Ο Χιλιασμός, η Πλάνη της Αναλαμπής της Ορθοδοξίας και η Δευτέρα Παρουσία
Ο π. Αρσένιος Κομπούγιας αναλύει εκτενώς τον Χιλιασμό, την ψευδή Αναλαμπή της Ορθοδοξίας και τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, τονίζοντας τις αποκλίσεις κάποιων πλανεμένων από την Ορθόδοξη Διδασκαλία.
Οι περισσότερον γνωστές και συνεχώς χρησιμοποιούμενες ψευδοπροφητείες είναι του αγνώστου Αγαθαγγέλου, ενός ανωνύμου του 1050, δήθεν του Μεθοδίου, δήθεν του Ταρασίου Κωνσταντινουπόλεως, δήθεν του Ανδρέου του διά Χριστόν σαλού οι χρησμοί του Λέοντος του Σοφού. Αναφέρονται επίσης έτεροι ακατανόητοι χρησμοί, οι οποίοι ευρέθησαν χαραγμένοι δήθεν επί τού… ανυπάρκτου τάφου του Μ. Κωνσταντίνου με ακατανόητα μονογράμματα, τα οποία συμπληρώνουν διάφοροι ερμηνευτές. Υπάρχουν δε και άλλες διφορούμενες, αλλοπρόσαλλοι, παιδαριώδεις και διά γέλωτα, αλληλοδιαψευδόμενες προφητείες, σε γλώσσα ανοήτου Πυθίας. Όλες αυτές είναι άγνωστοι επισήμως στην Εκκλησία, την ιστορία, την θεολογία, και διεδόθησαν κατά το διάστημα της δουλείας του Γένους μας.
Η Πλάνη του Χιλιασμού και της Αναλαμπής
Ο π. Αρσένιος Κομπούγιας αναλύει εκτενώς τον Χιλιασμό, τονίζοντας ότι αποτελεί μια σοβαρή απόκλιση από την Ορθόδοξη Διδασκαλία. Ο ίδιος δηλώνει ξεκάθαρα ότι «δεν υπάρχει αναλαμπή της ορθοδοξίας όσοι πιστεύουν κάτι τέτοιο πλανώνται». Αυτή η ιδέα ονομάζεται «μεγάλη πλάνη της μεσοβασιλείας».
Σύμφωνα με τον π. Αρσένιο Κομπούγια, «ουδέποτε η εκκλησία πίστεψε ότι πριν έρθει η δευτέρα παρουσία θα υπάρξει χρονική περίοδος κατά την οποία θα αγιοποιηθεί ο κόσμος και ότι κατόπιν θα παρασυρθεί και πάλι θα αποστατήσει θα εκμαυλιστής». Αυτή η πεποίθηση της Εκκλησίας βασίζεται στην Παράδοση και κυρίως στην Καινή Διαθήκη, καθώς οι μεγάλοι Άγιοι Πατέρες και η Καινή Διαθήκη «πουθενά δεν αναφέρουν περί μεσοβασιλείας». Ούτε και το δογματικό της Ορθοδόξου Εκκλησίας κάνει «καμία λέξη» αναφορά σε «μία ένδοξη μεσοβαρδα όψεων τους».
Ο Χιλιασμός, ή αλλιώς Μεσοβασιλεία, εμφανίστηκε και διαδόθηκε «σε πονηρούς, χαλεπούς και αποκαλυπτικούς καιρούς με πολλά ερωτηματικά και πολλή αγωνία και ανησυχία». Αυτοί οι καιροί χαρακτηρίζονται από «πρωτοφανή αποστασία τού κόσμου και αποχαλινώσεως και διαλύσεως των πάντων». Παρατηρείται μια «κλασσική αδιαφορία» στους Πατριάρχες, Αρχιεπισκόπους, Επισκόπους, Ιερείς και Θεολόγους, παρόλο που έχουν την εντολή να αγρυπνούν και να διαφωτίζουν τον κόσμο για την αποστασία και τα δεινά. Αντίθετα, στον «απλοϊκό λαό» παρατηρούνται «σοφές γνώμες και άγιες ανησυχίες» για την πορεία του κόσμου, επιβεβαιώνοντας τον λόγο του Κυρίου: «Απέκρυψας ταύτα από σοφών και συνετών, και απεκάλυψας αυτά νηπίοις» (Ματθ. ια’, 25).
Μια μικρή μερίδα ανθρώπων, παρόλο που αντιλαμβάνεται τα «τρομερά σημεία τών καιρών», λόγω της «ισχυρής προσωπικής τους επιθυμίας να δουν στον Πλανήτη μας να αποκαθίσταται η βασιλεία του Χριστού, πρίν από την Δευτέρα Παρουσία», παραβλέπει ή διαστρεβλώνει τα φανερά σημεία που προειδοποιούν για τον ερχομό του Κυρίου. Αυτοί ενισχύονται από «ψευδοπροφητείες και παρανοημένα αγιογραφικά χωρία».
Ο Χιλιασμός, σε όποια μορφή κι αν εμφανίστηκε, ήταν «μάλλον μία διάδοχος κατάσταση και ένα κατάλοιπο των εσφαλμένων μεσσιακών αντιλήψεων των Εβραίων, ότι δηλαδή ο Μεσσίας είναι επίγειος βασιλεύς και κοσμοκράτωρ».
Αυτές οι αντιλήψεις ενισχύθηκαν αργότερα από παρερμηνείες του Κ΄ κεφαλαίου της Αποκαλύψεως, το οποίο, όπως αναφέρει ο π. Αρσένιος Κομπούγιας, «μιλά για χιλιετή βασιλεία του Χριστού, αλλά εννοεί πνευματική, με τις ψυχές των πεπελεκισμένων και δικαίων μαρτύρων της πίστεως, για το όνομά Του».
Ιστορική Εξέλιξη και Καταδίκη του Χιλιασμού
Η προσδοκία της έλευσης του Κυρίου στη γη υπήρξε από την αρχή αντικείμενο σκέψεων και ονείρων των οπαδών του Χριστού, μια «ζωηρή επιθυμία» που φλόγιζε τις καρδιές των πιστών. Αυτή τροφοδοτήθηκε από «παρανοημένες Αποστολικές προφορικές και γραπτές διατυπώσεις» γύρω από τη Δευτέρα Παρουσία. Οι Απόστολοι Ιάκωβος και Παύλος μιλούσαν καθαρά περί του επικείμενου ερχομού του Κυρίου. Ο Ιάκωβος έλεγε: «Η παρουσία του Κυρίου ήγγικεν, Ιδού, ο Κριτής πρό των πυλών έστηκεν» (Ιακ. ε’, 8-9). Ο Παύλος ανέφερε: «ο Κύριος εγγύς» (Φιλιπ. δ’, 5) και «ημείς οι ζώντες οι παραλειπόμενοι εις την παρουσίαν του Κυρίου» (Α’ Θεσσ. δ’, 15).
Η προσδοκία αυτή της άμεσης Δευτέρας Παρουσίας οδήγησε τον Απόστολο Παύλο να στείλει τη Β’ προς Θεσσαλονικείς επιστολή, ανατρέποντας την εσφαλμένη ιδέα τους, γράφοντας: «Μη τις υμάς εξαπατήση κατά μηδένα τρόπον· ότι αν μη έλθη η αποστασία πρώτον και αποκαλυφθή ο άνθρωπος της αμαρτίας, ο υιός της απωλείας, ο αντικείμενος και υπεραιρόμενος επί πάντα λεγόμενον Θεόν η σέβασμα» (Β’ Θεσσ. β’, 3-11).
Παρά τις εξηγήσεις του Αποστόλου, οι ιδέες περί της επικείμενης Παρουσίας του Κυρίου διαδόθηκαν και διαφοροποιήθηκαν στους μεταποστολικούς άνδρες.
Ο Παπίας, μαθητής του Αποστόλου Ιωάννη και Επίσκοπος Ιεραπόλεως στις αρχές του 2ου αιώνα, καθώς και ο σύγχρονός του Κήρινθος, «στηριζόμενοι στο Κ΄ κεφάλαιο της Αποκαλύψεως, πρέσβευαν, ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός πρίν από την Δευτέρα Παρουσία, θα βασιλεύση στην γη για χίλια έτη».
Αυτή η ιδέα θεωρήθηκε «αιρετική» από τους σύγχρονους Πατέρες της Εκκλησίας και για αυτές, καθώς και άλλες ιδέες, ο Παπίας και ο Κήρινθος «αποβλήθησαν από την Εκκλησία».
Αργότερα, οι Μοντανιστές αντέγραψαν πολλές από αυτές τις θεωρίες.
Ο καθηγητής Χρήστος Ανδρούτσος στη Δογματική του αναφέρει ότι ο Χιλιασμός, δηλαδή η πεποίθηση «ότι ο Θεός, θ’ αναστήσει τους δικαίους και θά βασιλεύσει μαζί τους για χίλια χρόνια πάνω στη γή, που στηρίζεται στό Κ΄ Κεφάλαιο της Αποκαλύψεως, παρεμβάλλει μεταξύ της Αναστάσεως των δικαίων και της καθολικής Αναστάσεως των πάντων καί της Κρίσεως, ένα διάστημα χιλιετούς βασιλείας του Χριστού, πού είναι, ούτε λίγο ούτε πολύ, υλικής φύσεως». Αυτό «έρχεται όμως σε αντίθεση με την αγία γραφή αλλά και την ιερά παράδοση η οποία αναφέρει μία μόνο ανάσταση νεκρών και μία καθολική κρίση που μετά από αυτήν ετα αιώνια η μακαριότητα ή η κόλαση». Ο Χιλιασμός βρήκε πολέμιους, μεταξύ άλλων, τον Διονύσιο Αλεξανδρείας και τον Ωριγένη, και «εξαφανίζεται εντελώς από τον 4ο αιώνα». Ωστόσο, εμφανίστηκε ξανά την τελευταία εκατονταετία «με περισσότερες μορφές στους αναβαπτιστες και σε άλλους θεολόγους».
Ο Απολογητής και φιλόσοφος Ιουστίνος ο Μάρτυρας (2ος αιώνας), αν και Άγιος, είχε «λάθος απόψεις» σε ορισμένα θέματα, όπως η Ανάσταση των νεκρών (υποστήριξε ότι θα αναστηθούμε όπως είμαστε τώρα, παραβλέποντας το «ως άγγελοι Θεού εν ουρανώ εισι» Ματθ. κβ΄, 30). Επίσης, «έπεσε έξω στην ερμηνεία» του Κ΄ κεφαλαίου της Αποκαλύψεως και του Ησαΐα (ξε΄, 17, 22, 25) περί δήθεν βασιλείας του Χριστού στη γη. Ο Ιουστίνος γράφει σχετικά: «Και για χίλια χρόνια θα οικοδομηθεί και θα κοσμηθεί η Ιερουσαλήμ…, καί υπάρχει ένας άνθρωπος δικός μας, τό όνομα του οποίου είναι Ιωάννης, ένας από τους Αποστόλους τού Χριστού, ο οποίος είδε σε αποκάλυψη και προφήτευσε, ότι θα ζήσουν χίλια χρόνια στην Ιερουσαλήμ όσοι πίστεψαν στον Χριστό…».
Άλλοι που έπεσαν έξω στους υπολογισμούς τους ήταν ο Βαρνάβας, ο Ειρηναίος και ο Ιππόλυτος, οι οποίοι υποστήριξαν ότι το τέλος του κόσμου θα γίνει το 600 μ.Χ., μετά την συμπλήρωση έξι χιλιετηρίδων από τον Αδάμ. Ωστόσο, διευκρινίζεται ότι ο Ειρηναίος δεν παραδέχθηκε τις χιλιαστικές ιδέες, αλλά έγραψε ότι το τέλος του κόσμου ίσως γίνει προς το τέλος της 6ης χιλιετηρίδας από κτίσεως κόσμου, συσχετίζοντας το με τις έξι ημέρες της δημιουργίας. Ο Όσιος Ευφραίμ έλεγε ότι η εμφάνιση του Αντιχρίστου και η Παρουσία του Κυρίου θα γίνει μετά την καταστροφή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι Πατέρες της Εκκλησίας, όπως ο Κύριλλος Ιεροσολύμων, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Οικουμένιος, ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, ο Ιωάννης Δαμασκηνός και πολλοί άλλοι, «έγραψαν εκτεταμένα για τον Αντίχριστο και τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, και όχι για βασιλεία στη γη του χριστού ή μεσοβαρδα».
Οι Ψευδοπροφητείες και η Κριτική τους
Οι οπαδοί της μεσοβασιλείας επικαλούνται διάφορες «ψευδοπροφητείες». Οι περισσότερες γνωστές και συνεχώς χρησιμοποιούμενες ψευδοπροφητείες είναι αυτές του άγνωστου Αγαθαγγέλου, ενός ανώνυμου του 1050 (δήθεν), δήθεν του Μεθοδίου (Επίσκοπος Πατάρων γύρω στο 360 μ.Χ.), δήθεν του Ταρασίου Κωνσταντινουπόλεως, δήθεν του Ανδρέα του διά Χριστόν σαλού, καθώς και οι χρησμοί του Λέοντος του Σοφού. Αναφέρονται επίσης «ακατανόητοι χρησμοί, οι οποίοι βρέθηκαν χαραγμένοι δήθεν πάνω στον… ανύπαρκτο τάφο τού Μ. Κωνσταντίνου» με ανεξήγητα μονογράμματα, που συμπληρώνουν διάφοροι ερμηνευτές. Αυτές οι προφητείες είναι «διφορούμενες, αλλοπρόσαλλες, παιδαριώδεις και για γέλια» και σε «γλώσσα ανόητης Πυθίας».
Ο π. Αρσένιος Κομπούγιας τονίζει ότι αυτές οι προφητείες είναι «τελείως περιττές» και «άγνωστες στην Εκκλησία, στην ιστορία και στη θεολογία». Η Εκκλησία «ουδέποτε ασχολήθηκε μέ αυτές, ούτε κάν έδωσε σημασία». Ο Κύριος σαφώς είπε: «ο Νόμος και οι Προφήται έως Ιωάννου» (Λουκ. ιστ’, 16), υποδεικνύοντας ότι οι Άγιοι Προφήτες προανήγγειλαν γεγονότα μέχρι τον ερχομό του Χριστού και τη Συντέλεια των αιώνων. «Μετά από αυτούς δεν υπάρχουν επίσημοι Προφήτες της Εκκλησίας». Μοναδική εξαίρεση αποτελεί το προφητικό βιβλίο της Ιεράς Αποκαλύψεως, το οποίο συμπεριελήφθη με δυσκολία στα Κανονικά βιβλία της Καινής Διαθήκης. Παρόλο που υπήρξαν άνθρωποι με προφητικό χάρισμα μετά τους αποστόλους, αυτοί προέβλεπαν σύγχρονα γεγονότα ή γεγονότα μικρής απόστασης, που δεν αφορούσαν έθνη, λαούς και πολέμους.
Ο Λέων ο Σοφός, των οποίων οι χρησμοί περιλαμβάνονται στην πατρολογία, «δεν είχε καμία εκκλησιαστική αυθεντία και αγία μορφή». Μάλιστα, «με τα πολλά του σκάνδαλα και ιδιαίτερα με τον τέταρτο γάμο του δημιούργησε τέτοιο σάλο και εκκλησιαστικό ζήτημα ώστε ο ιερέας που τέλεσε τον γάμο να καθαιρεθεί και ο λέων να αφορίσει τον πατριάρχη νικόλαο». Ως εκ τούτου, «δεν ήταν προφήτης και ο Κύριος δεν του μιλούσε».
Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτές οι ψευδοπροφητείες «επιστρατεύονται σε κάθε κίνδυνο πολέμου η πόλεμο», όπως έγινε το 1912, το 1922 και το 1940, και συμβαίνει και σήμερα «όποτε θολώνει ο Ελληνικός ορίζοντας η ο Παγκόσμιος». Κάποιοι προσδιόρισαν μάλιστα χρόνο εκπλήρωσης αυτών των «προφητειών» για το 1968-69, το 1972, το 1975, και το 1984. Παρά τις «παταγώδεις διαψεύσεις και γελοιοποιήσεις», δεν μετανόησαν, αλλά ανέβαλαν τον χρόνο «σαν τους χιλιαστές χωρίς να έχουν συναίσθηση ευθύνης». Οι ψευδοπροφήτες «δεν αναφέρουν τίποτε για τους δύο τρομακτικούς παγκοσμίους πολέμους» (Α΄ και Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος), ή τις εκατομμύρια απώλειες. Το επιχείρημα ότι η αναφορά των δύο Παγκοσμίων Πολέμων ως «Ευρωπαϊκών» πολέμων από τους οπαδούς των ψευδοπροφητειών «δεν δικαιολογείται». Επίσης, προβλέπουν την καταπάτηση του πολέμου του Αρμαγεδώνα από Άγγελο, που θα οδηγήσει σε «πλήρη αγιοποίηση στην Ελλάδα και σε όλα τα κράτη της γης!».
Η επιμονή στην προβολή τέτοιων προφητειών και ερμηνειών «δεν είναι έργο του αγίου πνεύματος αλλά του πονηρού πνεύματος». Ο σκοπός είναι «να μην γρηγορεί και μετανοεί ο κόσμος, πιστεύοντας όλες αυτές τις ερμηνείες, ταυτόχρονα συσκοτίζεται η πραγματικότητα ώστε άλλα να περιμένει ο κόσμος και άλλα να συμβούν». Αυτή η «συστηματική συσκότιση του σατανά» δημιουργεί διάφορες πλάνες στα σημεία των καιρών. Ο ψευδοπροφητισμός παρατηρείται και σε «πλανεμένες γυναίκες η και άνδρες». Αναφέρονται οι Ζολώτα, Μαγουλά, Κρικέτου, οι οποίες «με διαρκείς προβλέψεις η ψευδοπροφητείες πού διατυπώνουν ανοήτως, αμαθώς και ασυνάρτητα, προβλέπουν συνεχώς καταστροφές, οι οποίες στο μεταξύ, ουδέποτε έγιναν». Αυτές οι γυναίκες διατείνονται ότι συνομιλούν με τον «ουράνιο πατέρα», ο οποίος παρουσιάζεται να κλαίει και να παραπονείται επειδή τον έχουν εγκαταλείψει όλοι. Μια άλλη ψευτοαγία, η Ελένη των Σπάτων Αττικής, διατείνεται ότι τρώνε και πίνουν μαζί με τον Θεό και συζητούν κάθε βράδυ. Το πιο θλιβερό είναι ότι «υπάρχουν άνθρωποι, μάλιστα και κληρικοί, που όλα αυτά τα ασπάζονται και τα υπερασπίζονται». Ο αρχιμανδρίτης Χαράλαμπος Βασιλόπουλος εξέδωσε το βιβλίο «οι ψευδοφωτισμένες». Όλες αυτές οι θεωρίες χαρακτηρίζονται ως πλήρης «θαλασσοπορία» του σατανά.
Εσφαλμένες Ερμηνείες Αγιογραφικών Χωρίων
Ο π. Αρσένιος Κομπούγιας αναλύει εκτενώς τις παρερμηνείες διαφόρων αγιογραφικών χωρίων από τους οπαδούς του Χιλιασμού.
Ησαΐας κδ΄, 1-14
Οι οπαδοί της μεσοβασιλείας επικαλούνται το χωρίο: «Ιδού κύριος κατα θύρο την οικουμένην οι δε καταληφθέντα επί της γης ευφρανθεί ται άμα τη δόξη κυρίου». Ερμηνεύουν ότι μετά την καταστροφή και την ερήμωση της γης, οι λίγοι άνθρωποι που θα απομείνουν θα ζήσουν στη συνέχεια μαζί με τον Κύριο επάνω στην κατεστραμμένη γη. Ο π. Αρσένιος Κομπούγιας συμφωνεί ότι ο Κύριος «θά καταφθείρη την γη στο τέλος του κόσμου και ότι τελείως θα ερημωθή και θα καταστραφή η γή». Η διαφωνία έγκειται στην ερμηνεία του «ευφρανθήσεται». Ο π. Αρσένιος Κομπούγιας υποστηρίζει ότι όσοι θα ζουν με την εμφάνιση του Κυρίου «θα χαρούν μάλλον από τήν επιφάνεια της δοξασμένης Παρουσίας του Κυρίου», βλέποντας «τον Κύριο να έρχεται με δόξα να τους παραλάβει», και όχι επειδή «πάνω στήν κατεστραμμένη και ερημωμένη γή, οι ελάχιστοι κάτοικοι πού θά απομείνουν, θα διάγουν άγιο βίο σε μια δήθεν βασιλεία του Θεού πάνω στη γη για μεγάλη περίοδο». Αυτό το χωρίο έχει ομοιότητα με το λόγο του Αποστόλου Παύλου: «Έπειτα ημείς οι ζώντες οι περιλειπόμενοι άμα σύν αυτοίς αρπαγησόμεθα εν νεφέλαις εις απάντησιν του Κυρίου εις αέρα και ούτω πάντοτε σύν Κυρίω εσόμεθα» (Α’ Θεσσ. δ’, 17). Ο Προφήτης Ησαΐας «μιλάει για την ολοσχερή καταστροφή της γης» λέγοντας ότι «η γη πεστε και ου δύναται αναστήν κατίσχυση γαρ επ αυτής η ανομία» (Ησαΐας κδ΄, 20). Αυτό σημαίνει ότι «η γη δηλαδή μετά την ολοσχερή καταστροφή θα πέσει και δεν θα σηκωθεί πάλι». Συνεπώς, «μετά την περιγραφόμενη καταστροφή έχουμε το τέλος του κόσμου κ όχι την αγιοποίηση του». Οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας, όπως ο Κύριλλος Αλεξανδρείας, υποστηρίζουν ότι το 24ο κεφάλαιο του Ησαΐα αναφέρεται οπωσδήποτε στη συντέλεια του κόσμου με την ολοσχερή καταστροφή και ερήμωση της γης.
Ησαΐας ξε΄, 17-25 («καινός ουρανός και γη»)
Οι χιλιαστές και οι οπαδοί της μεσοβασιλείας χρησιμοποιούν επίσης το χωρίο: «Έσται γάρ ο ουρανός καινός και η γη καινή και ου μη μνησθώσι των προτέρων… ότι ιδού εγώ ποιώ αγαλλίαμα Ιερουσαλήμ και τον λαόν μου ευφροσύνην… καί ουκ έτι μη ακουσθή εν αυτή φωνή κλαυθμού… και οικοδομήσουσιν οικίας και αυτοί ενοικήσουσι… τότε λύκοι και άρνες βοσκηθήσονται άμα, και λέων ως βούς φάγεται άχυρα» (Ησαΐας ξε΄, 17-25). Ο π. Αρσένιος Κομπούγιας τονίζει ότι «το χωρίο αυτό, είναι πιό πολύ συμβολικό». Η σημασία του γίνεται ολοφάνερη αν θυμηθούμε τον Απόστολο Πέτρο που λέει: «καινούς ουρανούς και καινήν γην κατά το επάγγελμα αυτού προσδοκώμεν, εν οίς δικαιοσύνη κατοικεί» (Β’ Πέτρου γ’, 13). Επίσης, ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος μιλά για «νέα Ιερουσαλήμ» στην Αποκάλυψη: «Και είδον ουρανόν καινόν και γην καινήν… και την πόλιν τήν αγίαν Ιερουσαλήμ καινήν είδον καταβαίνουσαν εκ του ουρανού» (Αποκ. κα’, 1-2). Υπάρχει «πλήρη συμφωνία» μεταξύ τους, καθώς «οι τρεις μιλούν συμβολικά και μεταφορικά για τήν ίδια καινή γή, και τον ίδιο καινό ουρανό και την ίδια νέα Ιερουσαλήμ». Οι Πατέρες της Εκκλησίας ερμηνεύουν το 65ο κεφάλαιο του Ησαΐα όχι ως επίγεια «επιδημία» αλλά ως «ασώματη αιωνιότητα των ενστίκτων», δηλαδή ότι «θα είναι οι δίκαιοι εν ευφροσύνη και χαρά πιση καιν ατελευτητη κρυφές πνευματικές δηλονότι».
Ιωάννης ι’, 16 («Γενήσεται μία ποίμνη είς ποιμήν»)
Κάποιοι «σκανδαλίζονται» με το πώς είναι δυνατόν να μην εφαρμοστεί απόλυτα η υπόσχεση του Κυρίου: «Γενήσεται μία ποίμνη είς ποιμήν». Ο π. Αρσένιος Κομπούγιας εκφράζει επίσης τον «σκανδαλισμό» του, τονίζοντας ότι ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι ο διάβολος δέθηκε τελείως, αυτό δεν εξασφαλίζει την αγιότητα του κόσμου παντού. Ο Σατανάς έχει την ευθύνη ότι «υποδαυλίζει την έμφυτη κλίση που υπάρχει στον άνθρωπο για το κακό και την αμαρτία». Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι ο Σατανάς θα δεθεί τελείως, η αμαρτία απλώς θα λιγόστευε, δεν θα εξαφανιζόταν. Αν δεθεί τελείως, δεν θα ήταν «όλοι άγιοι» οι δισεκατομμύρια κάτοικοι της γης. Επομένως, θα υπήρχαν «δύο ποίμνια και δύο ποιμένες».
Με το «μία ποίμνη» ο Κύριος εννοούσε «την δημιουργία της μίας Εκκλησίας, που θα αποτελούνταν από χριστιανούς που προέρχονταν τόσο από τούς Ιουδαίους, όσο και από τα έθνη, και όχι μία Εκκλησία που θα αποτελούνταν από την ολοκληρωτική κλήση των εθνών και μόνο». Αυτό υποστηρίζουν και οι Πατέρες της Εκκλησίας, όπως ο Ιωάννης Χρυσόστομος, ο Κύριλλος Αλεξανδρείας, ο Μέγας Βασίλειος και άλλοι. Λένε ότι ο Κύριος έχει πρόβατα όχι μόνο από την αυλή των Ισραηλιτών, αλλά και από άλλες αυλές των ειδωλολατρικών λαών. «Δεν πρόκειται λοιπόν να εκχριστιανισθούν όλα τα έθνη και να γίνουν ιδεώδεις Χριστιανοί». Η «μία ποίμνη» «έγινε και θά ολοκληρωθή στον ουρανό», όπου θα βασιλεύσει τελείως «ο εις ποιμήν ο κύριος των δυνάμεων». Εκεί θα εκπληρωθεί σε τέλειο βαθμό αυτό που είπε ο Κύριος προσευχόμενος για τους πιστούς του: «Πάτερ ους δέ οκάς μη θέλω ήνα όπου ημί εγώ κακή νιώσει μετ εμού ή να θεωρώ ει τη δόξαν την αμήν» (Ιωάννη ιζ 24). Αυτό δεν αφορά μόνο τους μαθητές, αλλά «και περί των πιστευόταν δια του λόγου αυτών» (Ιωάννη ιζ 20). Εξάλλου, «ουκ έχομεν ο δεμένου σαν πόλη αλλά την μέλλουσαν επιζητούμε» (Εβραίους ιγ 14) και «ημών το πολίτευμα εν ουρανης υπάρχει» (Φιλίππους γ 20). Αναμένουμε «κληρονομίαν άφθαρτων και αμίαντο και αμάραντον περιμένη εν κανείς εις ημάς» (Α’ Πέτρου α 4).
Ματθαίος ς΄, 10 («Ελθέτω η βασιλεία σου»)
Η φράση «ελθέτω η βασιλεία σου» (Ματθαίος ς΄, 10) σημαίνει την «απαραίτητη προϋπόθεση για να σωθή ο άνθρωπος». «Εάν ο άνθρωπος θέλει να έχει μέρος στη μόνιμη βασιλεία των ουρανών πρέπει να βάλλει στην καρδιά του τον βασιλέα χριστό». Διότι «ουκ έρχεται η βασιλεία του Θεού μετά παρατηρήσεως… ιδού γάρ η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστιν» (Λουκ. ιζ’, 20-21). Η βασιλεία του Κυρίου «έρχεται και αρχίζει ταπεινά στον κόσμο αυτό, για να ολοκληρωθεί στον ουρανό, όπου θά διαρκή αιωνίως». Κατά τους Πατέρες και ερμηνευτές (Ιωάννη Χρυσόστομο, Θεοφύλακτο, Ζυγαβηνό), το «ελθέτω η βασιλεία σου» είναι άσχετο προς το «γενηθήτω το θέλημά σου ως εν ουρανώ και επί της γής». Αντίθετα, εννοεί ότι «πρέπει οι πιστοί να προσεύχονται να έρθει σύντομα η Δευτέρα Παρουσία του, που μετά από αυτή ακολουθεί η αιώνια βασιλεία του Κυρίου στον ουρανό». Ο Ζυγαβηνός λέει: «βασιλεία νυν την δευτέραν αυτού παρουσίαν φησιν ως μετά πολύς δόξης σωμ». Ο Χρυσόστομος προσθέτει: «τούτο δε πάλιν παιδός ευγνώμονος το ρήμα το μη προσηλώνω νης μηδέν γατι τα παρόντα ηγείστε αλλά επήγε τε προς τον πατέρα και των μελλόντων εθεσε». Ο Θεοφύλακτος ερμηνεύει: «εφέτου η βασιλεία σου τουτέστιν η δευτέρα παρουσία διότι εκείνος όπου έχει πε παρισιανου την συνείδησιν παρακαλεί να έρθει η ανάστασις επί της γης». Το άγιο θέλημα του Κυρίου δεν είναι να γίνει η βασιλεία του στη γη, η οποία «θα είναι πάντοτε τόπος αμαρτίας και κλθ όνος και οι άνθρωποι ούτως ή άλλως θα πεθαίνουν». Το θέλημά του είναι «να τον αγαπήσουν όλοι και να βασιλεύει στις καρδιές τους για να τους παραλάβει στη συνέχεια μαζί τους στον ουρανό όπου θα είναι η μόνιμη αιώνια και τέλεια βασιλεία του». Γι’ αυτό διδαχτήκαμε να προσευχόμαστε να έρθει η βασιλεία του μέσα στις καρδιές μας και όλοι να πράττουν το θέλημά του όπως οι άγγελοι στον ουρανό.
Ματθαίος κδ΄, 14 («Κηρυχθήσεται τούτο το Ευαγγέλιον της βασιλείας εν όλη τη οικουμένη… και τότε ήξει το τέλος»)
Κατά τον Ιωάννη Χρυσόστομο, ο Κύριος με αυτό το χωρίο «δεν εννοούσε το τέλος του κόσμου, αλλά το τέλος την καταστροφή της Ιερουσαλήμ». Πριν από την καταστροφή των Ιεροσολύμων (σε διάστημα 35 ετών μετά την Πεντηκοστή), το Ευαγγέλιο θα είχε κηρυχθεί στον τότε γνωστό κόσμο «εις μαρτύριον», απλώς για να λάβουν γνώση οι άπιστοι και να καταστούν αναπολόγητοι. «Δεν εννοούσε ότι με την κήρυξη του Ευαγγελίου θα γίνονταν όλα τα έθνη Χριστιανικά, με συνειδητούς Χριστιανούς». Ο Απόστολος Παύλος βεβαιώνει ότι το Ευαγγέλιο κηρύχθηκε «εν πάση τη κτίσει τη υπ’ ουρανόν…», δείχνοντας τη δύναμη του Χριστού. Το χωρίο αναφέρεται «μάλλον στο τέλος των Ιεροσολύμων το 70 μ.Χ.». Ακόμα κι αν υποτεθεί ότι εννοεί το τέλος του κόσμου, «δεν εννοεί οπωσδήποτε, ότι όλοι οι λαοί, μηδενός εξαιρουμένου, θα γίνουν Χριστιανοί». Οι λαοί θα λάβουν γνώση του Χριστού και θα ακούσουν τη διδασκαλία του Ευαγγελίου «εις μαρτύριον ανεξάρτητα από το εάν θα πιστέψουν ή όχι». Το Ευαγγέλιο «κηρύχτηκε και συνεχώς κηρία σε όλο τον κόσμο». Συμπερασματικά, «δεν πρόκειται λοιπόν να αγιοποιηθεί όλος ο πλανήτης». Ήδη υπάρχουν «πολλοί χριστιανικοί λαοί αλλά στην ταυτότητα στην ουσία δεν διαφέρουν από τους ειδωλολατρικούς λαούς και χρειάζεται επανεγγράψιμα». Στην ερώτηση των μαθητών «Κύριε οι ολίγοι οι σωζόμενο», εφαρμόζεται ο λόγος του Κυρίου περί του μικρού ποιμνίου: «Μη φοβού τω μικρόν ίμον ότι ευδόκησε ο πατήρ ημών δούν ημίν τη βασιλείαν» (Λουκάς ιβ 32).
Αποκάλυψη κ΄ (Δέσμευση του Σατανά και Βασιλεία των Ψυχών)
Ο π. Αρσένιος Κομπούγιας εκφράζει «πολύ μεγάλη απορία» για το πώς τόσοι παλαιοί και σύγχρονοι ερμηνευτές του Κ΄ κεφαλαίου της Αποκαλύψεως περί δέσμευσης του Σατανά και Βασιλείας του Κυρίου για χίλια χρόνια, «δεν παρατήρησαν την τεράστια διαφορά που παρουσιάζουν μεταξύ τους τα χωρία που αναφέρονται στά δύο αυτά θέματα». Το ένα χωρίο του Κ΄ κεφαλαίου μιλά «περί δεσμεύσεως τού Σατανά για χίλια χρόνια στην γη». Το άλλο χωρίο του Κ΄ κεφαλαίου μιλά «περί βασιλείας ΨΥΧΩΝ όχι στη γή, αλλά στον ΟΥΡΑΝΟ». Αναφέρει «ψυχές πεπελεκισμένων ανθρώπων» που «έζησαν καί βασίλευσαν μαζί με τον Χριστό χίλια χρόνια» (Αποκ. κ’, 4). Το ερώτημα είναι: «ποιοι έζησαν και βασίλισα με το χριστό 1000 χρόνια εδώ στη γη οι άνθρωποι ή στον ουρανό οι ψυχές που μαρτύρησαν που υπέστησαν δηλαδή μαρτύρια».
Η πηγή υποστηρίζει την ορθή γνώμη του Ανδρέα Καισαρείας (6ος αιώνας) και του Αρέθα (9ος αιώνας), ότι «η δέσμευση του Σατανά αφορά τήν περίοδο, από την Σταύρωση του Κυρίου μέχρι την Δευτέρα Παρουσία». Κατά την περίοδο αυτή, «δεσμεύτηκε η εξουσία που είχε ο Σατανάς πάνω στους ανθρώπους μετά τήν πτώση των πρωτοπλάστων, οπότε και κανείς δεν μπορούσε νά σωθεί, μέχρι να έρθει ο Χριστός, ο σαρκωθείς Θεός, να θυσιαστεί καί νά μας εξαγοράσει διά του παναγίου Του αίματος». Ο Σατανάς δεσμεύτηκε τόσο πολύ με το σταυρικό θάνατο του Χριστού, ώστε «κανέναν άνθρωπο πλέον δεν μπορεί να οδηγήσει στην κόλαση, εάν δεν το θελήσει ο ίδιος». Θα λυθεί όμως και θα λάβει «πάλι μεγάλη εξουσία, λίγο πρίν από το τέλος, ώστε βαδίζοντας πρός τό τέλος του κόσμου, μόλις λίγοι και μετά βίας θα είναι οι άνθρωποι πού τότε θα σώζωνται!».
Αυτό δείχνει «αφ’ ενός μέν την δέσμευση του Σατανά για χίλια χρόνια κάτω στη γη και αφ’ ετέρου την χιλιετή αυτή περίοδο βασιλείας ΨΥΧΩΝ στον ουρανό μέ τον Χριστό». Πρόκειται για «τους αγίους, ιδίως τους μάρτυρες της πίστεως, που βασιλεύουν μαζί με τον Χριστό καί προγεύονται τα ουράνια αγαθά, μέχρι την Δευτέρα Παρουσία». Ο αριθμός «χίλια», όπως και άλλοι αριθμοί στην Αποκάλυψη και γενικότερα στην Αγία Γραφή, «είναι σχηματικός και συμβολικός καί δέν πρέπει να λαμβάνεται και να ερμηνεύεται κυριολεκτικά. Σημαίνει γενικά και αόριστα, ένα μακρύ χρονικό διάστημα».
Πρώτη και Δεύτερη Ανάσταση
Η πρώτη Ανάσταση είναι η «πνευματική δηλαδή ανάσταση από τήν αμαρτία και τον πνευματικό θάνατο». Ο Ανδρέας Καισαρείας λέει χαρακτηριστικά: «Πρώτη δε ανάστασις η εκ νεκρών έργων ζωοποίησις· δευτέρα δε η εκ φθοράς των σωμάτων εις αφθαρσίαν μεταποίησις». Ο Κύριος ονομάζει την παρούσα ζωή «θάνατο» και όχι «ζωή» είτε λόγω του «βραχύτο του χρόνου της παρούσας ζωής σε σύγκριση με την αιωνιότητα» είτε «εξαιτίας της αναπόφευκτης αμαρτίας στην οποία υπόκεινται όσοι γεννούνται και η οποία είναι πνευματικός θάνατος». Από αυτόν τον θάνατο, «κάθε ένας πιστός που θα αναγεννηθεί πριν πεθάνει σωματικός μέσα από την ειλικρινή μετάνοια και εξομολόγηση και τη συμμετοχή τους στα άχραντα μυστήρια και διάγοντας άγιο βίο θα ζωοποιεί και αναστημένος εν χριστό πλέον πνευματικός μεταβαίνει όταν πεθάνει σωματικός στην αληθινή και αιώνια ζωή στην αγκαλιά του κυρίου στον παράδεισο». Όπως μαρτυρεί η Γραφή: «δίον δε ψυχα εν χειρί θεού και ομη άψε αυτόν βάσανος» (Σοφία Σολομώντος γ 1).
Όσοι αναγεννήθηκαν εν Χριστώ, δηλαδή οι πιστοί Χριστιανοί, «ήδη έλαβαν τήν πρώτη ανάσταση εκ της αμαρτίας καί όλοι αυτοί πού αναχωρούν μέ τόν φυσικό θάνατο από τήν παρούσα ζωή, στήν όντως αληθινή ζωή, τήν αιώνια, βασιλεύουν μέ τόν Χριστό, προγεύονται των αιωνίων αγαθών, μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία».
Η δεύτερη Ανάσταση είναι η σωματική, «η οποία θά πραγματοποιηθή κατά την φοβερή ημέρα της αναστάσεως όλων τών νεκρών, των δικαίων και των αμαρτωλών, είτε το θέλουν, είτε δέν το θέλουν, τότε που θα έρθη ο Κύριος με δόξα, στην Δευτέρα Του Παρουσία». Σε όσους μετέχουν της πρώτης ανάστασης, μετά τον σωματικό τους θάνατο, ο δεύτερος θάνατος (ο χωρισμός της αμαρτωλής ψυχής από τον Θεό) «δέν θα ‘έχη εξουσία’» (Αποκ. κ΄, 6). «Μακάριος (λοιπόν) και άγιος ο έχων μέρος εν τη πρώτη (πνευματική) αναστάσει» (Αποκ. κ΄, 6). Ο δεύτερος θάνατος είναι «ο πνευματικός θάνατος, η αποκοπή της αμετανόητης ψυχής από την Πηγή της Ζωής, τον Κύριο».
Το χωρίο «Οι λοιποί των νεκρών ουκ έζησαν έως τελεσθή τα χίλια έτη» (Αποκ. κ΄, 5) σημαίνει «όσοι από εδώ δ αναστήθηκαν δια της μετανοίας και των μυστηρίων αλλά έμειναν αμετανόητοι αδιόρθωτοι ανέτοιμοι αυτοί δεν ζουν με τους άλλους μετά το σωματικό θάνατο και δεν προγεννητικός συμβολικός αριθμός». Πολύ περισσότερο, «δεν θα ζήσουν μετά την κρίση και καταδίκη τους κατά τήν φοβερή ημέρα της Κρίσεως, αλλά θα πορευθούν στο σκότος το εξώτερον και θα συγκατοικήσουν μαζί με τους πονηρούς δαίμονες». Ο δεύτερος θάνατος είναι «η αποκοπή και η αποξένωση της αμετανόητος αμαρτωλής ψυχής από την πηγή της ζωής τον κύριο».
Διάφορες θεωρίες για την πρώτη ανάσταση έχουν προταθεί: Οι «αντίχριστοι χιλιαστές» υποστήριξαν ότι η πρώτη ανάσταση έγινε το 1914, με την ανάσταση όλων των αγίων της Παλαιάς Διαθήκης και τη μετάβασή τους στον ουρανό, για να ακολουθήσει άλλη ανάσταση των χιλιαστών που θα ζήσουν στη γη. Κάποιοι «χιλιαστές μεταξύ των ορθοδόξων» υποστηρίζουν ότι η πρώτη ανάσταση για τους μεγάλους αγίους θα γίνει μετά την εγκαθίδρυση της βασιλείας του Χριστού στη γη το 1984, με την προετοιμασία να ξεκινά το 1968-69 μέσω ενός «φρικτού πολέμου που καταλήγει υπέρ της ελλάδος και της ορθοδοξίας!». Αυτή η χρονολογία (1984) ταυτίζεται με τη νέα χρονολογία που όρισαν οι χιλιαστές μετά από «αλλεπάλληλες διαψεύσεις και αναβολές» από το 1975. Μια τρίτη θεωρία (Παναγιώτης Τρεμπέλας, 2005) θεωρεί την πρώτη ανάσταση ως «αποκατάσταση των αγίων στις καρδιές των ανθρώπων που θα ζουν κατά την γενική επικράτηση του ευαγγελίου των λησμονημένων μαρτύρων της πίστεως και γενικά όλων των αγίων».
Σύγχρονες Θεολογικές Ιδέες που Αποκλίνουν προς τη Μεσοβασιλεία
Ο Απόστολος Μακράκης, «πράγματι μεγάλος άντρας» και «σημαντικός για τη νεότερη Χριστιανική αναγέννηση στην Ελλάδα», ανανέωσε με πολλές διαφοροποιήσεις τη θεωρία περί της χιλιετούς βασιλείας, την οποία πρώτοι επανέφεραν οι «σκοτεινοί Σπουδαστές τών Γραφών η Μάρτυρες του Ιεχωβά». Αυτοί «αντιγράφουν εν πολλοίς, την θεωρία του Παπία, του Κηρίνθου και των Μοντανιστών».
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά χαρακτηρίζονται ως «σατανική αίρεση, η χειρότερη από όλες τις αιρέσεις». Πιστεύουν στην «χιλιετή βασιλεία του Χριστού πάνω στη γη με τήν ανάσταση των δίκαιων χιλιαστών και στην συνέχεια, στην αιώνια ζωή πάνω στη γή, η οποία θα είναι πλήρης υλικών απολαύσεων καί διασκεδάσεων», βασιζόμενοι στο «παρανοημένο Κ΄ κεφάλαιο της Αποκαλύψεως».
Κάποιοι σύγχρονοι Ορθόδοξοι χιλιαστές, «άλλοι μέν να παραδέχονται την θεωρία του Αποστόλου Μακράκη και άλλοι να μοιάζουν κατά πολύ με τους αρχαίους, Παπία και Κήρινθο». Οι πρώτοι πιστεύουν στη χιλιαστική περίοδο, αλλά «χωρίς τήν ανάσταση των νεκρών». Υποστηρίζουν ότι οι λαοί, «κατά τρόπο μαγικό η θαυματουργικό η πρό παντός μέσα από έναν καταστροφικό πόλεμο κατά τον οποίο θα επέμβη ο Κύριος, θα μετανοήσουν, καί από τότε θα ζούν πάνω στην γή, ως άγιοι». Εν τω μεταξύ, ο Σατανάς θα έχει δεθεί και δεν θα ενοχλεί κανέναν. Όμως, μετά την «ευτυχή χιλιετία», ο Διάβολος «θα λυθή πάλι, για να ρίξη τον κόσμο πού έχει αγιοποιηθεί, εκ νέου στο κακό και την αμαρτία και να ξανακάνει τόν πλανήτη, γη Μαδιάμ!». Τότε, ο Κύριος θα έρθει με οργή ως Κριτής για να κρίνει τους ανθρώπους που αποστάτησαν για δεύτερη φορά.
Η ιδέα μιας «απαραίτητης μεσοβασιλείας» ή μιας «καθολικής επικράτησης του ιερού Ευαγγελίου, ως βιώματος όλων των κατοίκων της γής», ή της «οπωσδήποτε κυριαρχίας του Χριστού επί τού Σατανά και του κακού, πρίν τον ερχομό της Δευτέρας Παρουσίας», έχει επηρεάσει ακόμα και την επίσημη θεολογία. Κάποιοι θεολόγοι που γράφουν για μια «γενική επικράτηση του ιερού Ευαγγελίου, ως βιώματος, σε όλο σχεδόν τον πλανήτη» «πολύ λίγο απέχουν, από τις πολύμορφες διδασκαλίες περί της χιλιετούς μεσοβαρδα προφητείες».
Ο π. Αρσένιος Κομπούγιας αναφέρει μια «πολύ παράδοξη ερμηνεία» ενός καθηγητή πανεπιστημίου του 19ου κεφαλαίου της Αποκαλύψεως, ο οποίος υποστηρίζει μια «ενδιάμεση ένδοξη παρουσία του Χριστού» και συνολικά «τρεις παρουσίες». Αυτή η ενδιάμεση παρουσία περιγράφεται ως «έκτακτη αόρατη επέμβαση του ιησού χριστού με την οποίαν κατανικά οριστικά η αντίθεος δύναμη του αντιχρίστου και εξασφαλίζεται η τριαδική επικράτηση του ευαγγελίου και ο πραγματικός εκχριστιανισμός του κόσμου καθώς και ο θρίαμβος του έργου του χριστού που θα διαρκέσει για μεγάλη περίοδο γιατί όχι και για πάντα όπως λένε οι χιλιαστές». Αυτή η ερμηνεία περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας υπό Παναγιώτη Τρεμπέλα» (σελίδες 1049 και 1052, ή 1092 ή 1032 σε νεότερη έκδοση).
Άλλες «τερατώδεις θεωρίες» από Προτεστάντες, όπως αυτές του Σπύρου Ζωδιάτη και του Ομήρου Δουκάτου, περιγράφουν θαυμάσια τα γεγονότα πριν τη Δευτέρα Παρουσία. Ωστόσο, «δεν παραδέχονται όμως ότι μετά τη δευτέρα παρουσία θα ακολουθήσει η συντέλεια του κόσμου η ανάσταση των νεκρών καθώς και η χρήση και ανταπόδοση». Αντιθέτως, «παραδέχονται ανοήτως ότι οι πιστοί θα αρπαγοφυτο εχθος τον κύριο ο οποίος θα κατέβει σωματικός για να βασιλεύει με τους πιστούς του για 1000 χρόνια». Αυτό σημαίνει ότι «διαστέλλουν την παρουσία του κυρίου με την ταυτόχρονη συντέλεια του κόσμου την ανάσταση των νεκρών καθώς θως και την κρίση και ανταπόδοση και ισχυρίζονται ότι αυτά θα ακολουθήσουν μετά τη χιλιετή βασιλεία του χριστού». Επομένως, «παραδέχονται τη βλάσι ιδέα τρίτης παρουσίας του κυρίου». Μας λένε ότι «μετά τη χιλιετία ο κύριος που θα έρθει σωματικός στη γη θα ανέρθει πάλι στους ουρανούς και θα παραδώσει εκ μίου τη γη με τους δυστυχισμένους κατοίκους της για μερικές ακόμα χιλιετίες ξανά στην εξουσία του σατανά για να πλανήθηκε να σοδομισμό και μετά θα ξανακατέβει στη γη για τρίτη φορά για να κρίνει τον κόσμο και συγχρόνως να εγκαταστήσει την αιώνια βασιλεία του αλλά πο όμως στη γη ή στους ουρανούς». Αυτό χαρακτηρίζεται ως «πλήρης θαλασσοπορια φή του σατανά».
Αιτίες Καταδίκης του Χριστού από τους Εβραίους και Σύγχρονες Παραλληλίες
Ένας λόγος για τον οποίο οι Εβραίοι σταύρωσαν τον Κύριο ήταν «ο φθόνος η κακία το μίσος η εκδίκηση εξαιτίας της ανωτερότητας του μόνου αναμάρτητη ιησού» και «του ελέγχου εναντίον της αμαρτωλής και υποκριτικής ζωής ιδίως των αρχόντων αρχιερέων και γραμματίων». Όμως, «ήταν και η έμμονη δογματική πίστη και διδασκαλία θεολόγων και ραβίνων περί του προσδοκόμενα μεσσία και της παντοκρατορίας του επί της γης». Πίστευε η θεολογία τους, όπως και σήμερα, ότι «ο μεσσίας θα είναι επίγειος παντοκράτωρ και όχι πνευματικός βασιλεύς». Αυτό είναι «δόγμα στην εβραϊκή θεολογία έως ότου εμφανιστεί ο ψευδο μεσσίας ο υιός της αμαρτίας ο πλάνος και αντίχριστος». Γι’ αυτό, «επιχείρησαν να κάνουν τον κύριο βασιλέα και ενώ αρνήθηκε και έφυγε και ενώ βεβαιώθηκαν ότι δεν απέβλεπε σε επίγεια βασίλεια όπως ο ίδιος αργότερα διακήρυξε λέγοντας η βασιλεία ηεν ου εσν εκ του κόσμου τούτου τότε πλέον τον θεώρησαν ως πλάνο και απατεώνα και όχι μεσσία» και ανέλαβαν την εξόντωσή του. Έκτοτε, περιμένουν τον επίγειο μεσσία.
Αυτή η ίδια πλάνη παρατηρείται «και σήμερα μεταξύ των πιστών του ιησού χριστού». Άλλοι περιμένουν να βασιλέψει αιώνια στη γη, άλλοι για 1000 χρόνια, άλλοι για λιγότερο, αλλά «η ορθόδοξη εκκλησία τον περιμένει κατά τη δευτέρα του παρουσία». Ο π. Αρσένιος Κομπούγιας εκφράζει τον φόβο μήπως «οι ευσεβείς οραματιστές που γράφουν και περιμένουν εναγωνίως την μακροχρόνια ολιγόχρονη επίγεια βασιλεία του θυμώσουν όταν δουν τον χριστό να έρχεται επάνω στις νεφέλες και προβούν στη σύλληψή του για να τον κάνουν με το ζόρι επήγε ο βασιλέα έστω και για ένα μικρό διάστημα ή διαφορετικά ίσως προβούν σε νέα σταύρωση του επειδή δεν ανταποκρίθηκε όπως νομίζουν στις υποσχέσεις του».
Οι οπαδοί της μεσοβασιλείας «σκανδαλίζονται» με τη σκέψη πώς είναι δυνατόν να συνεχιστεί το σημερινό κακό στον κόσμο μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία χωρίς να το ανακόψει ο παντοδύναμος Κύριος. Ωστόσο, «δεν σκανδαλίζεται με το ότι μετά την ανακοπή του κακού μετά από λίγο διάστημα θα αρχίσει πάλι το κακό όπως ομολογούν χωρίς να εμποδίζεται δια παντός από τον κύριο». Αυτό τους κάνει να παρουσιάζουν τον Κύριο «σαν να αδυνατεί να διατηρήσει τη δική του προσωρινή αρμονία στον κόσμο». Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά «σκέφτονται καλύτερα από αυτούς και είναι περισσότερο ειλικρινής διότι πιστεύουν ότι ο κύριος θα φέρει αιώνια αρμονία επάνω σστο πλανήτη». Επιπλέον, η άποψη τους καθιστά τον Κύριο «άδικο», διότι «χάθηκαν εκατομμύρια ψυχές κατά την περίοδο που ήταν λυμένος ο σατανάς και γκρέμιζε όλους την αμαρτία την απώλεια και την κόλαση και δεν είχαν την τύχη να ζουν και αυτοί μετά την επικράτηση της βασιλείας του στη γη ώστε να ήταν και αυτοί απείραχτη από τον σατανά που ήταν δεμένος». Αυτές οι ψυχές θα είχαν «όλο το δίκιο τους» να παραπονεθούν στον Κύριο για την «εξ και την αδικία αυτή».
Αληθινές Προφητείες και Οράματα των Αγίων
Ο π. Αρσένιος Κομπούγιας τονίζει ότι οι «αληθινές προφητείες» δεν στρέφονται «εναντίον εκείνων που δεν έχουν σαφή και επίσημη ιστορική καταγωγή και είναι ασυνάρτητες περιγραφές πολέμων και καταστάσεων που δημιουργήθηκαν από Έλληνες και Τούρκους και αναφέρονται στην επανάκτηση της κωνσταντινουπόλεως και στην μακρο χρόνια βασιλεία του κυρίου επί της γης με ελληνική παγκόσμια κυριαρχία». Αντίθετα, «υπάρχουν οράματα και θαυμάσιες προρρήσεις που μαρτυρούνται από τους βίους των αγίων και από την ιστορία και δεν μιλούν με γλώσσα πυθίας αλλά με σαφήνεια ούτε περιστρέφονται γύρω από πολέμους μεταξύ εύρω και τούρκων». Τα θέματά τους αποτελούν «η ηθική και θρησκευτική εξέλιξη του κόσμου, η αμαρτία, η αποστασία και η εφεύρεση».
Αποδεδειγμένες προφητείες αγίων είναι αυτές του Μεγάλου Παχωμίου, του Μεγάλου Αντωνίου, του Μωυσέως του Αιθίοπα. Ο Όσιος Νήφων (ασκητής στην Κωνσταντινούπολη) «υπολογίζει με τους επτά τόμους τών αιώνων (χιλιετηρίδων), ότι ο Κύριος κλείνει τον τελευταίο τόμο στό μέσον (δηλαδή στις έξι και ήμισυ χιλιάδες (6.500) χρόνια από Αδάμ, περίπου το 2000 μ.Χ., και έπειτα θα έλθει να κρίνει τον κόσμο κατά τήν Δευτέρα Παρουσία». Επίσης, «παρουσιάζει τον ερχομό του Κυρίου στο μέσον του εβδόμου αιώνος (χιλιετηρίδος) από δημιουργίας του Αδάμ. Δηλαδή, λίγο πρίν η λίγο μετά το έτος 2000!». Ο Όσιος Νείλος ο Μυροβλήτης (ασκήτεψε στο Άγιον Όρος κατά το 1600) παρέδωσε προφητείες εμφανιζόμενος σε κάποιον μοναχό μετά την κοίμησή του. Οι προφητείες του Νείλου έχουν επίκαιρο ενδιαφέρον και είναι «αντίθετη με όλες τις άλλες προφητείες». Δεν αναφέρεται σε πολέμους με ευτυχές αποτέλεσμα για την Ελλάδα, ούτε σε βασιλεία του Κυρίου επί της γης. Αντιθέτως, περιγράφει ότι «μετά το 1900 ο κόσμος θα αφηνιάση και ότι θα αρχίση η γενική αποστασία ολόκληρης της ανθρωπότητας». Αναφέρεται σε «καταπληκτικές εφευρέσεις της επιστήμης, στην πρωτοφανή ανηθικότητα, τήν αθεία και την αδιαφορία κλήρου και λαού, με αποτέλεσμα όχι τήν βασιλεία του Θεού επί της γής, αλλά την κολόβωση των ημερών, από την μεγάλη θλίψη του Αντιχρίστου και την επίσπευση της Παρούσιας του Κυρίου». Η πηγή θέτει το ερώτημα: «ποια είναι η περισσότερο σοβαρή προφητεία αυτή η οποία προβλέπει κατά αυτόν τον αιώνα την γενική αποστασία τον ερχομό του αντιχρίστου και την παρουσία του κυρίου στη συνέχεια στη συνέχεια ή όλες οι άλλες οι οποίες προφητεύουν πολέμους και μόνον πολέμους και στη συνέχεια θαυματουργική αλλαγή του κόσμου και αγιοποίηση του πλανήτη με την επέμβαση του κυρίου και με ευτυχή ελληνική χριστιανική βασιλεία και κοινωνία».
Σχετικά με τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, οι πολυάριθμες προρρήσεις του συγκεντρώθηκαν κυρίως εκ παραδόσεως. Ωστόσο, κάποιες από αυτές μπορούν να θεωρηθούν παρείσακτες. Παράδειγμα αποτελεί η προφητεία περί επανόδου των Τούρκων στην Ελλάδα έως τα Εξαμίλια και η καταδίωξή τους έως την Κόκκινη Μηλιά (Μέκκα;). Αυτή η προφητεία αναφέρει ότι από τους Τούρκους το ένα τρίτο θα πιστέψει στον Χριστό και θα βαπτισθεί, ένα άλλο τρίτο θα σφαγιασθεί και το τελευταίο τρίτο θα καταφύγει στην Αραβία (σημειώνεται ότι το ένα τρίτο του τότε πληθυσμού της Τουρκίας ήταν 13 εκατομμύρια). Ο π. Αρσένιος Κομπούγιας μας προτρέπει να αμφιβάλλουμε για αυτή την προφητεία, όχι μόνο γιατί «φαίνεται τερατώδης», αλλά και γιατί την αναφέρει 1.400 περίπου χρόνια πριν από τον Άγιο Κοσμά ο Ψευδομεθόδιος.
Σύγχρονοι Πνευματικοί που Προειδοποίησαν για τα Σημεία των Καιρών
Με το ίδιο πνεύμα, ότι δηλαδή υπάρχουν σημεία που προμηνύουν το τέλος, έγραψαν ο αρχιμανδρίτης Φιλόθεος Ζερβάκος (Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Λογγοβάρδας Πάρου) και ο επίσκοπος Φλωρίνης π. Αυγουστίνος Καντιώτης. Ο τελευταίος μάλιστα, τον Ιούνιο του 1975, σε ειδική ομιλία του για τα σημεία των καιρών, υποστήριξε ότι «βρισκόμαστε στα πρόθυρα της εμφανίσεως του Αντιχρίστου καί της συντέλειας του κόσμου» επικαλούμενος τα ίδια τα σημεία των καιρών. Επίσης, ο θεολόγος Νικόλαος Σωτηρόπουλος έκρουσε κατ’ επανάληψη τον κώδωνα του κινδύνου με άρθρα και ομιλίες του.
Γενικά Συμπεράσματα και Η Ορθόδοξη Διδασκαλία
Ο π. Αρσένιος Κομπούγιας συνοψίζει ότι «ο Κύριος δεν θα βασιλεύση ορατώς, ούτε αοράτως στην γη για μικρό η μεγάλο διάστημα, ούτε θα επικρατήση γενικώς ιδεώδης πνευματική ζωή, κατόπιν μάλιστα της πρωτοφανούς αποστασίας και αθείας, από την οποία ο κόσμος οδηγείται ολοταχώς στην καταστροφή και αυτοκαταστροφή». Η βασιλεία του Χριστού «δεν είναι προσωρινή, είναι αιώνια στούς πνευματικούς κόσμους των ουρανών», και όσοι πιστεύουν είναι ήδη μέτοχοι αυτής της βασιλείας που δεν θα έχει τέλος.
Το Κ΄ κεφάλαιο της Αποκαλύψεως, το οποίο οδήγησε πολλούς σε πλάνη ή αίρεση, «δεν μιλά για εγκόσμια βασιλεία, αλλά για ουράνια, με ψυχές αγίων». Ούτε ο Κύριος, ούτε οι Άγιοι Απόστολοι, ούτε οι μεγάλοι Άγιοι και Πατέρες της Εκκλησίας, ούτε η Ιερά Παράδοση, ούτε η Ορθόδοξη θεολογία και δογματική, «ούτε πίστεψε το σύνολο της Εκκλησίας και δέχτηκε ποτέ την ατομική ιδέα μερικών, περί επικείμενης επίγειας βασιλείας η αγιοποιήσεως του κόσμου, πρίν από την Δευτέρα Παρουσία». Μόνο «οι αντίχριστοι χιλιαστές καί ορθόδοξοι ονειροπόλοι με τα δεκάδες συμβολικά, δυσνόητα καί παρανοημένα χωρία τα οποία προβάλλουν, περιμένουν επίγεια βασιλεία και θέλουν να πείσουν γι’ αυτήν και εμάς, οι οποίοι προσδοκώμεν μόνο την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, την κρίση και τήν ζωήν του μέλλοντος αιώνος». Ο π. Αρσένιος Κομπούγιας εκφράζει μάλιστα τον φόβο ότι αυτοί οι «ευσεβείς οραματιστές» μπορεί να θυμώσουν όταν δουν τον Χριστό να έρχεται «πάνω σε νεφέλες καί… προβούν στην σύλληψή Του, για να τον κάνουν με το ζόρι επίγειο βασιλέα, έστω και για ένα μικρό διάστημα, ή διαφορετικά, ίσως προβούν σε νέα…σταύρωσή Του, επειδή δεν ανταποκρίθηκε, όπως νομίζουν, στις υποσχέσεις Του!».