Ο όρος «σούπερ-ορθόδοξη φατρία» (super-correct faction) ή «σούπερ-ορθότητα» (super-correctness), που χρησιμοποίησε ο Ιερομόναχος Σεραφείμ Ρόουζ, περιγράφει μια κρίσιμη πνευματική πρόκληση που αντιμετώπισε την τελευταία δεκαετία της ζωής του, την οποία ονόμαζε επίσης «ασθένεια της ορθότητας» (“correctness disease”). Ο π. Σεραφείμ Ρόουζ αφιέρωσε «ένα απίστευτο ποσό χρόνου και ενέργειας» στην αντιμετώπιση αυτής της νοοτροπίας, καθώς πίστευε ακράδαντα ότι «ψυχές κινδύνευαν».
Η Ουσία και η Πλάνη της «Ασθένειας της Ορθότητας»
Η «σούπερ-ορθόδοξη» ομάδα αποτελούσε μια μορφή «νεο-παραδοσιασμού» (neo-traditionalism) ή «ανανεωτισμού από τα δεξιά» (renovationism from the right). Ενώ φαινομενικά ήταν ζηλωτές παραδοσιακοί Ορθόδοξοι, είχαν παγιδευτεί σε μια ψυχρή, ελιτίστικη νοοτροπία, βασισμένη σε έναν «ζήλο ου κατ’ επίγνωσιν».
Η βασική λανθασμένη υπόθεση αυτής της φατρίας ήταν ότι ο κύριος κίνδυνος για την Εκκλησία σήμερα είναι η έλλειψη αυστηρότητας. Ο π. Σεραφείμ, όμως, υποστήριζε ότι ο πραγματικός κίνδυνος ήταν «κάτι πολύ βαθύτερο—η απώλεια της γεύσης της Ορθοδοξίας, ένα κίνημα στο οποίο συμμετέχουν και οι ίδιοι, ακόμη και μέσα στην ‘αυστηρότητά’ τους».
Η νοοτροπία αυτή έλκυε ιδιαίτερα τους νέους, τόσο τους προσήλυτους όσο και τους γηγενείς Ορθοδόξους που αμφιταλαντεύονταν στην πίστη τους, επειδή οι νέες «σούπερ-ορθές» αυθεντίες «τους προσφέρουν κάποιες ‘απλές’ απαντήσεις σε σύνθετα ερωτήματα».
Η στάση της φατρίας χαρακτηριζόταν από αυτοδικαίωση, «λεπτή κοροϊδία των άλλων» και «έναν τόνο ψυχρής υπεροψίας». Ο π. Σεραφείμ ονόμασε αυτή τη στάση «το να είσαι πνευματικός ενώ κοιτάς στον καθρέφτη».
«Ιησουιτισμός» και Πολιτικές Τεχνικές
Οι τακτικές που υιοθέτησε η φατρία ήταν «εξαιρετικά αποκρουστικές» στον π. Σεραφείμ, ο οποίος τις χαρακτήρισε ως «ένα είδος ‘Ιησουιτισμού’ που έχει εισχωρήσει στην Εκκλησία μας».
Η ομάδα αυτή εφάρμοζε την αρχή «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Συγκεκριμένα, το 1973, ένας ιερέας της φατρίας ομολόγησε στον π. Σεραφείμ ότι αν κάποιος εργάζεται για έναν καλό εκκλησιαστικό σκοπό, του επιτρέπεται «να πει ψέματα, να εξαπατήσει κλπ για χάρη του ‘καλού σκοπού’».
Χρησιμοποιούσαν «πολιτικές τεχνικές», διέδιδαν ψευδείς ιστορίες και διαστρέβλωναν θέσεις ανθρώπων που ήθελαν να επικρίνουν. Ένα άλλο χαρακτηριστικό ήταν οι «ανοικτές επιστολές», οι οποίες άρχισαν να απευθύνονται σε μέλη της ROCOR από το 1973. Αυτές οι επιστολές, συχνά μακροσκελή δοκίμια, ήταν «ορθές» στα περισσότερα επιμέρους σημεία τους, αλλά ο τόνος τους ήταν «γεμάτος αυτοδικαίωση, λεπτή κοροϊδία των άλλων και τόνο ψυχρής υπεροψίας».
Σε μία περίπτωση, η φατρία άρχισε να παραθέτει εναντίον του Άλεξυ Γιάνγκ επιστολές που ο ίδιος γνώριζε με βεβαιότητα ότι δεν είχαν γραφτεί ποτέ. Ο π. Σεραφείμ συμβούλεψε τον Αλέξιο να παραμείνει τίμιος και να μην απαντήσει, λέγοντας: «Το γεγονός ότι παρατίθενται εναντίον σου επιστολές που δεν υπάρχουν θα πρέπει να σε κάνει να σκεφτείς νηφάλια και να συνειδητοποιήσεις ότι δεν μπορείς να πολεμήσεις αυτό το είδος επίθεσης, αν είσαι τίμιος άνθρωπος. Ως εκ τούτου, μην το κάνεις. Άφησέ τους να κάνουν και να λένε ό,τι θέλουν».
Υπονόμευση της Παράδοσης και Δογματικές Διαμάχες
Βασικό όπλο της φατρίας ήταν η συστηματική υπονόμευση της αυθεντίας σεβαστών Ορθοδόξων διδασκάλων, βασιζόμενοι στην «ακαδημαϊκή μόδα της αναζήτησης παντού για ‘Δυτική επιρροή’» στα θεολογικά κείμενα.
Κατηγορία για Σχολαστικισμό
Η ομάδα κατηγόρησε πολλούς πρόσφατους διδασκάλους —όπως ο Μητροπολίτης Φιλάρετος της Μόσχας, ο Επίσκοπος Θεοφάνης ο Έγκλειστος, ο Αρχιεπίσκοπος Αβέρκιος του Jordanville, και οι Γέροντες της Όπτινα— ως «σχολαστικούς». Ισχυρίζονταν ότι «μόνο τώρα οι νεαροί ‘θεολόγοι’… ‘βρίσκουν’ ξανά την Ορθοδοξία των Πατέρων», δημιουργώντας ένα κενό στην παράδοση. Ο π. Σεραφείμ Ρόουζ έκρινε ότι αυτό ήταν «ένα τρομερά επικίνδυνο παιχνίδι».
Η Εχθρότητα στον Άγιο Αυγουστίνο
Η φατρία επέδειξε έντονη εχθρότητα προς τον Μακάριο Αυγουστίνο, με κάποιους να θέλουν να τον «πετάξουν έξω από το Εορτολόγιο». Ο π. Σεραφείμ αντιπαρέθεσε: «Όποιος έχει διαβάσει τις Εξομολογήσεις του Μακαρίου Αυγουστίνου με συμπάθεια δεν θα ήθελε εύκολα να τον ‘πετάξει έξω από το Ημερολόγιο’—διότι θα έβλεπε σε αυτό το βιβλίο τον φλογερό ζήλο και την αγάπη που ακριβώς λείπει τόσο πολύ από την Εκκλησιαστική μας ζωή σήμερα!».
Η Δογματική του Λυτρωτικού Έργου
Η ομάδα προώθησε το δόγμα του Μητροπολίτη Αντωνίου Χραποβίτσκι σχετικά με τη Λύτρωση, το οποίο έδινε κεντρική θέση στα «πάθη της ψυχής» του Χριστού στη Γεθσημανή, μεταφέροντας έτσι το κέντρο της έμφασης «από τον Γολγοθά στη Γεθσημανή».
Ο Αρχιεπίσκοπος Βιτάλιος δημοσίευσε αυτό το έργο στα Αγγλικά το 1979, αποκαλώντας το «μια αληθινή Θεία αποκάλυψη» και «θαύμα θεολογικής σκέψης, κορυφή θεϊκής μελέτης, ίση με την ίδια τη δογματική διατύπωση της Συνόδου της Χαλκηδόνας ως προς το βάθος της».
Ο π. Σεραφείμ είδε σε αυτό έναν πνευματικό ελιτισμό και μια «ορθολογιστική άποψη: ότι η σημασία του Τιμίου Σταυρού είναι κάτι συναισθηματικό», καθώς το δόγμα χώριζε τους πιστούς σε αυτούς που κατανοούσαν τα «πάθη της ψυχής» (ακαδημαϊκοί) και σε αυτούς που χρειάζονταν τη σωματική Σταύρωση για να συγκινηθούν. Ο π. Σεραφείμ χαρακτήρισε το δόγμα ως «μία απελπιστική άβυσσο», και αργότερα, το 1979, συμβούλεψε έναν βιβλιοπώλη να μην το διαφημίσει ούτε να το πουλήσει, τονίζοντας ότι «η διδασκαλία του Μητροπολίτη Αντωνίου για αυτό το θέμα ήταν αμφιλεγόμενη για δεκαετίες, και οι καλύτεροι επίσκοποι και θεολόγοι μας την έχουν απορρίψει».
Η Εξέλιξη και η Σινδόνη
Η φατρία είχε τη δική της «γραμμή» σε επιστημονικά και ιστορικά θέματα, επιμένοντας ότι η «Ορθόδοξη άποψη» πρέπει να είναι υπέρ της εξέλιξης και κατά της Σινδόνης του Τορίνο!
Ο π. Σεραφείμ σημείωσε ότι η ομάδα πίστευε πως «δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν διαφορετικές απόψεις ή ερμηνείες: η ‘Ορθόδοξη άποψη’ πρέπει να είναι μία, υπέρ της εξέλιξης και κατά της Σινδόνης». Όταν ο Άλεξυ Γιάνγκ δημοσίευσε ένα αντι-εξελικτικό άρθρο, δέχτηκε μία «Ανοικτή Επιστολή» 21 σελίδων.
Δευτεροβάπτισμα και Χάρις
Η «σούπερ-ορθόδοξη» φατρία υποστήριζε ότι όλες οι Εκκλησίες που ακολουθούν το Νέο Ημερολόγιο ή συμμετέχουν στον Οικουμενισμό είναι «αιρετικές» και δεν έχουν χάρη στα μυστήρια. Ορισμένα μέλη της φατρίας ξεκίνησαν την πρακτική του «δευτεροβαπτίσματος» (αναβαπτισμού) πιστών που είχαν βαπτιστεί υπό Νεοημερολογιτών Ελλήνων ιερέων!
Το 1976, ο Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος (Medvedev) αρνήθηκε σοφά να επιτρέψει αυτή την πρακτική, καθώς, όπως παρατήρησε ο π. Σεραφείμ, «θα ισοδυναμούσε με ανοιχτή δήλωση της απουσίας χάριτος στην Ελληνική Αρχιεπισκοπή».
Η Στροφή του π. Σεραφείμ και η «Βασιλική Οδός»
Ο π. Σεραφείμ, αν και αρχικά υποστήριζε την ομάδα, αργότερα ένιωσε «άσχημα προδομένος». Αναγνώρισε ότι «φοβόμαστε ότι όλα μας τα άρθρα για τον ‘ζήλο’ τα τελευταία χρόνια βοήθησαν να παραχθεί ένα τέρας!».
Αυτή η σύγκρουση τον οδήγησε στη διαμόρφωση της αρχής της «Βασιλικής Οδού». Η Βασιλική Οδός της αληθινής Ορθοδοξίας είναι η μέση λύση που βρίσκεται ανάμεσα στις ακρότητες: από τη μία, τον οικουμενισμό και τον ρεφορμισμό, και από την άλλη, τον «ζήλο ου κατ’ επίγνωσιν» (Ρωμ. 10:2).
Σύμφωνα με τον π. Σεραφείμ, ο Αρχιεπίσκοπος Αβέρκιος του Jordanville παρείχε ένα παράδειγμα «υγιούς και ένθερμης Ορθόδοξης μετριοπάθειας», χωρίς καμία απόκλιση «είτε προς τα ‘δεξιά’ είτε προς τα ‘αριστερά’», με σταθερή έμφαση στην πνευματική πλευρά της αληθινής Ορθοδοξίας.
Ο π. Σεραφείμ προέβλεψε ότι η σούπερ-ορθόδοξη ομάδα «τελικά θα οδηγηθεί σε σχίσμα και θα καταλήξει μια στενή, απομονωμένη σέχτα από μόνη της».
Η πρόβλεψη αυτή «δυστυχώς έγινε πραγματικότητα» λίγο μετά την κοίμησή του. Ο αγώνας του ενάντια σε αυτή την ακραία «ορθότητα» τον βοήθησε να «εκριζώσει ίχνη ψυχρού ελιτισμού από τη χριστιανική του πίστη», επιτυγχάνοντας τον σπάνιο συνδυασμό «μιας ασυμβίβαστης στάσης για την Αλήθεια και μιας ζεστής, ζωντανής Ορθοδοξίας της καρδιάς».