Αρχική Ματιά
Νέο στη Ματιά
Β  Β 
Β 
Β 
Β 
E-books...
Αρχική Βιβλιοθήκης
...Διηγήσεις και βίοι Αγίων Γυναικών της Πρώιμης, Μέσης και Ύστερης Βυζαντινής Περιόδου ως ιστορικές πηγές!
Για να επιστρέψετε στα e-books πατήστε εδώ! Για να επιστρέψετε στην Βιβλιοθήκη πατήστε στην εικόνα της Βιβλιοθήκης!
Β 
Διηγήσεις και βίοι Αγίων Γυναικών της Πρώιμης, Μέσης και Ύστερης Βυζαντινής Περιόδου ως ιστορικές πηγές
Β 
προηγούμενη σελίδα
Σελίδα 4 από 9
επόμενη σελίδα

Το παράξενο της υπόθεσης είναι πως τους εναντιώθηκε ο πατέρας τους, που τους εμπόδιζε τελείως να συναναστρέφονται «αγίους» και ν’ ακούν λόγο «σωτηρίας» για τον δρόμο του Θεού. Σε τέτοιο σημείο έφερε ο διάβολος τον πατέρα της, παρ’ όλο που ήταν άνθρωπος μεγάλης αρετής, ώστε να κάνει, με την πρόφαση καλού, μεγάλη αμαρτία. Επειδή σκεφτόταν κρυφά να πάρει την περιουσία τους και να την δώσει στα άλλα του παιδιά, γι’ αυτό προσπάθησε να τους εμποδίσει από την ουράνια απόφασή τους, όπως είπαμε πιο πάνω. Και η βασίλισσα, που καλοτύχιζε και τους δύο, έλεγε του Πινιανού πως σχεδιάζει κακό εναντίον τους, θέλοντας να πάρει δικά του όλα τους τα κτήματα, που είναι και πολλά και μεγάλα. Και πως ο καθένας από τους συγγενείς τους τούς συγκλητικούς σχεδιάζει να πάρει από τα υπάρχοντά τους, θέλοντας να πλουτίσει από αυτά. Αυτός της απάντησε, θαρρετά και με επίγνωση: «Όταν αυτοί προσπαθούν να μας εκμεταλλευτούν συμβαίνει να είναι συγγενείς μας. Έχουμε εμπιστοσύνη στον Χριστό πως με τη δική του βοήθεια και την προστασία της σεβαστής βασιλικής εξουσίας σας θα εκποιηθούν όπως πρέπει και τα μικρότερα κτήματά μας».
Στη συνέχεια, η βασίλισσα απευθύνεται αμέσως στον «ευσεβέστατο» και φιλόχριστο αδελφό της, στον μακαριστό βασιλέα Ονώριο για να εκδοθεί διάταγμα σε κάθε επαρχία: να πουληθούν με ευθύνη των αρχόντων και των διοικητών τα κτήματά τους και πάλι με δική τους ευθύνη να αποδοθούν στους «αγίους» τα εισπραχθέντα χρήματα. Και με τόσο ζήλο και με τόση χαρά ενήργησε ο «φιλόχριστος» βασιλιάς, ώστε ενώ κάθονταν ακόμη, τους δόθηκαν τα διατάγματα μαζί με τα ονόματα εκείνων που αναλάμβαναν το έργο. Αργότερα παρέδωσαν τα πολύτιμα κοσμήματα μαζί με τα κρυσταλλένια βάζα στη βασίλισσα. Αυτή διατάσσει τότε τον πρεπόζιτο και άλλους δύο επιφανείς ευνούχους να τους συνοδεύσουν με όλες τις τιμές, ορκίζοντάς τους στη σωτηρία του ευσεβέστατου αδελφού της, να μην επιτρέψουν μήτε στον εαυτό τους, μήτε σε κανέναν άλλον άνθρωπο του παλατιού, να πάρει ούτε κι ένα νόμισμα ακόμη από αυτούς. Κι αυτοί, που ήταν «φιλόχριστοι» υπηρέτες «φιλοχρίστων» βασιλέων, εξεπλήρωσαν τη «διαταγή» με όλη τους τη χαρά και την προθυμία. Κι επειδή κανένας από τους συγκλητικούς της Ρώμης δεν είχε την οικονομική ευχέρεια ν’ αγοράσει το αρχοντικό του Πινιανού, ειδοποίησαν με τους επισκόπους τη βασίλισσα, που αναφέραμε πιο μπροστά, να το αγοράσει αυτή. Η βασίλισσα που δεν ήθελε να το αγοράσει, είπε στους μεσολαβητές. «Θαρρώ πως δεν θα μπορέσω να το αγοράσω όσο του αξίζει». Την παρακάλεσαν τότε να δεχθεί, τουλάχιστον από τα πανάκριβα αγάλματα του αρχοντικού, ένα ενθύμιο από τους αγίους. Αυτή το αποδέχθηκε με δυσκολία, μη θέλοντας να τους λυπήσει περισσότερο. Και οι «ευλογημένοι», αφού δεν κατόρθωσαν να το πουλήσουν τότε, το έδωσαν έπειτα από την επιδρομή των βαρβάρων του Αλαρίχου, που το κατακάψανε, σχεδόν για τίποτα. Για την περιουσία τους ο συγγραφέας διηγείται, χωρίς λεπτομέρειες, όσα άκουσε από το στόμα του Πινιανού. Έλεγε πως είχε για ετήσιο εισόδημα περίπου εκατόν είκοσι χιλιάδες χρυσά νομίσματα, χωρίς να υπολογίσουμε τα έσοδα που είχε η σύζυγός του από τα δικά της κτήματα. Όσο για την κινητή περιουσία τους, ήταν τόσο μεγάλη, που δεν θα μπορούσε κανένας να τη μετρήσει. Όλα αυτά τα πλούτη παραδίνονταν αμέσως με προθυμία για διανομή σε «άγια» πρόσωπα, που τους εμπιστεύονταν τη διακονία της ελεημοσύνης. Έστελναν σε διάφορες χώρες με τον ένα σαράντα χιλιάδες, με τον άλλο τριάντα, μ’ έναν άλλο είκοσι και μ’ άλλον δέκα χιλιάδες, και συνέχιζαν έτσι, καθώς ο Κύριος τους βοηθούσε να κάνουν. Η αγία Μελάνη έλεγε η ίδια στον ευλογημένο σύζυγο κι αδελφό. «Το βάρος της ζωής είναι πολύ βαρύ για μας, κι εμείς δεν είμαστε ικανοί, μέσα σ’ όλα αυτά τα πλούτη ν’ αναλάβουμε τον ελαφρό ζυγό του Χριστού. Ας απογυμνωθούμε λοιπόν αμέσως από τα αγαθά μας, για να κερδίσουμε τον Χριστό». Αυτός δεχόταν, σαν να προέρχονταν από το Θεό, τις υποδείξεις της «ευλογημένης», και οι δύο μαζί σκόρπιζαν την περιουσία τους με τα δύο τους χέρια. Τα παρακάτω λεγόμενά τους είναι ενδεικτικά των δραστηριοτήτων τους: «συγκεντρώσαμε πολύ και αμέτρητο χρυσάφι, για να το αποστείλουμε στη διακονία των φτωχών και των αγίων, σαρανταπέντε χιλιάδες χρυσά νομίσματα. Καθώς μπήκα στο τρίκλινο, μου φάνηκε με ενέργειά Του σαν ν’ αστραφτοκοπούσε με φωτιά το σπίτι από το πλήθος των χρημάτων. Είχαμε ένα πραγματικά φημισμένο κτήμα και μέσα στο κτήμα λουτρό, που ξεπερνούσε κάθε κοσμική λαμπρότητα. Είχε από τη μια μεριά τη θάλασσα κι από την άλλη δάσος με παντός είδους δένδρα, που μέσα του έβοσκαν αγριογούρουνα, ελάφια, ζαρκάδια και άλλα άγρια ζώα. Από τον λουτήρα μπορούσαν να βλέπουν όσοι λούζονταν, από το ένα μέρος ν’ αρμενίζουν τα πλοιάρια κι απ’ το άλλο τ’ άγρια ζώα του δάσους. Βρίσκοντας πάλι μ’ αυτό ο διάβολος ευνοϊκή αφορμή, μου έβαλε κάτω από τα μάτια μου την ομορφιά των διαφόρων, εκεί, αγαλμάτων και το μεγάλο εισόδημα από τη γύρω περιοχή, γιατί γύρω από τον λουτρώνα υπήρχαν εξήντα δύο κτίσματα». Τα μάταια αυτά υλικά αγαθά που αύριο καταστρέφονται από τους βαρβάρους ή από τη φωτιά ή απ’ τον χρόνο ή από άλλη αιτία απαρνήθηκε το ευσεβές ζευγάρι.
Πούλησαν λοιπόν άφοβα, καθώς είπαμε πιο πάνω, τα υπόλοιπα κτήματά τους στη Ρώμη και βοήθησαν, θα μπορούσαμε να πούμε, όλο τον κόσμο. Γιατί πραγματικά, αναρωτιέται ο συγγραφέας, «ποια πόλη και ποια χώρα δεν έλαβε το μερίδιό της από τις απέραντες αγαθοεργίες τους; Να πούμε τη Μεσοποταμία και την υπόλοιπη Συρία και Παλαιστίνη και τα μέρη της Αιγύπτου και Πενταπόλεως; Για να μη πολυλογούμε, ολόκληρη η Δύση κι ολόκληρη η Ανατολή πήραν μερίδιο από τις απέραντες αγαθοεργίες τους. Εγώ ο ίδιος, για παράδειγμα, ταξιδεύοντας προς την Κωνσταντινούπολη, άκουσα πολλούς Γέροντες στον δρόμο μου και ξεχωριστά τον Τίγριο, πρεσβύτερο στην Κωνσταντινούπολη, να ευχαριστούν τους αγίους. Αφού αγόρασαν όχι λίγα νησιά, τα δώρησαν σε άγιους ανθρώπους. Το ίδιο έκαναν κι αφού αγόρασαν, δίνοντας για κάθε τόπο αρκετά χρήματα, ασκητήρια μοναχών και παρθένων χαρίζοντάς τα σ’ αυτούς που τα κατοικούσαν. Όλα τους τα μεταξωτά φορέματα, που ήταν πλούσια και πολύτιμα, τα πρόσφεραν σε θυσιαστήρια εκκλησιών και μοναστηριών. Τα ασημικά τους, που είχαν σε μεγάλη ποσότητα, τα κομμάτιασαν κάνοντας θυσιαστήρια και εκκλησιαστικά κειμήλια και πολλά άλλα αφιερώματα στον Θεό».
Αφού πούλησαν τα κτήματά τους γύρω από τη Ρώμη, στην Ιταλία, Ισπανία και Καμπανία, αναχώρησαν με πλοίο για την Αφρική. Σε λίγο ο Αλάριχος έκανε επιδρομή στις χώρες που είχαν πουλήσει τα κτήματά τους οι «ευλογημένοι» και όλοι δόξαζαν τον Δεσπότη των όλων λέγοντας: «Καλότυχοι αυτοί που πρόφθασαν να πουλήσουν τα κτήματά τους πριν από την επιδρομή των βαρβάρων».
Όταν έφευγαν από τη Ρώμη, ο έπαρχος της πόλης, που ήταν φανατικός ειδωλολάτρης, θέλησε με όλη τη Σύγκλητο να κατακυρώσει στο δημόσιο την περιουσία τους. Ενώ αυτός ετοιμαζόταν το πρωί να πραγματοποιήσει το σχέδιό του, συνέβη, με πρόνοια του Θεού, να επαναστατήσει ο λαός από έλλειψη ψωμιού κι έτσι σκοτώθηκε συρόμενος μέσα στους δρόμους κι όλοι οι άλλοι ησύχασαν κατατρομαγμένοι. Πάνω στο πλοίο βρισκόταν μεγάλο πλήθος ανθρώπων και παρά λίγο να κινδυνεύσουν όλοι, όταν τους έλειψε το νερό. Η Αγία τότε διέταξε τους ναύτες: «Βάλτε το πλοίο λοιπόν στην πορεία του καιρού και μην πηγαίνετε ενάντια στους ανέμους». Οι ναύτες, καθώς διατάχθηκαν από την αγία, τέντωσαν το πανί και προσορμίσθηκαν σε κάποιο νησί. Το νησί αυτό είχαν κουρσέψει οι βάρβαροι και είχαν αιχμαλωτίσει τους πρώτους της πόλης με τις γυναίκες και τα παιδιά και ζητούσαν πολύ χρυσάφι για να τους ελευθερώσουν. Αν δεν τους το έδιναν, θα τους σκότωναν και θα έκαιγαν την πόλη. Όταν αποβιβάστηκαν λοιπόν οι άγιοι από το πλοίο, το άκουσε ο επίσκοπος και τους πλησιάζει, με άλλους μαζί, γονατίζοντας και λέγοντας: «Έχουμε όσα χρυσά νομίσματα μας ζητούν οι βάρβαροι, εκτός από δυόμισι χιλιάδες». Οι άγιοι τα πρόσφεραν με προθυμία, απελευθέρωσαν όλους τους κατοίκους της πόλης από τους βάρβαρους και τους χάρισαν κι άλλα πεντακόσια νομίσματα. Έθρεψαν τους ταλαιπωρημένους από την πείνα και τη θλίψη με τον άρτο και τα τρόφιμα που είχαν, και όχι μόνο αυτό, αλλά και εξαγόρασαν, δίνοντας πεντακόσια νομίσματα, κάποια «επίσημη» γυναίκα τους, που είχε πέσει στα χέρια των βαρβάρων.
Έτσι αναχώρησαν από κει, κάνοντας πανιά για την Αφρική. Όταν φθάσανε εκεί κάτω, πούλησαν αμέσως τα κτήματα που κατείχαν στη Νουμιδία, Μαυριτανία και στην ίδια την Αφρική. Έστειλαν τα χρήματα για τη διακονία των φτωχών αλλά και για την εξαγορά αιχμαλώτων...
Όταν οι άγιοι όμως αποφάσισαν να πουλήσουν όλα τους τα κτήματα, οι μεγάλοι επίσκοποι της Αφρικής, ο μακάριος Αυγουστίνος, ο αδελφός του Αλύπιος κι ο Αυρήλιος της Καρχηδόνας, τους έδωσαν συμβουλή λέγοντας: «Όλα τα χρήματα που μοιράζετε τώρα στα μοναστήρια, σε λίγο χρόνο θα ξοδευτούν. Αν θέλετε όμως να έχετε άσβηστη μνήμη στον ουρανό και πάνω στη γη, κάνετε δώρο σε κάθε μοναστήρι και οίκημα και τακτικό έσοδο». Αυτοί παραδέχθηκαν ολόψυχα τη λαμπρή γνώμη των επισκόπων και έπραξαν σύμφωνα με τη συμβουλή που τους έδωσαν. Η πόλη του επισκόπου Αλυπίου, που ονομαζόταν Ταγαστή, ήταν μικρή και πολύ φτωχή. Αυτή διάλεξαν για διαμονή τους οι άγιοι, ιδιαίτερα για την παρουσία του επισκόπου που αναφέραμε πιο πάνω, του Αλυπίου. Η Μελάνη στόλισε πάρα πολύ όμορφα την εκκλησία του «άγιου» αυτού ανθρώπου με εισοδήματα, αφιερώνοντας χρυσά και ασημένια κειμήλια και πολύτιμα παραπετάσματα. Έτσι αν και η εκκλησία του ήταν προηγουμένως πάμπτωχη, ξεσήκωσε τώρα εναντίον του Αλυπίου τον φθόνο των άλλων επισκόπων της επαρχίας εκείνης. Έκτισαν εκεί και δύο μεγάλα μοναστήρια χορηγώντας τους και τα απαραίτητα έσοδα. Στο ένα κατέφυγαν ογδόντα άνδρες, στο άλλο εκατόν τριάντα παρθένες.
Κάθε βράδυ η Μελάνη έτρωγε μόνο λίγο λάδι και λίγο μελωμένο κι αρωματισμένο πιοτό. Όσο για κρασί, και στην κοσμική της ζωή ακόμη ποτέ δεν είχε πιει, γιατί έτσι μεγάλωναν τα παιδιά των συγκλητικών στη Ρώμη. Φαγητό χωρίς λάδι έτρωγε και φθηνό ψωμί. Καλλιγραφούσε με μεγάλη δεξιοτεχνία και χωρίς σφάλματα μικρά χειρόγραφα. Καθόρισε στον εαυτό της πόσο όφειλε ν’ αντιγράφει την ημέρα και πόσο να διαβάζει από τα κανονικά βιβλία της Γραφής και πόσο ακόμη από τις συλλογές Ομιλιών. Έπειτα χορτασμένη, σαν να έτρωγε γλυκίσματα, περνούσε στους βίους των Πατέρων. Παράδωσε και αυστηρούς κανόνες στις αδελφές που την συντρόφευαν, για να μη βγάζουν από το στόμα τους άχρηστο λόγο, ούτε άχαρο γέλιο. Εξέταζε με φροντίδα και πόνο τους λογισμούς τους και δεν επέτρεπε την παραμικρή βρώμικη σκέψη να παραμένει σ’ αυτές.
Άρχισε να νηστεύει και την αγία ημέρα της Αναστάσεως του Χριστού. Καταλυπημένη η μητέρα της, που μιμήθηκε τη ζωή των παλαιών αγίων γυναικών: για να γραφεί η ενάρετη ζωή της έχει ανάγκη από κάποιον άλλον να την γράψει. Αντέγραφε καλλιγραφικά όσα της χρειάζονταν προσωπικά και διαμοίραζε στους άλλους αντίγραφα φτιαγμένα με το ίδιο της το χέρι. Διάβαζε με τόση επιμέλεια τις συλλογές με τις βιογραφίες των αγίων, ώστε δεν της ξέφευγε κανένα βιβλίο που θα μπορούσε να βρει. Άλλα αγόραζε κι άλλα δανειζόταν και τα διάβαζε Από την υπερβολική της φιλομάθεια φαινόταν, όταν διάβαζε τα λατινικά, σαν να μην ήξερε ελληνικά, κι όταν διάβαζε ελληνικά, νόμιζαν πως δεν ήξερε λατινικά. Αιρετικό προσπαθούσε με τις συμβουλές της να τον μεταστρέψει, αν πειθόταν στο καλό... διαφορετικά δεν καταδεχόταν ούτε για βοήθεια των φτωχών να πάρει κάτι απ’ αυτόν. Προσφιλές της ήταν το όνομα της γυναίκας ενός υπάτου μαζί με τους προκεκοιμημένους αγίους, που τέλειωσε τη ζωή της στην ξενιτιά, στους αγίους Τόπους. Λαχταρούσε τόσο υπερβολικά την αγνότητα, ώστε έπειθε και με χρήματα και με συμβουλές πολλούς, και νέους και νέες ν’ απαρνούνται την ακολασία και την άσεμνη ζωή, διδάσκοντας σε όσους την πλησίαζαν. Κι ο βιογράφος της αναρωτιέται: «Πόσους δούλους του Θεού εξυπηρέτησε, άλλοτε με χρήματα κι άλλοτε με παρηγορητικά λόγια; Και πόσους Σαμαρείτες και εθνικούς και αιρετικούς δεν κατόρθωσε να μεταπείσει με δώρα ή με συμβουλές, προσφέροντάς τους στο Θεό»;
Μονάχα ένα χρυσό προσφοράριο της απόμεινε, αξίας πενήντα νομισμάτων, που το έστειλε κι αυτό σε κάποιον επίσκοπο. Γι’ αυτό πολλοί «φίλοι του Χριστού» της παρέδιδαν τα χρήματά τους, σαν σε πιστή και σοφή οικονόμο. Κι αυτή σύμφωνα με την παράκληση εκείνου που τα πρόσφερε, παράγγελνε να διαμοιραστούν αυτά με πιστότητα και φρονιμάδα. Έφτιαξε και για τον εαυτό της πανωφόρι, εσάρπα και κουκούλα από κατσικίσιο μαλλί και δεν τα «ξεντύνονταν» σχεδόν ποτέ (Το κουκούλλιον ή κουκούλιον (από το λατ. cucullus) ήταν εξάρτημα της μοναχικής ενδυμασίας. Το κάλυμμα αυτό του κεφαλιού ήταν προσραμμένο στον μανδύα ή τον λεβιτώνα. Βλ. Αποφθέγματα, PG 65, 449 CD: «...ενδύσας αυτόν λεβιτώνα και κουκούλιον τη κεφαλή... την μηλωτήν περί τους ώμους...και λέντιον...». Αποφθέγματα, PG 65, 180 B. Αββά Ζωσιμά, Διαλογισμοί, PG 78, 1689 B).
Πλουμιστό κέντημα της πανάκριβης φορεσιάς («ποτέ το πλουμίον της πολυτίμου αυτής οθόνης, ήν εφόρει») που κάποτε φορούσε τώρα απουσίαζε. Και αν κάποτε τύχαινε να έλθει μέσα στο κελί η μητέρα της από λαχτάρα για την κόρη της, την ώρα που εκείνη έγραφε ή διάβαζε, ούτε την κοίταζε καθόλου ούτε της μιλούσε, ώσπου να συμπληρώσει τον συνηθισμένο της κανόνα. Έπειτα της μιλούσε όσο ήταν αναγκαίο. Και η μητέρα της την αγκάλιαζε και την φιλούσε κι έτσι με δάκρυα της έλεγε. «Πιστεύω πως έχω κι εγώ μερίδα στους αγώνες και στους κόπους σου, παιδί μου. Γιατί αν η μητέρα των εφτά Μακκαβαίων παιδιών ευφραίνεται μαζί τους αιώνια, που είδε για μια ώρα τα βασανιστήρια των παιδιών της, πόσο περισσότερο εγώ που σε βλέπω, παιδί μου, να λιώνεις έτσι και να μην προσφέρεις καμιά ανάπαυση στον εαυτό σου από τους τόσους κόπους;»
Αφού έμειναν λοιπόν εφτά χρόνια στην Αφρική και έβγαλαν από πάνω τους όλο το βάρος του πλούτου, ύστερα ξεχύθηκαν για τα Ιεροσόλυμα. Ένιωσαν βαθιά τον πόθο να προσκυνήσουν τους Αγίους Τόπους. Αφού έκαναν πανιά από την Αφρική για την Ανατολή, έφθασαν στην Αλεξάνδρεια, όπου τους υποδέχθηκε ο επίσκοπος Κύριλλος με τρόπο άξιο της αγιοσύνης του.
Έκαναν πανιά για τα Ιεροσόλυμα. Εκεί έμεναν στα δωμάτια του ναού της Αναστάσεως. Δεν ήθελαν τα χρήματα, που τους είχαν απομείνει, να τα μοιράσουν με τα δικά τους χέρια. Τα παρέδωσαν σ’ εκείνους που είχαν αναλάβει τη διακονία των φτωχών, γιατί δεν ήθελαν να φανεί σε κανένα ότι κάνουν αγαθοεργίες. Έφθασαν σε τέτοια ακτημοσύνη, ώστε μας διαβεβαιώνει η αγία: «Όταν πρωτοφτάσαμε εδώ, κάναμε τη σκέψη, να γραφτούμε στους εκκλησιαστικούς καταλόγους και να τρεφόμαστε κανονικά μαζί με τους άλλους φτωχούς».
Παραμένοντας λοιπόν μόνη με την μητέρα της, δεν άρχιζε γρήγορα συνομιλία με τον καθένα. Έκανε εξαίρεση στους αγίους και στους πιο σεβαστούς επισκόπους, ξεχωριστά σε όσους διακρίνονταν για τη μόρφωσή τους, για να χρησιμοποιεί ακόμη και την ώρα της συνομιλίας ερωτήσεις πάνω στα προβλήματα της αγίας Γραφής. Καλλιγραφούσε, όπως είπαμε και πιο πάνω, μικρά χειρόγραφα και περνούσε νηστεύοντας όλη την εβδομάδα. Κάθε βράδυ μετά το κλείσιμο του ναού της Αναστάσεως έμενε κοντά στον Σταυρό, μέχρις ότου έμπαιναν οι ψάλτες και τότε έφευγε στο κελί της και κοιμόταν για λίγο.
Με την επιδρομή που έκαναν οι βάρβαροι δεν κατόρθωσαν να πουλήσουν όλα τους τα κτήματα. Είχαν αφήσει μερικά απούλητα. Κάποιος πιστός κατόρθωσε να πουλήσει ένα μέρος απ’ αυτά στην Ισπανία, στην περιοχή που είχε ειρηνεύσει. Κι αφού συγκέντρωσε λίγα χρήματα από την πώλησή τους, τους τα έφερε στα Ιεροσόλυμα. Η Μελάνη, αρπάζοντας τα χρήματα από το στόμα του «λέοντα», δηλαδή του Αλάριχου, τα αφιέρωσε στο Θεό και κατέφυγε στην Αίγυπτο προς συναναστροφή των αγίων ασκητών της ερήμου. Ο πνευματικός της αδελφός και πρώην σύζυγος την ακολούθησε με χαρά σα να υπάκουε σε αληθινά καλό δάσκαλο. Προτού ξεκινήσει για την «πνευματική της εμπορία», παρακάλεσε τη μητέρα της να της φτιάξει κοντά στο όρος των Ελαιών ένα κελί επενδεδυμένο με σανίδες για να το χρησιμοποιεί ως ησυχαστήριο.
Στην Αίγυπτο διαπίστωσαν πως η πλειονότητα των ασκητών της ερήμου ζούσε σε συνθήκες πολύ σκληρές: τα συνήθη σκεύη του νοικοκυριού τους ήταν μια ψάθα, ένα ζεμπίλι με λίγα ξερά παξιμάδια κι ένα σακούλι μ’ αλάτι. Οι άγιοί μας προσπάθησαν σαν πιστοί οικονόμοι να τους εξοικονομήσουν κάποια χρήματα όμως οι περισσότεροι αναχωρητές και αναχωρήτριες δεν δέχονταν να τα πάρουν. Γι’ αυτό και η Μελάνη τα άφηνε με «πανουργία πνευματική» κρυφά στα κελιά τους. Με τον τρόπο αυτό εξασκούσε τη λεγόμενη πνευματική εμπορία. Στην αιγυπτιακή έρημο συναντήθηκαν με τον ηγούμενο των μοναχών της Ταβέννης κι άλλους ηγουμένους που λέγονταν Ζευγήτες.
Αφού άφησαν την Αλεξάνδρεια, έρχονται στο όρος της Νιτρίας και στα λεγόμενα Κελλία, όπου οι Πατέρες της περιοχής εκείνης υποδέχονται την Μελάνη σαν άντρα. Είχε ξεπεράσει πραγματικά το μέτρο του φύλου της και είχε αποκτήσει φρόνημα αντρικό, κατά το βιογράφο της. Εμφανίστηκε με τρίχινο σάκο και στάχτη στα μαλλιά. Η ανηψιά της, η Παύλα η παρθένος εξανέστη.
Έκτισε έπειτα μοναστήρι με την απόφαση να σώσει κι άλλες ψυχές Παρακάλεσε τον αδελφό της να συγκεντρώσει μερικές παρθένες. Δημιουργήθηκε έτσι κοινόβιο με ενενήντα περίπου παρθένες, που τους έδωσε εξαρχής κανόνα να μη συναναστρέφονται ποτέ με άντρα. Γι’ αυτό έφτιαξε μέσα στο μοναστήρι στέρνα και φρόντιζε για όλες τις υλικές τους ανάγκες, και τους έλεγε. «Εγώ θα σας υπηρετήσω σαν άξια δούλη και δεν θ’ αφήσω να σας λείψει κάτι που έχετε ανάγκη. Εσείς φυλαχτείτε μονάχα από τις συναναστροφές με άντρες». Έπειτα τράβηξε γυναίκες από κακόφημους τόπους και τις οδήγησε με συνετές συμβουλές σαν θυσία στο Θεό. Εκεί έγινε ηγουμένη, συχνά λέγοντας: «Όπως ακριβώς νύφη, στολισμένη μ’ όλων των ειδών τα στολίδια, δεν μπορεί να φοράει μαύρα παπούτσια, αλλά στολίζει μαζί με το σώμα και τα πόδια, έτσι και η ψυχή χρειάζεται το στολισμό της. Αφού και οι άρχοντες του κόσμου πειθαρχούν και υπακούουν ο ένας στον άλλο. Αν μιλήσουμε και γι’ αυτόν ακόμα που φοράει το στέμμα, τίποτα δεν κάνει μόνος του στα πιο πολλά και αναγκαία, ούτε επιχειρεί να διατάξει, αν δεν πάρει πρώτα τη γνώμη της συγκλήτου. Αν αφαιρέσεις και στις οικογένειες του κόσμου το μεγάλο δώρο της υπακοής, καταστρέφεις όλη την τάξη. Κι όταν δεν υπάρχει τάξη, κλονίζεται η ειρήνη. Πρέπει λοιπόν όλοι μας να κάνουμε υπακοή ο ένας στον άλλο. Και υπακοή σαν αγάλματα».
Η νυκτερινή τους ακολουθία ήταν τρία υποψάλματα και τρία αναγνώσματα και την αυγή δεκαπέντε αντίφωνα. Έψαλλαν την Τρίτη ώρα (9 π.μ.) της ημέρας, Διότι, λένε, πως την ώρα αυτή κατέβηκε το άγιο Πνεύμα στους Αποστόλους. Και την έκτη ώρα (12 μ.), διότι αξιώθηκε ο πατριάρχης Αβραάμ να υποδεχτεί σ’ αυτήν την ώρα τον Κύριο. Και την ένατη ώρα (3 μ.μ.) σύμφωνα με την παράδοση των αγίων Αποστόλων, διότι σ’ αυτήν την ώρα της προσευχής, την ενάτη, ο Πέτρος και ο Ιωάννης, ανεβαίνοντας στο ναό του Σολομώντα, θεράπευσαν τον κουτσό.
Η Μελανία ευχαριστιόταν πάρα πολύ ψυχικά βλέποντας την καλή τους προαίρεση. Γι’ αυτό ακριβώς έσπευσε να οικοδομήσει Οίκο προσευχής μέσα στο μοναστήρι και να κατασκευάσει θυσιαστήριο μέσα σ’ αυτό, για ν’ αξιώνονται να μεταλαμβάνουν συνεχώς τα άγια Μυστήρια. Και κανόνισε να τελούνται για τις αδελφές δύο Λειτουργίες κάθε εβδομάδα, εκτός από τις γιορτές, μια την Παρασκευή και μια την Κυριακή. Τοποθέτησε εκεί και λείψανα αγίων μαρτύρων, όπως του προφήτη Ζαχαρία, του αγίου πρωτομάρτυρα Στεφάνου και των αγίων Σαράντα, που μαρτύρησαν στη Σεβάστεια, κι άλλων, που ο Θεός γνωρίζει τα ονόματα.
Πραγματικά έπειτα από την κοίμηση του «αδελφού» της Πινιανού, έμεινε στο «Αποστολείο», που είχε οικοδομήσει η ίδια πριν λίγο καιρό, που μέσα του τοποθέτησε και το λείψανό του. Εκεί «έλιωσε» κυριολεκτικά, πάνω κάτω τέσσερα χρόνια, με νηστείες και αγρυπνίες κι έντονο πένθος. Έπειτα από αυτά, παρακινημένη από θεϊκό ζήλο, πεθύμησε να οικοδομήσει αντρικό μοναστήρι για αγίους, για να δοξολογούν αδιάκοπα τον Θεό με νυκτερινές και ημερήσιες ψαλμωδίες, στον τόπο της Αναλήψεως του Κυρίου και στη σπηλιά, όπου ο Κύριος συνομιλούσε με τους μαθητές του για τη συντέλεια των καιρών. Έφερναν όμως εμπόδια μερικοί στην πρόθεσή της, λέγοντας πως δεν ήταν σε θέση από τη μεγάλη της φτώχεια να εκτελέσει τόσο τεράστιο έργο. Ο Κύριος, απέραντα πλούσιος, εκπληρώνοντας τις επιθυμίες της ψυχής της, οδήγησε κάποιον «φιλόχριστο» άνθρωπο να της προσφέρει διακόσια χρυσά νομίσματα. Η αγία, αφού τα δέχτηκε με χαρά, κάλεσε τον πρεσβύτερο που είχε μαζί της, που τον πρόσφερε θυσία στο Θεό παίρνοντάς τον από τον κόσμο -«πρόκειται για τη δική μου ελεεινότητα» συμπληρώνει ο συγγραφέας του βίου της- και του είπε: «Πάρε τα λίγα τούτα νομίσματα κι αγόρασε πέτρες. Θ’ αρχίσουμε την οικοδόμηση του αντρικού μοναστηριού. Για να δω, όσο θα ζω ακόμα σωματικά, και την εκκλησία ασταμάτητα να λειτουργεί και τα οστά της μητέρας μου και του «κυρίου» μου αναπαυμένα με την ψαλμωδία τους». Έτσι τελεί Λειτουργία και στην εκκλησία της Αναλήψεως του Χριστού δημιουργεί «Αποστολείο», όπου κι αναπαυόντουσαν οι «αδελφοί» της Μονής. Αφού τέλειωσε το μοναστήρι, της έρχεται γράμμα από τον θείο της Βολουσιανό, έπαρχο της Ρώμης. Έγραφε ότι πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη πρεσβεία στην ευσεβέστατη βασίλισσα Ευδοξία, που παντρεύτηκε τον φιλόχριστο αυτοκράτορα Ουλεντινιανό, και την κυριεύει επιθυμία να δει τον θείο της. «Κεντημένη» από τη χάρη τ’ ουρανού πεθύμησε να το κάνει, για να του σώσει με πολύ μεγάλο κόπο την ψυχή, γιατί ακόμη εκείνος ήταν ειδωλολάτρης. Βρέθηκε σε μεγάλη αγωνία μήπως κάνει κάτι αντίθετο στο θέλημα του Θεού. Αφού ανακοίνωσε την απόφαση της σε όλους τους «αγίους» κι αφού τους παρακάλεσε να προσεύχονται συνεχώς, για να γίνει το ταξίδι της σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, κι αφού εμπιστεύθηκε τα μοναστήρια της στον Κύριο, ξεκίνησε από τα Ιεροσόλυμα. Αφού άρχισε την πορεία της, οι «άγιοι» από κάθε πόλη και κάθε περιοχή, δηλαδή οι επίσκοποι και οι κληρικοί, έτρεχαν να την προϋπαντήσουν. Καθώς λοιπόν έφτασαν στην πόλη Τρίπολη, έμειναν στο «μαρτύριο» του αγίου Λεοντίου, εκεί που «ενεργούνται» πάμπολλα θαύματα. Επειδή οδοιπορούσαν κι άλλοι μαζί της, χωρίς να έχουν εφοδιασθεί όλοι με το σφραγισμένο δελτίο, το «σύνθεμα», ο κρατικός υπάλληλος φέρθηκε με σκληρότητα προκειμένου να τους παραδώσει τα ζώα για το ταξίδι. Το όνομά του ήταν Μηνσάλας. Η Μελάνη λυπήθηκε πάρα πολύ γι’ αυτό και παρέμεινε σε προσευχή και αγρύπνια κοντά στα λείψανα του αγίου μάρτυρα Λεοντίου από το βράδυ μέχρις ότου έφτασαν τα ζώα. Ορισμένους τους κυνήγησε ο υπάλληλος, που αναφέραμε, αλλά με τρία χρυσά νομίσματα, που του έδωσαν σαν αμοιβή, το πρόβλημα λύθηκε. Όταν έφτασαν κοντά στη φιλόχριστη Κωνσταντινούπολη, καθώς επρόκειτο να μπει, ύστερα από τόση ασκητική και ησυχαστική ζωή σε τόσο μεγάλη βασιλεύουσα πόλη, η αγία κυριεύθηκε από αγωνία. Έφθασαν στο «μαρτύριο» της αγίας Ευφημίας στη Χαλκηδόνα, όπου η στεφανοφόρα Ευφημία ενίσχυσε πάρα πολύ την αγία, χαρίζοντάς της μύρα και παρηγοριά. Με τον τρόπο αυτό πήρε πολύ θάρρος και μπήκε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί την υποδέχτηκε ο κύριος Λαύσος, ο πρεπόζιτος, όπως ταίριαζε σ’ έναν τόσο ενάρετο άνθρωπο. Όταν ο θείος της αντιλήφθηκε πως η αγία σκεφτόταν να καταφύγει για τη βάπτισή του στους αυτοκράτορες, νιώθοντας μεγάλη κατάνυξη της είπε: «Αν το κάνω όμως με διαταγή των αυτοκρατόρων, θα βρεθώ βαπτισμένος από άσκηση βίας και θα χάσω την αμοιβή της ελεύθερης αποφάσεώς μου». Η αγία, μην αντέχοντας τη σιωπή, ζήτησε, με τη μεσολάβηση ορισμένων μεγάλων αξιωματούχων, τη βοήθεια του επισκόπου Πρόκλου. Ο «διάβολος» μόλις πριν από λίγο καιρό είχε αναστατώσει με τη μολυσμένη διδασκαλία του Νεστορίου τις ψυχές των πιο αφελών λαϊκών. Έτσι πολλές γυναίκες συγκλητικών κι άλλοι από ανθρώπους που ξεχώριζαν στα γράμματα έρχονταν στην αγία Μελάνη για καθοδήγηση. Ο διάβολος, σύμφωνα με το βιογράφο της, μεταμορφώθηκε σε μαύρο νεαρό, την πλησίασε και της μίλησε μ’ αυτά τα λόγια. «Ως πότε θα γκρεμίζεις με τα λόγια σου τις ελπίδες μου; Μάθε λοιπόν καλά πως θα σκληρύνω τις καρδιές του Λαύσου και των αυτοκρατόρων... διαφορετικά θα ρίξω τέτοια βάσανα στο σώμα σου, ώστε να διακινδυνεύσεις ακόμη και τη ζωή σου εσύ, για να σωπάσεις και χωρίς να θέλεις» (Απειλές του «Μαύρου»).
Ξαφνικά άρχισε να πονάει στο ισχίο. Τέτοιος ήταν ο ξαφνικός της πόνος, ώστε έμεινε άλαλη για τρεις ώρες. Πέρασε με τον ανείπωτο πόνο έξι μέρες. Συγκλονιζόταν πολύ από τον πόνο την ώρα εκείνη της ημέρας, που της είχε παρουσιαστεί ο «Μαύρος». Καθώς περίμενε την έβδομη μέρα να την απαλλάξει απ’ την πρόσκαιρη αυτή ζωή, αφού το πόδι της είχε γίνει ξερό ξύλο, ξαφνικά θεραπεύτηκε. Αργότερα συναντήθηκε με την τροφό της ευσεβέστατης βασίλισσας Ευδοξίας, την κυρία Ελευθερία, κι αφού ανέβηκε όλα τα σκαλοπάτια, από την πύλη του παλατιού μπήκε στην κατοικία της φιλόχριστης βασίλισσας Ευδοξίας. Αφού έμεινε αρκετά στην Κωνσταντινούπολη, ωφέλησε εξαιρετικά όλους τους ανθρώπους εκεί και ξεχωριστά τις φιλόχριστες βασίλισσες. «Οικοδόμησε» ψυχικά και τον ευσεβέστατο βασιλιά Θεοδόσιο. Αφού τον παρακάλεσε να δώσει άδεια στη σύζυγό του, που επιθυμούσε να προσκυνήσει τους αγίους Τόπους, αναχώρησαν από κει στα τέλη του Φεβρουαρίου.
Την εποχή εκείνη ήταν τόσο πολύ βαρύς ο χειμώνας, ώστε οι επίσκοποι της Γαλατίας και Καππαδοκίας βεβαίωναν πως ποτέ δεν είχαν ξαναδεί τέτοιο χειμώνα. Οι περιπλανώμενοι άγιοι όλη την ημέρα, κτυπημένοι απ’ το χιόνι, οδοιπορούσαν με πείσμα, μη βλέποντας μήτε κάμπους, μήτε βουνά, εκτός από τα πανδοχεία που καταφεύγανε κάθε βράδυ, και η Μελανία, ωστόσο, σαν διαμάντι, δεν κατέλυε καθόλου τη νηστεία. Επιμένοντας στην αδιάκοπη προσευχή δεν επέτρεψε να γίνει κανένα κακό, ούτε στην ίδια, ούτε και στους άλλους, μ’ όλο εκείνο το φοβερό κρύο. Δείχνοντας έτσι πως το πιο μεγάλο όπλο είναι η δέηση του δικαίου όταν γίνεται έργο και πως αυτό κατανικά όλα τα στοιχεία της φύσης. Ενώ όλοι οι «αδελφοί» προσπαθούσαν να τους κρατήσουν στο δρόμο τους, αυτή σε κανέναν δεν υποχώρησε. Αποφασίζει, ξαφνικά, να κτίσει μικρό μαρτύριο το οποίο τελείωσε μέσα σε λίγες μέρες. Εδώ συγκέντρωσε πάλι άλλους αφιερωμένους ανθρώπους, δίνοντάς τους κατοικία.
Αφού έγινε κι αυτό, αναγγέλθηκε ο ερχομός στα Ιεροσόλυμα της ευσεβέστατης βασίλισσας, που είχε ήδη φτάσει στην πόλη της Αντιόχειας. Η Μελανία βρέθηκε σε δίλημμα σκεφτόμενη: «Αν φύγω για συνάντησή της, φοβάμαι μήπως με κατηγορήσουν, διασχίζοντας τις πόλεις με το ταπεινό ράσο. Αν πάλι μείνω, φοβάμαι μήπως θεωρηθεί αυτό υπερηφάνεια. Όμως πρέπει σε μας, που, όντας ικανοί, σηκώνουμε τον ζυγό του Χριστού, να βαστάζουμε με τους ίδιους μας τους ώμους τέτοια πιστή βασίλισσα. Έχουμε, με τη δύναμη του Χριστού, την καύχηση ότι στις μέρες μας αναδείχτηκε τέτοια φιλόχριστη βασίλισσα». Έτσι την προϋπάντησε στη Σιδώνα, αποδίδοντάς της μεγάλες τιμές. Έμεινε στο μαρτύριο του αγίου Φωκά. Καθώς την αντίκρυσε η «θεόφιλη» βασίλισσα, την υποδέχτηκε μ’ όλον το σεβασμό, σαν πραγματική πνευματική μητέρα, κι ήταν φυσικό, γιατί δόξα της θα ήταν να τιμήσει εκείνη που δόξασε ειλικρινά τον ουράνιο βασιλιά.
Και η κατάθεση των αγίων λειψάνων στο καινουργιοκτισμένο απ’ αυτήν μαρτύριο, υπήρξε τόσο επεισοδιακή, γιατί τη στιγμή της καταθέσεως των αγίων λειψάνων συνέβη να στραμπουλίξει το πόδι της η βασίλισσα και να προκαλέσει απροσδόκητη αναταραχή. Αφού καλυτέρευσε η βασίλισσα, δεν σταμάτησε η Μελάνη τον αγώνα της με τον διάβολο, που θέλησε να προκαλέσει τέτοιο σκάνδαλο ανάμεσά τους, κι αφού πέρασε λίγες μέρες με τη συντροφιά της, κάνοντάς της μεγάλο καλό, την συνόδευσε μέχρι την Καισάρεια. Με μεγάλο κόπο κατόρθωσαν ν’ αποχωρισθούν η μια από την άλλη, γιατί ήταν πραγματικά δεμένες με την πνευματική τους αγάπη. Αφού γύρισε πίσω, παραδόθηκε πάλι στην άσκησή της παρακαλώντας ν’ αποδοθεί τελικά η ευσεβής βασίλισσα γερή και δυνατή στον σύζυγό της, πράγμα που της το χάρισε ο Θεός των όλων.
Μια από κείνες τις ημέρες, λοιπόν, κάποια νεαρή γυναίκα κυριεύτηκε από παμπόνηρο δαίμονα. Έσφιξε το στόμα με τα χείλια της τόσο σφιχτά, που για πολλές μέρες δεν μπορούσε καθόλου ούτε να μιλήσει ούτε τροφή να πάρει, ώστε κινδύνευσε να πεθάνει παρά λίγο από την πείνα. Πολλοί γιατροί, αν και ξόδεψαν όχι λίγα φάρμακα, δεν μπόρεσαν ούτε τα χείλια της να την κάνουν να κουνήσει. Όταν η τέχνη των γιατρών αποδείχτηκε ανήμπορη να κατανικήσει τον δαίμονα, την σήκωσαν και την κουβάλησαν μπροστά στην αγία, ενώ την ακολουθούσαν οι γονείς της. Εκείνη, αφού πήρε αγιασμένο λάδι από τα λείψανα των αγίων μαρτύρων κι άλειψε μ’ αυτό το στόμα της άρρωστης τρεις φορές, τη θεράπευσε. Με τον ίδιο τρόπο θεράπευσε κι άλλη γυναίκα κυριευμένη από κακό δαιμόνιο.
Άλλοτε πάλι κάποια γυναίκα είχε πολύ δύσκολο τοκετό. Επειδή το έμβρυο πέθανε στη μήτρα της, δεν μπορούσε η δυστυχισμένη ούτε να ζήσει ούτε να πεθάνει. Όταν το άκουσε αυτό η Μελάνη είπε: «Εμπρός, ας επισκεφτούμε τη γυναίκα που κινδυνεύει. Έτσι, βλέποντας τους πόνους των ανθρώπων που βρίσκονται στον κόσμο, ας γνωρίσουμε καλά από πόσες ταλαιπωρίες μας γλίτωσε ο Θεός». Όταν έφθασαν στην κατοικία, όπου κινδύνευε η γυναίκα, κι αφού έλυσε τη δερμάτινη ζώνη της, την ακούμπησε πάνω της επικαλούμενη το Χριστό. Αμέσως βγήκε νεκρό το μωρό. Αφού έδωσε στη γυναίκα να φάει, της είπε: «Η ζώνη κάποιου αγίου έκανε οι προσευχές μου να σε γιατρέψουν». Έτσι πάντα απέδιδε στους αγίους τα δικά της κατορθώματα. Και γεμάτη θεία έμπνευση και φιλοσοφημένη στάση ζωής συμπλήρωσε ταπεινά: «Πόσοι πιασμένοι από τους βαρβάρους αιχμάλωτοι στερήθηκαν κι αυτή την ελευθερία τους; Πόσοι θύματα της οργής του βασιλιά έχασαν μαζί με την περιουσία τους και τη ζωή τους; Πόσοι γεννήθηκαν από φτωχούς γονείς; Κι άλλοι πάλι με συκοφαντίες ή αφού έπεσαν στους ληστές, έγιναν ξαφνικά από πλούσιοι φτωχοί; Δεν είναι θαυμαστό λοιπόν καθόλου, αν περιφρονήσαμε εμείς τα επίγεια για τα άφθαρτα και αμόλυντα αγαθά. Από τα λεπτεπίλεπτα και ολομέταξα φορέματα που φορούσα κάποτε τώρα φορώ τρίχινα, λυπούμενη τους φτωχούς, τους ριγμένους γυμνούς πάνω στις ψάθες της αγοράς και παγωμένους στο κρύο».
Κι ο συγγραφέας του βίου της και πνευματικό της τέκνο, παίρνει αφορμή, στο σημείο αυτό, για μια σειρά από δικούς του συλλογισμούς: «Εγώ συλλογιζόμουν τους θνητούς άρχοντες, που αγωνίζονται στον κόσμο τούτο, πως διακινδυνεύουν μέχρι θανάτου, επιθυμώντας δυνατά πάντοτε πιο ανώτερα αξιώματα».
Από κάποια εποχή και ύστερα «βιαζόταν» η Μελάνη, έτοιμη κι αυτή «να λυτρωθεί», σαν τον άριστο δρομέα που διέτρεξε το στάδιο, επιθυμεί τα «βραβεία» και επομένως να βρεθεί κοντά στον Χριστό.
Την επομένη ξαναπήγαν στο μαρτύριο του αγίου πρωτομάρτυρα Στεφάνου -γιατί είχε φτάσει η μνήμη της κοιμήσεώς του- κι αφού συνάχθηκαν εκεί, ξαναγύρισαν στο μοναστήρι. Στην αγρυπνία διάβασε ο συγγραφέας πρώτος και μετά διάβασαν τρεις αδελφές. Ύστερα απ’ όλους διάβασε και η ίδια την κοίμηση του αγίου Στεφάνου στο βιβλίο των Πράξεων. Όταν τελείωσε το καθορισμένο κομμάτι της αναγνώσεώς της, όλες οι αδελφές της είπαν: «Να ζήσεις χρόνια πολλά, να γιορτάσεις μνήμες πολλών αγίων». Αυτή, έχοντας δεχτεί την προειδοποίηση απ’ τον ουρανό, τους αποκρίθηκε. «Εσείς να ζήσετε. Εμένα δεν πρόκειται πια να με ακούσετε να διαβάζω. Ας καταφύγουμε στο μαρτύριο του αντρικού μοναστηριού, για να προσευχηθούμε, αφού κι εκεί αναπαύονται λείψανα του αγίου Στεφάνου. Ας αξιωθώ τον ουράνιο νυφικό Του θάλαμο». Τους άγιους μάρτυρες λέγοντας «Αγωνιστές του Κυρίου, που χύσατε το τίμιο αίμα σας για χάρη της ομολογίας σας σ’ αυτόν, σπλαχνιστείτε την ταπεινή σας δούλη, που πάντοτε προσκύνησα τα άγιά σας λείψανα. Μεσιτεύσετε για να δεχθεί την ψυχή μου ειρηνικά και να κρατήσει τα μοναστήρια μέχρι τέλους στον δικό του φόβο».
Πιασμένη από τον πόνο στα πλευρά αρρώστησε πολύ βαριά. Εμπιστεύθηκε τις μοναχές στον πρεσβύτερο-συγγραφέα του βίου της και τις παρακάλεσε να μη τον λυπήσουν στο παραμικρό. Να υποταχθούν σ’ αυτόν με όλη την ταπεινοφροσύνη τους. Την πέμπτη ημέρα της αρρώστιας της, την ημέρα του τέλους της, έφθασε ο επίσκοπος μαζί με τους κληρικούς και η Μελάνη του είπε: «Σου παραδίνω στα χέρια τον ιερέα και τα μοναστήρια και φρόντισε για όλα σαν καλός βοσκός σε λογικά πρόβατα, παίρνοντας παράδειγμα για μίμηση τον Κύριό σου».
Έπειτα μπήκαν μέσα και από τα άλλα μοναστήρια πολλοί και πλήθος ανθρώπων από την πόλη. Αυτή, αληθινά γενναία, κι ενώ οι φοβεροί εκείνοι πόνοι άγγιζαν το σώμα, δεν δείλιασε καθόλου. Η ανηψιά της, η κυρία Παύλα, την παράστεκε. Η αγία, απευθυνόμενη σ’ αυτή, της είπε: «Είναι περιττό να παρακαλέσω τη θεοφιλή αγάπη σου για τη φροντίδα των μοναστηριών, γιατί κι ενώ ζούσα ακόμη σωματικά, εσύ ήσουν που φρόντιζες για όλα και βάσταγες το βάρος και σε όλα μου συμπαραστεκόσουν. Γι’ αυτό και τώρα σου παραδίνω τα μοναστήρια και σε παρακαλώ να αναλάβεις για χάρη τους περισσότερο κόπο στην απουσία μου».
Τότε οι άλλοι, δηλαδή όσοι βρίσκονταν εκεί, νόμισαν πως εξέπνευσε και προσπαθούσαν να της απλώσουν τα πόδια. Μετά από λίγες μέρες ξανάφθασαν ο επίσκοπος και οι γύρω από την Ελευθερόπολη αναχωρητές. Όταν πέθανε, το λείψανό της δεν είχε ανάγκη από τους σαβανωτές, γιατί τα πόδια της ήταν απλωμένα, τα δύο της χέρια σφιχτοσταυρωμένα πάνω στο στήθος και τα βλέφαρά της με φυσικότητα μισοκλεισμένα. Έπειτα, σύμφωνα με την παραγγελία της, οι άγιοι Πατέρες συνάχθηκαν από διάφορα μέρη κι αφού έψαλλαν πανηγυρικά όλη τη νύχτα και διάβασαν τα αναγνώσματα, την ενταφίασαν. Ισάξια με την αγιοσύνη της ήταν τα νεκρικά της φορέματα. Ο μαθητής και βιογράφος της θαρρεί πως είναι ανάγκη για την ωφέλεια αυτών που τον διαβάζουν να τα παρουσιάσει: «Φορούσε ένα στιχάριο κάποιου αγίου, τ’ ωμοφόριο κάποιας άλλης δούλης του Θεού. Ένα κομμάτι μοναχικής πουκαμίσας χωρίς μανίκια κάποιου άλλου και κάποιου άλλου φορούσε τη ζώνη. Την κουκούλα κάποιου άλλου. Αντί για προσκεφάλι την τρίχινη κουκούλα άλλου αγίου, που κάνοντάς την μαξιλάρι το βάλαμε κάτω από τη σεβάσμια κεφαλή της. Γιατί ήταν φυσικό να ταφεί με τα ρούχα εκείνων, που είχε αποκτήσει τις αρετές των όταν ζούσε. Δεν πήρε μαζί της άλλο λινό ύφασμα. Εκτός από το σεντόνι που την περιτυλίξαμε εξωτερικά (Η ζώνη ήταν εξάρτημα της μοναχικής αμφιέσεως. Βλ. Μ. Βασιλείου, Όροι κατά πλάτος 23, PG 31,981 AC. Δωροθέου, Διδασκαλίαι ψυχωφελείς διάφοροι, PG 88, 1633 B: «Η ζώνη ην φορούμεν, σύμβολόν εστι...ότι εσμέν ευτρεπισμένοι εις έργον...και...ίνα ώσπερ εστίν από νεκρού σώματος η ζώνη, ούτως και ημείς νεκρώσωμεν την επιθυμίαν ημών». Η ζώνη ήταν επίσης εξάρτημα της στρατιωτικής και της ιερατικής στολής. Ειδικές κατά αξιώματα ζώνες φορούσαν οι βυζαντινοί αξιωματούχοι. Βλ. Κουκουλέ, Βίος, τόμ. Β΄ 2, σ. 50-55. M. Sommer, Die Gurtel und Gurtelbeschlage des 4. und 5. Jahrhunderts im rφmischen Reich, Bonn 1984. J. Braun, Die liturgische Gewandung im Occident und Orient, Darmstadt 1964, σ. 101 ε. kαι Al. Kazhdan, “Belt’’ ODB 1,280).

Β 

προηγούμενη σελίδα
Σελίδα 4 από 9
επόμενη σελίδα
Β 
Up
Β 
Β 
Β 
Αυτό το ebook είναι της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη και δημοσιεύεται στην Ματιά με την άδεια της. Εμείς από αυτές τις γραμμές θέλουμε να ευχαριστήσουμε θερμά την συγγραφέα του για την άδεια δημοσίευσης που μας έδωσε.
Τα πνευματικά δικαιώματα του ανήκουν στην συγγραφέα του, Αμαλία Κ. Ηλιάδη. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993 & διεθνής σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).
Για να μάθετε για την Αμαλία Κ. Ηλιάδη κάντε κλικ εδώ.
Β 
Β 
Β 
Περιεχόμενα Βιβλίου
Β 
Δείτε:
Διάφορα
Θρησκεία
Πρόσωπα
Ημέρες
Έγραψαν
Λέξεις
Τόποι
Έθιμα
e-books
Β 
Δείτε επίσης:
Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου - Μέρος Α
Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου - Μέρος Β
Σημειώσεις στο μάθημα της Ιστορίας της Τέχνης
Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του
Ο θρύλος του θανάτου των Μοναχών
Μαρτυρολόγια και Συναξάρια απ’ τα πρωτοχριστιανικά χρόνια έως τον 6ο αιώνα μ.Χ.
Διηγήσεις και βίοι Αγίων Γυναικών
Σχέσεις μητέρας - γιου στο πρώιμο Βυζάντιο
Μουσειοπαιδαγωγική - Μουσείο και Αγωγή
Βερολίνο
Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου (Μέρος Γ)
Μετέωρα
Το γυμνό στην Τέχνη
Αρχαιότητα
Το σχολείο ως πολυδύναμος πολιτιστικός οργανισμός
Παλιννόστηση στις γλυκές πατρίδες 1918 - 1922
Οι κανονισμοί των ορφανοτροφείων ΑΡΡΕΝΩΝ-ΠΡΙΓΚΗΠΟΥ και ΘΗΛΕΩΝ-ΧΑΛΚΗΣ 1921
Στοιχεία θεατρικής παιδείας
Γιορτές αγλύκαντες
Αρχαία Ελληνική Μυθολογία
Η ακάνθινη απειλή
Β 
Β 
Β 
Αναζήτηση
Β 
Β 
Β 
Β 
Β 
Β 
Επικοινωνία | Όροι Χρήσης | Πλοηγηθείτε | Λάβετε Μέρος | Δημιουργία και Ανάπτυξη ΆΡΚΕΣΙΣ
Β 
Β