
Άγιος Ιωαννίκιος ο Μεγάλος, ο εν Ολύμπω. Βίος
Η ζωή του Αγίου Iωαννίκιου αποτελεί ένα εντυπωσιακό υπόδειγμα μετάνοιας και μετάβασης από την αυτοκρατορική δόξα στην ισάγγελη πολιτεία.
Η Γέννηση, η Πρώτη Νιότη και η Εικονομαχία
Ο Όσιος Ιωαννίκιος είδε το φως του κόσμου κατά το έτος 740. Ωστόσο, άλλες πηγές δίνουν ως πιθανές χρονολογίες γέννησης τα 754 ή 762. Η πρώτη ημερομηνία, το 740, αντιστοιχεί στον εικοστό τέταρτο χρόνο της βασιλείας του Λέοντος του Ισαύρου, ο οποίος περιγράφεται ως «θηριώνυμος και εικονομάχος».
Καταγόταν από τη Βιθυνία. Οι γονείς του ήταν αγρότες, ονομαζόμενοι Μυριτρίκης και Αναστασώ, και κατοικούσαν στην κώμη των Μαρυκάτων, η οποία βρισκόταν βόρεια της λίμνης Απολλωνιάδας. Ήδη από την ηλικία των επτά ετών, στον Ιωαννίκιο ανατέθηκε το έργο να φυλάει χοίρους. Αν και εκ φύσεως ήταν ευσεβής, παρασύρθηκε μαζί με τους γονείς του και προσχώρησε στην αίρεση των εικονομάχων.
Σταδιοδρομία στον Αυτοκρατορικό Στρατό
Σε ηλικία δεκαεννέα ετών, ο Ιωαννίκιος κατατάχθηκε στην αυτοκρατορική φρουρά. Χάρη στη ρωμαλέα κράση του και τον θαρραλέο χαρακτήρα του, δοξάσθηκε στις μάχες με πολλά κατορθώματα.
Οι στρατιωτικές του επιχειρήσεις περιλάμβαναν τον πόλεμο που διεξαγόταν κατά των Βουλγάρων. Επέδειξε εξαιρετική ανδρεία, πετυχαίνοντας μεγάλες «ανδραγαθίες και νίκες», καθώς «κατακόψας μεν πολλούς από τους Βουλγάρους», κατάφερε παράλληλα να απελευθερώσει πολλούς από τους ομοφύλους του, τους Γραικούς.
Το κορυφαίο στρατιωτικό του επίτευγμα έλαβε χώρα στα 795, όταν οι ειδωλολάτρες Βούλγαροι εισέβαλαν στη Θράκη. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΣΤ΄, ο οποίος είχε συγκεντρώσει ισχυρό στρατό, υπέστη οικτρή ήττα στο φρούριο των Μαρκελλών. Εκεί, ο Ιωαννίκιος επέδειξε «ασυνήθιστο ηρωισμό»: έσωσε τη ζωή του αυτοκράτορα και σκότωσε έναν βάρβαρο σε μονομαχία, καθιστώντας έτσι δυνατή την οπισθοχώρηση του βυζαντινού στρατού. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, ο αυτοκράτορας θέλησε να τον εντάξει στην προσωπική του υπηρεσία.
Ο Ιωαννίκιος υπηρέτησε συνολικά δεκαεπτά χρόνια, αν και ο ίδιος ζήτησε άδεια αποστρατείας αφού είχε συμπληρώσει είκοσι τέσσερα χρόνια αφοσιωμένης υπηρεσίας.
Η Μετάνοια και η Αποχώρηση στα Όρη
Το θέαμα των σφαγών και των φρικαλεοτήτων του πολέμου λειτούργησε καταλυτικά, κάνοντάς τον να συνειδητοποιήσει τη ματαιότητα του βίου. Επιστρέφοντας από μία νικηφόρα εκστρατεία, πέρασε κοντά από το μοναστικό κέντρο του όρους Ολύμπου της Βιθυνίας και συνάντησε έναν γέροντα ασκητή. Ο γέροντας αυτός του κατέδειξε την πλάνη του σχετικά με τις ιερές εικόνες.
Ο Ιωαννίκιος μετανόησε αμέσως, προσκύνησε την εικόνα του Χριστού, περιφρόνησε τη «δόξαν και τιμήν» που του πρόσφερε ο βασιλέας, θεωρώντας τες «ουδέν», και ζήτησε την άδεια να αποστρατευθεί. Σκοπός του ήταν να διεξαγάγει εφεξής τον «αόρατο πόλεμο στις τάξεις της ισάγγελης στρατιάς».
Η Θεία Φωνή και οι Πρώτοι Ασκητές
Αφού αποστρατεύθηκε, μετέβη στο βουνό του Ολύμπου. Εκεί, έλαβε μία καθοριστική πνευματική εμπειρία, καθώς άκουσε με τα αυτιά του μία «θείαν φωνήν», η οποία τον οδήγησε στα υψηλότερα και πιο απόμερα μέρη του βουνού.
Σε αυτό το απομονωμένο σημείο, συνάντησε δύο Μοναχούς (που αργότερα περιγράφονται ως ερημίτες με το χάρισμα της προορατικότητας), οι οποίοι ήταν τόσο απομονωμένοι που «ποτέ μεν δεν εθεωρήθησαν από άνθρωπον». Αυτοί οι ασκητές φορούσαν «τρίχινα φορέματα», φτιαγμένα από τρίχες γίδας, και η διατροφή τους αποτελούνταν αποκλειστικά από άγριες βοτάνες. Οι ερημίτες γνώριζαν «τι σκοπόν εμελέτα εις την καρδίαν του», του προφήτευσαν το μέλλον του και του έδωσαν έναν τρίχινο χιτώνα και έναν σταυρό, διαβεβαιώνοντάς τον ότι αυτά θα τον βοηθούσαν στους αγώνες του «κατά των πνευμάτων του σκότους».
Ασκητική Προπαίδευση και Ησυχία
Μετά τη συνάντηση, ο Ιωαννίκιος ξεκίνησε την ασκητική του πορεία. Πήγε αρχικά στη Μονή των Αυγάρων (η Αγαύρων) κοντά στην Προύσα. Ωστόσο, ο ηγούμενος Γρηγόριος, διαπιστώνοντας την αμάθειά του, του συνέστησε να προπαιδευθεί πρώτα στα εκκλησιαστικά γράμματα και να λάβει τις βασικές αρχές της ασκήσεως σε κοινόβιο.
Στη συνέχεια, πέρασε σύντομα από τη Μονή Τελάου κοντά στην Ατρώα. Έγινε δεκτός στη Μονή Αντιδίου, η οποία βρισκόταν σε πιο απομονωμένη τοποθεσία. Παρέμεινε εκεί για δύο χρόνια, αποδεικνυόμενος «υπόδειγμα» για όλους τους μοναχούς στον αγώνα κατά της φιλαυτίας, της φιληδονίας και κάθε είδους πειρασμού. Εκεί, παρά το ότι ήταν εντελώς απαίδευτος, έλαβε στοιχειώδεις γνώσεις στα εκκλησιαστικά γράμματα και έμαθε από στήθους «τριάντα ψαλμούς».
Διψώντας για βαθύτερη απομόνωση, αποσύρθηκε στο όρος Κόρακος Κεφαλή, πάνω από τη Μονή Αντιδίου. Έμεινε εκεί για μία ολόκληρη εβδομάδα δίχως τροφή, προσευχόμενος.
Μονήρης Βίος και Σκληροί Αγώνες
Ο άγιος ξεκίνησε τον μονήρη βίο του στο όρος Τριχάλικος, κοντά στην Προύσα. Επειδή όμως η φήμη των αρετών του άρχισε να απλώνεται, κατέφυγε σε μια σπηλιά στα βάθη ενός πυκνού δάσους στο χωριό Ελλήσποντος, στην περιοχή της Πανδήμου. Στο μέρος αυτό, μόνο ένας βοσκός γνώριζε την τοποθεσία και του έφερνε νερό και ψωμί μία φορά τον μήνα.
Τρία χρόνια αργότερα, συναντήθηκε με τον Αντώνιο, παλαιό του στρατιωτικό σύντροφο. Αποτραβήχθηκαν μαζί στα άγρια και δύσβατα όρη της Κουνδουρίας, κοντά στα Μύρα της Λυκίας.
Στον δρόμο προς την Κουνδουρία, ο Ιωαννίκιος συνάντησε μία νεαρή παρθένο που ήταν θύμα δαιμονικού πειρασμού. Για να την ελευθερώσει, την πλησίασε και της ζήτησε να θέσει το χέρι της στον αυχένα του, λέγοντας τη φράση: «Με τη δύναμη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο πειρασμός που σου επιτί θεται, να πέσει επάνω μου!». Η νεαρά κόρη επέστρεψε αναπαυμένη, ενώ ο ίδιος δέχθηκε στη σπηλιά του «τρομερές επιθέσεις του δαίμονος της πορνείας». Μετά από τρία χρόνια, ο Αντώνιος επέστρεψε στη Μονή Αυγάρων, και ο Ιωαννίκιος αναχώρησε για τα βουνά της Κιλικίας, όπου παρέμεινε για επτά χρόνια.
Η Λήψη του Σχήματος και η Ολοκλήρωση της Αγωγής
Στα 807, μετά από ένα όραμα, ο Ιωαννίκιος επέστρεψε στη Μονή Εριστής στην Πάνδημο για να λάβει το αγγελικό Σχήμα. Ήταν τότε πενήντα τεσσάρων χρόνων και είχε ήδη περάσει δώδεκα χρόνια στην ασκητική ζωή. Πριν λάβει το Σχήμα, πληροφόρησε τον ηγούμενο Στέφανο για το όραμά του.
Συνέχισε τις περιπλανήσεις του, παραμένοντας για ένα χρόνο σε μια σπηλιά στα Μητάτα, κοντά στον ποταμό Γοργύτη, όντας δεμένος σε μία αλυσίδα. Τρία χρόνια αργότερα, επισκέφθηκε τον άγιο Γέροντα Γεώργιο, ο οποίος ζούσε στη Χελιδόνα, στο όρος Άλσος της Λυδίας. Στον δρόμο προς τον Γεώργιο, ο Ιωαννίκιος σκότωσε έναν «φοβερό δράκοντα» που ζούσε στον ποταμό, κτυπώντας τον με την αλυσίδα του και με την προσευχή. Πέρασε τρία χρόνια κοντά στον Γεώργιο, ο οποίος του δίδαξε τους υπόλοιπους ψαλμούς και ολοκλήρωσε έτσι τη μοναχική του αγωγή.
Στο πλαίσιο της πνευματικής του πρακτικής, ο Άγιος Ιωαννίκιος έψαλλε μόλις «τριάντα ψαλμούς». Τους έψαλλε μαζί με ένα τροπάριο που είχε συντεθεί με τον ακόλουθο δοξολογικό τρόπο: «Η ελπίς μου ο Θεός, καταφυγή μου ο Χριστός, σκέπη μου το Πνεύμα το Άγιον».
Η Δράση στον Κόσμο και τα Προφητικά Χαρίσματα
Στα 810, ο Θεός φανέρωσε στον Ιωαννίκιο σε όραμα ότι ήταν πλέον καιρός να εγκαταλείψει τις ερημίες και να εργασθεί για τη σωτηρία των ψυχών. Αφού πέρασε από τη Μονή Αντιδίου, επέστρεψε στη Μονή των Αυγάρων και εγκαταστάθηκε πάλι στο όρος Τριχάλικος. Εκεί τον συνόδευαν τρεις μοναχοί, μεταξύ των οποίων ο Ευστράτιος, στον οποίο ο άγιος προείπε το ένδοξο μέλλον του ως ηγουμένου της Μονής Αυγάρων.
Ο Όσιος Ιωαννίκιος άρχισε να φανερώνει τα χαρίσματα της προορατικότητάς του και της εξουσίας του επί των ζώων, όμοια με του Αδάμ στον Παράδεισο. Δεχόταν πολλούς επισκέπτες, παρηγορούσε τις χειμαζόμενες ψυχές, έφερνε στον δρόμο της αλήθειας και της αρετής τους αμαρτωλούς και τους αιρετικούς εικονομάχους, ενώ θεράπευε και τους αρρώστους. Ήταν «τοις πάσι τα πάντα», χωρίς να χάνει ποτέ την ησυχία και την απάθεια που ο Θεός του είχε χαρίσει.
Σημαντικές Προφητείες
Ο Όσιος έλαμπε ιδιαιτέρως διά της δωρεάς της προφητείας, καθώς «προείπε και διά τα πράγματα οπού έμελλον να γένουν». Προέβλεψε μεταξύ άλλων:
- Την ήττα του αυτοκράτορα Μιχαήλ Α’ του Ραγκαβέ στον πόλεμο κατά των Βουλγάρων στα 813.
- Την ανάρρηση στην εξουσία του Λέοντος Ε’ του ‘Αρμενίου (813-820).
- Τον τρομερό διωγμό που θα εξαπέλυε ο Λέων Ε’ κατά των ορθοδόξων.
Ίδρυση Μοναστηριών και Ιαματικές Δυνάμεις
Στην αρχή της βασιλείας του Λέοντος Ε΄, ενώ επέστρεφε στο όρος Άλσος της Λυδίας, ο Όσιος δηλητηριάσθηκε από έναν Πέρση μάγο, ονομαζόμενο Γουρία. Την επόμενη νύχτα, εμφανίσθηκε στον ύπνο του ο άγιος Ευστάθιος (20 Σεπτεμβρίου), ο οποίος του έδωσε να φάει ένα κομμάτι ξύλο που τον γιάτρεψε αμέσως.
Ως δείγμα ευγνωμοσύνης, ο Ιωαννίκιος έκτισε στον τόπο αυτόν εκκλησία και ένα μοναστήρι αφιερωμένο στον άγιο Ευστάθιο. Το μοναστήρι αυτό λίγα χρόνια μετά αριθμούσε περισσότερους από εβδομήντα μοναχούς.
Στη συνέχεια, κλήθηκε, μετά από όραμα, να κτίσει ναό προς τιμήν της Θεοτόκου και ένα μοναστήρι, ξεκινώντας αμέσως την οικοδόμηση και βοηθώντας τους εργάτες με τα θαύματά του. Για να εξαφανίσει τα φίδια που κατέκλυζαν τον τόπο, χρησιμοποιούσε τη σιδερένια ράβδο με ένα σταυρό στην κορυφή της, την οποία κρατούσε πάντα. Για τον λόγο αυτό, τιμάται έκτοτε ως προστάτης κατά των φιδιών και κάθε ιοβόλου. Ίδρυσε και ένα τρίτο μοναστήρι, αφιερωμένο στους αγίους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο.
Αφού οργάνωσε τα τρία αυτά καθιδρύματα, επέστρεψε στην ησυχία, «μόνος τω Θεώ μόνω προσομιλών», σε τόπο που γνώριζε μόνον ο Ευστράτιος.
Η Υπερφυσική Σφαίρα και η Ομολογία της Πίστεως
Κατά τον διωγμό του Λέοντος Ε’ του Αρμενίου, ο Όσιος στερέωνε στην ορθόδοξη πίστη μοναχούς και λαϊκούς. Ο μαθητής του Ευστράτιος, μπαίνοντας αθόρυβα στο κελλί του, τον είδε μετέωρο, δύο πήχεις πάνω από τη γη, μεταρσιωμένον από την πρόγευση των μελλόντων αγαθών. Κατά τον διωγμό, έφυγε μόνο μία φορά από το Όρος Τριχάλικος, για να μεταβεί στη Θράκη και να ελευθερώσει με θαύμα αιχμαλώτους που κρατούνταν από τους Βουλγάρους.
Η Αρετή της Ταπεινοφροσύνης
Το 824, μία ομάδα περίπου εκατό επιφανέστερων εκκλησιαστικών προσωπικοτήτων, μεταξύ των οποίων ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης και ο Κλήμης ο Νοτάριος, επισκέφθηκε τον Όσιο. Τον ρώτησαν ποια είναι η μεγαλύτερη αρετή. Ο Ιωαννίκιος απάντησε ότι είναι «η ταπεινοφροσύνη». Και εξήγησε ότι «από ταπεινοφροσύνη ο Λόγος του Θεού εαυτόν εκένωσεν μορφήν δούλου λαβών (Φιλιπ. 2, 7) για να μας λυτρώσει από τον θάνατο», στον οποίο ο Αδάμ περιέπεσε λόγω υπερηφάνειας.
Έλεγχος των Εικονομάχων και η Δύναμη επί των Ζώων
Ο Όσιος συνέχισε να επιτελεί «θαυμάσια μεγαλώτατα». Κατά τον πόλεμο εναντίον των Σαρακηνών στα 838, πληροφορούμενος τη φρικτή κατάσταση των χριστιανών αιχμαλώτων στο Αμόριο της Φρυγίας, έχυσε δάκρυα συμπόνιας. Την επόμενη νύκτα, φανερώθηκε στους αιχμαλώτους και τους ελευθέρωσε θαυματουργικώς από τις αλυσίδες τους.
Επιστρέφοντας από τη Μονή του Μεγάλου Αγρού, επισκέφθηκε το μοναστήρι στο νησί Θάσιο. Εκεί, μετά από αίτημα των μοναχών, έδιωξε ένα μεγάλο φίδι που τους είχε τρομοκρατήσει. Μετά από λίγο, ενώ ζούσε ερημικό βίο στις σπηλιές της Τοπαρχής με τον ηγούμενο Δανιήλ, τον δάγκωσε φίδι, αλλά σώθηκε αβλαβής από θαύμα, επιστρέφοντας στο Όρος Τριχάλικος μετά από σαράντα ημέρες.
Σε μία περίπτωση, ένας μοναχός που αμφέβαλε για τα θαύματά του επισκέφθηκε τον Όσιο. Κατά το γεύμα, εμφανίσθηκε αιφνίδια μία αρκούδα. Ο άγιος την κάλεσε με γλυκύτητα, και το ζώο ήρθε να ξαπλώσει στα πόδια του. Τους είπε: «Κατά τη δημιουργία τους τα ζώα σέβονταν τον άνθρωπο… Τώρα όμως τα φοβόμαστε, γιατί έχουμε παραβεί τις εντολές του Θεού. Εάν αγαπάμε τον Κύριό μας Ιησού Χριστό και φυλάμε τις εντολές Του, κανένα ζώο δεν μπορεί να μας βλάψει».
Η Σύσταση στον Εικονομάχο Θεόφιλο
Προς το τέλος της ζωής του (περίπου 841), ο τύραννος αυτοκράτορας Θεόφιλος, ο οποίος καταδίωκε την Εκκλησία, απέστειλε αγγελιαφόρους στον άγιο Ιωαννίκιο για να λάβει συμβουλές, καθώς είχε αμφιβολίες για τις πεποιθήσεις του.
Ο μακάριος Γέρων ήταν κατηγορηματικός: «Όποιος δεν αποτίει την οφειλόμενη τιμή στις εικόνες του Χριστού, της Θεοτόκου και των αγίων, δεν θα μπορέσει να γίνει δεκτός στη Βασιλεία των ουρανών, ακόμη και αν έζησε μια κατά τα άλλα ενάρετη ζωή». Ο Ιωαννίκιος εξήγησε ότι, όπως τιμωρούνται αυστηρά όσοι περιφρονούν την εικόνα του βασιλέα, έτσι και όσοι εμπαίζουν την εικόνα του Χριστού «θα ριφθούν στο αιώνιο πυρ». Λέγεται ότι ο Θεόφιλος, ενώ ήταν στα τελευταία του τον επόμενο χρόνο, ασπάσθηκε μία εικόνα του Χριστού με δάκρυα.
Η σύζυγος του Θεοφίλου, η ευσεβεστάτη Αυγούστα Θεοδώρα (11 Φεβρουαρίου), φρόντισε το 842 να αποκατασταθεί οριστικά η τιμή των αγίων εικόνων, χειροτονώντας τον Μεθόδιο (14 Ιουνίου) πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, σύμφωνα με την προφητεία του Οσίου. Ο Ιωαννίκιος στήριξε, μάλιστα, τη μετριοπαθή στάση του Αγίου Μεθοδίου έναντι των ιερέων που είχαν μετανοήσει από την αίρεση.
Η Κοίμηση και η Αιώνια Ανάπαυση
Ενοχλούμενος από τη μεγάλη φήμη του, ο Άγιος επέστρεψε με τον Ευστράτιο στην ερημία του όρους Κόρακος Κεφαλή. Σε ηλικία ενενήντα δύο χρόνων, μοναχοί που τον φθονούσαν έβαλαν φωτιά στο κελλί του. Ο Ιωαννίκιος διέγνωσε ανάμεσά τους τους αυτουργούς, στους οποίους απευθύνθηκε με ευπροσηγορία και πραότητα και τους προσέφερε γεύμα με όσα είχε σώσει. Θεώρησε το γεγονός αυτό ως θεϊκό σημάδι για την ανάπαυσή του.
Ο Όσιος Ιωαννίκιος επέστρεψε στη Μονή Αντιδίου, εκεί ακριβώς όπου είχε πρωταρχίσει τον ισάγγελο βίο του, πριν πενήντα δύο έτη. Κατά την επιστροφή του, διέσχισε αόρατος το πλήθος των επισκεπτών.
Ο «αοίδιμος» (λαμπρός, άξιος ύμνου) Ιωαννίκιος εκοιμήθη εν Κυρίω στη Μονή Αντιδίου στις 4 Νοεμβρίου του 846. Εξεδήμησε προς Κύριον «πλήρης ημερών γενόμενος», σε ηλικία ενενήντα τεσσάρων χρόνων.
Λίγο πριν πεθάνει, προείπε στον φίλο του άγιο Μεθόδιο, που είχε έρθει στο προσκέφαλό του, ότι θα τον ακολουθούσε οκτώ μήνες αργότερα. Την ώρα του θανάτου του, οι μοναχοί του όρους Ολύμπου είδαν μια πύρινη στήλη να υψώνεται από τη γη στον ουρανό. Τα τίμια λείψανά του συνέχισαν να θαυματουργούν, και η κάρα του τιμάται σήμερα στη Μονή Παντοκράτορος του Αγίου Όρους. Ο Όσιος Ιωαννίκιος εγκωμιάζεται στο Συνοδικόν της Ορθοδοξίας μεταξύ των μεγαλύτερων ομολογητών και χαρακτηρίζεται «προφητικώτατος».
Άγιος Ιωαννίκιος ο Μεγάλος, ο εν Ολύμπω. Γιορτή
Τη μνήμη του Αγίου Ιωαννικίου του Μεγάλου τιμούμε στις 4 Νοεμβρίου.
Άγιος Ιωαννίκιος ο Μεγάλος, ο εν Ολύμπω. Απολυτίκιο
Tην επίγειον δόξαν, πάτερ, κατέλειπες καταυγασθείς τη ελλάμψει της επινοίας Θεού, όθεν έφανας εν γη ως άστρον άδυτον· θείας φωνής γαρ ως Μωσής μυστικώς αξιωθείς, ισάγγελος ανεδείχθης και δωρημάτων ταμείον, Ιωαννίκιε μακάριε.
Ταις των δακρύων σου ροαίς, της ερήμου το άγονον εγεώργησας· και τοις εκ βάθους στεναγμοίς, εις εκατόν τους πόνους εκαρποφόρησας· και γέγονας φωστήρ, τη οικουμένη λάμπων τοις θαύμασιν, Ιωαννίκιε Πατήρ ημών Όσιε· Πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών.
