Άγιος Ιωσήφ ο Ιερομάρτυρας, Μητροπολίτης Δράμας και Θεσσαλονίκης. Βίος
Ο Άγιος Ιωσήφ υπήρξε μια εξέχουσα εκκλησιαστική μορφή κατά την ταραγμένη περίοδο της Τουρκοκρατίας και την κρίσιμη έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Καταγόμενος από την ιστορική Δημητσάνα της Πελοποννήσου, μια περιοχή που ανέδειξε πολλούς σημαντικούς άνδρες κατά τους σκοτεινούς αιώνες της ξένης κυριαρχίας, ο Ιωσήφ διακόνησε ως μητροπολίτης Δράμας και στη συνέχεια ως μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, αφήνοντας ένα ανεξίτηλο στίγμα στην εκκλησιαστική και πνευματική ζωή της εποχής του. Η ζωή του έφτασε στο τραγικό της τέλος με τον μαρτυρικό του θάνατο κατά τις πρώτες δραματικές ημέρες της Ελληνικής Επανάστασης. Σήμερα, ο Ιωσήφ τιμάται ως εθνομάρτυρας και ιερομάρτυρας της Ορθόδοξης Εκκλησίας και συγκαταλέγεται στους Νεομάρτυρες της Θεσσαλονίκης του 19ου αιώνα.
Καταγωγή και Πρώτα Χρόνια
Ο Ιωσήφ γεννήθηκε στη Δημητσάνα της Πελοποννήσου, μια κωμόπολη με πλούσια ιστορία και σημαντική συμβολή στην πνευματική αναγέννηση του έθνους κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Σύμφωνα με αρχικές αναφορές, εθεωρείτο ότι το επώνυμό του ήταν Δαλιβήρης ή Δεληβάρης, όπως μαρτυρούν διάφορες ιστορικές πηγές. Ωστόσο, μεταγενέστερες έρευνες, βασισμένες κυρίως στα Απομνημονεύματα του Κανέλλου Δεληγιάννη, αποκάλυψαν ότι το πραγματικό του οικογενειακό όνομα ήταν Αντωνόπουλος. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης αναφέρει συγκεκριμένα ότι ο Αθανάσιος Αντωνόπουλος, ένας πρόκριτος της Δημητσάνας με αξιοσημείωτη επιρροή και πλούτο, ήταν αδελφός του Ιωσήφ, του μετέπειτα μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Η οικογένεια των Αντωνόπουλων ήταν μια μεγάλη και σημαίνουσα οικογένεια στην κοινωνία της Δημητσάνας, αν και μετά την Επανάσταση δεν διατήρησε για πολύ την παλαιά της αίγλη. Ακόμη και σήμερα σώζεται το αρχοντικό της, εν μέρει ερειπωμένο, όπως και ένα παρόμοιο κτήριο γειτονικό, που ανήκε σε άλλο κλάδο της οικογένειας και επίσης ονομάζεται Αντωνοπουλαίϊκο. Σύμφωνα με τον Δεληγιάννη, ο Ιωσήφ ήταν αδελφός του Αθανασίου Αντωνόπουλου, ενός πρόκριτου και ισχυρού άνδρα της Δημητσάνας, ο οποίος βοήθησε τους αδελφούς Σπηλιωτόπουλους από την Ύδρα να ιδρύσουν πυριτιδόμυλους στην περιοχή.
Χρονολογικά, ο Ιωσήφ εκτιμάται ότι ήταν συνομήλικος ή ίσως λίγο νεότερος του επιφανούς συμπολίτη του και μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ επίσης καταγόταν από τη Δημητσάνα και γεννήθηκε περί τα μέσα του 18ου αιώνα. Υπάρχει η πιθανότητα οι δύο αυτοί σπουδαίοι άνδρες να υπήρξαν από τους πρώτους μαθητές της Σχολής της Δημητσάνας.
Όσον αφορά την πρώτη του μόρφωση, είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο Ιωσήφ έλαβε τα πρώτα γράμματα στον τόπο της γεννήσεώς του, τη Δημητσάνα. Είναι γνωστό ότι στη Δημητσάνα λειτουργούσε ένα ανεπίσημο σχολείο στην ιστορική μονή του Φιλοσόφου μέχρι το 1764, πριν από την επίσημη ίδρυση της περίφημης Ελληνικής Σχολής της πόλης. Δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες σχετικά με το πού συνέχισε ο Ιωσήφ τις σπουδές του. Ωστόσο, θεωρείται πιθανό ότι μετέβη στη Σμύρνη, έναν τόπο που συχνά αποτελούσε πόλο έλξης για νέους από την Πελοπόννησο που επιθυμούσαν να μορφωθούν, όπως συνέβη και με τον Γρηγόριο Ε’ και τους ιδρυτές της Σχολής της Δημητσάνας. Άλλοι πιθανοί προορισμοί για την ολοκλήρωση της παιδείας του Ιωσήφ ήταν η Κωνσταντινούπολη, όπου υπήρχε μια ακμάζουσα παροικία πλουσίων εμπόρων από τη Δημητσάνα, ή ακόμη και το Άγιο Όρος, όπου διέμεναν αρκετοί μορφωμένοι συμπατριώτες του, όπως ο λόγιος μοναχός Ονούφριος Κουντουρόπουλος. Ο μοναχός Χριστόφορος ο Προδρομίτης, σε επιστολή του, αναφέρεται στην «ικανὴν παίδευσιν, τήν τε θύραθεν καὶ μάλιστα τῶν καθ᾿ ἡμᾆς παιδευμάτων» που διέθετε ο Ιωσήφ. Αυτό μαρτυρεί ότι ο Ιωσήφ είχε λάβει μια ευρεία και ολοκληρωμένη μόρφωση.
Μητροπολίτης Δράμας
Μέχρι το έτος 1787, στον μητροπολιτικό θρόνο της Δράμας αναφέρεται ο αρχιερέας Γεράσιμος, ο οποίος καταγόταν από την Πάρο. Ωστόσο, φαίνεται ότι ο Γεράσιμος παραιτήθηκε από τον θρόνο της Δράμας το 1780. Μετά την απομάκρυνσή του από τη Δράμα, εγκαταβίωσε στο Άγιο Όρος, όπου με δικές του δαπάνες ανήγειρε ένα εκκλησίδιο αφιερωμένο στον Άγιο Ανδρέα στη μονή Βατοπεδίου. Μια σχετική επιγραφή στην μονή παρέχει αρκετές πληροφορίες για τον Γεράσιμο.
Διάδοχος του μητροπολίτου Γερασίμου στην μητρόπολη Δράμας έγινε ο Ιωσήφ ο επονομαζόμενος Δαλιβήρης από τη Δημητσάνα, από το έτος 1787, αν όχι και από το 1780. Ωστόσο, ένα χρονικό σημείωμα από την Άνδρο αναφέρει ότι ο Ιωσήφ εξελέγη μητροπολίτης Δράμας το 1797 μετά τον θάνατο του προκατόχου του. Παρά την αναφορά αυτή, άλλες πηγές υποστηρίζουν την εκλογή του είτε το 1787 είτε το 1780. Πριν από την εκλογή του ως μητροπολίτου Δράμας, δηλαδή πριν από το 1787 ή ίσως και το 1780, δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες για την προηγούμενη ζωή του Ιωσήφ. Το γεγονός ότι το επώνυμο Δαλιβήρης δεν απαντάται σε πολλές έρευνες ενισχύει την υπόθεση για κάποια άλλη αρχική προέλευση ή μεταβολή του ονόματός του, η οποία αργότερα αποκαλύφθηκε ότι ήταν Αντωνόπουλος.
Υπήρχε ένας ισχυρός ιστορικός δεσμός μεταξύ της γενέτειρας του Ιωσήφ, της Δημητσάνας, και της εκκλησιαστικής του επαρχίας της Δράμας, καθώς πολλοί επιφανείς συμπατριώτες του είχαν συνδεθεί με την περιοχή της Δράμας. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει ο Οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Α’ (πριν από το τέλος του 15ου αιώνα), ο οποίος αναδείχθηκε ως ο δεύτερος κτίτωρ της μονής της Εικοσιφοινίσσης που βρίσκεται κοντά στη Δράμα. Επιπλέον, από τη Δημητσάνα καταγόταν και ο μητροπολίτης Δράμας Αθανάσιος (1593 – 1608), ο οποίος ετάφη στην ίδια μονή της Εικοσιφοινίσσης. Ακόμη, ο αδελφός του Αθανασίου, μητροπολίτης Σερρών Θεοφάνης, και ο πρωτοξάδελφός τους Νεόφυτος, ο οποίος διαδέχθηκε τον Αθανάσιο στη μητρόπολη Δράμας (1611 – 1618), είχαν στενούς δεσμούς με τη μονή Εικοσιφοινίσσης.
Κατά τα πρώτα χρόνια της αρχιερατείας του στη Δράμα, ο Ιωσήφ έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μνήμη των προκατόχων του. Έτσι, τον Μάρτιο του έτους 1800, στο εξώφυλλο ενός χειρογράφου λειτουργίας του έτους 1736, ο Ιωσήφ ιδιοχείρως σημείωσε τα ονόματα των αρχιερέων που είχαν προηγηθεί στην μητρόπολη Δράμας, εκφράζοντας την επιθυμία οι μετέπειτα αρχιερείς να τους μνημονεύουν κατά τις ιερές τελετές. Στην ίδια αυτή σημείωση αναφέρονται τα ονόματα Φώτιον, Αντώνιον, Σάββα, Παρθένιον, Ιάκωβον, Καλλίνικον, Γρηγόριον, Γεράσιμον, Ιωσήφ, Χρυσάνθιον, Παρθένιον ως οι προηγούμενοι μητροπολίτες Δράμας.
Πριν από το 1797, ο Ιωσήφ είχε ήδη διακριθεί στην εκκλησιαστική ιεραρχία, καθώς είχε γίνει αρχιδιάκονος του Μητροπολίτη Εφέσου. Πριν από τις 20 Αυγούστου 1797, προάχθηκε σε Μέγα Πρωτοσύγκελλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Στις 20 Αυγούστου 1797, εξελέγη τελικά Μητροπολίτης Δράμας. Η αναφορά αυτή από μεταγενέστερες πηγές φαίνεται να επιβεβαιώνει την περίοδο της αρχιερατείας του στη Δράμα.
Σχέση με τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’
Όπως αναφέρθηκε, ο Ιωσήφ ήταν σύγχρονος, συνομήλικος ή ίσως και λίγο νεότερος του συμπολίτη του και πνευματικού του συγγενή, πατριάρχη Γρηγορίου Ε’. Η κοινή τους καταγωγή από τη Δημητσάνα και η περίπου ίδια ηλικία τους ενισχύουν την πιθανότητα να υπήρξαν από τους πρώτους μαθητές της Σχολής της Δημητσάνας. Όταν ο Γρηγόριος Ε’ ανέβηκε στον πατριαρχικό θρόνο, ο Ιωσήφ υπηρετούσε ως αρχιδιάκονος του μητροπολίτη Εφέσου. Μετά την πρώτη του πατριαρχία (1798), ο Γρηγόριος Ε’ αναφέρεται ότι κατέφυγε στη Δράμα και από εκεί στην Εικοσιφοίνισσα, πιθανότατα επειδή την επαρχία της Δράμας ποίμαινε ήδη από πριν το 1798 ο συμπολίτης του Ιωσήφ. Ο Γρηγόριος Ε’ είχε ιδιαίτερη εκτίμηση για τον Ιωσήφ και φέρεται να τον συμβουλευόταν σε διάφορα θέματα.
Η στενή σχέση τους επιβεβαιώνεται και από την πνευματική τους συνεργασία. Ο Γρηγόριος Ε’ αναφέρεται ότι συμβούλευσε τον όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη για τη συγγραφή του σημαντικού έργου του Συναξαριστού. Η αλληλογραφία μεταξύ του Ιωσήφ και του Νικοδήμου Αγιορείτη σχετικά με την έκδοση του Συναξαριστού είναι τεκμηριωμένη από την 5η Μαΐου 1806. Στην αλληλογραφία αυτή αναφέρεται και ο μοναχός Χριστόφορος του Προδρομίτου, ο οποίος παρείχε οδηγίες σχετικά με την εκτύπωση του Συναξαριστού και τόνιζε την επιθυμία του Ιωσήφ να παραμείνει κρυφή η οικονομική του ενίσχυση για την έκδοση. Ο ίδιος ο Χριστόφορος αναγνώριζε τα «χαρακτηριστικά προτερήματα… φυσικά μεν ευφυΐα καὶ κρίσις νοός άποχρώσα, προσίλήσω δε καὶ κτητόν τήν ικανήν παίδευσιν» του Ιωσήφ. Ο Γρηγόριος Ε’ αναφέρεται επίσης σε επιστολή του με ημερομηνία 12 Ιουνίου 1816 σχετικά με την επικύρωση της έκδοσης του Συναξαριστού. Το 1821, λίγο πριν από την έναρξη της Επανάστασης, υπάρχει η υπογραφή του Ιωσήφ σε ένα πιττάκιον (μικρό έγγραφο) του Γρηγορίου Ε’.
Συνδρομή σε Πνευματικά Έργα και την Πατρίδα
Ο Ιωσήφ διακρινόταν για την ευρεία μόρφωσή του, την βαθιά ευσέβεια και την ακούραστη εργατικότητά του. Είχε μεγάλη αγάπη για τα βιβλία και συνήθιζε να προμηθεύεται νεοεκδιδόμενα έργα, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις ενίσχυε υλικά την έκδοσή τους. Συγκεκριμένα, το 1806, ο Ιωσήφ καταγράφεται ως συνδρομητής στην έκδοση της «Επιτομής χρονολογικής της Γενικής Ιστορίας», ένα έργο που είχε μεταφραστεί από τα γαλλικά στην ελληνική και εκδόθηκε στο τυπογραφείο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως με την επιμέλεια του φιλογενούς Λάμπρου Αντωνιάδη. Επιπλέον, ήταν συνδρομητής και στην πρώτη έκδοση της «Γεωγραφίας» του Διονυσίου Πύρρου του Θετταλού, η οποία πραγματοποιήθηκε στη Βενετία το 1818.
Ο Ιωσήφ δεν περιορίστηκε μόνο στην υποστήριξη της έκδοσης πνευματικών έργων γενικού ενδιαφέροντος, αλλά έδειξε ιδιαίτερη φροντίδα και για την οικονομική ενίσχυση της Σχολής της γενέτειράς του, της Δημητσάνας. Από τη διαθήκη του Χατζή Αγάπιου Λεονάρδου, ενός από τους ιδρυτές της Σχολής της Δημητσάνας, πληροφορούμαστε ότι υπήρχε ένα κεφάλαιο της Σχολής στο οποίο ο Ιωσήφ είχε καταθέσει το σημαντικό ποσό των δύο χιλιάδων γροσίων. Τα χρήματα αυτά προορίζονταν για την ετήσια συντήρηση της Σχολής, και οι επίτροποι μαζί με τον δάσκαλο είχαν την υποχρέωση να αναφέρουν σχετικά στην Κωνσταντινούπολη στους υπεύθυνους για τη διαχείριση των οικονομικών της Σχολής, τον τζελεπή Νικήτα Κουντούρη και τον κυρ Νικόλαο Διγενίδη. Ο ίδιος ο Γρηγόριος Ε’ είχε συστήσει να κατατεθούν χρήματα στην επαρχία του Ιωσήφ, στη Θεσσαλονίκη, θεωρώντας την ως έναν ασφαλή τόπο για τη φύλαξη των κεφαλαίων της Σχολής.
Μετάθεση στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης
Τον Νοέμβριο του 1810, ο Ιωσήφ μετατέθηκε από την μητρόπολη Δράμας στην πολύ σημαντικότερη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, διαδεχόμενος τον αποθανόντα μητροπολίτη Γεράσιμο (διαφορετικό πρόσωπο από τον Γεράσιμο της Δράμας). Η μετάθεσή του στη Θεσσαλονίκη αναμφισβήτητα αποτελούσε μια πράξη αναγνώρισης της αξίας και των ικανοτήτων του, καθώς και μια προαγωγή σε μια μεγαλύτερη και πιο δραστήρια επαρχία. Δεν υπάρχουν συγκεκριμένες πληροφορίες για τα πρόσωπα που συνέβαλαν στην μετάθεσή του. Ωστόσο, δεν αποκλείεται ο Ιωσήφ να βρισκόταν ακόμη στην Κωνσταντινούπολη κατά τον χρόνο του θανάτου του Γερασίμου Θεσσαλονίκης.
Δράση ως Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης
Ως μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ο Ιωσήφ ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα. Στις 2 Φεβρουαρίου 1812, ο άγιος Θεσσαλονίκης κυρ Ιωσήφ πραγματοποίησε επίσκεψη στη μονή Βλατάδων, όπως μαθαίνουμε από μια σχετική ενθύμηση που έγραψε ο Άνθιμος. Τον Ιούνιο του 1815, θεωρήθηκε ο λογαριασμός του επιτρόπου Γ. Πάϊκου ενώπιον του αρχιερέως Θεσσαλονίκης Ιωσήφ. Η υπογραφή του «† ὁ Θεσσαλονίκης ᾿Ιωσὴφ ὑποβεβαιοῖ» υπάρχει σε σχετική σημείωση σε έναν κώδικα του 1789 που ανήκε στον ιερό ναό της Παναγούδας. Υπάρχει επίσης μια εσφαλμένη ανάγνωση υπογραφής του Γερασίμου Θεσσαλονίκης σε ένα σιγίλλιο της μονής Αγίων Τεσσαράκοντα τον Μάιο του 1815, όπου στην πραγματικότητα πρόκειται για την υπογραφή του Ιωσήφ.
Ως μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ο Ιωσήφ συμμετείχε ενεργά στην Πατριαρχική Σύνοδο και υπέγραψε διάφορα συνοδικά έγγραφα ως συνοδικός αρχιερέας. Τον Μάρτιο του 1809, υπέγραψε ένα σιγίλλιο του Πατριάρχη Καλλινίκου Ε’ που συνιστούσε υπακοή στην οθωμανική εξουσία. Μετά την παύση του Καλλινίκου Ε’, τον Μάιο του 1809, ο Ιωσήφ μαζί με άλλους αρχιερείς εξέλεξαν νέο Πατριάρχη, τον Ιερεμία Δ’. Τον Αύγουστο του 1809, η υπογραφή του Ιωσήφ υπάρχει σε ένα σιγίλλιο του Ιερεμία Δ’ σχετικά με την αποκατάσταση του Προϊλάβου Παρθενίου. Υπέγραψε επίσης συνοδική επιστολή του Γρηγορίου Ε’ την 1η Απριλίου 1819 και ένα συνοδικό και πατριαρχικό γράμμα στις 13 Ιουνίου 1819. Κατά το έτος 1820, η υπογραφή του απαντάται σε διάφορα συνοδικά έγγραφα, όπως σιγίλλια για μονές (Αγίου Νικολάου εν Θήρμ, Αγίων Αναργύρων Λακεδαίμονος, Ζερμπίτσης Λακεδαίμονος, Παντελεήμονος Αγίου Όρους, δύο μονυδρίων Καρύστου), συστατικά γράμματα (περί ιερομονάχου Νεοφύτου) και επιτίμια (κατά της Λασκαρίνας από τις Σπέτσες, κατά παντός ενεργούντος κατά της σχολής Προύσας). Τον Ιούνιο του 1820, ο Γρηγόριος Ε’ απηύθυνε μια εγκύκλιο προς τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ιωσήφ και τους επισκόπους της επαρχίας του, συνιστώντας υπακοή στον Σουλτάνο. Ο Ιωσήφ συμμετείχε επίσης στην πατριαρχική Σύνοδο κατά την αναγγελία της πυρκαγιάς στα Ιεροσόλυμα το 1808, μαζί με τον Γρηγόριο Αθηνών και άλλους αρχιερείς. Επιπλέον, συμμετείχε στις εργασίες της Συνόδου υπό τον Πατριάρχη Καλλίνικο Ε’. Τον Νοέμβριο του 1820 συνυπογράφει πατριαρχική επιστολή προς τον επίσκοπον Λοιδορικίου σχετικά με τα χρέη του. Λίγο πριν την Επανάσταση, υπογράφει ένα πιττάκιον του Γρηγορίου Ε’. Στις 25 Μαΐου, η υπογραφή του συναντάται σε ένα συνοδικό γράμμα προς τους μοναχούς του Αγίου Όρους σχετικά με την αποστολή πατριαρχικών εξαρχών για την επίλυση διαφορών. Ο Ιωσήφ αναφέρεται επίσης να συμμετέχει στην αναγνώριση του Κωνσταντίνου Οικονόμου ως γενικού ιεροκήρυκος της Μεγάλης Εκκλησίας (Ιούλιος 1819). Τον Δεκέμβριο του 1820 υπογράφονται τρία συνοδικά γράμματα με τη συμμετοχή του. Η υπογραφή του Θεσσαλονίκης Ιωσήφ θα βρεθεί και στο αφοριστικό γράμμα κατά των πρωταγωνιστών του ιερού αγώνος της φυλής.
Σύλληψη και Μαρτυρικός Θάνατος
Με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης, η οθωμανική διοίκηση έθεσε υπό διωγμό τους επιφανείς Έλληνες, ιδίως τους κληρικούς. Στις 9 Μαρτίου 1821, με σουλτανικό φιρμάνι και χωρίς εξηγήσεις, διατάχθηκε ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ να στείλει στην Πύλη ορισμένους από τους προκρίτους αρχιερείς. Σύμφωνα με τον ιστορικό Σπυρίδωνα Τρικούπη, ο οποίος ήταν συνήθως καλά πληροφορημένος για τα γεγονότα της Κωνσταντινούπολης, μεταξύ των αρχιερέων που συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν ήταν ο Εφέσου Διονύσιος, ο Δέρκων Γρηγόριος, ο Νικομήδειας Αθανάσιος, ο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, ο Τυρνόβου Ιωαννίκιος, ο Αδριανουπόλεως Δωρόθεος και ο Αγχιάλου Ευγένιος. Ωστόσο, άλλες πηγές, όπως ο Ιωάννης Φιλήμων, αναφέρουν αορίστως τη σύλληψη των μητροπολιτών Θεσσαλονίκης, Αδριανουπόλεως και Τυρνόβου μετά το πρώτο διάβημα του Υψηλάντη.
Μετά τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ στις 10 Απριλίου 1821, η κατάσταση για τους υπόλοιπους φυλακισμένους αρχιερείς έγινε ακόμη πιο κρίσιμη. Ο Ιωσήφ Θεσσαλονίκης, μαζί με τους μητροπολίτες Αδριανουπόλεως Δωρόθεο και Τυρνόβου Ιωαννίκιο, συνελήφθησαν πιθανότατα μετά τις 10 Απριλίου ή ακόμη και την ίδια ημέρα και οδηγήθηκαν στον λεγόμενο Φούρνο του Μποσταντζήμπαση, όπου και φυλακίστηκαν. Η φυλάκισή τους διήρκεσε αρκετό καιρό.
Η τελική απόφαση για την τύχη των κρατουμένων αρχιερέων φαίνεται ότι συνδέθηκε με την εξέλιξη των πολεμικών γεγονότων. Η είδηση για την πυρπόληση του τουρκικού δικρότου στη Λέσβο στις 27 Μαΐου από τον Παπανικολή προκάλεσε την οργή του Σουλτάνου, ο οποίος σε αντίποινα διέταξε τον θάνατο των φυλακισμένων. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, οι αρχιερείς οδηγήθηκαν προς την εκτέλεση την Παρασκευή, 3η Ιουνίου 1821. Τα ξημερώματα εκείνης της τραγικής ημέρας, ένα τουρκικό πλοιάριο αναχώρησε από τον Κεράτιο Κόλπο, μεταφέροντας τα θύματα μαζί με τον δήμιο προς την ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου. Οι αρχιερείς που θανατώθηκαν ήταν ο Δέρκων Γρηγόριος, ο Αδριανουπόλεως Δωρόθεος, ο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ και ο Τυρνόβου Ιωαννίκιος. Πρώτος απαγχονίστηκε ο Τυρνόβου στην περιοχή Αρναούτκιοϊ. Ο Αδριανουπόλεως απαγχονίστηκε στο Μέγα Ρεύμα. Τρίτος κατά σειράν, ο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ δέχθηκε την αγχόνη στο Νεοχώρι και τελευταίος ο Δέρκων στην Θεραπειά.
Επακόλουθα του Θανάτου του Ιωσήφ
Μετά τον απαγχονισμό του Ιωσήφ και των άλλων αρχιερέων, η περιουσία τους δημεύθηκε. Η γενέτειρα του Ιωσήφ, η Δημητσάνα, εκτός από την απώλεια ενός επιφανούς τέκνου της, στερήθηκε και ένα ποσό δύο χιλιάδων γροσίων, το οποίο ήταν κατατεθειμένο εντόκως στην επαρχία του για τη Σχολή της Δημητσάνας. Αυτό το ποσό αποτελούσε μέρος του κεφαλαίου της Σχολής, η συντήρηση της οποίας γινόταν από το ετήσιο διαφόριο. Μετά την κένωση της έδρας της Θεσσαλονίκης τον Ιούλιο του 1821, μετατέθηκε εκεί ο Αίνου Ματθαίος.
Άγιος Ιωσήφ ο Ιερομάρτυρας, Μητροπολίτης Δράμας και Θεσσαλονίκης. Γιορτή
Ο Άγιος Ιωσήφ ο Ιερομάρτυρας, Μητροπολίτης Δράμας και Θεσσαλονίκης, γιορτάζει στις 3 Ιουνίου, ημέρα του μαρτυρίου του
Άγιος Ιωσήφ ο Ιερομάρτυρας, Μητροπολίτης Δράμας και Θεσσαλονίκης. Ύμνοι υπό Φωτίου Τζελέπη, δρ Θεολογίας
Άγιος Ιωσήφ και Άγιος Γρηγόριος Ε οι Ιερομάρτυρες. Απολυτίκιο
ήχος γ. Θείας πίστεως
Ισοστάσιοι ως αρχιθύται, νεομάρτυρες και Λόγου μύσται, Δημητσάνης χαριτόπλεκτα θρέμματα, ο μεν Γρηγόριος την Βασιλεύουσαν, ο Ιωσήφ δε την συμβασιλεύουσαν κατεκόσμησαν Χριστώ εκτενώς πρεσβεύοντες δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Άγιος Ιωσήφ ο Ιερομάρτυρας, Μητροπολίτης Δράμας και Θεσσαλονίκης. Παρακλητικό Τροπάριο
ήχος β (ειρμός). Ότε εκ του ξύλου σε νεκρόν
Γύρον αντί μύρου νοητόν γέγονεν η ση ικεσία Μύρος προς τον σωτήρα Χριστόν υπέρ των υμνούντων σε πνευματικαίς ταις ωδαίς και ως ίαμα άριστον την ρώσιν χαρίζον νόσων αλγηδόνων τε και των ποικίλων παθών· όθεν ευλαβώς εξαιτούμεν· βλέψον προς ημάς ταις λιταίς σου και κατά την χρείαν ημών δώρησαι.