
Η Συνάντηση του Πέτρου Ξεκούκη με τον Άγιο Παΐσιο και Άλλες Ευλογημένες Γνωριμίες
Ο Πέτρος Ξεκούκης αναφέρεται στην μεγάλη ευλογία που είχε να γνωρίσει τον Άγιο Παΐσιο, αλλά και τον Άγιο Εφραίμ τον Κατουνακιώτη. Μιλά για την ανατροφή του σε μια οικογένεια με βαθιά πίστη, τονίζοντας ιδιαίτερα την ευσέβεια της μητέρας του. Ο αδελφός της γιαγιάς του ήταν μοναχός στη σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος στο Άγιον Όρος, τον οποίο ο παππούς του (πατέρας της μητέρας του) επισκεπτόταν συχνά. Η μητέρα του, λόγω του ότι ήταν γυναίκα, δεν μπορούσε να ανεβεί στο Άγιον Όρος, αλλά ο μοναχός κατέβαινε κάθε δύο-τρία χρόνια και τους έβλεπε, καθοδηγώντας τα παιδιά.
Η Επιθυμία να Ακολουθήσει την Υποκριτική και η Συμβουλή ενός Πνευματικού Πατέρα
Το 1978, ο Πέτρος Ξεκούκης επισκέφθηκε την αδελφή του στο μοναστήρι και της εξέφρασε την επιθυμία του να γίνει ηθοποιός. Η αντίδρασή της ήταν έντονα αρνητική, προτείνοντάς του να γίνει ιερέας ή κάτι άλλο. Ωστόσο, ο ίδιος ένιωθε πως η ηθοποιία τον ξεκούραζε και επιθυμούσε να προσφέρει γέλιο και χαρά στον κόσμο. Η αδελφή του τον παρότρυνε τότε να αναφέρει την επιθυμία του στον γέροντα.
Ο Πέτρος Ξεκούκης εξομολογούνταν στον πατέρα Κύριο τον Μάνθο, ο οποίος ήταν ο γέροντας και ηγούμενος στο κελί του Αγίου Νικολάου στο Μπουραζέρι, μια περιοχή λίγο πιο κάτω από τις Καρυές στο Άγιον Όρος. Ο ίδιος αναφέρει ότι επισκεπτόταν συχνά το Άγιον Όρος, έχοντας πάει εκεί περίπου 70-80 φορές. Εξομολογήθηκε λοιπόν στον πατέρα Μάνθο την επιθυμία του να γίνει ηθοποιός, και εκείνος του υπέδειξε να ακολουθήσει ένα συγκεκριμένο μονοπάτι για να συναντήσει έναν γέροντα Παΐσιο και να τον ρωτήσει για το θέμα αυτό.
Η Πρώτη Γνωριμία με τον Γέροντα Παΐσιο (1978)
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο Πέτρος Ξεκούκης δεν γνώριζε προσωπικά τον γέροντα Παΐσιο, αλλά είχε ακούσει για αυτόν. Ήξερε ότι πολλοί που πήγαιναν στο Άγιον Όρος επιζητούσαν την ευλογία του. Ρώτησε τον πνευματικό του πατέρα Μάνθο αν θα ήταν καλό να τον επισκεφθεί, και εκείνος του απάντησε θετικά, λέγοντάς του να πάει και να επιστρέψει για να ακούσει και τη δική του άποψη.
Έτσι, ο Πέτρος Ξεκούκης ξεκίνησε για το κελί του γέροντα Παϊσίου. Αναφέρει ότι το 1978 δεν υπήρχαν πινακίδες που να καθοδηγούν τους επισκέπτες προς τον γέροντα. Τελικά, ρωτώντας, κατάφερε να βρει το κελί και είδε τον γέροντα να κάθεται έξω, σε κορμούς δέντρων, στον υπαίθριο αρχονταρίκι.
Τα Προφητικά Λόγια του Αγίου Παϊσίου για το Επάγγελμα του Ηθοποιού και την Ημέρα της Κρίσεως
Μόλις ο Πέτρος Ξεκούκης πλησίασε, πριν προλάβει να μιλήσει ή να ζητήσει την ευχή του, ο Άγιος Παΐσιος του είπε: «Ξέρεις τι σκέπτομαι την ημέρα της κρίσεως που θα κρίνει ο κύριος έκαστο κατά το επάγγελμα αυτού;».
Συνέχισε μιλώντας του αλληγορικά. Του είπε ότι ο Κύριος θα ρωτήσει έναν ξυλουργό τι δουλειά έκανε στον κόσμο, και θα πει στους ξυλουργούς να πάνε όλοι στον παράδεισο. Μετά, θα ρωτήσει έναν μηχανικό, και αν αυτός είναι μηχανικός αυτοκινήτων, ο Κύριος θα τον στείλει στην κόλαση. Τέλος, δείχνοντας προς την κόλαση, είπε ότι και ο ηθοποιός θα πάει στην κόλαση.
Ο Πέτρος Ξεκούκης συγκλονίστηκε από αυτά τα λόγια. Ένιωσε σαν να κόπηκαν τα πόδια του και πίστεψε ότι θα έχανε την ψυχή του, παρά τα χρόνια εξομολογήσεως και τον σεβασμό του προς τους γέροντες.
Τότε, ο Άγιος Παΐσιος σήκωσε τα μάτια του και, ενώ καθόταν κάτω με το κομποσκοίνι, του είπε: «Κάνε αυτό που θες να κάνεις μου λέει παιδί μου άλλος ο Θεός έχει τους ανθρώπους του παντού σε όλα τα επαγγέλματα. Αρκεί εκεί που θα είσαι να ομολογείς το Χριστό».
Συνέχισε με μια προφητική δήλωση: «Άλλωστε εσύ που θα γίνεις γνωστός – άκου τι μου είπε λικούργο 1978 – και θα μιλάς στα ράδια και στις τοράσεις, μην ξεχνάς να ομολογείς το Χριστό». Τελικά, του είπε «Άντε πήγαινε», και ο Πέτρος Ξεκούκης έφυγε χαρούμενος.
Η Επιστροφή και η Επιβεβαίωση της Κλήσης
Επιστρέφοντας, ο Πέτρος Ξεκούκης ανέφερε τα λόγια του Αγίου Παϊσίου στον γέροντα Μάνθο. Κατόπιν, κατέβηκε στην αδελφή του και στην οικογένειά του στη νησίωρα και τους ανακοίνωσε την απόφασή του να γίνει ηθοποιός. Εκείνοι αρχικά αντέδρασαν με σκεπτικισμό, λέγοντας ότι δεν είχε ακόμα γίνει ηθοποιός, αλλά μόνο το είχε πει.
Πέρασαν τα χρόνια και ο Πέτρος Ξεκούκης γράφτηκε στη σχολή θεάτρου το 1981 και την ολοκλήρωσε το 1983. Έλαβε το πτυχίο του το 1986, καθώς στο τρίτο έτος των σπουδών του σταμάτησε για να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις.
Ο Πέτρος Ξεκούκης αναγνωρίζει ότι τα λόγια του Αγίου Παϊσίου επιβεβαιώθηκαν με την πορεία του. Για τον λόγο αυτό, όπως λέει, προσπαθεί πάντα να ομολογεί τον Χριστό σε όλες τις συνεντεύξεις του. Επισημαίνει ότι όταν τον ρωτούν αν πιστεύει στον Θεό, απαντά θετικά, θυμούμενος τα λόγια του Κυρίου: «όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς». Πιστεύει ότι αυτή η στάση θα του χαρίσει επιείκεια στην ημέρα της κρίσεως.
Η Πονηριά του Καλλιτέχνη και η Αγάπη του Θεού
Ο Πέτρος Ξεκούκης αυτοχαρακτηρίζεται ως «πονηρός καλλιτέχνης», καθώς πάντα επιδιώκει να «κλέψει» την επιείκεια του Θεού. Αναλογίζεται πώς οι άνθρωποι συχνά παραμερίζουν τον Χριστό και τον λόγο του, και μετά αναρωτιούνται πού είναι ο Θεός. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο Θεός είναι πάντα παρών και περιμένει την επιστροφή των ανθρώπων, θυμίζοντας ότι σταυρώθηκε για αυτούς. Επισημαίνει την τάση των ανθρώπων να θυμούνται τον Θεό μόνο τα Πάσχα και τα Χριστούγεννα, ενώ τον υπόλοιπο καιρό τον έχουν απομακρύνει από την καρδιά και τη ζωή τους.
Αναφέρεται επίσης στη σημασία της νηστείας και στον τρόπο που την εξηγεί στα παιδιά του με χιουμοριστικό τρόπο, κάνοντας αναφορά στην Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως ως πηγή δύναμης.
Συνεχείς Επαφές με τον Άγιο Παΐσιο και Άλλες Πνευματικές Καθοδηγήσεις
Ο Πέτρος Ξεκούκης αναφέρει ότι μετά την πρώτη του συνάντηση, επισκέφθηκε τον Άγιο Παΐσιο άλλες τρεις φορές.
Μιλά επίσης για μια άλλη ευλογία που είχε, όταν ένας γέροντας τον πήρε μαζί με άλλους σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους – τον νυν ηγούμενο της Αγίας Παρασκευής Μαζίου, τον πατέρα Χρυσόστομο τον Κουλουριώτη, τον Ινρ Μητροπολίτη Αδριανουπόλεως, τον πατέρα Αμφιλόχιο το Στεργίου, τον τότε αρχιεπίσκοπο Καμερούν, τον πατέρα Γρηγόριο το Στεργίου, και τον αρχιμανδρίτη πατέρα Μάξιμο τον Πάνο – για να γνωρίσουν έναν πολύ μεγάλο γέροντα στους Ζανηλαίους και στα Κατουνάκια.
Αναφέρεται με νοσταλγία στις αγρυπνίες που έκαναν μαζί με τον πατέρα Ευδόκιμο, τον ηγούμενο της Ιεράς Μονής του Αγίου Σάββα, ο οποίος σπούδαζε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1979. Έψελναν στις αγρυπνίες στο μετόχι του Παναγίου Τάφου στην Πλάκα, όπου τότε ήταν έξαρχος ο μακαριστός πρώην πατριάρχης Ειρηναίος. Θυμάται την μεγάλη προσέλευση του κόσμου, που ερχόταν ακόμη και από τα διπλανά νυχτερινά κέντρα για να παρακολουθήσει τις ακολουθίες και να δει νέα παιδιά να προσεύχονται.
Αναζητώντας την Επιείκεια του Θεού και την Πνευματική Αναζήτηση
Ο Πέτρος Ξεκούκης αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν όλα τα πνευματικά του αδέλφια να έγιναν μητροπολίτες, επίσκοποι και ηγουμένισσες, ενώ ο ίδιος έγινε ηθοποιός. Επαναλαμβάνει τα λόγια του Αγίου Παϊσίου ότι ο Θεός έχει ανθρώπους σε όλα τα επαγγέλματα.
Εκφράζει τον φόβο ότι όσο μεγαλώνει, γίνεται πιο οκνηρός πνευματικά, αναπολώντας τις ωραίες στιγμές του παρελθόντος και ελπίζοντας στην ευσπλαχνία του Θεού. Αναφέρει τον ψαλμό «αμαρτίας νεότητός μου και αγνοίας μου μη μνησθής».
Τονίζει την ευχή που είχαν κάνει τότε με τον πνευματικό τους να αξιωθούν να υπηρετήσουν τον Κύριο και τα λόγια Του. Προτρέπει ακόμη και σήμερα φίλους ιερωμένους να προσέχουν το ράσο που φορούν, καθώς έχει τιμηθεί από ανθρώπους που έζησαν σε σπηλιές και χαράδρες της γης, θλιβόμενοι και κακουχούμενοι. Υπογραμμίζει την ευθύνη των ιερέων και μοναχών να τηρούν την φιλαδελφή αγάπη, όπως έχουν ευχηθεί.
Η Προσωπική Σχέση με την Παναγία και τους Αγίους και η Ανάγνωση Πνευματικών Βιβλίων
Ο Πέτρος Ξεκούκης αισθάνεται ότι ο Θεός και η Παναγία τον έχουν δεχτεί και τον δέχονται. Αναλογίζεται την ευθύνη του απέναντι στην Παναγία, τον λόγο του Θεού και τους αγίους, των οποίων το παράδειγμα και η ζωή τους διδάσκουν καθημερινά. Διαβάζει καθημερινά τους συναξαριστές για να γνωρίζει ποιος άγιος γιορτάζει και προσπαθεί να παίρνει σύντομες πληροφορίες για τη ζωή τους, όπως για τον Άγιο Αλέξιο τον άνθρωπο του Θεού.
Αναφέρει ότι διαβάζει πολλά θεατρικά βιβλία, αλλά έχει πάντα μαζί του τον συναξαριστή κάθε μήνα. Του είχε προταθεί να διαβάσει και τη Φιλοκαλία, αλλά αρχικά δίσταζε, νιώθοντας ότι δεν ήταν μοναχός και θα απελπιζόταν βλέποντας τους κανόνες των πατέρων. Ωστόσο, διαβάζει τον Άγιο Ιωάννη Κλίμακο γιατί του αρέσει πολύ. Αναφέρει ως ένα από τα πρώτα του πνευματικά αναγνώσματα τις «Περιπέτειες ενός Προσκυνητή», το οποίο περιγράφει ως ένα υπέροχο βιβλίο που δεν θα ξεχάσει. Ακολούθως, λόγω της αγάπης του για το Άγιον Όρος, διάβασε τα «Γεροντικά» (τόμος Α και Β) και την «Κλίμακα». Αργότερα, μια καλόγρια του είχε προτείνει να ξεκινήσει τη Φιλοκαλία, αλλά εκείνος εξέφρασε τον φόβο του ότι θα απελπιζόταν βλέποντας τους νόμους των πατέρων.