Αβραάμ και Λωτ. Βίος
Η Καταγωγή και η Αναχώρηση από την Ουρ των Χαλδαίων
Ο Αβραάμ, αρχικά γνωστός ως Άβραμ, γεννήθηκε στην Ουρ των Χαλδαίων. Η εκτιμώμενη περίοδος ζωής του είναι περίπου μεταξύ 2167 και 1992 π.Χ., σύμφωνα με υπολογισμούς της Παλαιάς Διαθήκης. Ήταν γιος του Θάρρα (ή Θάρα), ο οποίος ήταν ειδωλολάτρης, όπως και όλη η οικογένειά του αρχικά. Ο Αβραάμ είχε δύο αδελφούς, τον Ναχώρ και τον Αρράν. Ο Αρράν ήταν ο πατέρας του Λωτ. Ο Αρράν πέθανε πριν η οικογένειά του φύγει από την Ουρ. Ο Αβραάμ παντρεύτηκε τη Σάρρα (αρχικά Σάρα).
Μετά τον θάνατο του αδελφού του Ναχώρ, ο Θάρρα πήρε τον γιο του τον Αβραάμ, την εγγονή του (και σύζυγο του Αβραάμ) Σάρρα, και τον εγγονό του Λωτ, και αναχώρησαν από την Ουρ των Χαλδαίων με σκοπό να πάνε στη γη Χαναάν. Ωστόσο, έφτασαν στη Χαρράν της Μεσοποταμίας και εγκαταστάθηκαν εκεί.
Η Κλήση του Αβραάμ και η Άφιξη στη Χαναάν
Σε ηλικία 75 ετών, ο Κύριος κάλεσε τον Αβραάμ να φύγει από τη Χαρράν και να πάει σε μια γη που θα του έδειχνε. Του υποσχέθηκε ότι θα τον κάνει μεγάλο έθνος, θα τον ευλογήσει, θα κάνει το όνομά του ξακουστό και μέσω αυτού θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης. Ο Αβραάμ υπάκουσε στην εντολή του Κυρίου και αναχώρησε από τη Χαρράν παίρνοντας μαζί του τη Σάρρα, τον Λωτ, όλα τα υπάρχοντά τους και τους δούλους που είχαν αποκτήσει στη Χαρράν. Έτσι έφτασαν στη γη Χαναάν.
Ο Αβραάμ διέσχισε τη χώρα ως την περιοχή της Συχέμ, όπου τότε κατοικούσαν οι Χαναναίοι. Εκεί ο Κύριος εμφανίστηκε στον Αβραάμ και του υποσχέθηκε ότι αυτή τη γη θα τη δώσει στους απογόνους του. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, ο Αβραάμ έχτισε ένα θυσιαστήριο εκεί και πρόσφερε θυσία προς τον Κύριο. Στη συνέχεια, μετά από εντολή του Θεού, προχώρησε προς τα βουνά και εγκαταστάθηκε στη Βαιθήλ, όπου έχτισε ένα ακόμη θυσιαστήριο για τον Κύριο και προσευχήθηκε σ’ αυτόν.
Η Κάθοδος στην Αίγυπτο λόγω Πείνας
Εκείνο τον καιρό ξέσπασε μεγάλη πείνα στη Χαναάν. Λόγω της σοβαρότητας της πείνας, ο Αβραάμ αποφάσισε να κατέβει στην Αίγυπτο. Φοβούμενος για τη ζωή του από τους κατοίκους της Αιγύπτου, είπε ψέματα ότι η Σάρρα ήταν αδελφή του. Η ομορφιά της Σάρρας εντυπωσίασε τους άρχοντες της Αιγύπτου, και έτσι την πήραν στα ανάκτορα του Φαραώ, προσφέροντας πλούσια δώρα στον Αβραάμ. Ωστόσο, ο Κύριος τιμώρησε τον Φαραώ και τους αυλικούς του με μεγάλες συμφορές. Μέσα από ένα όνειρο που είδε ο Φαραώ, αναγκάστηκε να δώσει πίσω τη Σάρρα στον Αβραάμ και τους διέταξε να φύγουν από την Αίγυπτο.
Η Επιστροφή στη Χαναάν και ο Χωρισμός με τον Λωτ
Μετά τη φυγή τους από την Αίγυπτο, ο Αβραάμ επέστρεψε στη Χαναάν, στην περιοχή της Βαιθήλ, μαζί με τη γυναίκα του Σάρρα και τον Λωτ. Και οι δύο είχαν αποκτήσει αρκετά κοπάδια από πρόβατα και βόδια, καθώς και σκηνές. Η γη όμως δεν επαρκούσε για να κατοικήσουν μαζί, καθώς τα υπάρχοντά τους ήταν πάρα πολλά. Οι βοσκοί του Αβραάμ άρχισαν να μαλώνουν με τους βοσκούς του Λωτ.
Για να αποφευχθούν περαιτέρω διαμάχες, ο Αβραάμ πρότεινε στον Λωτ να χωριστούν και να διαλέξει ο καθένας την περιοχή που ήθελε να εγκατασταθεί. Ο Λωτ, όντας πλεονέκτης, επέλεξε την πιο εύφορη πεδιάδα που βρισκόταν στον ποταμό Ιορδάνη. Η επιλογή αυτή τον έφερε κοντά στην περιοχή των Σοδόμων και των Γομόρρων. Πριν την καταστροφή τους από τον Κύριο, η περιοχή αυτή ήταν σαν παράδεισος, σαν τη χώρα της Αιγύπτου. Έτσι, ο Λωτ έστησε τις σκηνές του κοντά στα Σόδομα, ενώ ο Αβραάμ παρέμεινε στη γη Χαναάν, κοντά στη Χεβρών. Οι άνθρωποι των Σοδόμων και των Γομόρρων ήταν πολύ κακοί και αμαρτωλοί ενώπιον του Κυρίου. Αργότερα, ο Αβραάμ μετακινήθηκε και εγκαταστάθηκε στη Μαβρή, κοντά στη Χεβρών, όπου έχτισε ένα θυσιαστήριο στον Κύριο.
Ο Πόλεμος και η Αιχμαλωσία του Λωτ
Κάποια στιγμή, ο βασιλιάς της Ελάμ (Αϊλάμ), Χοδολλογομόρ, μαζί με άλλους βασιλιάδες, πολέμησαν με τους βασιλιάδες των Σοδόμων και των Γομόρρων. Στον πόλεμο που ακολούθησε, ο Χοδολλογομόρ και οι σύμμαχοί του νίκησαν και λεηλάτησαν τα Σόδομα και τα Γόμορρα. Καθώς έφευγαν, πήραν αιχμάλωτο τον Λωτ, μαζί με την οικογένειά του και όλα του τα υπάρχοντα.
Η Παρέμβαση του Αβραάμ και η Απελευθέρωση του Λωτ
Ένας υπηρέτης του Λωτ που γλίτωσε ειδοποίησε τον Αβραάμ για την αιχμαλωσία του ανιψιού του. Μόλις το άκουσε ο Αβραάμ, εξόπλισε 318 από τους υπηρέτες του και, μαζί με τον Μαμβρή τον Αμοραίο και τα αδέλφια του που ήταν σύμμαχοί του, καταδίωξε τον Χοδολλογομόρ. Τη νύχτα, ο Αβραάμ χώρισε τους άντρες του σε μικρές ομάδες, επιτέθηκε στους εχθρούς και τους κατατρόπωσε, καταδιώκοντάς τους μέχρι την περιοχή που είναι αριστερά (ή βόρεια) της Δαμασκού. Ο Αβραάμ πήρε πίσω όλα τα λάφυρα και ελευθέρωσε τον Λωτ μαζί με την οικογένειά του και όλα του τα υπάρχοντα.
Η Συνάντηση με τον Μελχισεδέκ
Επιστρέφοντας από τη νίκη του, ο Αβραάμ συνάντησε τον Μελχισεδέκ, ο οποίος ήταν βασιλιάς της Σαλήμ και ιερέας του Υψίστου Θεού. Ο Μελχισεδέκ ευλόγησε τον Αβραάμ. Τότε ο Αβραάμ του έδωσε το ένα δέκατο από όλα τα λάφυρα. Τα υπόλοιπα λάφυρα τα έδωσε στον βασιλιά των Σοδόμων.
Η Εμφάνιση του Θεού και η Υπόσχεση για Απόγονο
Ύστερα από αυτά τα γεγονότα, ο Κύριος εμφανίστηκε σε όραμα στον Αβραάμ και του είπε: «Μη φοβάσαι, Άβραμ. Εγώ είμαι η ασπίδα σου. Η ανταμοιβή σου θα είναι πάρα πολύ μεγάλη». Ο Αβραάμ απάντησε εκφράζοντας την ανησυχία του για την έλλειψη απογόνων, λέγοντας ότι ο κληρονόμος του θα ήταν ο δούλος του σπιτιού του, ο Ελιέζερ από τη Δαμασκό. Ο Κύριος όμως του απάντησε ότι δεν θα τον κληρονομήσει αυτός, αλλά εκείνος που θα γεννηθεί από τα σπλάχνα του, και του υποσχέθηκε αναρίθμητους απογόνους σαν τα αστέρια του ουρανού. Ο Αβραάμ πίστεψε στον Κύριο, και γι’ αυτή του την πίστη ο Κύριος τον αναγνώρισε δίκαιο. Ο Κύριος του είπε ακόμη ότι οι απόγονοί του, αφού πρώτα υποδουλωθούν στην Αίγυπτο, θα επιστρέψουν και θα κατακτήσουν τη γη Χαναάν.
Η Γέννηση του Ισμαήλ
Τα χρόνια περνούσαν, και η Σάρρα παρέμενε στείρα. Έτσι, η Σάρρα έδωσε την υπηρέτριά της, την Άγαρ, στον Αβραάμ για να αποκτήσει παιδί. Όταν η Άγαρ είδε ότι ήταν έγκυος, άρχισε να φέρεται στην κυρά της με περιφρόνηση. Τότε η Σάρρα άρχισε να κακομεταχειρίζεται την Άγαρ, η οποία έφυγε από κοντά της. Όμως, με παρότρυνση του Θεού, η Άγαρ επέστρεψε και γέννησε έναν γιο, τον οποίο ο Αβραάμ ονόμασε Ισμαήλ. Εκείνη την εποχή, ο Άβραμ ήταν 86 ετών. Ο Ισμαήλ είναι ο πρόγονος των Αράβων.
Η Διαθήκη του Θεού και η Αλλαγή των Ονομάτων
Όταν ο Αβραάμ ήταν 99 ετών, ο Κύριος του φανερώθηκε πάλι και του είπε: «Εγώ είμαι ο Θεός παντοκράτορας. Να ζεις σύμφωνα με το θέλημά μου και να είσαι τέλειος. Θα συνάψω μαζί σου διαθήκη, και θα σου δώσω πολλούς απογόνους». Ο Αβραάμ έπεσε με το πρόσωπό του στη γη, και ο Κύριος του ανακοίνωσε τη διαθήκη: το όνομά του δεν θα ήταν πλέον Άβραμ, αλλά Αβραάμ, που σημαίνει «πατέρας πλήθους εθνών», γιατί θα τον έκανε πατέρα πολλών εθνών και από αυτόν θα προέρχονταν βασιλιάδες. Η διαθήκη θα ήταν αιώνια και θα ισχύει για όλες τις γενιές των απογόνων του, και ο Θεός θα ήταν Θεός δικός του και των απογόνων του, δίνοντάς τους όλη τη χώρα της Χαναάν.
Ως σημείο αυτής της διαθήκης, ο Θεός όρισε την περιτομή κάθε αρσενικού παιδιού την όγδοη ημέρα από τη γέννησή του, καθώς και κάθε άνδρα που γεννήθηκε στο σπίτι του ή αγοράστηκε με χρήματα. Έτσι, ο Αβραάμ, σύμφωνα με την εντολή του Θεού, άλλαξε το όνομά του και έκανε περιτομή στον εαυτό του, στον γιο του τον Ισμαήλ (που ήταν δεκατριών ετών) και σε όλους τους άνδρες υπηρέτες του την ίδια ημέρα.
Η Φιλοξενία του Αβραάμ και η Υπόσχεση για τον Ισαάκ
Δεκατρία χρόνια αργότερα, ο Κύριος παρουσιάστηκε και πάλι στον Αβραάμ, κοντά στη Δρυ Μαμβρή, σαν τρεις άγγελοι.

Ο Αβραάμ τους φιλοξένησε με μεγάλη θέρμη και τους πρόσφερε φαγητό και ανάπαυση. Τότε ο Κύριος επανέλαβε την υπόσχεση ότι «του χρόνου τέτοια εποχή» η Σάρρα θα γεννούσε γιο. Η Σάρρα άκουγε κρυφά και γέλασε αμφισβητώντας την υπόσχεση λόγω της προχωρημένης ηλικίας της. Ο Κύριος όμως ρώτησε τον Αβραάμ γιατί γέλασε η Σάρρα και της επανέλαβε την υπόσχεση, λέγοντας ότι «τίποτα δεν είναι αδύνατο για τον Κύριο».
Η Μεσολάβηση του Αβραάμ για τα Σόδομα και τα Γόμορρα
Όταν ο Θεός φανέρωσε στον Αβραάμ την πρόθεσή του να καταστρέψει τα Σόδομα και τα Γόμορρα λόγω της μεγάλης αμαρτίας τους, ο Αβραάμ μεσολάβησε παρακαλώντας τον Κύριο να μην καταστρέψει τις πόλεις αν βρεθούν σε αυτές δίκαιοι. Ο Αβραάμ πλησίασε τον Κύριο και τον ρώτησε αν θα καταστρέψει τους δικαίους μαζί με τους αμαρτωλούς, και τον ρώτησε αν θα συγχωρήσει την περιοχή για χάρη λίγων δικαίων που μπορεί να υπήρχαν σε αυτές. Ο Αβραάμ συνέχισε να διαπραγματεύεται με τον Κύριο, μειώνοντας συνεχώς τον αριθμό των δικαίων για τους οποίους θα έσωζε τις πόλεις, φτάνοντας μέχρι και τους δέκα δικαίους. Ο Κύριος του απάντησε ότι αν βρει έστω και δέκα δικαίους στα Σόδομα, δεν θα καταστρέψει την πόλη και την περιοχή για χάρη τους.
Η Καταστροφή των Σοδόμων και των Γομόρρων
Οι δύο άγγελοι που είχαν επισκεφθεί τον Αβραάμ έφτασαν στα Σόδομα το βράδυ και φιλοξενήθηκαν από τον Λωτ. Πριν κοιμηθούν, οι άντρες των Σοδόμων περικύκλωσαν το σπίτι και απαίτησαν από τον Λωτ να τους βγάλει έξω τους δύο ξένους για να τους κακοποιήσουν. Ο Λωτ προσπάθησε να τους μεταπείσει, προσφέροντας ακόμη και τις δύο παρθένες κόρες του, αλλά αυτοί ήταν αμετάπειστοι. Τότε οι δύο άγγελοι τύφλωσαν όλους τους άντρες που ήταν έξω από το σπίτι και προειδοποίησαν τον Λωτ να πάρει την οικογένειά του και να φύγει από την πόλη, γιατί ο Κύριος θα την κατέστρεφε. Του είπαν να φύγει και να μην κοιτάξει πίσω του.
Όταν ο Λωτ απομακρύνθηκε από τα Σόδομα, ο Κύριος έστειλε βροχή από φωτιά και θειάφι πάνω στα Σόδομα και τα Γόμορρα, καταστρέφοντας τις πόλεις, τους κατοίκους τους, καθώς και όλη τη γύρω περιοχή και τη βλάστηση. Η γυναίκα του Λωτ όμως, παρακούοντας την εντολή να μην κοιτάξει πίσω, γύρισε να δει τι συνέβαινε και αμέσως μετατράπηκε σε στήλη άλατος.
Ο Χριστός μας, μιλόντας στους Αποστόλους είπε “μνημονεύετε της γυναικός Λωτ“. Να θυμόμαστε ότι δεν υπάκουσε στον Θεό και γύρισε να κοιτάξει πίσω, και να μην κάνουμε το ίδιο λάθος.
Ο Λωτ και οι δύο κόρες του σώθηκαν και κατέφυγαν σε μια σπηλιά στα βουνά. Ο Θεός θυμήθηκε τον Αβραάμ και έσωσε τον Λωτ από την καταστροφή.
Ο Αβραάμ και ο Αβιμέλεχ
Ο Αβραάμ μετακινήθηκε και εγκαταστάθηκε στα Γέραρα. Και εκεί, φοβούμενος για τη ζωή του, παρουσίασε και πάλι τη Σάρρα ως αδελφή του στον Φιλισταίο βασιλιά Αβιμέλεχ, ο οποίος την πήρε στο παλάτι του. Όμως, ο Θεός εμφανίστηκε στον Αβιμέλεχ σε όνειρο και τον προειδοποίησε ότι η Σάρρα ήταν παντρεμένη και ότι αν την κρατήσει, θα τιμωρηθεί. Ο Αβιμέλεχ, φοβούμενος τον Θεό, επέστρεψε τη Σάρρα στον Αβραάμ και τους πρόσφερε πλούσια δώρα, καθώς και την άδεια να κατοικήσουν όπου επιθυμούσαν στη γη του. Ο Αβραάμ προσευχήθηκε στον Κύριο για τον Αβιμέλεχ και ο Θεός τον θεράπευσε από τις συμφορές που είχε στείλει. Αργότερα, ο Αβραάμ και ο Αβιμέλεχ σύναψαν συμφωνία ειρήνης και ανανέωσαν τη φιλία τους, διευθετώντας και μια διαφωνία για κάποια πηγάδια.
Η Γέννηση του Ισαάκ
Ο Κύριος φρόντισε τη Σάρρα όπως είχε υποσχεθεί, και έτσι, σε μεγάλη ηλικία, έμεινε έγκυος και γέννησε έναν γιο στον Αβραάμ, στον χρόνο που είχε ορίσει ο Κύριος. Ο Αβραάμ ονόμασε τον γιο που του γέννησε η Σάρρα Ισαάκ. Ο Αβραάμ ήταν εκατό ετών όταν γεννήθηκε ο Ισαάκ. Το όνομα Ισαάκ σημαίνει «γέλιο», και η γέννησή του έφερε μεγάλη χαρά στην οικογένεια.
Η Εκδίωξη της Άγαρ και του Ισμαήλ
Όταν ο Ισαάκ μεγάλωσε, η Σάρρα ζήτησε από τον Αβραάμ να διώξει την Άγαρ και τον γιο της, τον Ισμαήλ, για να μην μοιραστεί την κληρονομιά με τον Ισαάκ. Αυτό το αίτημα στενοχώρησε πολύ τον Αβραάμ, αλλά με την παρότρυνση του Κυρίου, ο οποίος του υποσχέθηκε ότι θα φροντίσει για τον Ισμαήλ και θα τον κάνει μεγάλο έθνος, ο Αβραάμ τελικά τους έδιωξε στην έρημο. Ο Θεός φρόντισε την Άγαρ και τον Ισμαήλ στην έρημο Φαράν.
Η Θυσία του Ισαάκ
Ο Κύριος δοκίμασε την πίστη του Αβραάμ διατάσσοντάς τον να θυσιάσει τον αγαπημένο του γιο, τον Ισαάκ, στη γη Μοριά. Ο Αβραάμ υπάκουσε χωρίς δισταγμό στην εντολή του Θεού. Σηκώθηκε νωρίς το πρωί, πήρε μαζί του δύο δούλους και τον Ισαάκ, έσχισε τα ξύλα για τη θυσία και ξεκίνησε για τον τόπο που του είχε υποδείξει ο Θεός. Την τρίτη μέρα, πλησιάζοντας στον τόπο, είπε στους δούλους να περιμένουν με το γαϊδουράκι, ενώ αυτός και ο Ισαάκ θα ανέβαιναν για να προσκυνήσουν. Ο Ισαάκ κουβαλούσε τα ξύλα για τη θυσία, ενώ ο Αβραάμ κρατούσε τη φωτιά και το μαχαίρι. Στον δρόμο, ο Ισαάκ ρώτησε τον πατέρα του πού ήταν το αρνί για τη θυσία, και ο Αβραάμ απάντησε: «Ο Θεός θα φροντίσει για το αρνί της θυσίας, παιδί μου».
Όταν έφτασαν στον τόπο που τους είχε πει ο Θεός, ο Αβραάμ έχτισε ένα θυσιαστήριο, έβαλε τα ξύλα, έδεσε τον Ισαάκ και τον τοποθέτησε πάνω στο θυσιαστήριο πάνω από τα ξύλα. Ύστερα άπλωσε το χέρι του και πήρε το μαχαίρι για να σφάξει τον γιο του. Αλλά την τελευταία στιγμή, ένας άγγελος του Κυρίου φώναξε από τον ουρανό και του είπε: «Αβραάμ, Αβραάμ! Μην απλώσεις χέρι στο παιδί και μην του κάνεις τίποτε, γιατί τώρα ξέρω ότι φοβάσαι το Θεό και δε μου αρνήθηκες το μονογιό σου». Ο Αβραάμ κοίταξε γύρω του και είδε ένα κριάρι πιασμένο από τα κέρατα σε έναν θάμνο. Πήγε, το πήρε και το θυσίασε αντί για τον γιο του. Ο άγγελος του Κυρίου επανέλαβε τις ευλογίες και την υπόσχεση για αναρίθμητους απογόνους στον Αβραάμ, επειδή υπάκουσε στην εντολή του. Ο Αβραάμ ονόμασε τον τόπο εκείνο «Εν τω όρει Κύριος ώφθη».
Ο Θάνατος της Σάρρας και η Ταφή της
Η Σάρρα πέθανε σε ηλικία 127 ετών στη Χεβρών. Ο Αβραάμ την θρήνησε και την πένθησε. Στη συνέχεια, αγόρασε από τον Εφρών τον Χετταίο τον αγρό και το σπήλαιο Μαχπελά, που βρισκόταν κοντά στη Μαβρή, για να την θάψει. Η αγορά έγινε παρουσία όλων των Χετταίων στην πύλη της πόλης και ο Αβραάμ πλήρωσε 400 ασημένιους σίκλους για την ιδιοκτησία. Έτσι, ο Αβραάμ έθαψε τη Σάρρα στο σπήλαιο Μαχπελά.
Ο Γάμος του Ισαάκ και τα Τελευταία Χρόνια του Αβραάμ
Όταν ο Αβραάμ ήταν 140 ετών, έστειλε τον κύριο δούλο του, τον Ελιέζερ από τη Δαμασκό, στη Μεσοποταμία για να βρει σύζυγο για τον Ισαάκ. Ο Ελιέζερ βρήκε τη Ρεβέκκα, την οποία και έφερε πίσω, και ο Ισαάκ την παντρεύτηκε.
Μετά τον θάνατο της Σάρρας, ο Αβραάμ παντρεύτηκε τη Χεττούρα και απέκτησε μαζί της έξι γιους: τον Σομβράν (ή Ζεμβράμ ή Ζιμράν), τον Ιεζάν (ή Ιεξάν ή Ιοξάν), τον Μαδάλ (ή Μαδάμ ή Μαδά), τον Μαδιάμ (ή Μαδιάν), τον Ιεσβώκ (ή Σοβάκ ή Ισβάκ) και τον Σωκέ (ή Σωέ ή Σουάχ). Αυτοί οι γιοι έγιναν γενάρχες διαφόρων φυλών. Ο Αβραάμ έδωσε δώρα στους γιους που είχε από τις παλλακίδες του και τους έστειλε μακριά από τον Ισαάκ, σε χώρες της Ανατολής, ενώ ήταν ακόμη εν ζωή.
Πόσα χρόνια έζησε ο Αβραάμ;
Ο Αβραάμ έζησε 175 χρόνια και πέθανε σε βαθιά γεράματα.
Απόγονοι Αβραάμ
Οι γιοι του, ο Ισαάκ και ο Ισμαήλ, τον έθαψαν στο σπήλαιο Μαχπελά, δίπλα στη Σάρρα. Η ζωή του Αβραάμ ήταν ένα παράδειγμα πίστης προς τον Θεό, και γι’ αυτό τον αποκάλεσαν «φίλο του Θεού». Είναι πατριάρχης και ιδρυτής του εβραϊκού έθνους.
Λωτ. Βίος
Η Καταγωγή και η Οικογένεια του Λωτ
Ο Λωτ ήταν γιος του Αρράν (Αράν). Ο Αρράν ήταν αδελφός του Αβραάμ και του Ναχώρ. Έτσι, ο Λωτ ήταν ανιψιός του Αβραάμ. Ο Αρράν πέθανε πριν η οικογένειά του φύγει από την Ουρ των Χαλδαίων.
Η Συνοδεία του Αβραάμ και οι Μετακινήσεις τους
Όταν ο Αβραάμ, ο πατέρας του Θάρρα (Θάρρας), και η σύζυγος του Αβραάμ, Σάρρα (Σάρα), έφυγαν από την Ουρ των Χαλδαίων με προορισμό τη Χαρράν, ο Λωτ τους συνόδευσε. Στη συνέχεια, όταν ο Κύριος κάλεσε τον Αβραάμ να πάει στη γη Χαναάν, ο Λωτ ακολούθησε τον θείο του. Όταν ξέσπασε πείνα στη Χαναάν, ο Αβραάμ, η Σάρρα και ο Λωτ αναγκάστηκαν να κατέβουν στην Αίγυπτο. Μετά το τέλος της πείνας, επέστρεψαν μαζί στη Χαναάν.
Ο Διαχωρισμός από τον Αβραάμ και η Επιλογή των Σοδόμων
Τόσο ο Αβραάμ όσο και ο Λωτ είχαν αποκτήσει πολλά υπάρχοντα, πρόβατα, βόδια και σκηνές. Η γη όμως δεν μπορούσε να τους χωρέσει και τους δύο μαζί, καθώς τα υπάρχοντά τους ήταν υπερβολικά πολλά. Αυτό οδήγησε σε διαμάχες μεταξύ των βοσκών του Αβραάμ και των βοσκών του Λωτ. Για να αποφευχθούν περαιτέρω συγκρούσεις, ο Αβραάμ πρότεινε στον Λωτ να διαλέξει την περιοχή όπου ήθελε να εγκατασταθεί. Ο Λωτ, όντας πλεονέκτης, επέλεξε την πιο εύφορη πεδιάδα που βρισκόταν κατά μήκος του ποταμού Ιορδάνη. Η επιλογή αυτή τον έφερε να εγκατασταθεί κοντά στην περιοχή των Σοδόμων και των Γομόρρων. Πριν την καταστροφή τους από τον Κύριο, η περιοχή αυτή περιγραφόταν σαν παράδεισος, όμοια με τη χώρα της Αιγύπτου. Έτσι, ο Αβραάμ παρέμεινε στην Χαναάν, ενώ ο Λωτ έστησε τις σκηνές του κοντά στα Σόδομα. Οι κάτοικοι των Σοδόμων και των Γομόρρων ήταν γνωστοί για την μεγάλη τους κακία και αμαρτωλότητα ενώπιον του Κυρίου.
Η Αιχμαλωσία του Λωτ και η Διάσωσή του από τον Αβραάμ
Αργότερα, ο βασιλιάς της Ελάμ (Αϊλάμ), Χοδολλογομόρ, μαζί με άλλους βασιλιάδες, πολέμησαν εναντίον των Σοδόμων και των Γομόρρων. Στην μάχη που ακολούθησε, ο Χοδολλογομόρ και οι σύμμαχοί του νίκησαν και λεηλάτησαν τα Σόδομα και τα Γόμορρα. Κατά την αποχώρησή τους, πήραν αιχμάλωτο τον Λωτ, μαζί με την οικογένειά του και όλα του τα υπάρχοντα. Ένας υπηρέτης του Λωτ που κατάφερε να διαφύγει ειδοποίησε τον Αβραάμ. Μόλις ο Αβραάμ άκουσε ότι ο ανιψιός του είχε αιχμαλωτιστεί, εξόπλισε 318 από τους εκπαιδευμένους υπηρέτες του που είχαν γεννηθεί στο σπίτι του. Μαζί με τους συμμάχους του, τον Μαμβρή τον Αμοραίο και τα αδέλφια του, ο Αβραάμ καταδίωξε τον Χοδολλογομόρ. Τη νύχτα, ο Αβραάμ χώρισε τους άντρες του σε μικρές ομάδες, επιτέθηκε στους εχθρούς και τους κατατρόπωσε, καταδιώκοντάς τους μέχρι την περιοχή αριστερά της Δαμασκού. Ο Αβραάμ πήρε πίσω όλα τα λάφυρα και ελευθέρωσε τον Λωτ μαζί με την οικογένειά του και όλα του τα υπάρχοντα.
Η Επίσκεψη των Αγγέλων στα Σόδομα και η Φιλοξενία του Λωτ
Όταν ο Θεός αποφάσισε να καταστρέψει τα Σόδομα και τα Γόμορρα λόγω της μεγάλης τους αμαρτίας, δύο άγγελοι στάλθηκαν στην πόλη. Οι άγγελοι έφτασαν στα Σόδομα το βράδυ και ο Λωτ τους φιλοξένησε στο σπίτι του και τους περιποιήθηκε. Πριν προλάβουν να κοιμηθούν, οι άντρες των Σοδόμων, όλος ο αντρικός πληθυσμός της πόλης, νέοι και γέροι, περικύκλωσαν το σπίτι του Λωτ. Φώναζαν στον Λωτ και απαιτούσαν να τους παραδώσει τους δύο ξένους για να συνευρεθούν μαζί τους. Ο Λωτ προσπάθησε να τους μεταπείσει, προσφέροντας ακόμη και τις δύο παρθένες κόρες του. Ωστόσο, οι άντρες των Σοδόμων ήταν αμετάπειστοι και απειλούσαν τον Λωτ. Τότε, οι δύο άγγελοι άπλωσαν τα χέρια τους, τράβηξαν τον Λωτ μέσα στο σπίτι και έκλεισαν την πόρτα. Κατόπιν τύφλωσαν όλους τους άντρες που βρίσκονταν έξω από το σπίτι, μικρούς και μεγάλους, κάνοντάς τους να μην μπορούν να βρουν την πόρτα.
Η Προειδοποίηση και η Φυγή από τα Σόδομα
Οι δύο άγγελοι είπαν τότε στον Λωτ να πάρει τη γυναίκα του, τους γαμπρούς του, τους γιους του και τις κόρες του, και όποιον άλλο δικό του υπήρχε στην πόλη, και να φύγουν, γιατί ο Κύριος θα κατέστρεφε τον τόπο λόγω της μεγάλης κατακραυγής για την αμαρτία των κατοίκων. Ο Λωτ πήγε και μίλησε στους γαμπρούς του, αλλά εκείνοι νόμισαν ότι αστεύεται και δεν τον πίστεψαν. Όταν ξημέρωσε, οι άγγελοι πίεζαν τον Λωτ να φύγει γρήγορα, παίρνοντας μαζί του τη γυναίκα του και τις δύο κόρες του, για να μην καταστραφεί και αυτός μαζί με την πόλη για τις αμαρτίες της. Επειδή ο Λωτ καθυστερούσε, οι δύο άγγελοι τον πήραν από το χέρι, αυτόν, τη γυναίκα του και τις κόρες του, και τους έβγαλαν έξω από την πόλη, επειδή ο Κύριος τους λυπήθηκε.
Η Καταστροφή των Σοδόμων και η Στήλη Άλατος
Καθώς τους έβγαζαν έξω, ένας από τους αγγέλους είπε στον Λωτ να φύγει και να μην κοιτάξει πίσω του, ούτε να σταθεί πουθενά στην πεδιάδα, αλλά να τρέξει να σωθεί στα βουνά, για να μην καταστραφεί. Ο Λωτ παρακάλεσε τον άγγελο να του επιτρέψει να καταφύγει σε μια κοντινή μικρή πόλη που ονομαζόταν Σηγώρ. Ο άγγελος συμφώνησε και του είπε να τρέξει εκεί και ότι δεν θα καταστρέψει την πόλη αυτή για χάρη του. Όταν ο Λωτ έφτασε στη Σηγώρ, είχε ανατείλει ο ήλιος. Τότε, ο Κύριος άφησε από τον ουρανό να βρέξει θειάφι και φωτιά στα Σόδομα και στα Γόμορρα. Οι πόλεις εκείνες, οι κάτοικοί τους, καθώς και όλη η γύρω περιοχή και η βλάστηση καταστράφηκαν ολοσχερώς. Η γυναίκα όμως του Λωτ παρέβη την εντολή του αγγέλου και κοίταξε πίσω για να δει τι συνέβαινε και αμέσως μεταμορφώθηκε σε στήλη άλατος.
Σε όλη την περιοχή ανέβαινε καπνός από τη γη σαν να έβγαινε από καμίνι. Όταν ο Θεός κατέστρεψε τις πόλεις όπου κατοικούσε ο Λωτ, θυμήθηκε τον Αβραάμ και έσωσε τον Λωτ από την καταστροφή. Μας εξηγεί ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος:
Αφού βγήκαμε και βαδίζουμε το δρόμο της αρετής, οφείλουμε να προχωρούμε πάντα μπροστά, να μη γυρίζουμε σαν τη γυναίκα του Λωτ να κοιτάξουμε πίσω. Ο Κύριος λέει: “Όποιος βάζει το χέρι στο αλέτρι, και κοιτάζει προς τα πίσω, δεν είναι κατάλληλος για τη Βασιλεία του Θεού”. Στην περίπτωση τη δική μας, πιο ειδικά, το να γυρίζει κανείς και να κοιτάζει προς τα πίσω, σημαίνει ότι αλλάζει γνώμη, και ότι η αγάπη αυτού του κόσμου κρατάει μέσα του ακόμα. Και δεν πρέπει να σας τρομάζει ο λόγος για την αρετή, ούτε να σας εκπλήσσει σαν κάτι δύσκολο και μακριά από τις δικές σας δυνατότητες. Η αρετή δεν είναι ούτε μακριά, ούτε έξω από μας, είναι μέσα μας, και η κατάκτησή της είναι εύκολο έργο, αρκεί να της δώσουμε όλη τη θέλησή μας
Η Αμαρτία του Λωτ και οι Κόρες του
Ο Λωτ φοβήθηκε να μείνει στη Σηγώρ, γι’ αυτό έφυγε και κατοίκησε στα βουνά σε μια σπηλιά μαζί με τις δύο κόρες του.
Εκεί, μια μέρα, οι κόρες του, νομίζοντας ότι δεν υπήρχε άλλος άντρας για να συνεχίσουν το γένος τους, μέθυσαν τον πατέρα τους και κοιμήθηκαν μαζί του, μένοντας έγκυες. Η μεγαλύτερη κόρη γέννησε έναν γιο και τον ονόμασε Μωάβ, ο οποίος έγινε ο γενάρχης των Μωαβιτών. Και η μικρότερη κόρη γέννησε επίσης έναν γιο και τον ονόμασε Αμμών (Αμμάν), ο οποίος είναι ο γενάρχης των Αμμωνιτών. Έτσι, από τις κόρες του Λωτ κατάγονται οι Μωαβίτες και οι Αμμωνίτες.
Το Δέντρο του Λωτ
Όταν συνήλθε ο Λωτ, ανακάλυψε τι είχαν κάνει οι κόρες του και προσευχήθηκε στον Θεό για συγχώρεση. Πήγε στον Αβραάμ και εξομολογήθηκε τι είχε συμβεί. Άγγελος Κυρίου ήρθε και έδωσε στον Λωτ τρία ραβδιά: ένα από κυπαρίσσι, ένα από κέδρο και ένα από πεύκο και του είπε ότι θα πρέπει να τα ποτίσει μέχρι να ριζώσουν και να γίνουν δέντρο. Όταν ριζώσει το δέντρο του Λωτ, θα καταλάβει ότι ο Θεός τον έχει πια συγχωρέσει. Έτσι κουβαλούσε ο Λωτ κάθε μέρα νερό. Ο μισόκαλος Διάβολος, μεταμορφωνόταν σε διψασμένο ταξιδιώτη και παρακαλούσε τον Λωτ να του δώσει νερό. Ο Λωτ τον σπλαχνιζόταν, αλλά το νερό δεν ήταν ποτέ αρκετό για το δέντρο.
Μία μέρα, που ο Λωτ ήταν πολύ λυπημένος, εμφανίστηκε Άγγελος Κυρίου και του είπε ότι ο Θεός είδε την Μετάνοια του και τον είχε συγχωρέσει.
Όταν κτιζόταν ο Ναός του Σολομώντα έκοψαν αυτό το περίφημο δέντρο που αποτελούταν ένα από κυπαρίσσι, κέδρο και πεύκο, και το έβαλαν στα υλικά για τον Ναό. Μα όποτε προσπαθούσαν να το χρησιμοποιήσουν, το μετρούσαν, το έκοβαν μα κάθε φορά έβγαινε πιο μικρό ή πιο μεγάλο και ποτέ δεν ταίριαζε. Αποφάσισαν λοιπόν ότι είναι καταραμένο ξύλο και το αποθήκευσαν κάπου στον Ναό του Σολομώντα.
Μετά τη Δίκη του Χριστού, ο αρχιερέας Καϊάφας διάλεξε αυτό το καταραμένο ξύλο για να φτιαχτεί ο Σταυρός, σκεπτόμενος ότι θα είναι χειρότερο έτσι το μαρτύριο του Χριστού.
Τι απέγινε ο Λωτ;
Ο Θεός οδήγησε τον Λωτ στη Σιβόρ, την πόλη της σωτηρίας, όπου έζησε ειρηνικά.
Η Μνήμη του Λωτ
Ο Λωτ θεωρείται “δίκαιος” στην Καινή Διαθήκη. Αναφέρεται στην Β’ επιστολή Πέτρου, όπου αποκαλείται “δίκαιος”.
Ο Ιησούς Χριστός αναφέρθηκε στην ιστορία του Λωτ, προβάλλοντας το αρνητικό παράδειγμα της συζύγου του.
Αβραάμ και Λωτ. Γιορτή
Ο Πατριάρχης Αβραάμ ή Άγιος Αβραάμ και ο Λωτ ο Δίκαιος γιιορτάζουν στις 9 Οκτωβρίου
Γιορτάζουν επίσης και την Κυριακή πριν την Γέννηση του Χριστού, μαζί με τους υπόλοιπους Προπάτορες.
Αβραάμ. Στίχοι
Τις οίκός εστιν; Αβραάμ τεθνηκότος.
Ου κόλπος άλλοις οίκος, ως τώ Λαζάρω.
Λωτ. Στίχοι
Υπήρξε τώ Λώτ ουρανός Σηγώρ νέα,
Εις όν φθάσας, πέφευγεν ως πύρ τον βίον.