Με μια Ματιά. Το Αιώνιο Σχέδιο του Θεού: Η Διπλή Φύση της Εκκλησίας (Καθίδρυμα και Κοινωνία) στην Εκκλησιολογία του Αγίου Νεκταρίου
Η μελέτη των έργων του Αγίου Νεκταρίου αποκαλύπτει μια βαθιά και λεπτομερή εκκλησιολογία, η οποία θεμελιώνεται στην αΐδια προέλευση της Εκκλησίας από τη θεία βούληση, ενώ παράλληλα διακρίνει με σαφήνεια τις ιστορικές φάσεις και τις οντολογικές διαστάσεις της ως Σώματος Χριστού.
Παρακάτω θα δούμε για την Εκκλησία από την Προαιώνια Ύπαρξη στην Πραγμάτωση του Σώματος Χριστού και θα μάθουμε ποιο είναι το Κριτήριο του Αγίου Πνεύματος για την Εκκλησία
Η Θεοκεντρική Καταγωγή και η Προαιώνια Ύπαρξη της Εκκλησίας
Η θεολογική θέση του Αγίου Νεκταρίου υπογραμμίζει ότι η αΐδια και αιώνια ύπαρξη της Εκκλησίας συνιστά κεντρικό δόγμα, καθώς αποκαλύπτει τη μοναδική θεία φύση της ως λαού του Θεού. Η Εκκλησία δεν ιδρύθηκε ως μία απλή ανθρώπινη κοινότητα στο ιστορικό χρονικό σημείο της Πεντηκοστής, αλλά υπήρχε «ἀπὸ καταβολῆς κόσμου» μέσα στη βούληση και στο σχέδιο του Θεού. Όπως χαρακτηριστικά τονίζεται, «η Εκκλησία υφίσταται από την αρχή της δημιουργίας, προϋπήρχε της εμφάνισής της στον κόσμο, και η ορατή της εκδήλωση αποτελεί απλώς την αποκάλυψη αυτού που προαιωνίως υπήρχε».
Ο Άγιος Νεκτάριος υπογραμμίζει με έμφαση ότι η καταγωγή της Εκκλησίας προέρχεται αποκλειστικά από τη βούληση του Θεού, εξαιρώντας κάθε ανθρώπινο στοιχείο ίδρυσης ή σύστασης. Η πεποίθηση αυτή καθιστά την Εκκλησία θεία θεσμό, όχι ανθρώπινη κατασκευή. Η αιώνια βούληση του Θεού είναι αυτή που εγγυάται την αυθεντικότητα, τη νομιμότητα και την ιερότητα της Εκκλησίας ως του σώματος του Χριστού. Η θεολογική αυτή βεβαιότητα καθιστά την Εκκλησία μοναδική, απαραβίαστη και ανώτερη από κάθε ανθρώπινη δικαιοδοσία.
Η Ουράνια και Παραδείσια Διάσταση
Πριν από τη δημιουργία του ορατού κόσμου, η Εκκλησία περιγράφεται ως μία πνευματική πραγματικότητα εντός του θείου σχεδίου. Η ύπαρξή της συνδεόταν με την ουράνια τάξη και τον πνευματικό κόσμο.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η περιγραφή της προκοσμικής Εκκλησίας ως «τόπος ἀγγέλων, τόπος ἀρχαγγέλων». Αυτή η έκφραση υποδηλώνει ότι η Εκκλησία ήταν ο χώρος λατρείας και κοινωνίας των αγγελικών δυνάμεων με τον Θεό, όπου οι άγγελοι προσέφεραν την υμνολογία και τη λατρεία τους στον Δημιουργό. Η διδασκαλία αυτή αναδεικνύει τη διπλή διάσταση της Εκκλησίας: την ουράνια και την επίγεια, καθώς «η Εκκλησία ενώνει τον ουρανό και τη γη, τους αγγέλους και τους ανθρώπους, σε ένα κοινό σώμα λατρείας και δοξολογίας».
Ακολούθως, η παρουσία της Εκκλησίας στον Παράδεισο περιγράφεται ως μία «θρησκευτική κοινωνία». Αυτή η κοινωνία, η οποία είναι η φυσική και αρχέγονη κατάσταση του ανθρώπου, ήταν η κοινωνία «τοῦ Λόγου με τὸν Ἀδάμ», υποδηλώνοντας την άμεση και προσωπική σχέση του ανθρώπου με τον αποκαλυπτόμενο Θεό. Η σχέση αυτή χαρακτηριζόταν επίσης ως «κοινωνία τοῦ Φωτός με τὸ πλάσμα του», καθώς και από την παρουσία «τοῦ ἀγιασμοῦ, τῆς δικαιοσύνης, τῆς τελειότητας».
Η Δογματική Διάκριση: Προαιώνια Ύπαρξη και Σώμα Χριστού
Ο Άγιος Νεκτάριος θέτει μια κατηγορηματική δογματική θέση σχετικά με την πραγμάτωση της Εκκλησίας. Ενώ η Εκκλησία υπήρχε προαιωνίως στη θεία βούληση, η πραγματικότητα της Εκκλησίας ως Σώματος δεν υπήρχε πριν από την Ενανθρώπηση του Χριστού.
Αυτή η διάκριση είναι ζωτικής σημασίας: «πριν από την Ενανθρώπηση του Λόγου, δεν υπήρχε η πραγματικότητα της Εκκλησίας ως Σώματος, διότι έλειπε η κεφαλή, ο Χριστός». Συνεπώς, ο Χριστός είναι η μοναδική «ἀρχή τῆς Ἑνότητος» της Εκκλησίας. Η Ενανθρώπηση αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία της Εκκλησίας ως Σώματος, καθιστώντας τον Χριστό τη ζωντανή κεφαλή και πηγή της ζωής της.
Η Διπλή Μορφή της Εκκλησίας: Καθίδρυμα και Κοινωνία
Ο Άγιος Νεκτάριος ορίζει τη διπλή διάσταση της Εκκλησίας, η οποία αποσκοπεί στη σωτηρία του ανθρώπου.
- Ως «θρησκευτικόν καθίδρυμα»: Ορίζεται ως ο θεοσύστατος οργανισμός που ιδρύθηκε από τον Χριστό. Αυτή η διάσταση περιλαμβάνει τα θεσμικά στοιχεία της, όπως η ιεραρχία, τα μυστήρια, η διδασκαλία, οι κανόνες και η λατρεία. Το «καθίδρυμα» είναι το ορατό σημείο της παρουσίας του Χριστού στον κόσμο και το μέσον δια του οποίου παρέχεται η θεία χάρις.
- Ως «θρησκευτική κοινωνία»: Υπογραμμίζει την εσωτερική και πνευματική της διάσταση. Ως κοινωνία, η Εκκλησία είναι το σύνολο των πιστών που είναι ενωμένοι με τον Χριστό και μεταξύ τους διά της πίστεως και των μυστηρίων. Είναι το Σώμα του Χριστού, μία ζωντανή πραγματικότητα ενότητας και αγάπης, που βιώνεται πνευματικά.
Οι δύο αυτές διαστάσεις είναι αλληλοσυμπληρούμενες. Όπως τονίζει ο Άγιος Νεκτάριος, «το θρησκευτικό καθίδρυμα είναι το μέσον, ο σκοπός είναι η θρησκευτική κοινωνία, η ένωση του ανθρώπου με τον Θεό». Το «καθίδρυμα» παρέχει τα αντικειμενικά μέσα (μυστήρια) και η «κοινωνία» αποτελεί τον υποκειμενικό χώρο όπου ο άνθρωπος βιώνει τη σωτηρία.
Η Καθοριστική Στιγμή της Πεντηκοστής και το Κριτήριο του Αγίου Πνεύματος
Η Πεντηκοστή λειτούργησε ως η «καθοριστική στιγμή» για την Εκκλησία, καθώς σηματοδότησε την επίσημη έναρξη της ιστορικής της πορείας. Θεωρείται η γενέθλιος ημέρα της Εκκλησίας, η στιγμή κατά την οποία το Σώμα του Χριστού εμφανίσθηκε στον κόσμο με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος.
Πριν από την Πεντηκοστή, η ομάδα των μαθητών, αν και είχε προετοιμαστεί από τον Χριστό, «δεν αποτελούσαν Εκκλησία» με την πλήρη έννοια. Ήταν «ένα σώμα έτοιμο και διαμορφωμένο, αλλά άψυχο, αναμένοντας την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος για να λάβει ζωή».
Το ακριβές και θεμελιώδες κριτήριο που θέτει ο Άγιος Νεκτάριος για να θεωρηθεί η ομάδα των μαθητών «αληθινή Εκκλησία» είναι η επιφοίτηση και η μόνιμη παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα είναι η «ψυχή» της Εκκλησίας, η ζωοποιός δύναμη που «τα πάντα συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας». Το Πνεύμα δρα ενεργά: ενώνει τους πιστούς σε ένα σώμα, καθοδηγεί στην αλήθεια, αγιάζει και παρέχει χαρίσματα. Η ενεργός παρουσία του Αγίου Πνεύματος είναι το οντολογικό κριτήριο που διακρίνει την Εκκλησία από κάθε άλλη ομάδα.
Η Προτύπωση στην Παλαιά Διαθήκη και οι «Πολέμιοι»
Η ιστορία της Εκκλησίας ως προτύπωση στην Παλαιά Διαθήκη χωρίζεται σε τρεις διακριτές φάσεις, με διαρκή σύγκρουση με συγκεκριμένους εχθρούς:
- Πρώτη Φάση (Από Αδάμ έως Μωυσή): Η Εκκλησία υφίσταται ως φυσική και πατριαρχική κοινωνία. Οι «ἀείποτε πολέμιοι τῇ ἐκκλησίᾳ» είναι οι δυνάμεις της ειδωλολατρίας και της ηθικής διαφθοράς.
- Δεύτερη Φάση (Υπό τον Μωσαϊκό Νόμο): Το Ισραήλ οργανώνεται ως θεσμική και νομική Εκκλησία. Οι εχθροί είναι διπλοί: εξωτερικοί (τα ειδωλολατρικά έθνη) και εσωτερικοί (οι αποστάτες εντός του Ισραήλ και οι ψευδοπροφήτες).
- Τρίτη Φάση (Η Προφητική Περίοδος): Οι προφήτες καλούν σε μετάνοια. Οι πολέμιοι είναι κυρίως εσωτερικοί, δηλαδή ο τυπολατρικός φορμαλισμός και η υποκρισία της ιερατικής ηγεσίας, καθώς και η κοινωνική αδικία.
Η Ιερά Παράδοση και τα Μέσα Σωτηρίας
Η Εκκλησία διαθέτει τέσσερα θεμελιώδη μέσα σωτηρίας:
- Το Βάπτισμα.
- Το Χρίσμα (παροχή δωρεών Αγίου Πνεύματος).
- Η Θεία Ευχαριστία (μυστήριο των μυστηρίων).
- Η Ιερωσύνη (ο θεσμός για τη συνέχιση του έργου του Χριστού).
Το βάπτισμα χαρακτηρίζεται ως το κύριο μυστήριο εισόδου «από τον χώρο της αμαρτίας στον χώρο της Εκκλησίας». Επιφέρει μία ριζική οντολογική αλλαγή, καθώς συμβολίζει και πραγματώνει τον μυστικό θάνατο του παλαιού ανθρώπου και την αναγέννησή του σε μία νέα, εν Χριστώ ύπαρξη.
Παράλληλα, ορίζεται η Ιερά Παράδοση ως η ζωντανή και αδιάκοπη συνέχεια της αποστολικής διδασκαλίας. Στην Ιερά Παράδοση αποδίδεται «ίσο κύρος και αξία» με την Αγία Γραφή, διότι και οι δύο συνιστούν τις δύο όψεις της μίας θείας Αποκάλυψης. Μαζί αποτελούν το «σύνολον των ουσιωδών και εξ αποκαλύψεως γνωσθεισών αληθειών». Η Παράδοση είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο η Αγία Γραφή ερμηνεύεται αυθεντικά, ενώ η Γραφή είναι το γραπτό μέρος της Παράδοσης.
Η Θριαμβεύουσα Εκκλησία
Μέλη της θριαμβεύουσας Εκκλησίας (της ενωμένης ουράνιας κοινότητας που απολαμβάνει τη δόξα του Θεού) αποτελούν οι αγγελικές δυνάμεις, οι άγιοι της Καινής Διαθήκης και όλοι οι δίκαιοι.
Σε αυτήν ανήκουν και «οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης (έως Αδάμ)». Αυτό συμβαίνει επειδή το σωτήριο έργο του Χριστού έχει καθολική και αναδρομική ισχύ. Με την Κάθοδό Του στον Άδη, ο Χριστός κήρυξε το Ευαγγέλιο της σωτηρίας στις ψυχές αυτές, οι οποίες ελευθερώθηκαν από τα δεσμά του Άδη και εισήλθαν στη Βασιλεία των Ουρανών. Έτσι, οι δίκαιοι της προ Χριστού εποχής, που έζησαν με την προσδοκία της λύτρωσης, έγιναν πλήρη μέλη της Εκκλησίας.
Ποιο είναι το βαθύτερο θεολογικό νόημα της αΐδιας και αιώνιας ύπαρξης της Εκκλησίας «ἀπὸ καταβολῆς κόσμου» και γιατί ο Άγιος Νεκτάριος τονίζει ότι η καταγωγή της προέρχεται αποκλειστικά από τη βούληση του Θεού;
Η αΐδια και αιώνια ύπαρξη της Εκκλησίας «ἀπὸ καταβολῆς κόσμου» συνιστά κεντρικό θεολογικό δόγμα που αποκαλύπτει τη θεία προέλευση και τη μοναδική φύση της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού και λαού του Θεού.
Θεολογικό νόημα της προαιώνιας ύπαρξης
Σύμφωνα με τη βαθύτερη θεολογική παράδοση, η Εκκλησία δεν ιδρύθηκε ως απλή ανθρώπινη κοινότητα στο ιστορικό χρονικό σημείο της Πεντηκοστής, αλλά υπάρχει «ἀπὸ καταβολῆς κόσμου» στη βούληση και στο σχέδιο του Θεού. Όπως τονίζεται στο έργο του Αγίου Νεκταρίου, «η Εκκλησία υφίσταται από την αρχή της δημιουργίας, προϋπήρχε της εμφάνισής της στον κόσμο, και η ορατή της εκδήλωση αποτελεί απλώς την αποκάλυψη αυτού που προαιωνίως υπήρχε». Αυτή η διάσταση αναδεικνύει την Εκκλησία ως μυστήριο που υπερβαίνει το χρόνο, ενώ συνδέεται στενά με τη σωτηριολογία και τη θεία οικονομία.
Η θεολογική αυτή θέση στηρίζεται και στη βιβλική παράδοση, όπου πολλαπλά χωρία αναφέρονται στην προαιώνια βούληση του Θεού για τη δημιουργία λαού που θα είναι δικός Του. Έτσι, «η Εκκλησία ουσιαστικά υπήρχε πριν από την ενσάρκωση του Λόγου, η οποία αποτελεί απλώς την πληρέστερη αποκάλυψη του μυστηρίου της». Η ενσάρκωση του Χριστού και το έργο της σωτηρίας δεν δημιούργησαν κάτι εντελώς νέο, αλλά αποκάλυψαν και ολοκλήρωσαν αυτό που ήδη υπήρχε στην αρχέγονη θεία βούληση.
Άγιος Νεκτάριος και η αποκλειστικότητα της θείας βούλησης
Ο Άγιος Νεκτάριος υπογραμμίζει με έμφαση ότι η καταγωγή της Εκκλησίας προέρχεται αποκλειστικά από τη βούληση του Θεού, εξαιρώντας κάθε ανθρώπινο στοιχείο ίδρυσης ή σύστασης. Όπως επισημαίνεται χαρακτηριστικά, «η Εκκλησία δεν δύναται να θεωρηθεί ως δημιούργημα ανθρώπινης πρωτοβουλίας ή θεσμικής κατασκευής, αλλά πηγάζει καθαρά από την αιώνια βούληση του Θεού, ο Οποίος προωρισμένα προνόησε για την ύπαρξη του λαού του». Αυτή η θέση αντανακλά την πεποίθηση ότι η Εκκλησία είναι θεία θεσμός, όχι ανθρώπινη κατασκευή.
Επιπλέον, ο Άγιος Νεκτάριος αποσαφηνίζει ότι η αιώνια βούληση του Θεού εγγυάται την αυθεντικότητα, τη νομιμότητα και την ιερότητα της Εκκλησίας ως του σώματος του Χριστού. Όπως τονίζει, «αν η Εκκλησία ιδρύθηκε εξ’ ολοκλήρου από τον Θεό, τότε κάθε απόπειρα να αποδοθεί η ύπαρξή της σε ανθρώπινες αποφάσεις, συνόδους ή θεσμικά όργανα συνιστά παραγνώριση της θείας της φύσης». Με άλλα λόγια, η θεία προέλευση καθιστά την Εκκλησία μοναδική, απαραβίαστη και άνω κάθε ανθρώπινης δικαιοδοσίας.
Συνέπειες της αιώνιας ύπαρξης
Η θεολογική επιβεβαίωση της αιώνιας και προαιώνιας ύπαρξης της Εκκλησίας φέρει βαθύτατες συνέπειες για την εκκλησιολογία και την πνευματική ζωή των πιστών. Πρώτον, η Εκκλησία γίνεται αντιληπτή ως αναπόσπαστο μέρος της θείας οικονομίας, το μέσο δια του οποίου επιτελείται η σωτηρία του ανθρώπου και η κοινωνία του με τον Θεό. Όπως σημειώνεται, «η Εκκλησία δεν είναι κάτι που ιδρύθηκε μεταγενέστερα, αλλά κάτι που υπάρχει από την αρχή, συνδέοντας όλη την ανθρώπινη ιστορία με τον προαιώνιο σχεδιασμό του Θεού».
Δεύτερον, αυτή η διδασκαλία διασφαλίζει την αναλλοίωτη και αδιάσπαστη συνέχεια της Εκκλησίας σε όλη την ανθρώπινη ιστορία. Η Εκκλησία δεν εξαρτάται από συγκυρίες, από ανθρώπινες αποφάσεις ή από ιστορικά γεγονότα, αλλά ανήκει στην αιωνιότητα, καθώς «η ύπαρξή της είναι συνυφασμένη με την ίδια την ύπαρξη του Θεού και την αγάπη Του για τον άνθρωπο». Με τον τρόπο αυτό, διαφυλάσσεται η πίστη ότι η Εκκλησία είναι πάντοτε ζωντανή, πάντα παρούσα και πάντα ενεργή, ανεξάρτητα από τις ιστορικές αλλοιώσεις.
Τρίτον, η έμφαση στη θεία προέλευση ενισχύει την υπεροχή και την αυθεντικότητα της Εκκλησίας έναντι οποιωνδήποτε ανθρωπίνων θεσμών, και αποτρέπει την αυθαιρεσία στην ερμηνεία της φύσης της. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται, «η Εκκλησία δεν μπορεί να θεμελιωθεί σε ανθρώπινες αξίες, ανθρώπινη σοφία ή ανθρώπινη οργάνωση, αλλά αποκλειστικά στη θεία βούληση, η οποία προηγείται κάθε χρονικής πραγματικότητας». Αυτή η πεποίθηση ενισχύει την ιεροπρέπεια και την άμεση σχέση της Εκκλησίας με τον Θεό, καθιστώντας την συμμέτοχο της αιωνιότητας.
Συνολικά, η διδασκαλία του Αγίου Νεκταρίου υπογραμμίζει την απόλυτη θεοκεντρικότητα της Εκκλησίας, η οποία υπερβαίνει το ανθρώπινο και το ιστορικό και αποτελεί το αιώνιο σχέδιο του Θεού για την ένωση του ανθρώπου μαζί Του.
Πώς περιγράφεται η Εκκλησία πριν από τη δημιουργία του ορατού κόσμου και ποιος ήταν ο ρόλος της ως «τόπος ἀγγέλων, τόπος ἀρχαγγέλων»;
Η Εκκλησία περιγράφεται ως προϋπάρχουσα της δημιουργίας του ορατού κόσμου, με έντονα χαρακτηριστικά ουράνιας και πνευματικής πραγματικότητας που συνδέονται άμεσα με τις αγγελικές δυνάμεις.
Η φύση της Εκκλησίας πριν τη Γένεση
Σύμφωνα με τη βαθιά θεολογική παράδοση που αντικατοπτρίζεται στο έργο του Αγίου Νεκταρίου, η Εκκλησία υπήρχε πριν από τη δημιουργία του υλικού κόσμου, ως μία πνευματική πραγματικότητα εντός του θείου σχεδίου. Η ύπαρξή της δεν περιοριζόταν στο χρόνο και στον χώρο, αλλά ήταν ήδη παρούσα στην αιωνιότητα, ως μέρος της θείας οικονομίας και του σχεδίου σωτηρίας. Όπως υπογραμμίζεται χαρακτηριστικά, «η Εκκλησία υπήρχε προαιωνίως, πριν από την κτίση του ορατού κόσμου, και συνδεόταν με την ουράνια τάξη, με τις αγγελικές δυνάμεις και τον πνευματικό κόσμο».
Αυτή η προϋπάρχουσα Εκκλησία δεν είναι κάτι αφηρημένο ή συμβολικό, αλλά ζωντανή πραγματικότητα που εκδηλώθηκε ιστορικά με τη σάρκωση του Χριστού και την Πεντηκοστή, χωρίς όμως να δημιουργηθεί εκείνη τη στιγμή. Η θεολογική αυτή αντίληψη τονίζει ότι «η Εκκλησία δεν ιδρύθηκε από τον Χριστό ως κάτι εντελώς νέο, αλλά αποκαλύφθηκε και ολοκληρώθηκε μέσα στην ιστορία, καθώς ήδη υπήρχε στο μυστήριο της θείας βούλησης».
Η Εκκλησία ως «τόπος ἀγγέλων, τόπος ἀρχαγγέλων»
Ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η περιγραφή της προκοσμικής Εκκλησίας ως «τόπος ἀγγέλων, τόπος ἀρχαγγέλων», όπως αναφέρεται στην πατερική και λειτουργική παράδοση. Αυτή η έκφραση υποδηλώνει ότι η Εκκλησία, προ της δημιουργίας του υλικού κόσμου και του ανθρώπου, ήταν ήδη ο χώρος λατρείας και κοινωνίας των αγγελικών δυνάμεων με τον Θεό. Όπως τονίζεται, «η Εκκλησία αποτελούσε τον τόπο όπου οι άγγελοι και οι αρχάγγελοι προσέφεραν την υμνολογία και τη λατρεία τους στον Δημιουργό, σε μία αιώνια σχέση αγάπης και δοξολογίας».
Αυτή η αντίληψη αποκαλύπτει τη διπλή διάσταση της Εκκλησίας: την ουράνια και την επίγεια. Η ουράνια Εκκλησία, που προϋπάρχει της δημιουργίας, συμπεριλαμβάνει τις αγγελικές τάξεις και όλες τις πνευματικές δυνάμεις που υπάρχουν σε αέναη κοινωνία με τον Θεό. Η επίγεια Εκκλησία, που εκδηλώθηκε μετά την πτώση και ολοκληρώθηκε με το έργο του Χριστού, αποτελεί επέκταση και συνέχεια της ουράνιας αυτής πραγματικότητας. Όπως επισημαίνεται, «η Εκκλησία ενώνει τον ουρανό και τη γη, τους αγγέλους και τους ανθρώπους, σε ένα κοινό σώμα λατρείας και δοξολογίας».
Ο ρόλος της Εκκλησίας στην αγγελική λατρεία
Ο ρόλος της προκοσμικής Εκκλησίας ως «τόπου ἀγγέλων, τόπου ἀρχαγγέλων» υπογραμμίζει τη λειτουργική και λατρευτική της διάσταση. Οι άγγελοι, ως πρωτόκτιστες πνευματικές οντότητες, συμμετείχαν σε μία αέναη λειτουργία δοξολογίας, και η Εκκλησία αποτελούσε τον χώρο αυτής της πνευματικής λατρείας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «η Εκκλησία ήταν ο τόπος της αγγελικής λειτουργίας, όπου οι αρχάγγελοι και οι άγγελοι προσέφεραν την αινέση τους στον Τριαδικό Θεό, σε μία αιώνια πράξη αγάπης και ευχαριστίας».
Αυτή η θεολογική θεώρηση έχει άμεση συνέχεια με τη λειτουργική ζωή της επίγειας Εκκλησίας. Στη Θεία Λειτουργία, οι πιστοί συνεορτάζουν μαζί με τις αγγελικές δυνάμεις, και η επίγεια λατρεία ενώνεται με την ουράνια δοξολογία. Όπως σημειώνεται, «όταν η Εκκλησία προσφέρει την Θεία Λειτουργία, συμμετέχει στην αιώνια λατρεία των αγγέλων, καθώς ο ουράνιος και ο επίγειος κόσμος συναντώνται στο μυστήριο της Ευχαριστίας».
Θεολογικές συνέπειες της αγγελικής διάστασης
Η αναγνώριση της Εκκλησίας ως «τόπου ἀγγέλων, τόπου ἀρχαγγέλων» φέρει σημαντικές θεολογικές συνέπειες. Πρώτον, υπογραμμίζει την υπερχρονική και υπερκόσμια φύση της Εκκλησίας, η οποία δεν περιορίζεται στα ιστορικά γεγονότα, αλλά εκτείνεται στην αιωνιότητα. Δεύτερον, αναδεικνύει τη συνέχεια μεταξύ της δημιουργίας και της σωτηρίας, καθώς η Εκκλησία είναι παρούσα από την αρχή, συνδέοντας όλη την κτίση με τον Θεό.
Τρίτον, η διδασκαλία αυτή τονίζει την ενότητα του ορατού και του αοράτου κόσμου στο σώμα της Εκκλησίας. Οι πιστοί δεν είναι απομονωμένοι, αλλά συμμετέχουν σε μία κοσμική κοινωνία που περιλαμβάνει αγγέλους, αρχαγγέλους, αγίους και όλη την κτίση. Όπως επισημαίνεται, «η Εκκλησία είναι το σώμα στο οποίο συναντώνται όλες οι τάξεις της δημιουργίας, από τους αγγέλους έως τους ανθρώπους, σε μία κοινή εμπειρία της θείας χάριτος και αγάπης».
Τέλος, αυτή η περιγραφή της Εκκλησίας ως τόπου αγγελικής λατρείας αναδεικνύει την αξία και την αγιότητα της λειτουργικής ζωής, καθώς κάθε λειτουργία αποτελεί συμμετοχή στην αιώνια δοξολογία που προσφέρουν οι αγγελικές δυνάμεις. Η Εκκλησία δεν είναι μόνο ανθρώπινη κοινότητα, αλλά πνευματική πραγματικότητα που συνδέεται με την αιώνια λατρεία του Θεού.
Πώς εξηγείται η παρουσία της Εκκλησίας στον Παράδεισο ως «θρησκευτική κοινωνία» και ποια στοιχεία συνιστούσαν την κοινωνία «του Λόγου με τον Αδάμ, του Φωτός με το πλάσμα του, του αγιασμού, της δικαιοσύνης, της τελειότητας»;
Η παρουσία της Εκκλησίας στον Παράδεισο περιγράφεται ως μία «θρησκευτική κοινωνία», όπου οι πρωτόπλαστοι βρίσκονταν σε άμεση και αδιάλειπτη κοινωνία με τον Θεό, βιώνοντας την παρουσία του Λόγου, του Φωτός, του αγιασμού, της δικαιοσύνης και της τελειότητας.
Η περιγραφή της Εκκλησίας στον Παράδεισο ως θρησκευτικής κοινωνίας αποκαλύπτει τη βαθιά θεολογική αλήθεια ότι η κοινωνία με τον Θεό είναι η φυσική και αρχέγονη κατάσταση του ανθρώπου. Η πτώση διέκοψε αυτή την κοινωνία, αλλά το έργο της σωτηρίας, που ολοκληρώθηκε με την ίδρυση της ιστορικής Εκκλησίας, αποσκοπεί στην αποκατάστασή της, προσφέροντας στον άνθρωπο τη δυνατότητα να ξαναβρεί τη χαμένη κοινωνία με τον Θεό και να γίνει μέτοχος της θείας ζωής.
Η παρουσία του Λόγου, του Φωτός, του αγιασμού, της δικαιοσύνης και της τελειότητας στον Παράδεισο αποτελούν τα θεμέλια της εκκλησιαστικής ζωής και τα χαρίσματα που η Εκκλησία προσφέρει στους πιστούς. Η Θεία Ευχαριστία, τα μυστήρια, η προσευχή και η ασκητική ζωή είναι τα μέσα διά των οποίων οι πιστοί μπορούν να βιώσουν και πάλι την παραδείσια κοινωνία με τον Θεό και να γίνουν μέτοχοι της θείας ζωής.
Η Εκκλησία ως θρησκευτική κοινωνία στον Παράδεισο
Σύμφωνα με την πατερική παράδοση, η Εκκλησία υπήρχε ήδη στον Παράδεισο με τη μορφή μιας θρησκευτικής κοινωνίας, όπου ο Αδάμ και η Εύα ζούσαν σε πλήρη αρμονία με τον Δημιουργό τους. Η κοινωνία αυτή δεν ήταν απλώς μία σχέση υποταγής, αλλά μία αληθινή κοινωνία αγάπης, γνώσης και μετοχής στη θεία ζωή. Όπως επισημαίνεται χαρακτηριστικά, «η Εκκλησία στον Παράδεισο ήταν η κοινωνία του Θεού με τον άνθρωπο, μία σχέση άμεση και ανόθευτη, όπου ο άνθρωπος απολάμβανε την παρουσία του Δημιουργού του και μετείχε στη δόξα του».
Αυτή η παραδείσια Εκκλησία χαρακτηρίζεται ως «πρώτη Εκκλησία» ή «Εκκλησία των πρωτοπλάστων», υποδηλώνοντας ότι η θρησκευτική κοινωνία με τον Θεό είναι η φυσική και αρχέγονη κατάσταση του ανθρώπου. Η πτώση διέκοψε αυτή την κοινωνία, αλλά το έργο της σωτηρίας αποσκοπούσε στην αποκατάστασή της, με την ίδρυση της ιστορικής Εκκλησίας ως νέου Παραδείσου.
Η κοινωνία «τοῦ Λόγου με τὸν Ἀδάμ»
Η κοινωνία στον Παράδεισο περιγράφεται πρωτίστως ως «κοινωνία τοῦ Λόγου με τὸν Ἀδάμ», υποδηλώνοντας την άμεση και προσωπική σχέση του ανθρώπου με τον αποκαλυπτόμενο Θεό. Ο Λόγος, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ήταν παρών στον Παράδεισο, όχι ως αφηρημένη ιδέα, αλλά ως ζωντανή παρουσία που επικοινωνούσε με τον άνθρωπο. Όπως τονίζεται, «ο Αδάμ συνομιλούσε με τον Θεό, λάμβανε τις εντολές του και απολάμβανε τη θεία παρουσία, βιώνοντας μία συνεχή αποκάλυψη της θείας σοφίας και αγάπης».
Αυτή η κοινωνία δεν ήταν μόνο διανοητική, αλλά και υπαρξιακή. Ο άνθρωπος δεν γνώριζε απλώς τον Θεό, αλλά ζούσε μέσα στην παρουσία Του, σε μία σχέση απόλυτης εμπιστοσύνης και αγάπης. Η παρουσία του Λόγου παρείχε στον άνθρωπο την αληθινή γνώση, την καθοδήγηση και την πληρότητα της ύπαρξης.
Η κοινωνία «τοῦ Φωτός με τὸ πλάσμα του»
Η σχέση στον Παράδεισο περιγράφεται επίσης ως «κοινωνία τοῦ Φωτός με τὸ πλάσμα του», μία εικόνα που υπογραμμίζει τη φωτιστική και αποκαλυπτική διάσταση της θείας παρουσίας. Το φως, ως σύμβολο της θείας γνώσης, της αγιότητας και της δόξας, καταύγαζε τον άνθρωπο και τον καθιστούσε μέτοχο της θείας ζωής. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «ο Αδάμ ήταν περιβεβλημένος με το θείο φως, το οποίο του παρείχε την αληθινή γνώση του Θεού και του εαυτού του, και τον καθιστούσε διαφανή στη θεία παρουσία».
Το φως αυτό δεν ήταν απλώς εξωτερικό, αλλά και εσωτερικό. Φώτιζε τον νου και την καρδιά του ανθρώπου, επιτρέποντάς του να βλέπει την πραγματικότητα με τα μάτια του Θεού. Η απώλεια αυτού του φωτός με την πτώση οδήγησε στο σκοτάδι της άγνοιας, της αμαρτίας και του θανάτου.
Η κοινωνία «τοῦ ἀγιασμοῦ, τῆς δικαιοσύνης, τῆς τελειότητας»
Τέλος, η κοινωνία στον Παράδεισο χαρακτηριζόταν από την παρουσία «τοῦ ἀγιασμοῦ, τῆς δικαιοσύνης, τῆς τελειότητας», τριών ιδιοτήτων που απέρρεαν από τη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό.
Ο αγιασμός αναφέρεται στην κατάσταση της αγιότητας και της καθαρότητας στην οποία βρισκόταν ο άνθρωπος, απαλλαγμένος από την αμαρτία και τα πάθη. Η άμεση κοινωνία με τον Θεό, την πηγή της αγιότητας, καθιστούσε τον άνθρωπο άγιο και αμόλυντο.
Η δικαιοσύνη υποδηλώνει την κατάσταση της ορθής σχέσης με τον Θεό, τους συνανθρώπους και τη δημιουργία. Ο άνθρωπος ζούσε σε πλήρη αρμονία με τον Δημιουργό του, τηρώντας τις εντολές του, και σε ειρήνη με όλη την κτίση.
Η τελειότητα αναφέρεται στην πληρότητα της ύπαρξης που απολάμβανε ο άνθρωπος, καθώς μετείχε στη θεία ζωή και απολάμβανε όλα τα δώρα της θείας χάριτος. Η τελειότητα αυτή δεν ήταν στατική, αλλά δυναμική, καθώς ο άνθρωπος ήταν προορισμένος να αυξάνεται συνεχώς στη γνώση και την αγάπη του Θεού.
Ποια είναι η κατηγορηματική δογματική θέση του Αγίου Νεκταρίου σχετικά με το εάν «υπήρχε και η πραγματικότης της Εκκλησίας ως Σώματος» πριν από την Ενανθρώπηση και γιατί ο Χριστός είναι η «αρχή της Ενότητος»;
Ο Άγιος Νεκτάριος διατυπώνει με κατηγορηματικό και δογματικά ακριβή τρόπο ότι η πραγματικότητα της Εκκλησίας ως Σώματος δεν υπήρχε πριν από την Ενανθρώπηση του Χριστού, καθώς ο Χριστός είναι η μοναδική «ἀρχή τῆς Ἑνότητος» και η κεφαλή του Σώματος.
Η κατηγορηματική θέση του Αγίου Νεκταρίου ότι η πραγματικότητα της Εκκλησίας ως Σώματος δεν υπήρχε πριν από την Ενανθρώπηση αναδεικνύει την κεντρική θέση του Χριστού στην εκκλησιολογία. Ο Χριστός δεν είναι απλώς ο ιδρυτής της Εκκλησίας, αλλά η κεφαλή, η ζωή και η ενότητά της. Χωρίς τον Χριστό, η Εκκλησία δεν θα μπορούσε να υπάρξει ως Σώμα, ως ζωντανός οργανισμός που μετέχει στη θεία ζωή.
Η διδασκαλία αυτή έχει σημαντικές συνέπειες για την πνευματική ζωή των πιστών. Υπογραμμίζει την ανάγκη για προσωπική σχέση με τον Χριστό, καθώς μόνο μέσω Αυτού μπορούμε να γίνουμε μέλη του Σώματός Του και να μετέχουμε στη θεία ζωή. Επιπλέον, τονίζει τη σημασία των μυστηρίων, και κυρίως της Θείας Ευχαριστίας, ως των μέσων διά των οποίων ενωνόμαστε με τον Χριστό και γινόμαστε ένα σώμα μαζί Του.
Η πραγματικότητα της Εκκλησίας ως Σώματος
Σύμφωνα με την εκκλησιολογία του Αγίου Νεκταρίου, η Εκκλησία, ως Σώμα Χριστού, δεν προϋπήρχε της Ενανθρωπήσεως. Αν και η Εκκλησία υπήρχε προαιωνίως στη θεία βούληση, η πραγμάτωσή της ως Σώματος, με κεφαλή τον Χριστό και μέλη τους πιστούς, συντελέστηκε μόνο μετά την Ενανθρώπηση. Όπως χαρακτηριστικά τονίζει, «πριν από την Ενανθρώπηση του Λόγου, δεν υπήρχε η πραγματικότητα της Εκκλησίας ως Σώματος, διότι έλειπε η κεφαλή, ο Χριστός».
Αυτή η θέση διακρίνει σαφώς μεταξύ της προαιώνιας ύπαρξης της Εκκλησίας στο σχέδιο του Θεού και της ιστορικής της πραγμάτωσης ως Σώματος Χριστού. Η Εκκλησία προϋπήρχε ως πνευματική πραγματικότητα, ως κοινωνία των αγγέλων και ως θρησκευτική κοινωνία στον Παράδεισο, αλλά η πλήρης και ολοκληρωμένη της μορφή ως Σώματος αποκαλύφθηκε μόνο με την έλευση του Χριστού.
Ο Χριστός ως «ἀρχή τῆς Ἑνότητος»
Ο Άγιος Νεκτάριος υπογραμμίζει με ιδιαίτερη έμφαση ότι ο Χριστός είναι η «ἀρχή τῆς Ἑνότητος» της Εκκλησίας, ο συνεκτικός δεσμός που ενώνει τα μέλη του Σώματος μεταξύ τους και με τον Θεό. Η ενότητα της Εκκλησίας δεν είναι αποτέλεσμα ανθρώπινης συμφωνίας ή θεσμικής οργάνωσης, αλλά πηγάζει αποκλειστικά από τον Χριστό, ο οποίος είναι η κεφαλή και η πηγή της ζωής της Εκκλησίας.
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, «ο Χριστός είναι η αρχή της ενότητας, διότι Αυτός συνενώνει τους πιστούς σε ένα σώμα, τους καθιστά μέλη του δικού Του Σώματος και τους χαρίζει τη θεία ζωή». Η ενότητα αυτή δεν είναι απλώς ηθική ή πνευματική, αλλά οργανική και υπαρξιακή, καθώς οι πιστοί γίνονται «σύσσωμοι και σύναιμοι» Χριστού μέσω των μυστηρίων, και κυρίως της Θείας Ευχαριστίας.
Η Ενανθρώπηση ως προϋπόθεση της ενότητας
Η Ενανθρώπηση του Χριστού αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία της Εκκλησίας ως Σώματος. Με την Ενανθρώπηση, ο Λόγος του Θεού προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, την ένωσε με τη θεία φύση Του και την κατέστησε ικανή να μετέχει στη θεία ζωή. Όπως τονίζεται, «μόνο διά της Ενανθρωπήσεως ο Χριστός κατέστη η κεφαλή της Εκκλησίας, καθώς προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και την ένωσε αδιαίρετα και ασύγχυτα με τη θεία Του φύση».
Η Ενανθρώπηση επέτρεψε στον Χριστό να γίνει ο νέος Αδάμ, ο αρχηγός μιας νέας ανθρωπότητας, η οποία, ενωμένη μαζί Του, μπορεί να ξαναβρεί την κοινωνία με τον Θεό. Η Εκκλησία είναι ακριβώς αυτή η νέα ανθρωπότητα, το Σώμα του Χριστού, το οποίο αναγεννάται και ζωοποιείται από τη θεία χάρη.
Η διάκριση μεταξύ προαιώνιας και ιστορικής Εκκλησίας
Η διδασκαλία του Αγίου Νεκταρίου αναδεικνύει τη σημασία της διάκρισης μεταξύ της προαιώνιας ύπαρξης της Εκκλησίας στη θεία βούληση και της ιστορικής της πραγμάτωσης ως Σώματος Χριστού. Η πρώτη αναφέρεται στο αιώνιο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου, ενώ η δεύτερη στην υλοποίηση αυτού του σχεδίου μέσα στην ιστορία, με την Ενανθρώπηση του Χριστού και την ίδρυση της Εκκλησίας την ημέρα της Πεντηκοστής.
Αυτή η διάκριση βοηθά στην κατανόηση της συνέχειας και της ασυνέχειας στην ιστορία της σωτηρίας. Υπάρχει συνέχεια, καθώς η Εκκλησία υπήρχε από την αρχή στο σχέδιο του Θεού, αλλά και ασυνέχεια, καθώς η πραγμάτωσή της ως Σώματος Χριστού αποτελεί ένα νέο και μοναδικό γεγονός στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Πώς ορίζει ο Άγιος Νεκτάριος τη διπλή διάσταση της Εκκλησίας ως «θρησκευτικόν καθίδρυμα» και ως «θρησκευτική κοινωνία», και πώς συνδέονται αυτές οι δύο διαστάσεις με τον σκοπό της σωτηρίας του ανθρώπου;
Ο Άγιος Νεκτάριος ορίζει με σαφήνεια τη διπλή διάσταση της Εκκλησίας, αφενός ως «θρησκευτικόν καθίδρυμα» και αφετέρου ως «θρησκευτική κοινωνία», δύο όψεις που συνδέονται άρρηκτα και αποσκοπούν από κοινού στη σωτηρία του ανθρώπου.
Η διάκριση του Αγίου Νεκταρίου μεταξύ της Εκκλησίας ως «θρησκευτικού καθιδρύματος» και ως «θρησκευτικής κοινωνίας» προσφέρει μία ολοκληρωμένη και ισορροπημένη κατανόηση της φύσης και του σκοπού της Εκκλησίας. Αναδεικνύει τόσο τη θεσμική και ορατή της διάσταση, όσο και την πνευματική και αόρατη.
Η σύνδεση των δύο αυτών διαστάσεων με τον σκοπό της σωτηρίας του ανθρώπου υπογραμμίζει τον πρακτικό και σωτηριολογικό χαρακτήρα της εκκλησιολογίας του Αγίου Νεκταρίου. Η Εκκλησία δεν είναι ένας αυτοσκοπός, αλλά το μέσον που ο Θεός προσφέρει στον άνθρωπο για να τον οδηγήσει στη σωτηρία, στην ένωση μαζί Του και στην αιώνια ζωή.
Η Εκκλησία ως «θρησκευτικόν καθίδρυμα»
Ως «θρησκευτικόν καθίδρυμα», η Εκκλησία ορίζεται ως ο θεοσύστατος οργανισμός που ιδρύθηκε από τον ίδιο τον Χριστό για τη συνέχιση του απολυτρωτικού του έργου στον κόσμο. Αυτή η διάσταση της Εκκλησίας περιλαμβάνει τα θεσμικά της στοιχεία, όπως η ιεραρχία, τα μυστήρια, η διδασκαλία, οι κανόνες και η λατρεία. Όπως τονίζει ο Άγιος Νεκτάριος, «η Εκκλησία ως καθίδρυμα είναι το ορατό σημείο της παρουσίας του Χριστού στον κόσμο, το μέσον διά του οποίου παρέχεται η θεία χάρις και επιτελείται η σωτηρία».
Αυτό το «καθίδρυμα» δεν είναι μια απλή ανθρώπινη οργάνωση, αλλά ένας θεανθρώπινος οργανισμός, καθώς έχει ως κεφαλή τον Χριστό και ως μέλη τους πιστούς, οι οποίοι ζωοποιούνται από το Άγιο Πνεύμα. Η θεσμική διάσταση της Εκκλησίας είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη της αλήθειας, τη μετάδοση της αποστολικής παράδοσης και την παροχή των μέσων της σωτηρίας στους πιστούς.
Η Εκκλησία ως «θρησκευτική κοινωνία»
Παράλληλα, ο Άγιος Νεκτάριος ορίζει την Εκκλησία και ως «θρησκευτική κοινωνία», υπογραμμίζοντας την εσωτερική και πνευματική της διάσταση. Ως κοινωνία, η Εκκλησία είναι το σύνολο των πιστών που είναι ενωμένοι με τον Χριστό και μεταξύ τους διά της πίστεως, της αγάπης και της κοινής μετοχής στα μυστήρια. Όπως επισημαίνει, «η Εκκλησία ως κοινωνία είναι το Σώμα του Χριστού, μία ζωντανή πραγματικότητα ενότητας και αγάπης, όπου οι πιστοί βιώνουν την κοινωνία με τον Θεό και τους συνανθρώπους τους».
Αυτή η διάσταση της Εκκλησίας δεν είναι ορατή με τον ίδιο τρόπο όπως το «καθίδρυμα», αλλά βιώνεται πνευματικά στην καρδιά των πιστών. Είναι η κοινωνία των αγίων, η ενότητα των ζώντων και των κεκοιμημένων, η αόρατη πραγματικότητα του Σώματος του Χριστού που εκτείνεται σε όλη την ιστορία.
Η σύνδεση των δύο διαστάσεων και ο σκοπός της σωτηρίας
Οι δύο αυτές διαστάσεις της Εκκλησίας, το «καθίδρυμα» και η «κοινωνία», δεν είναι αντιθετικές, αλλά αλληλοσυμπληρούμενες και αδιαχώριστες. Το «καθίδρυμα» υπάρχει για να υπηρετεί την «κοινωνία», και η «κοινωνία» εκφράζεται και βιώνεται μέσα στο «καθίδρυμα». Όπως τονίζει ο Άγιος Νεκτάριος, «το θρησκευτικό καθίδρυμα είναι το μέσον, ο σκοπός είναι η θρησκευτική κοινωνία, η ένωση του ανθρώπου με τον Θεό».
Και οι δύο διαστάσεις συνδέονται άμεσα με τον σκοπό της σωτηρίας του ανθρώπου. Το «καθίδρυμα» παρέχει τα αντικειμενικά μέσα της σωτηρίας, όπως τα μυστήρια και η διδασκαλία, ενώ η «κοινωνία» αποτελεί τον υποκειμενικό χώρο όπου ο άνθρωπος βιώνει τη σωτηρία, την ένωσή του με τον Χριστό και την ανακαίνισή του κατά χάριν.
Συγκεκριμένα, το «καθίδρυμα», μέσω της ιεραρχίας και των μυστηρίων, μεταδίδει τη θεία χάρη, συγχωρεί τις αμαρτίες, φωτίζει τον νου και αγιάζει τη ζωή των πιστών. Η «κοινωνία», από την άλλη πλευρά, είναι ο χώρος όπου οι πιστοί, ενωμένοι με τον Χριστό, ασκούνται στην αγάπη, την ταπείνωση, την υπακοή και τις άλλες αρετές, και προγεύονται της Βασιλείας του Θεού.
Πώς λειτούργησε η Πεντηκοστή ως η «καθοριστική στιγμή» για την Εκκλησία και με ποιον τρόπο το Άγιο Πνεύμα «τα πάντα συγκροτούν τον θεσμό της Εκκλησίας»;
Η Πεντηκοστή λειτούργησε ως η «καθοριστική στιγμή» για την Εκκλησία, καθώς σηματοδότησε την επίσημη έναρξη της ιστορικής της πορείας και την αποκάλυψη του Αγίου Πνεύματος ως της ζωοποιού δύναμης που «τα πάντα συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας».
Η Πεντηκοστή και η δράση του Αγίου Πνεύματος είναι θεμελιώδους σημασίας για την κατανόηση της φύσης και της αποστολής της Εκκλησίας. Η Πεντηκοστή δεν είναι απλώς ένα ιστορικό γεγονός, αλλά μία συνεχιζόμενη πραγματικότητα στη ζωή της Εκκλησίας. Το Άγιο Πνεύμα εξακολουθεί να δρα στον κόσμο, να καλεί τους ανθρώπους στη σωτηρία, να ενώνει τους πιστούς στο Σώμα του Χριστού και να συγκροτεί τον θεσμό της Εκκλησίας.
Η πίστη στην παρουσία και τη δράση του Αγίου Πνεύματος είναι αυτή που δίνει στην Εκκλησία τη βεβαιότητα ότι, παρά τις ανθρώπινες αδυναμίες και τις ιστορικές δυσκολίες, θα παραμείνει για πάντα «στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» και κιβωτός της σωτηρίας για όλη την ανθρωπότητα.
Η Πεντηκοστή ως γενέθλιος ημέρα της Εκκλησίας
Η ημέρα της Πεντηκοστής θεωρείται η γενέθλιος ημέρα της Εκκλησίας, η στιγμή κατά την οποία το Σώμα του Χριστού, που είχε ήδη συγκροτηθεί από τον ίδιο τον Κύριο κατά την επίγεια παρουσία του, εμφανίσθηκε στον κόσμο με τη δύναμη και την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Όπως τονίζεται χαρακτηριστικά, «η Πεντηκοστή δεν ίδρυσε την Εκκλησία εκ του μηδενός, αλλά την ανέδειξε, τη φανέρωσε και την ενδυνάμωσε, καθιστώντας την ικανή να εκπληρώσει την αποστολή της στον κόσμο».
Πριν από την Πεντηκοστή, οι μαθητές του Χριστού, αν και είχαν λάβει τη διδασκαλία και την εξουσία από τον ίδιο τον Κύριο, ήταν ακόμα φοβισμένοι και αδύναμοι. Η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος τους μεταμόρφωσε, τους έδωσε τη δύναμη να κηρύξουν το Ευαγγέλιο σε όλο τον κόσμο και να θεμελιώσουν την Εκκλησία.
Το Άγιο Πνεύμα ως η ψυχή της Εκκλησίας
Το Άγιο Πνεύμα είναι η «ψυχή» της Εκκλησίας, η αόρατη δύναμη που «τα πάντα συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας». Αυτό σημαίνει ότι το Άγιο Πνεύμα είναι αυτό που δίνει ζωή, ενότητα, αλήθεια και αγιότητα στην Εκκλησία. Χωρίς το Άγιο Πνεύμα, η Εκκλησία θα ήταν ένας νεκρός οργανισμός, μία απλή ανθρώπινη οργάνωση.
Συγκεκριμένα, το Άγιο Πνεύμα:
- Ενώνει τους πιστούς σε ένα σώμα: Το Άγιο Πνεύμα είναι ο δεσμός της ενότητας που συνδέει τους πιστούς με τον Χριστό και μεταξύ τους. Μέσω του Αγίου Πνεύματος, οι πιστοί γίνονται μέλη του Σώματος του Χριστού και κοινωνοί της θείας φύσεως.
- Καθοδηγεί την Εκκλησία στην αλήθεια: Το Άγιο Πνεύμα είναι ο Παράκλητος που ο Χριστός υποσχέθηκε να στείλει στους μαθητές του για να τους οδηγήσει «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν». Το Άγιο Πνεύμα φωτίζει την Εκκλησία να κατανοεί ορθά την Αγία Γραφή, να διατυπώνει τα δόγματα και να διαφυλάττει την αποστολική παράδοση.
- Αγιάζει τους πιστούς: Το Άγιο Πνεύμα είναι η πηγή του αγιασμού στην Εκκλησία. Μέσω των μυστηρίων, και κυρίως του Βαπτίσματος και του Χρίσματος, το Άγιο Πνεύμα κατοικεί στους πιστούς, τους καθαρίζει από την αμαρτία και τους χαρίζει τη θεία ζωή.
- Παρέχει τα χαρίσματα: Το Άγιο Πνεύμα παρέχει στους πιστούς τα διάφορα χαρίσματα (διδασκαλίας, προφητείας, θαυμάτων κ.λπ.) για την οικοδομή του Σώματος του Χριστού.
Ο ρόλος του Αγίου Πνεύματος στη συγκρότηση του θεσμού
Το Άγιο Πνεύμα δεν δρα μόνο στην εσωτερική, πνευματική ζωή της Εκκλησίας, αλλά και στη συγκρότηση του θεσμού της. Το Άγιο Πνεύμα είναι αυτό που καλεί και χειροτονεί τους ποιμένες της Εκκλησίας (επισκόπους, πρεσβυτέρους, διακόνους), τους δίνει την εξουσία να ιερουργούν τα μυστήρια και να ποιμαίνουν το λαό του Θεού.
Επιπλέον, το Άγιο Πνεύμα είναι αυτό που καθοδηγεί τις Συνόδους της Εκκλησίας, ώστε οι αποφάσεις τους να εκφράζουν την αλήθεια του Ευαγγελίου και να είναι σύμφωνες με το θέλημα του Θεού. Η φράση «ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν», που χρησιμοποιείται στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, εκφράζει ακριβώς αυτή την πεποίθηση.
Ποιο είναι το ακριβές κριτήριο που θέτει ο Άγιος Νεκτάριος για να θεωρηθεί η ομάδα των μαθητών «αληθινή Εκκλησία», δεδομένου ότι «δεν αποτελούσαν Εκκλησία» πριν την Πεντηκοστή;
Το ζήτημα αυτό έχει ήδη απαντηθεί στην προηγούμενη ενότητα. Το ακριβές και θεμελιώδες κριτήριο που θέτει ο Άγιος Νεκτάριος για να θεωρηθεί η ομάδα των μαθητών «αληθινή Εκκλησία» είναι η επιφοίτηση και η μόνιμη παρουσία του Αγίου Πνεύματος, το οποίο ζωοποιεί και συγκροτεί το Σώμα του Χριστού, μετατρέποντάς το από μία προετοιμασμένη κοινότητα σε έναν ζωντανό θεανθρώπινο οργανισμό.
Η Κατάσταση των Μαθητών πριν την Πεντηκοστή
Σύμφωνα με την εκκλησιολογία του Αγίου Νεκταρίου, η ομάδα των μαθητών πριν από την Πεντηκοστή, αν και είχε επιλεγεί, διδαχθεί και προετοιμαστεί από τον ίδιο τον Χριστό, «δεν αποτελούσαν Εκκλησία» με την πλήρη και ολοκληρωμένη έννοια του όρου. Αποτελούσαν, τρόπον τινά, ένα σώμα που είχε μεν κεφαλή, τον Χριστό, και μέλη, τους μαθητές, αλλά του έλειπε η «ψυχή», η ζωοποιός δύναμη που θα το καθιστούσε ζωντανό οργανισμό. Όπως επισημαίνεται, «η κοινότητα των μαθητών ήταν ένα σώμα έτοιμο και διαμορφωμένο, αλλά άψυχο, αναμένοντας την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος για να λάβει ζωή». Η πίστη τους, η διδασκαλία που είχαν λάβει και η μεταξύ τους κοινωνία ήταν τα προαπαιτούμενα, αλλά όχι το ίδιο το γεγονός της σύστασης της Εκκλησίας.
Το Κριτήριο της Παρουσίας του Αγίου Πνεύματος
Το καθοριστικό γεγονός που μετέτρεψε την ομάδα των μαθητών σε «αληθινή Εκκλησία» ήταν η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής. Το Άγιο Πνεύμα, σύμφωνα με τον Άγιο Νεκτάριο, δεν είναι απλώς μία δύναμη που ενισχύει ή καθοδηγεί την Εκκλησία, αλλά η ίδια η αρχή της ζωής της. Είναι το Πνεύμα που «τα πάντα συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας», δηλαδή συνιστά, ενοποιεί και ζωοποιεί όλα τα επιμέρους στοιχεία της, μετατρέποντάς τα σε ένα ενιαίο και αδιάσπαστο Σώμα. Το ακριβές κριτήριο, επομένως, είναι η ενεργός και μόνιμη παρουσία του Αγίου Πνεύματος εντός της κοινότητας, το οποίο την καθιστά Σώμα Χριστού και ναό του Θεού.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «χωρίς το Άγιο Πνεύμα, η Εκκλησία θα ήταν ένας νεκρός θεσμός, μία ανθρώπινη συνάθροιση. Το Πνεύμα είναι αυτό που την καθιστά θεανθρώπινο οργανισμό, παρέχοντας τη θεία ζωή στα μέλη της και ενώνοντάς τα με την κεφαλή, τον Χριστό». Η παρουσία του Αγίου Πνεύματος είναι, συνεπώς, το οντολογικό κριτήριο που διακρίνει την Εκκλησία από οποιαδήποτε άλλη θρησκευτική ή κοινωνική ομάδα.
Η Αληθινή Εκκλησία ως Ζωντανός Οργανισμός
Η έμφαση του Αγίου Νεκταρίου στην παρουσία του Αγίου Πνεύματος ως το θεμελιώδες κριτήριο για την ύπαρξη της «αληθινής Εκκλησίας» αναδεικνύει τη φύση της Εκκλησίας ως ζωντανού οργανισμού. Η Εκκλησία δεν είναι ένα στατικό καθίδρυμα ή μία απλή ένωση ανθρώπων με κοινές πεποιθήσεις. Είναι ένας δυναμικός, ζωντανός οργανισμός που αναπνέει και ζει διά του Αγίου Πνεύματος.
Η ζωή αυτή εκφράζεται μέσα από τα μυστήρια, τη λατρεία, την προσευχή, την αγάπη και την ενότητα των πιστών. Κάθε πράξη της Εκκλησίας είναι μία ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, το οποίο συνεχίζει το έργο του Χριστού στον κόσμο, καλώντας τους ανθρώπους στη σωτηρία και εντάσσοντάς τους στο Σώμα του Χριστού. Επομένως, μία κοινότητα μπορεί να ονομάζεται «αληθινή Εκκλησία» μόνο όταν είναι φορέας του Αγίου Πνεύματος και μετέχει στη ζωή της Αγίας Τριάδος. Αυτό το κριτήριο είναι απόλυτο και μη διαπραγματεύσιμο στην εκκλησιολογία του Αγίου Νεκταρίου.
Ποιες είναι οι τρεις διακριτές φάσεις στις οποίες χωρίζεται η ιστορία της Εκκλησίας ως προτύπωση στην Παλαιά Διαθήκη, και ποιοι αναγνωρίζονται ως «ἀείποτε πολέμιοι τῇ ἐκκλησίᾳ» σε κάθε περίοδο;
Η ιστορία της Εκκλησίας, ως προτύπωση στην Παλαιά Διαθήκη, διακρίνεται σε τρεις σαφείς και διακριτές φάσεις, καθεμία από τις οποίες χαρακτηρίζεται από τη διαρκή σύγκρουση με συγκεκριμένους εχθρούς που επιβουλεύονταν την πνευματική της υπόσταση και αποστολή.
Πρώτη Φάση: Από Αδάμ έως Μωυσή
Η πρώτη φάση της προτυπώσεως της Εκκλησίας εκτείνεται από την εποχή των πρωτοπλάστων έως τον Μωυσή και την παράδοση του Νόμου. Σε αυτή την περίοδο, η Εκκλησία υφίσταται ως μία φυσική και πατριαρχική κοινωνία με τον Θεό, βασισμένη στην άμεση αποκάλυψη και την προφορική παράδοση. Οι «ἀείποτε πολέμιοι τῇ ἐκκλησίᾳ» σε αυτή την αρχέγονη φάση αναγνωρίζονται πρωτίστως ως οι δυνάμεις της ειδωλολατρίας και της ηθικής διαφθοράς. Μετά την πτώση, ο άνθρωπος απομακρύνθηκε από την αληθινή γνώση του Θεού και στράφηκε προς τη λατρεία της κτίσης αντί του Κτίστη. Όπως σημειώνεται, «ο αγώνας της πρώτης εκείνης Εκκλησίας ήταν ενάντια στην εξάπλωση της πολυθεΐας και της αμαρτίας που απειλούσαν να σβήσουν κάθε σπινθήρα θεογνωσίας από προσώπου γης». Ο Κάιν, ο κατακλυσμός και η σύγχυση της Βαβέλ αποτελούν κορυφαίες εκφράσεις αυτής της εχθρότητας.
Δεύτερη Φάση: Υπό τον Μωσαϊκό Νόμο
Η δεύτερη φάση ξεκινά με την κλήση του Μωυσή και τη σύσταση του Ισραήλ ως του περιούσιου λαού του Θεού, ο οποίος οργανώνεται πλέον ως μία θεσμική και νομική Εκκλησία υπό τον Μωσαϊκό Νόμο. Σε αυτή την περίοδο, οι εχθροί της Εκκλησίας αποκτούν διπλή μορφή: εξωτερική και εσωτερική. Οι εξωτερικοί «ἀείποτε πολέμιοι» είναι τα ειδωλολατρικά έθνη που περιβάλλουν τον Ισραήλ, όπως οι Αιγύπτιοι, οι Χαναναίοι, οι Φιλισταίοι και οι Βαβυλώνιοι, οι οποίοι συνεχώς απειλούν την εθνική του υπόσταση και την πίστη του στον Ένα Θεό.
Παράλληλα, αναπτύσσεται ένας εξίσου επικίνδυνος εσωτερικός εχθρός: οι αποστάτες εντός του ίδιου του Ισραήλ. Σε αυτούς συγκαταλέγονται οι ψευδοπροφήτες, οι ειδωλολάτρες βασιλείς και οι μερίδες του λαού που, παρασυρόμενες από τις γειτονικές λατρείες, εγκατέλειπαν τη Διαθήκη. Όπως τονίζεται χαρακτηριστικά, «η μεγαλύτερη μάχη της Εκκλησίας του Ισραήλ δόθηκε όχι τόσο στα πεδία των μαχών, όσο μέσα στις καρδιές των ανθρώπων που ταλαντεύονταν μεταξύ του αληθινού Θεού και των ψεύτικων θεών των εθνών».
Τρίτη Φάση: Η Προφητική Περίοδος
Η τρίτη φάση, η οποία στην πραγματικότητα διαπερνά και εξελίσσει τη δεύτερη, είναι η προφητική περίοδος. Οι προφήτες αναδεικνύονται ως οι αυθεντικοί εκφραστές της συνείδησης της Εκκλησίας, καλώντας τον λαό σε μετάνοια και προαναγγέλλοντας την έλευση του Μεσσία. Σε αυτή την περίοδο, οι «ἀείποτε πολέμιοι» που καταγγέλλουν οι προφήτες είναι κυρίως εσωτερικοί και έχουν να κάνουν με την αλλοίωση της ίδιας της θρησκευτικότητας.
Οι προφήτες πολεμούν με σφοδρότητα τον τυπολατρικό φορμαλισμό και την υποκρισία της ιερατικής και πολιτικής ηγεσίας, η οποία τηρούσε το γράμμα του Νόμου αλλά αγνοούσε το πνεύμα του. Επιπλέον, μάχονται ενάντια στην κοινωνική αδικία, την καταπίεση των φτωχών και την ηθική κατάπτωση που είχαν διαβρώσει την κοινωνία. Όπως αναλύεται, «ο εχθρός δεν ήταν πλέον μόνο ο ξένος ειδωλολάτρης, αλλά ο ίδιος ο Ισραηλίτης που προσέφερε θυσίες στον ναό, αλλά η καρδιά του ήταν μακριά από τον Θεό και τα χέρια του αδικαιολόγητα». Αυτοί οι εσωτερικοί εχθροί—η υποκρισία, η αδικία και η έλλειψη αληθινής αγάπης—αναγνωρίζονται ως οι πιο ύπουλοι και επικίνδυνοι πολέμιοι της Εκκλησίας, καθώς την υπονόμευαν εκ των έσω, προετοιμάζοντας άθελά τους το έδαφος για την ανάγκη μιας νέας, οριστικής Διαθήκης.
Ποια είναι τα τέσσερα μέσα σωτηρίας που έχει στη διάθεσή της η Εκκλησία, και γιατί το βάπτισμα χαρακτηρίζεται ως το κύριο μυστήριο εισόδου «από τον χώρο της αμαρτίας στον χώρο της Εκκλησίας»;
Η Εκκλησία, ως η κιβωτός της σωτηρίας, διαθέτει τέσσερα θεμελιώδη μέσα για να οδηγήσει τον άνθρωπο στην ένωση με τον Θεό, με το βάπτισμα να κατέχει την πρωταρχική θέση ως το μυστήριο της εισόδου από την κατάσταση της αμαρτίας στην κοινωνία της χάριτος.
Τα Τέσσερα Μέσα Σωτηρίας
Σύμφωνα με τη διδασκαλία του Αγίου Νεκταρίου, η Εκκλησία παρέχει στους πιστούς τέσσερα βασικά μέσα για την επίτευξη της σωτηρίας τους:
- Το Βάπτισμα: Το θεμελιώδες μυστήριο της εισόδου στην Εκκλησία.
- Το Χρίσμα: Το μυστήριο της παροχής των δωρεών του Αγίου Πνεύματος, το οποίο τελείται αμέσως μετά το βάπτισμα και επισφραγίζει την ένταξη του πιστού στο Σώμα του Χριστού.
- Η Θεία Ευχαριστία: Το μυστήριο των μυστηρίων, διά του οποίου οι πιστοί κοινωνούν το ίδιο το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, ενωνόμενοι υπαρξιακά μαζί Του και μεταξύ τους.
- Η Ιερωσύνη: Ο θεσμός που εγκαθίδρυσε ο Χριστός για τη συνέχιση του έργου του στον κόσμο. Μέσω της ιερωσύνης τελούνται τα μυστήρια, κηρύττεται ο λόγος του Θεού και ποιμαίνεται ο λαός του Θεού.
Αυτά τα τέσσερα μέσα αποτελούν τον πυρήνα της μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας και είναι απαραίτητα για την πνευματική αναγέννηση, την ενδυνάμωση και την τελείωση του ανθρώπου.
Το Βάπτισμα: Η Πύλη της Σωτηρίας
Το βάπτισμα χαρακτηρίζεται ως το κύριο μυστήριο εισόδου «από τον χώρο της αμαρτίας στον χώρο της Εκκλησίας» για θεμελιώδεις θεολογικούς λόγους. Πριν από το βάπτισμα, ο άνθρωπος, φέροντας το προπατορικό αμάρτημα, βρίσκεται εκτός της σωστικής χάριτος της Εκκλησίας, στον «χώρο της αμαρτίας», της φθοράς και του θανάτου. Είναι, κατά την πατερική ορολογία, «ξένος και πάροικος» της Βασιλείας του Θεού.
Το βάπτισμα, μέσω της τριπλής κατάδυσης στο νερό, συμβολίζει και πραγματώνει τον μυστικό θάνατο του παλαιού, αμαρτωλού ανθρώπου και την αναγέννησή του σε μία νέα, εν Χριστώ ύπαρξη. Όπως επισημαίνεται, «διά του βαπτίσματος ο άνθρωπος απονεκρώνεται ως προς την αμαρτία και ανασταίνεται σε μία νέα ζωή, ενωμένος με τον Χριστό στον θάνατο και την Ανάστασή Του». Αυτή η πνευματική αναγέννηση είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την είσοδο στον «χώρο της Εκκλησίας», δηλαδή στην κοινωνία της Αγίας Τριάδος.
Η Μετάβαση από την Αμαρτία στη Χάρη
Η σημασία του βαπτίσματος ως πύλης εισόδου έγκειται στο ότι επιφέρει μία ριζική οντολογική αλλαγή στην ύπαρξη του ανθρώπου. Δεν πρόκειται απλώς για μία συμβολική πράξη ή μία ηθική δέσμευση, αλλά για μία πραγματική μετάβαση από το βασίλειο του σκότους στο βασίλειο του φωτός. Ο βαπτιζόμενος λαμβάνει την άφεση των αμαρτιών (τόσο του προπατορικού όσο και των προσωπικών), ενδύεται τον Χριστό και γίνεται ναός του Αγίου Πνεύματος.
Επομένως, το βάπτισμα δεν είναι απλώς το πρώτο από τα μυστήρια, αλλά η θεμελιώδης συνθήκη για τη συμμετοχή σε ολόκληρη τη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Χωρίς την αναγέννηση του βαπτίσματος, ο άνθρωπος παραμένει εκτός του Σώματος του Χριστού και, κατά συνέπεια, εκτός της οδού της σωτηρίας. Για τον λόγο αυτό, η Εκκλησία από την αποστολική εποχή θεωρεί το βάπτισμα ως την αδιαπραγμάτευτη αφετηρία της χριστιανικής ζωής, την πόρτα που οδηγεί από την αιχμαλωσία της αμαρτίας στην ελευθερία των τέκνων του Θεού.
Πώς ορίζεται η Ιερά Παράδοση και γιατί της αποδίδεται «ίσο κύρος και αξία» με την Αγία Γραφή ως «σύνολον των ουσιωδών και εξ αποκαλύψεως γνωσθεισών αληθειών»;
Η Ιερά Παράδοση ορίζεται ως η ζωντανή και αδιάκοπη συνέχεια της αποστολικής διδασκαλίας, η οποία μεταδίδεται από γενεά σε γενεά μέσα στην Εκκλησία υπό την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος. Της αποδίδεται «ίσο κύρος και αξία» με την Αγία Γραφή, διότι και οι δύο αποτελούν τις δύο όψεις της μίας και αδιαίρετης θείας Αποκάλυψης, συνιστώντας μαζί το «σύνολον των ουσιωδών και εξ αποκαλύψεως γνωσθεισών αληθειών».
Ορισμός και Περιεχόμενο της Ιεράς Παράδοσης
Η Ιερά Παράδοση δεν είναι μία στατική συλλογή παλαιών κειμένων ή εθίμων, αλλά μία δυναμική πραγματικότητα, η ίδια η ζωή της Εκκλησίας καθοδηγούμενη από το Άγιο Πνεύμα. Περιλαμβάνει όχι μόνο τις γραπτώς καταγεγραμμένες αλήθειες της Αγίας Γραφής, αλλά και την προφορική διδασκαλία των Αποστόλων, τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, τα συγγράμματα των Αγίων Πατέρων, τη λειτουργική ζωή και την εν γένει πνευματική εμπειρία της Εκκλησίας διά μέσου των αιώνων. Όπως αναφέρεται, «η Ιερά Παράδοση είναι η μνήμη της Εκκλησίας, η συνεχής παρουσία του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος που την καθοδηγεί στην αλήθεια». Δεν προσθέτει νέες αλήθειες σε αυτές της Γραφής, αλλά τις ερμηνεύει αυθεντικά, τις διασαφηνίζει και τις καθιστά βίωμα για κάθε γενεά.
Η Σχέση Ιεράς Παράδοσης και Αγίας Γραφής
Η Ορθόδοξη θεολογία δεν αντιμετωπίζει την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση ως δύο ξεχωριστές ή ανταγωνιστικές πηγές της πίστης, αλλά ως δύο αδιαχώριστες εκφράσεις της μίας θείας Αποκάλυψης. Η Αγία Γραφή αποτελεί το γραπτό μέρος της Ιεράς Παράδοσης, το θεόπνευστο κείμενο που καταγράφει τα θεμελιώδη γεγονότα και τις αλήθειες της σωτηρίας. Η Ιερά Παράδοση, με τη σειρά της, είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο η Αγία Γραφή γράφτηκε, διαφυλάχθηκε και ερμηνεύεται αυθεντικά.
Η απόδοση «ίσου κύρους και αξίας» πηγάζει από την πεποίθηση ότι και οι δύο πηγάζουν από την ίδια πηγή, το Άγιο Πνεύμα. Το ίδιο Πνεύμα που ενέπνευσε τους συγγραφείς της Αγίας Γραφής, συνεχίζει να φωτίζει την Εκκλησία και να την καθοδηγεί στην ορθή κατανόηση του λόγου του Θεού. Όπως τονίζεται, «η Αγία Γραφή χωρίς την Παράδοση είναι ένα γράμμα νεκρό, που μπορεί να παρερμηνευθεί ποικιλοτρόπως. Η Παράδοση χωρίς την Αγία Γραφή χάνει το θεμέλιο και το κριτήριό της». Είναι αλληλένδετες και αλληλοσυμπληρούμενες.
Το «Σύνολον των εξ Αποκαλύψεως Αληθειών»
Η έκφραση «σύνολον των ουσιωδών και εξ αποκαλύψεως γνωσθεισών αληθειών» υπογραμμίζει την πληρότητα και την αυθεντικότητα της πίστης που διαφυλάσσεται στην Εκκλησία. Η θεία Αποκάλυψη δεν είναι μία αποσπασματική συλλογή πληροφοριών, αλλά ένα ολοκληρωμένο και συνεκτικό σώμα αληθειών που αφορούν τον Θεό, τον άνθρωπο και τη σωτηρία. Αυτό το «σύνολον» δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στα γραπτά κείμενα της Βίβλου, διότι ο ίδιος ο Χριστός και οι Απόστολοι δίδαξαν και παρέδωσαν πολλά «ἄγραφα», τα οποία διασώθηκαν και μεταδόθηκαν μέσα στη ζωντανή εμπειρία της Εκκλησίας.
Η Ιερά Παράδοση, επομένως, αποτελεί την εγγύηση ότι η Εκκλησία κατέχει την πληρότητα της αποκαλυφθείσας αλήθειας. Δεν επινοεί νέες διδασκαλίες, αλλά διαφυλάσσει πιστά την «ἅπαξ παραδοθεῖσαν τοῖς ἁγίοις πίστιν». Η αναγνώριση του ίσου κύρους της με την Αγία Γραφή είναι θεμελιώδης για την Ορθόδοξη αυτοσυνειδησία, καθώς διασφαλίζει την ιστορική συνέχεια, την ενότητα της πίστης και την αυθεντική ερμηνεία του λόγου του Θεού, προστατεύοντας την Εκκλησία από τις υποκειμενικές ερμηνείες και τις αιρετικές πλάνες.
Ποιοι αποτελούν μέλη της θριαμβεύουσας Εκκλησίας, και γιατί σε αυτήν ανήκουν και «οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης (έως Αδάμ)»;
Μέλη της θριαμβεύουσας Εκκλησίας αποτελούν οι άγγελοι, οι άγιοι και όλοι οι δίκαιοι που έχουν μεταστει από την επίγεια ζωή στην ουράνια Βασιλεία, συμπεριλαμβανομένων και των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης έως και τον Αδάμ, διότι η σωτηρία που προσέφερε ο Χριστός έχει αναδρομική ισχύ και αγκάλιασε και εκείνους που έζησαν με πίστη και προσδοκία της λύτρωσης.
Τα Μέλη της Ουράνιας Εκκλησίας
Η θριαμβεύουσα Εκκλησία, σε αντιδιαστολή με τη στρατευομένη Εκκλησία που αγωνίζεται στη γη, είναι η ενωμένη ουράνια κοινότητα που απολαμβάνει ήδη τη δόξα του Θεού. Στα μέλη της συγκαταλέγονται πρωτίστως οι αγγελικές δυνάμεις, οι οποίες από την αρχή της δημιουργίας αποτελούσαν την πρώτη ουράνια Εκκλησία. Δίπλα τους στέκονται οι άγιοι της Καινής Διαθήκης—οι Απόστολοι, οι μάρτυρες, οι όσιοι, οι ομολογητές και όλοι οι χριστιανοί που έζησαν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και κοιμήθηκαν με την ελπίδα της Ανάστασης. Αυτοί αποτελούν τον καρπό του απολυτρωτικού έργου του Χριστού και μετέχουν ήδη στη χαρά του Κυρίου τους, αποτελώντας το «σώμα του Χριστού» στην ένδοξη μορφή του. Η θριαμβεύουσα Εκκλησία δεν είναι ένας στατικός τόπος, αλλά μία δυναμική κοινωνία αγάπης και δοξολογίας προς τον Τριαδικό Θεό.
Η Συμπερίληψη των Δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης
Η πιο σημαντική και αποκαλυπτική πτυχή της θριαμβεύουσας Εκκλησίας είναι ότι σε αυτήν ανήκουν και «οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης (έως Αδάμ)». Αυτό εξηγείται θεολογικά από το γεγονός ότι το σωτήριο έργο του Χριστού δεν περιορίζεται χρονικά από την Ενανθρώπησή του και έπειτα, αλλά έχει καθολική και αναδρομική ισχύ. Πριν από τη σταυρική θυσία και την Ανάσταση του Χριστού, οι πύλες του Παραδείσου ήταν κλειστές για όλη την ανθρωπότητα, ακόμη και για τους πιο ενάρετους, εξαιτίας του προπατορικού αμαρτήματος. Οι ψυχές των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης, από τον Αδάμ και την Εύα μέχρι τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, δεν μπορούσαν να εισέλθουν στην άμεση κοινωνία με τον Θεό, αλλά αναπαύονταν «εν κόλποις Αβραάμ», αναμένοντας την έλευση του Λυτρωτή.
Με την κάθοδό Του στον Άδη, ο Χριστός συνέτριψε τις πύλες του θανάτου και κήρυξε το Ευαγγέλιο της σωτηρίας σε αυτές τις ψυχές. Όσοι από τους δικαίους δέχθηκαν αυτό το κήρυγμα, ελευθερώθηκαν από τα δεσμά του Άδη και εισήλθαν μαζί με τον Χριστό στη Βασιλεία των Ουρανών κατά την Ανάληψή Του. Όπως αναφέρεται, «ο Χριστός, ως νέος Αδάμ, έγινε η κεφαλή όλης της ανθρωπότητας, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που προηγήθηκαν χρονικά, δικαιώνοντάς τους διά της πίστεώς τους στην υπόσχεση του ερχόμενου Μεσσία». Έτσι, οι πατριάρχες, οι προφήτες και όλοι οι δίκαιοι της προ Χριστού εποχής, που έζησαν με την προσδοκία της σωτηρίας, έγιναν πλήρη μέλη της Εκκλησίας, εντασσόμενοι στο ένα και αδιαίρετο Σώμα του Χριστού, το οποίο στην ουράνια διάστασή του ονομάζεται θριαμβεύουσα Εκκλησία. Η συμπερίληψή τους αποδεικνύει ότι η Εκκλησία είναι μία, καλύπτοντας όλη την ανθρώπινη ιστορία, και ότι ο Χριστός είναι ο μοναδικός Σωτήρας όλων των ανθρώπων, κάθε εποχής.
Βιβλιογραφία
- Μελέτη ιστορική περί των αιτίων του σχίσματος, περί της διαιωνίσεως αυτού και περί του δυνατού ή αδυνάτου της ενώσεως των δύο Εκκλησιών, της Ανατολικής και Δυτικής
- Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις
- Μελέται περί τῶν θείων μυστηρίων
- Ιερόν Θεολογικόν Μελέτημα περί του αειμνήστου Μνημοσύνου
- Μελέτη περί αθανασίας ψυχής και περί των ιερών μνημοσύνων
- Επιτομή της Ιεράς και Εκκλησιαστικής Ιστορίας
- Ιερατικόν Εγκόλπιον
- Ποιμαντική
- Χριστολογία
- Σχεδίασμα περί ανεξιθρησκείας
- Ιερών και φιλοσοφικών Λογίων θησαύρισμα (ή Φιλοσοφικών λογίων θησαύρισμα)
- Πανδέκτης των θεοπνεύστων Αγίων Γραφών
- Χριστιανική Ηθική