
Την προσφορά της Μαρίνας Λαμπράκη Πλάκα στον πολιτισμό αποτίμησαν άνθρωποι των γραμμάτων, των τεχνών και της πολιτικής. Τώρα που αποχαιρέτισε την Αλεξάνδρεια. Γράφτηκαν πολλά και για την ζωή της, την σαν μυθιστόρημα.
Την είχα ακούσει να τα διηγείται σε εκπομπές, στεκόμουν παραδίπλα ή απέναντι, εκεί. Στα άπειρα τηλεοπτικά γυρίσματα. Παρών σχεδόν σε όλα. Λίγα λόγια μόνο θα προσθέσω, εργαζόμενος 30 χρόνια υπό την εποπτεία και την καθοδήγησή της.
Ως συνεργάτες της μας σύστηνε όπου χρειαζόταν με λόγια θερμά που μας ανέβαζαν δέκα πόντους, το έκανε και χωρίς να χρειάζεται. Για όλους εμάς η διευθύντρια ήταν κάτι σαν ιερό τοτέμ.
Μόλις εμφανιζόταν στο χώρο σου, κάτι σε έσπρωχνε να σηκωθείς όρθιος σε απόδοση τιμών κι ένα χαμόγελο διαγραφόταν στα χείλη. Με το ίδιο χαμόγελο έμπαινες στο γραφείο της, στην πόρτα σε σκανάριζε το δυνατό της βλέμμα. Ο λόγος της σε γέμιζε αισιοδοξία πως ό,τι σου ανέθετε θα το καταφέρεις περίφημα γιατί είσαι μοναδικός. Κι άλλοτε, μόλις χρειαζόταν να σου θυμίσει μια παράληψη, σπανιότατα να σε επιπλήξει, το έκανε τόσο γλυκά που σε αφόπλιζε. Στο τέλος έλεγε κι ένα Ειρήνη κέρασε τα παιδιά από αυτό το ωραίο που μας έστειλαν. Σαν ήμουν μόνος έπαιρνα και δεύτερο κέρασμα.
Στιγμές πάρα πολλές, όλες γλυκές, δημιουργικές, κάθε συνάντηση κατέληγε σε ένα δίδαγμα, ένα μικρό μάθημα αντιμετώπισης των δυσκολιών, επίτευξης του στόχου. Και τακτικά μαθήματα γραφής. Θα ρίχνεις μικρές βόμβες στο γραπτό, μου έλεγε. Κατόπιν θα ξαναπιάνεις το νήμα από την αρχή για να φτάσεις στο παρακάτω.
Όλα αυτά τα χρόνια μια διαρκής προσπάθεια. Να βρίσκει λύσεις, να βρίσκει χορηγούς, να πείθει ανθρώπους της τέχνης Έλληνες και ξένους, να στήνει θεματικές εκθέσεις, να οργανώνει εκδηλώσεις, άπειρες εκδηλώσεις, να δελεάζει το κοινό, να τσιγκλίζει τους απαθείς για να τρέχουν στα μουσεία. Να σχηματίζονται οι ουρές από το Χίλτον μέχρι το Ίδρυμα Ερευνών. Είπαν πως ξεπεράστηκε από την εποχή, τριάντα χρόνια είναι πολλά. Αλλά στη δεκαετία του ‘90 έκανε μόδα την τέχνη. Τις αδυναμίες και τις παραλήψεις θα αποτιμήσει η ιστορία. Έφτανε να αφεθείς στη μαγεία της ξενάγησής της για να απογειωθείς, να χαθείς μέσα στον μαγικό χώρο της τέχνης. Και κείνη η χρήση της ελληνικής… Μάθημα! Πόση γνώση πήρε μαζί της φεύγοντας. Κι αυτή η ικανότητα να την μεταδίδει…
Στιγμές και ιστορίες πολλές. Μια έχω στο μυαλό. Κάποια στιγμή που θα αποχωρούσε, ήσυχα και θριαμβευτικά μαζί και θα οργανώναμε μια γιορτή αποχαιρετισμού, σκόπευα να πεταχτώ και να την εξιστορήσω.
Ήταν στη μεγάλη, στη μυθική έκθεση Γκρέκο. Οκτώβριος 1999 Ιανουάριος 2000. Ο κόσμος σαν τα τσαμπιά το σταφύλι στις ουρές, κλείναμε με την βοήθεια της αστυνομίας. Όλοι εμείς κάναμε διάφορα, του λόγου μου έφευγα για έναν ύπνο και κείνον σύντομο.
Η Διευθύντρια ξεναγούσε ολημερίς. Ξεναγούσε ακατάπαυστα. Από Βασιλείς μέχρι λυκόπουλα και από επωνύμους της τέχνης μέχρι εκδρομείς επαρχίας. Βράχνιαζε και την επομένη το ξεπερνούσε, οι ρυθμοί εξοντωτικοί.
Η έκθεση μαγική, εξαίσια. Μόλις τα γκρουπ, οι ομάδες των επισκεπτών, έμπαιναν σε κάθε χώρο, άκουγες εκείνο το ααααα του ευχάριστου ξαφνιάσματος, της απόλυτης ευχαρίστησης.
Ένα μεσημέρι μόλις έχει ολοκληρώσει την ξενάγηση μιας ομάδος, περιμένει να αποχωρήσουν για να κατέβουν στην ξύλινη αίθουσα οι επόμενοι, μεμονωμένοι επισκέπτες κινούνται παντού. Σε ένα βιαστικό μου πέρασμα την εντοπίζω να κάθεται στην καρέκλα του φύλακα, για να πάρει μιαν ανάσα ώσπου να ξεκινήσει τον επόμενο γύρο. Μου γνέφει να πλησιάσω, το κάνω με δυσκολία. Ώσπου να φτάσω κοντά της ψάχνω τις τσέπες να βρω καραμέλα λαιμού να της προσφέρω, σίγουρος πως αυτό ήθελε, περίμενα θα ζητούσε ένα τσάι. Φτάνω κοντά και σκύβω να την ακούσω, γύρω οχλαγωγία πολύ.
Έκπληκτος την βλέπω να μου δείχνει δεξιά της το έργο του Γκρέκο με την Παναγία και την Ελισάβετ στη σκηνή της συνάντησής τους του Ευαγγελίου, ένα έργο φερμένο από το Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης, μου δείχνει και μου λέει το εξής: Από αυτήν την γωνία αν κοιτάξεις το έργο, σου δίνει μια ευκαιρία δεύτερης ανάγνωσης. Δες πώς οι χιτώνες αλλάζουν χρώμα και αποκτούν μια κίνηση, πώς παιχνιδίζουν στο φως, δες τα πρόσωπα. Γίνονται πιο εξαϋλωμένα, πιο ουράνια…
Και μένω κάγκελο.
Θα μείνει ανικανοποίητη η τελευταία της υπόσχεση. Πως θα βρει χρόνο να έρθει στην Γλυπτοθήκη, να ρυθμίσει εκκρεμότητες και μετά να πάμε για φαγητό. Μια άλλη φορά μπήκε στην κουζίνα της ταβέρνας να διαλέξει μόνη της τα ψάρια. Και μόλις μπήκαμε στον χώρο, θυμάμαι ότι σηκώθηκαν όρθιοι οι παρευρισκόμενοι να την χαιρετίσουν με μιαν υπόκλιση, σαν θίασος μυστικός. Άλλοτε πάλι σε ένα θέατρο μετά την παράσταση βάδιζε αγέρωχη στον διάδρομο με τα καμαρίνια να συγχαρεί τους πρωταγωνιστές. Στις πόρτες αραδιασμένοι ηθοποιοί και τεχνικοί την ευχαριστούσαν με υπόκλιση, ακολουθούσαμε δειλά και κείνη να μας συστήνει παντού.
Δεν έχω κάτι άλλο. Αν με ακούει, θα την διαβεβαιώσω πως η φιγούρα της θα πλανάται πάντα ανάμεσά μας, στους διαδρόμους και τις σκάλες του νέου Μουσείου, το φουλάρι της θα ανεμίζει στα μονοπάτια του Άλσους Στρατού, στο Γουδί.
Δημήτρης Χίλιος
Το κείμενο αυτό είναι του συγγραφέα Δημήτρη Χίλιου. Δημοσιεύεται στη Ματιά με την άδειά του, και τον ευχαριστούμε πολύ.