η ακάνθινη απειλή
Β 
Β 
Β 
Αναζήτηση
Β 
Β 
Β 
Β 
Β 
Β 
Επικοινωνία | Όροι Χρήσης | Πλοηγηθείτε | Λάβετε Μέρος | Δημιουργία και Ανάπτυξη ΆΡΚΕΣΙΣ
Β 
Β