
Άγιος Επιφάνιος ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Βίος
Ο Άγιος Επιφάνιος Κύπρου, Επίσκοπος Κωνσταντίας, συγκαταλέγεται στους μεγάλους Πατέρες και Διδασκάλους της Εκκλησίας μας. Η διάκρισή του οφείλεται όχι μόνο στην αγιότητά του, αλλά και στη μεγάλη προσφορά του στην Εκκλησία. Διέθετε τεράστια μόρφωση, θεολογική παιδεία και ποιμαντική ικανότητα, χαρακτηριστικά που του επέτρεψαν να σηματοδοτήσει την εποχή του και να παραμείνει αυθεντία και πρότυπο αληθινού ποιμένα στους αιώνες. Ο θείος Ιερώνυμος τον ονομάζει «Πατέρα των Επισκόπων» στην επιστολή του προς τον Παμμάχιο. Επίσης, η Έβδομη Οικουμενική Σύνοδος, στην έκτη πράξη της, τον αποκαλεί «Πατέρα και Διδάσκαλον της καθόλου Εκκλησίας». Ήταν ένας μέγας και Θαυματουργός Άγιος.
Καταγωγή και Πρώτα Βήματα
Ο Άγιος Επιφάνιος είχε ιουδαϊκή καταγωγή. Οι γονείς του ήταν πάμφτωχοι αγρότες Ιουδαίοι, οι οποίοι εργάζονταν με τα ίδια τους τα χέρια και δούλευαν τη γεωργική γη. Οι γονείς του “απέμειναν εις την σκιάν και λατρείαν του νόμου, και δεν εδυνήθηκαν να ιδούν το φως της χάριτος του Eυαγγελίου”. Ο Επιφάνιος γεννήθηκε στο χωριό Βησανδούκη (ή Βησανδούκ), κοντά στην Ελευθερούπολη της Παλαιστίνης, περίπου το 315 μ.Χ.. Υπάρχει, ωστόσο, μια κυπριακή παράδοση που αναφέρει ότι γεννήθηκε στο χωριό Καλοπαναγιώτης της Κύπρου και μεγάλωσε στη Βησανδούκη. Μεγάλωσε σε ένα μικρό οσπήτιο, όπως ήταν αυτά των πενήτων και γεωργών γονέων του. Είχε έναν αδελφό, τον Καλλίτροπο, και μία αδελφή. Παρέδωκε το πνεύμα του στον Κύριο κατά τους χρόνους των αυτοκρατόρων Αρκαδίου και Ονωρίου, το έτος 403 μ.Χ., αν και μια πηγή αναφέρει το 402 μ.Χ. σε σχέση με τους αυτοκράτορες.
Η Αναζήτηση της Αλήθειας και η Στροφή προς τον Χριστιανισμό
Παρά την ανατροφή του σε ιουδαϊκό περιβάλλον, μια εσωτερική δύναμη τον έσπρωχνε να αναζητήσει την αλήθεια εκτός της ιουδαϊκής θρησκείας. Αυτή η αναζήτηση ξεκίνησε όταν ήταν περίπου δώδεκα ετών, αφού είχαν πεθάνει οι γονείς του. Με τους ιδίους του κόπους εξέλαμψε στον κόσμο, διότι με την κατά Θεόν αρετή του, ανέβηκε ο αοίδιμος στο ακρότατο ύψος της ευσεβούς και θεαρέστου πολιτείας. Έτρεξε στην πίστη του Χριστού και την αλήθεια, λαμβάνοντας μια μικρή αφορμή.
Στην αναζήτησή του, ο νεαρός Επιφάνιος γνώρισε δύο ονομαστούς αγίους και σοφούς ασκητές, τον Λουκιανό και τον Ιλαρίωνα. Αυτοί οι σεβάσμιοι και ένθερμοι μοναχοί του μίλησαν για τον Χριστιανισμό και τον κατήχησαν στην χριστιανική πίστη.
Ένα περιστατικό που προκάλεσε αμφιβολίες στον Άγιο για τον παλαιό Νόμο ήταν όταν ένας ενάρετος μοναχός ονόματι Κλεόβιος ιάτρευσε μια πληγή που είχε ο Επιφάνιος στο μηρί. Η πληγή αυτή προκλήθηκε επειδή έπεσε από το γαϊδούρι που καβαλούσε, όταν αυτό ατάκτησε στον δρόμο και πέθανε. Λόγω αυτής της ίασης, ο Άγιος “έλαβεν εις την καρδίαν του κάποιους αμφιβόλους λογισμούς περί του παλαιού Nόμου, όθεν δεν επρόσεχε τόσον πολλά εις την λατρείαν και φύλαξιν αυτού”.
Αργότερα, συναντώντας τον μοναχό Λουκιανό, ο Επιφάνιος είδε ένα θαύμα. Ο Λουκιανός έδωσε το φόρεμά του σε έναν φτωχό που του ζήτησε ελεημοσύνη, και ενεδύθη θαυματουργικά “εκ Θεού άνωθεν ένα άσπρον φόρεμα”. Βλέποντας αυτό το θαυμάσιο γεγονός, ο Επιφάνιος δέχθηκε αμέσως την πίστη των Χριστιανών και βαπτίσθηκε.
Ασκητική και Μοναστική Ζωή
Μετά την κατήχηση και το άγιο Βάπτισμα, ο Άγιος Επιφάνιος πήρε την απόφαση να αφιερωθεί “ψυχή τε και σώματι στο Χριστό”. Στην πίστη του Χριστού βρήκε αυτό που ζητούσε: την αλήθεια και τη σωτηρία.
Αφού τακτοποίησε την αδελφή του σε κάποιο γυναικείο μοναστήρι, ο Άγιος Επιφάνιος έφυγε για την έρημο της Παλαιστίνης. Σκοπός του ήταν να γνωρίσει αγίους ασκητές και να ζήσει μαζί τους την άγια και ισάγγελη ζωή της ερήμου. Συνάντησε τους πλέον επιφανείς και αγίους ασκητές, με τους οποίους συγκατοίκησε, έχοντάς τους ως διδασκάλους και καθοδηγητές στον πνευματικό του αγώνα για την τελείωσή του.
Ως μοναχός, ακολουθούσε ασκητική ζωή. Προσευχόταν αδιάκοπα, νήστευε, αγρυπνούσε, μελετούσε τις άγιες γραφές. Υπάκουε στις προτροπές των Γερόντων, με αποτέλεσμα να προκόπτει στην αρετή και την αγιότητα. Σύντομα έγινε ο ίδιος παράδειγμα για άλλους ασκητές. Η φήμη του διαδόθηκε σε όλη την περιοχή. Κατά την περίοδο που ήταν μοναχός, ενεργούσε πλήθος θαυμάτων και ιατρείας, τόσο των ψυχών, όσο και των σωμάτων.
Τον απασχολούσε έντονα η δράση των αιρετικών, τους οποίους θεωρούσε ως όργανα του διαβόλου, με σκοπό τη ματαίωση του σχεδίου της σωτηρίας του κόσμου. Για να μάθει περισσότερα για τις πλάνες τους, συναναστρεφόταν μαζί τους, αποκομίζοντας πλούσια εμπειρία, την οποία χρησιμοποίησε στη συνέχεια για την αντιμετώπισή τους.
Εκπαίδευση και Επιστροφή στην Παλαιστίνη
Λίγο αργότερα, ο Άγιος Επιφάνιος μετέβη στην Αλεξάνδρεια. Εκεί, φοίτησε στις ονομαστές σχολές της πόλης, όπου απέκτησε σημαντική θεολογική κατάρτιση και κλασσική παιδεία. Σπούδασε θεολογία και φιλοσοφία και έμαθε πέντε γλώσσες: Ελληνικά, Εβραϊκά, Λατινικά, Συριακά και Κοπτικά.
Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του, γύρισε στην Παλαιστίνη, όπου ίδρυσε μοναστήρι. Εκεί, συγκέντρωσε μια μεγάλη αδελφότητα και την ποίμανε για περίπου τριάντα χρόνια, αποκτώντας φήμη αγίου.
Άφιξη στην Κύπρο και Χειροτονία σε Επίσκοπο
Το 367 μ.Χ., ο Άγιος Επιφάνιος μπήκε σε κάποιο πλοίο για να ταξιδέψει σε κάποιο τόπο. Όμως, κατά θαυματουργικό τρόπο, εγέρθηκε μεγάλη θαλασσοταραχή, η οποία οδήγησε το πλοίο στην Κύπρο. Προσάραξε στην πόλη Σαλαμίνα. Η πόλη αυτή είχε μετονομαστεί σε Κωνσταντία, διότι την είχε ανοικοδομήσει, μετά από έναν καταστροφικό σεισμό περί τα μέσα του 4ου αιώνα, ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος (339-361), παίρνοντας έτσι από αυτόν το όνομά της.
Η Κωνσταντία ήταν η έδρα του αρχιεπισκόπου Κύπρου και η θέση ήταν κενή εκείνη την περίοδο. Η φήμη του Επιφανίου είχε φτάσει ως την Κύπρο. Οι κάτοικοι τον υποδέχτηκαν με τιμές και του ζήτησαν να καταστεί ποιμενάρχης τους. Εκείνος, παρ’ όλες τις αντιρρήσεις του, δέχτηκε και χειροτονήθηκε Επίσκοπος Κωνσταντίας. Θεώρησε την θαυματουργική, ακούσια μετάβασή του στην Κύπρο, ως κλήση από το Θεό για να υπηρετήσει την Εκκλησία του Χριστού.
Ποιμαντικό και Αντιαιρετικό Έργο ως Επίσκοπος
Από τη θέση του Επισκόπου, ο Άγιος Επιφάνιος ξεκίνησε ένα τεράστιο ποιμαντικό και φιλανθρωπικό έργο. Επιπλέον, ασκούσε τα ίδια θαύματα και ιατρείες που έκανε και ως μοναχός. Δίδασκε το ποίμνιό του με Ορθόδοξη διδασκαλία. Συνέγραψε πλήθος συγγραμμάτων.
Μια από τις πρώτες ενέργειές του ήταν να αποδεσμεύσει την Εκκλησία της Κύπρου από την Εκκλησία της Αντιόχειας και να την προσδέσει στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας. Πίστευε ότι η Εκκλησία της Αλεξάνδρειας εξέφραζε καλύτερα τη διδασκαλία του αγίου Αθανασίου, τον οποίο θαύμαζε και είχε ως πρότυπό του. Αντίθετα, θεωρούσε ότι η Εκκλησία της Αντιοχείας είχε παρεκκλίνει σε πλάνες, ιδιαίτερα προς αυτές του Ωριγένη, τον οποίο θεωρούσε ως μέγα αιρετικό. Αγωνίστηκε για την καταδίκη των δοξασιών του Ωριγένη. Μάλιστα, δεν δίστασε να έρθει σε ρήξη με τον αρχιεπίσκοπο Ιεροσολύμων Ιωάννη, ο οποίος συμπαθούσε τον αρχαίο αυτό εκκλησιαστικό συγγραφέα. Λόγω της πολεμικής του προς τον Ωριγένη, τήρησε μια επιφυλακτική θέση προς τη φιλοσοφία και την κλασσική παιδεία.
Έστρεψε με ιδιαίτερο ζήλο την προσοχή και τη μέριμνά του στη διαφύλαξη της ορθοδόξου πίστεως από τις αιρέσεις, οι οποίες ταλάνιζαν την Εκκλησία την εποχή εκείνη. Αυτές περιλάμβαναν τους αρειανούς, τους πνευματομάχους, τους ωριγενιστές, αλλά και τους ειδωλολάτρες. Ο Επιφάνιος πίστευε, εκφράζοντας τη διδασκαλία της Εκκλησίας, πως η αλήθεια είναι συνώνυμη με τη σωτηρία. Αντίθετα, θεωρούσε πως οι πλάνες, οι αιρέσεις και οι κακοδοξίες, όχι μόνο δεν σώζουν, αλλά οδηγούν στην απώλεια. Τις περιέγραφε ως τα ολέθρια σπέρματα και ζιζάνια του διαβόλου στον αγρό του Κυρίου, τα οποία τείνουν να καταπνίξουν τον αγαθό σπόρο. Γι’ αυτό, αγωνίστηκε με όλες του τις δυνάμεις για την προάσπιση της ορθοδόξου πίστεως. Κατέστη ένας από τους πλέον γόνιμους αντιαιρετικούς Πατέρες της Εκκλησίας μας. Ως άριστος γνώστης των Αγίων Γραφών και των εκκλησιαστικών συγγραμμάτων, αντιμετώπισε με αποτελεσματικότητα τους αιρετικούς της Κύπρου. Παράλληλα, συνέγραφε στηλιτευτικούς λόγους κατά όλων των αιρέσεων. Διά μέσου των συγγραμμάτων του, κάθε βλάσφημη γλώσσα επεστομιζόταν και κάθε Εκκλησία διδασκόταν την Ορθόδοξη πίστη. Λόγω του ζήλου και της ένθεης παρρησίας του, υπέμεινε πολλούς πειρασμούς από τους τότε αιρετικούς και κακόδοξους.
Στο πλαίσιο του φιλανθρωπικού του έργου, χιλιάδες αναξιοπαθούντες Κύπριοι βρήκαν αγάπη και στήριξη. Επίσης, έκτισε πολλούς ναούς. Μεταξύ αυτών ήταν η μεγάλη βασιλική της Κωνσταντίας, την οποία δεν πρόλαβε να αποπερατώσει και της οποίας τα ερείπια σώζονται μέχρι σήμερα.
Επιπλέον, αξιώθηκε να επιτελέσει και πολλά θαύματα κατά την αρχιερατεία του. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται η θεραπεία της δαιμονισμένης κόρης του Πέρση Βασιλιά, η ανάσταση του νεκρού γιου ενός άλλου Πέρση άρχοντα. Απάλλαξε μια περιοχή από ένα φοβερό λιοντάρι που κατασπάραζε ανθρώπους και ζώα. Απάλλαξε από δαιμόνιο το γιο ενός Ρωμαίου Έπαρχου, ονόματι Κάλλιστου. Επίσης, θεράπευσε τον ίδιο τον αυτοκράτορα Μ. Θεοδόσιο (379-395), από μια σοβαρή πάθηση των άκρων.
Χαρακτήρας και Σύγκρουση με τον Ιερό Χρυσόστομο
Ο Άγιος Επιφάνιος ήταν άνθρωπος αγαθών προαιρέσεων και ευκολόπιστος. Αυτό το χαρακτηριστικό τον οδήγησε σε κάποιες λανθασμένες επιλογές, για τις οποίες αργότερα μετανόησε. Το κυριότερο λάθος του ήταν να συνταχθεί με τον κακεντρεχή αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας Θεόφιλο (385-412), εναντίον του Ιερού Χρυσοστόμου (354-307). Επηρεάστηκε περισσότερο από το γεγονός ότι κάποιοι ωριγενιστές Αλεξανδρινοί, διωγμένοι από τον Θεόφιλο, βρήκαν καταφύγιο στην Κωνσταντινούπολη, όπου αρχιεπίσκοπος ήταν ο Χρυσόστομος.
Το 402 μ.Χ., ο Επιφάνιος μετέβη στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, ήρθε σε ρήξη με τον Ιερό Χρυσόστομο, κατηγορώντας τον ως αιρετικό. Για να πετύχει την καταδίκη των ωριγενιστών, συμμάχησε με τους αντιπάλους του Χρυσοστόμου. Ωστόσο, εκείνοι εκμεταλλεύτηκαν αυτή τη συμμαχία. Ο Χρυσόστομος του ζήτησε να φύγει. Τελικά, ο Επιφάνιος κατάλαβε το λάθος του, ζήτησε συγγνώμη και αναχώρησε για την Κύπρο. Σχετικά με αυτό το επεισόδιο, αναφέρεται ότι ο Άγιος Επιφάνιος έγινε σύμφωνος με εκείνους που εξόρισαν τον θείο Χρυσόστομο “από απλότητα”. Κατά την αναχώρησή του, ο μέγας Ιωάννης ο Χρυσόστομος έγραψε στον Επιφάνιο, λέγοντάς του ότι δεν θα έφτανε να δει τον θρόνο του. Αντίστοιχα, ο θείος Επιφάνιος αντέγραψε στον μέγα Χρυσόστομο, λέγοντάς του ότι ούτε αυτός θα έφτανε να πάει στον τόπο εκείνον όπου τον εξόρισαν. Η πρόρρηση και των δύο εκπληρώθηκε.
Κοίμηση και Υστεροφημία
Κατά την επιστροφή του στην Κύπρο, ο Άγιος Επιφάνιος κοιμήθηκε ξαφνικά εν πλω στις 12 Μαΐου 403 μ.Χ.. Είχε διατελέσει αρχιερέας για τριάντα έξι χρόνια. Ο ίδιος ο Άγιος είπε στον βασιλέα Αρκάδιο ότι έζησε εκατόν δεκαπέντε χρόνια.
Το τίμιο λείψανό του μεταφέρθηκε αργότερα στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ τον Σοφό (866-912).
Ο Άγιος Επιφάνιος κατατάσσεται στους μεγάλους Πατέρες και Διδασκάλους της Εκκλησίας μας. Μας άφησε ένα τεράστιο και ανεκτίμητο συγγραφικό έργο, αντιρρητικό κατά των μεγάλων αιρέσεων της αρχαίας Εκκλησίας. Το πιο γνωστό του έργο είναι το «Πανάριον», στο οποίο αποκρούει όλες τις κακοδοξίες της εποχής του. Άλλα σημαντικά έργα του περιλαμβάνουν τον «Αγκυρωτό» (μια επιτομή της Θεολογίας σε 120 παραγράφους) και το «Περί των δώδεκα λίθων των όντων εν τοις στολισμοίς του Ααρών», καθώς και πολλά άλλα. Το να διηγηθεί κανείς το μήκος και το πλάτος των θαυμασίων της ιστορίας του είναι τόσο δύσκολο όσο το να δοκιμάσει να αντλήσει τη θάλασσα με ένα μικρό σκουτέλι.
Η Σύναξή του τελείται στον αγιότατο Ναό του, ο οποίος βρίσκεται μέσα στον Άγιο Φιλήμονα.
Υπάρχει κοινό Απολυτίκιο με τον Άγιο Γερμανό για την ίδια ημέρα.
Άγιος Επιφάνιος ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Γιορτή
Τη μνήμη του Αγίου Επιφανίου του αρχιεπισκόπου Κύπρου τιμούμε στις 12 Μαΐου.
Άγιος Επιφάνιος ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Απολυτίκιο
Τους διττούς υποφήτας της ανάρχου θεότητος, των θεοτυπώτων δογμάτων τους πανσόφους εκφάντορας, συν τω Επιφανίω τω κλεινώ υμνήσωμεν τον θείον Γερμανών, ως λαμπροί γαρ των αρρήτων μυσταγωγοί, πυρσεύουσι τους κράζοντας, δόξα τω στεφανώσαντι υμάς, δόξα τω μεγαλύναντι, δόξα τω βεβαιούντι δι’ υμών, πίστιν την Ορθόδοξον.
