
Δευτέρας Παρουσίας την ώραν μελετώ
Εν τη διάνοιά μου πώς μέλλω να κριθώ
Αν έλθη εκείνη η ώρα, και σάλπιγγος φωνή
με κράζει να προσέλθω, εμπρός εις τον Κριτή.
Ω! τότε ποία κρίσις, τότε ποία ψυχή·
θα είναι ετοιμασμένη, και δεν θα φοβηθή.
Ο ουρανός θα σβύση, πλέον διά παντός.
Σελήνη και αστέρες, και ήλιος και αυτός.
Άγγελος θα σαλπίση, εν τρομερά φωνή.
Και τότε σκότος μέγα, παντού θα γεννηθή.
Και πάλιν θα σαλπίση εν τρομερά κραυγή
θα ανοίξουν τα μνημεία, θα εύγουν οι νεκροί.
Και τότε θέλει λάμψει, ο τίμιος Σταυρός
που θέλει τον βαστάξει Αγγελικός στρατός.
Κατόπιν θα κατέλθη η Μήτηρ του Θεού.
Εκδίκησιν θα κάμη, στο αίμα του Ιησού.
Θα καταδικασθώσιν, πάντες οι αμαρτωλοί.
Οι υβρισταί του νόμου, και οι αιρετικοί.
Μη λέγεις μη φαντάζεσαι κρίσις πως δεν υπάρχει
θα έλθη μιάν ώρα στον Άδην να ριφθής.
Ο Άδης είναι κόλασις μεγάλη τυραννία.
Όπου αυτοί οι αμαρτωλοί, έχουσιν κατοικίαν.
Οι σκώληκες και η φωτιά θα είναι η τιμωρία
όπου εκεί θα καίεσαι ψυχή μου τρισαθλία.
Το σώμα το πανάθλιον πώς θα καταντήση
εις τάφον το παν σκοτεινόν εκεί να κατατήσης.
Ο θάνατός μου ήγγικεν, ο νούς μου συλλογάται
το σώμα τρέμει ολόκληρον, και η ψυχή φοβάται.
Τι κάμει άραγε ψυχή εκείνον που φοβάται
τα πλούτη, τα αξιώματα, θα χάση και λυπάται.
Θέλεις ψυχή μου να αποχωρισθής από τους ιδικούς σου
διώξαι απ’ την καρδίαν σου, όλα τα μάταια του κόσμου.