Το πλύσιμο του σώματος.
Προέρχεται από το βαλάνειον (=είναι χώρος ομαδικών λουτρών, με πολλά καθίσματα) < βαλανεύς (=ο υπεύθυνος του λουτρού).
Ταξίδεψε στη λατ. banyum < banium < baneum < banneum < balneum < balineum και από εκεί στην ιταλική "bagno".
Επιστρέφει στα ελληνικά ως Μπάνιο.
Αντιδάνειο “το μπάνιο”.
? μπάνιο (το) (= πλύσιμο του σώματος | κολύμβηση, όπως το χρησιμοποιούμε στις συνηθισμένες εκφράσεις πάω να κάνω μπάνιο, τα μπάνια του λαού)
< ιταλ. bagno
< λατ. banyum < banium < *baneum < *banneum < balneum < balineum
< ελλ. βαλανείον (= είναι χώρος ομαδικών λουτρών, με πολλά καθίσματα, που προεξέχουν από το πάτωμα ως βάλανοι) < βαλανεύς (= ο υπεύθυνος του λουτρού, εκείνος που ετοιμάζει το νερό).
Ζαχαρή Σοφία – Φιλόλογος
Περισσότερες πληροφορίες εδώ: https://www.facebook.com/sofiazachari.filologos/