
Μια κότα κακαρίζει
απ’ την αυγή
κι ανήσυχα γυρίζει
μες στην αυλή.
– “Θέση!”, φωνάζει “θέση!
Θα κάμω αυγό!”
– “Κυρά μου, πού σ’ αρέσει;”
– “Ξέρω κι εγώ;”
Μες στο κοτέτσι μπήκε…
σα σκοτεινό.
Το στάβλο τον ευρήκε
πολύ στενό.
Το πλυσταριό μεγάλο
και πληχτικό…
– “Τόπο δεν έχετε άλλο;
κο-κο-κο-κο-κο”.
Βασίλεψε. Βραδιάζει.
Σε μια ελιά
η κότα μας φωλιάζει
χωρίς μιλιά.
– “Δε γέννησες, καημένη;”
– “Ξέρω κι εγώ;…
Εβγήκα γελασμένη,
δεν είχ αυγό”.
– “Κρίμα στα σημερνά σου
ξεφωνητά
και στα ταρναριστά του
καμαρωτά!
Τ’ αυγό σου να χεις πρώτα
και να το κάνεις,
τον κόσμο, κυρά κότα,
πριν ξεκουφάνεις!”