Με Μια Ματιά
Η εικονογραφική παράσταση του Θεού Πατρός ως “Παλαιού των ημερών” και του Αγίου Πνεύματος “εν είδει περιστεράς” είναι ένα θέμα που έχει συζητηθεί εκτενώς στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η Ορθόδοξη παράδοση δέχεται ότι ο Θεός Πατήρ και το Άγιο Πνεύμα μπορούν να απεικονιστούν συμβολικά, όπως και ο Χριστός, ο οποίος εικονίζεται με την ανθρώπινη μορφή που έλαβε με τη σάρκωσή Του.
Η αιτιολογία που παρουσιάζεται για την απεικόνιση του Θεού Πατρός και του Αγίου Πνεύματος βασίζεται στη συγκαταβατική αποκάλυψη του Θεού με τύπους και εικόνες, όπως φαίνεται στις προφητικές οράσεις και τις θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης. Οι εικόνες αυτές δεν αποτελούν ομοιώσεις φυσικών πραγμάτων και προσώπων, αλλά είναι συμβολικές και συγκαταβατικές, επιτρέποντας στον άνθρωπο να πλησιάσει την θεία πραγματικότητα.
Οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας, όπως ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, επισημαίνουν τη διάκριση μεταξύ της θείας ουσίας και της ενέργειας, καθώς και τη συγκαταβατική φανέρωση του Θεού στους προφήτες. Η εικόνιση του Θεού Πατρός και του Αγίου Πνεύματος δεν αποτελεί απόπειρα να απεικονιστεί η θεία φύση, αλλά είναι μια συμβολική αναπαράσταση της συγκαταβάσεως του Θεού.
Η ερμηνεία της όρασης του Προφήτη Δανιήλ, όπου ο Θεός εμφανίζεται ως “Παλαιός των ημερών” και ο “ως Υιός ανθρώπου” έρχεται προς Αυτόν, παρουσιάζει δύο ξεχωριστά πρόσωπα. Οι Άγιοι Πατέρες ερμηνεύουν το πρόσωπο του “Παλαιού των ημερών” ως τον Θεό Πατέρα, ενώ το πρόσωπο του “ως Υιός ανθρώπου” αναφέρεται στον Χριστό.
Συνοψίζοντας, η εικονογραφική παράσταση του Θεού Πατρός και του Αγίου Πνεύματος στην Ορθόδοξη Εκκλησία βασίζεται στη συγκαταβατική αποκάλυψη του Θεού και τη συμβολική ερμηνεία των προφητικών ορασεων. Αυτή η παράδοση δεν προσπαθεί να απεικονίσει τη θεία φύση, αλλά να εκφράσει τη συγκαταβατική φανέρωση του Θεού στους ανθρώπους.
Η Αγία Τριάς εις την Ορθόδοξον Εικονογραφίαν
Εισαγωγή στην Ανακύψασα Θεολογική Διαμάχη για την Εικονογραφία της Αγίας Τριάδος και η Αντίκρουση της
Η παρούσα εργασία πραγματεύεται ένα ζήτημα που επανήλθε στο προσκήνιο πρόσφατα και αφορά την εικονογραφική παράσταση της Αγίας Τριάδος.
Εσφαλμένα λένε ότι η εικόνα της Αγίας Τριάδος, όπου ο Πατέρας απεικονίζεται με άσπρα μαλλιά, ο Υιός, και το Άγιο Πνεύμα με μορφή περιστεράς, αποτελεί “κακοδοξία” και “πλάνη”. Όσοι αποδέχονται αυτή την εικόνα κατηγορούνται ότι περιπίπτουν στην “αίρεση του περιγραπτού της θεότητας”. Η παρούσα έκθεση επιχειρεί να δώσει μια πρώτη απάντηση στα συμπεράσματα αυτά που στρέφονται κατά της εικόνας της Αγίας Τριάδος και υποστηρίζονται από όσους δήθεν κόπτονται υπέρ της “καθαρότητος της πίστεως” και τους συμμάχους τους. Σκοπός της εργασίας αυτής είναι να παραθέσει αυτούσια τα πατερικά κείμενα, παρέχοντας τις προϋποθέσεις για ορθή αντίληψη επί του εξεταζομένου θέματος, και αποτελεί περισσότερο από μια πρόχειρη έκθεση της ορθόδοξου πραγματικότητος και αντίρρηση προς όσους ανακαλύπτουν πλάνη εκεί όπου υπάρχει η ζώσα από αιώνες Παράδοση της Εκκλησίας. Η μέθοδος που ακολουθείται στην εν λόγω εργασία δεν εστιάζει σε επιμέρους αναφορές στους Πατέρες, ούτε χρησιμοποιεί το όνομά τους αόριστα για να προσδώσει κύρος σε ερμηνευτικά επιχειρήματα, όπως γίνεται σε άλλη έκδοση που αναφέρεται. Η αναφορά στα συγγράμματα του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη και τη Συμβολική θεολογία παραμερίζει τα αδιέξοδα του ορθολογισμού, τα οποία οδηγούν σε εικονοκλαστικές θεωρήσεις.
Η Αγιορειτική Μαρτυρία και η Στάση της Εκκλησίας
Το θέμα αυτό δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητο, ειδικά από τους άγρυπνους οφθαλμούς των Μοναχών, οι οποίοι από την Εικονομαχία είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στα θέματα των εικόνων. Η Αγιορειτική μαρτυρία, αν και θεωρεί την υπόθεση λελυμένη από την Εκκλησία, δίδεται και είναι απλή: δεν εικονίζεται η Φύσις του Θεού αλλά τύποι, σύμβολα, σχήματα. Τα αποδεικτικά κείμενα προέρχονται από την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Σημειώνεται ότι δεν χρησιμοποιούνται αποφάσεις της Συνόδου της Μόσχας του 1656, για την οποία υπάρχουν πολλά ερωτηματικά, ούτε από τη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 1780 υπό τον πατριάρχη Σωφρόνιο με την γνωστή αντικολλυβαδική στάση. Η Εκκλησία δέχθηκε την εξεικόνιση των Προφητικών Οράσεων, όπως καθαρά διακηρύσσεται στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας. Ταυτόχρονα, εδογμάτισε ότι η φύσις της Αγίας Τριάδος ως ανείδεος ουκ εικονίζεται. Αναθεμάτισε όμως εκείνους οι οποίοι, ενώ παραδέχονται τις Προφητικές Οράσεις, αρνούνται την εξεικόνισή τους, επειδή τάχα κενολογούν ότι φάνηκε η άληπτος και αθέατος ουσία, η οποία ασφαλώς δεν εικονίζεται. Το πρόβλημα της ορθοδόξου ερμηνευτικής αναδύεται και πάλι επίκαιρο μέσα από την προβληματική της εξεικονίσεως του Θεού Πατρός και του Αγίου Πνεύματος. Η αυτόνομη ερμηνευτική στον “νουν του θεολογούντος” δεν είναι μόνο επισφαλής, αλλά αντιβαίνει συνήθως προς το καθολικό της Εκκλησίας πνεύμα και καταλήγει σε αντιλογία προς την CONSENSUS PATRUM. Ο ορθόδοξος ερμηνευτής δεν είναι ο γνωρίζων, αλλά ο έχων “νουν Χριστού“. Πάντα υφίσταται το ανάθεμα σε όσους δεν ερμηνεύουν ορθά τις θεϊκές φωνές των Αγίων Διδασκάλων της Εκκλησίας.
Αντιρρήσεις κατά της Εικόνισης του Θεού Πατρός και η Ορθόδοξη Αντίκρουση
Κατ’ άλλους, το θέμα της δυνατότητας η μη εικονικής παραστάσεως του Θεού Πατρός έλαβε πρόσφατα τεράστια έκταση και θίγει καιρίως την ορθόδοξη πίστη. Κατ’ άλλους, η προσκύνηση της εικόνας της Αγίας Τριάδος αγγίζει την αγνότητα η καθαρότητα της πίστεως. Η άρνηση αυτή της εικονικής παραστάσεως του Θεού Πατρός γίνεται με την αιτιολογία ότι “αδύνατον εικονίζεσθαι το θείον” και ότι “παραφροσύνης τοίνυν άκρας και ασεβείας το σχηματίζειν το θείον“. Η αιτιολογία όμως αυτή αφορά την εξεικόνιση της θείας φύσεως, πράγμα που κανείς δεν ισχυρίζεται με την εικονογραφική παράσταση του Θεού Πατρός ως “Παλαιού των ημερών” η του Αγίου Πνεύματος “εν είδει περιστεράς“. Επισημαίνεται ότι ερωτήματα και αρνήσεις σχετικά με την απεικόνιση του Αγίου Πνεύματος ως πουλιού η του Θεού Πατρός ως γέροντα ανθρώπου προέρχονται από σύγχυση μεταξύ “φύσει” και “είδει“. Δεν γίνεται διάκριση ανάμεσα στην άναρχη φύση του Θεού και στη δυνατότητα εικονίσεως των τύπων και των συμβολικών σχημάτων με τα οποία συγκαταβατικώς εμφανίστηκε ο Θεός.
Η Συγκαταβατική Αποκάλυψη του Θεού με Τύπους και Εικόνες
Ο Θεός όμως δεν άφησε τον εαυτό Του χωρίς μαρτυρία, αλλά απεκάλυψε τον εαυτό Του με τρόπο συγκαταβατικό, με τύπους και εικόνες, έως ότου απέστειλε την “φυσική και απαράλλακτο εικόνα του αοράτου Θεού“, τον Υιό του Πατρός, που δείχνει τον Πατέρα. Εικόνες του Θεού είδαν οι Προφήτες στις οράσεις, τα οράματα, τις θεοφάνειες, και οι μετά Χριστόν θεωθέντες άγιοι. Οι εικόνες που ζωγραφίζουμε δεν μοιάζουν κατά πάντα με το πρωτότυπο, “άλλο γαρ εστιν η εικών και άλλο το εικονιζόμενον“. Η εικόνα της Αγίας Τριάδος όπου εικονίζονται τρεις άγγελοι στην φιλοξενία του Αβραάμ αποτελεί την συγκαταβατική φανέρωση της τρισυποστάτου Θεότητος.
Συμβολικές Εικόνες της Αγίας Τριάδος και η Ερμηνεία του Αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού
Ακόμη και η άλλη εικόνα όπου φαίνεται ο Θεός Πατήρ ως πολιός, ο Χριστός ως εσαρκώθη και το Άγιο Πνεύμα εν είδει περιστεράς είναι εικόνα όπου εικονίζεται συγκαταβατικά ο Θεός, εκτός βέβαια την πραγματική εξεικόνιση του Χριστού. Συγκατάβαση του Θεού προς τον άνθρωπο είναι το να φανεί ο Θεός με μορφή και σχήμα, χωρίς στην πραγματικότητα να είναι τέτοιος, προκειμένου να πλησιάσει ο άνθρωπος την θεία πραγματικότητα. Οι εικόνες του Θεού πριν τη σάρκωση του Υιού είναι συμβολικές, όπως και μετά τη σάρκωση του Υιού όσον αφορά τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα. Ο Πατήρ φάνηκε στην όραση του προφήτου Δανιήλ ως “Παλαιός των ημερών“. Το Άγιο Πνεύμα φάνηκε εν είδει περιστεράς κατά τη Βάπτιση του Κυρίου στον Ιορδάνη.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει ότι δεν είναι δυνατόν να θεαθεί η φύση ούτε του Θεού, ούτε της ψυχής, ούτε του δαίμονος, αλλά αυτά θεωρούνται σε κάποια μετασχηματισμό, καθώς η θεία πρόνοια περιβάλλει τα ασώματα και άτυπα με τύπους και σχήματα για να χειραγωγηθούμε και να αποκτήσουμε μερική γνώση τους, ώστε να μην είμαστε σε πλήρη άγνοια του Θεού και των ασώματων κτισμάτων. Συνεχίζει λέγοντας ότι, επειδή ο Θεός δεν θέλει να αγνοούμε παντελώς τα ασώματα, τους περιέβαλε με τύπους και σχήματα, και εικόνες κατά την αναλογία της φύσεώς μας, σχήματα σωματικά που γίνονται αντιληπτά με την άσκηση του νου, και αυτά εικονίζουμε και σχηματίζουμε. Η Γραφή έχει σχήματα και εικόνες του Θεού. Ο άγιος δεν αντιφάσκει όταν λέει αλλού ότι ο Θεός είναι άϋλος, αόρατος, απερίγραπτος. Το ακριβές νόημα είναι ότι, όταν ο άγιος λέγει τα τελευταία, θέλει να εμποδίσει την αυθαίρετη κατασκευή σχημάτων και εικόνων του Θεού από τον άνθρωπο. Δεν εμποδίζει όμως τις εικόνες με τις οποίες φιλανθρώπως συγκατέβηκε ο Θεός να φανερωθεί, η τους τύπους που περιέβαλε στα ασώματα για να μην είμαστε σε άγνοια και για την προς τον Θεό χειραγωγία. Ο άγιος διακρίνει μεταξύ της θείας ουσίας, η οποία είναι παντελώς ασχημάτιστη, ασώματος και απερίγραπτος, και της θείας ενέργειας, την οποία είναι αδύνατο να νοήσουμε η να εκφράσουμε, αν δεν χρησιμοποιήσουμε εικόνες, τύπους και σύμβολα.
Η Εσφαλμένη Αντίληψη για τις Εικόνες και η Ορθόδοξη Διάκριση
Όσοι λαμβάνουν μονομερώς τα πατερικά κείμενα που λένε “ασχημάτιστον το θείον” κλπ., καταλήγουν εύκολα στην πεπλανημένη θεωρία ότι η δικαίωση των εικόνων είναι θεμελιωμένη στην αληθινή υλικότητα και τη σωματική ύπαρξη των φυσικών τους πρωτοτύπων, άρα οι εικόνες είναι ομοιώσεις φυσικών μόνο πραγμάτων και προσώπων. Κατ’ αυτούς, εικόνες του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος με υλική μορφή χωρίς να υπάρχει το πρωτότυπο κάποιας αληθινής σωματικής φύσης γίνονται είδωλα και η προσκύνησή τους ειδωλολατρεία. Κατά τον Άγιο Ιωάννη, οι εικόνες αυτές δεν αποτελούν “είδωλα” αλλά “εικόνες συμβολικές”. Οι εικόνες είναι τα ορατά των αοράτων και ατύπωτων, που τυπούνται σωματικώς προς αμυδράν κατανόηση. Η θεία Γραφή περιβάλλει τον Θεό και τους αγγέλους με τύπους. Ο Άγιος Διονύσιος περιγράφει ότι οι θεολόγοι αποδίδουν μορφές και σχήματα ανθρώπινα, η φλόγινα η ηλεκτρικά στον Θεό, αναφέροντας τα μάτια Του, τα αυτιά Του, την κόμη, το πρόσωπο, τα χέρια, τους ώμους, τα φτερά, τους βραχίονες, τα οπίσθια, τα πόδια, και πλάθουν γι’ Αυτόν στεφάνους, θρόνους, ποτήρια και κρατήρες. Συμβολική θεολογία αποτελούν όσα λέγονται για τον Θεό ανθρωποπρεπώς, προσαρμοζόμενα από τα ανθρώπινα μέλη, αισθήσεις και ήθη. Οι εικόνες του Θεού είναι εικόνες της συγκαταβάσεως του Θεού, όπου ο Θεός “ώφθη ανθρώποις” με σχήμα και μορφή ανθρώπου και όχι εικόνες της θείας φύσεως. Το άϋλο και υπερούσιο της θείας φύσεως αποδεικνύει το “τίνι ομοιώσατε τον Κύριον;“. Την συγκαταβατική εμφάνιση του Θεού διατρανώνει η ρήση άλλου προφήτου όταν λέγει: “Εγώ οράσεις επλήθυνα και εν χερσί προφητών ωμοιώθην“. Το “δράσεις επλήθυνα” εννοεί και την ποικιλομορφία των εμφανίσεων. Το να βλέπει διαφορετική θεωρία κάθε προφήτης είναι απόδειξη ότι δεν έβλεπαν την ουσία του Θεού, η οποία είναι μία και αθέατος. Όλα αυτά που είδαν οι προφήτες ήταν συγκατάβαση, και την ακραιφή ουσία κανείς τους δεν είδε. Ο Θεός είναι απλούς και ασύνθετος και ασχημάτιστος, ενώ οι προφήτες έβλεπαν διάφορα σχήματα. Ο Θεός δεν έδειξε την ουσία Του, αλλά συγκατέβηκε προς την ασθένεια των ορώντων.
Είναι παράλογο και άπρεπο να ζωγραφίζουμε στις εικόνες τον Κύριο Σαβαώθ, δηλαδή τον Πατέρα, προσπαθώντας να απεικονίσουμε τη θεϊκή Του φύση. Αυτό οφείλεται είτε σε πλημμελή γνώση της ορθοδόξου Παραδόσεως, είτε σε θεώρηση ως γνησίας παραδόσεως μιας θεωρίας που κλείνει τα μάτια σε όσα η Εκκλησία φρονεί περί της Συμβολικής Θεολογίας. Η Παράδοση διά στόματος Ιωάννου Δαμασκηνού λέγει ότι “και Θεού σχήματα και εικόνας η Γραφή έχει“. Οι προφήτες είδαν τον Θεό “εν εικονική οράσει“.
Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος επικυρώνει ότι εικονίζονται οι οράσεις των προφητών, εφόσον γνωρίζουμε και αποδεχόμαστε ότι οι προφήτες τις είδαν και τις διηγήθηκαν, και κρατούμε την γραπτή και άγραφη παράδοση που διήλθε από τους Αποστόλους στους Πατέρες, και για αυτό εικονίζουμε τα Άγια και τα τιμούμε.
Η Εικόνιση των Αγγέλων και η Συγκατάβαση του Θεού
Αν και γράφονται ολόκληρες σελίδες για να αποδειχθεί ότι “οι εικόνες είναι ομοιώσεις φυσικών μονάχα πραγμάτων και προσώπων“, η θέση αυτή διασείεται όταν σημειώνεται ότι εικόνες των αγγέλων κατασκευάστηκαν μετά από ειδική εντολή του Θεού στον Μωυσή, παρόλο που είναι άϋλα και αόρατα όντα. Η εικονογράφηση των αγγέλων δεν συμβιβάζεται με τον ορισμό ότι “η δικαίωση των εικόνων είναι θεμελιωμένη στην αληθινή υλικότητα και τη σωματική ύπαρξη των φυσικών τους πρωτοτύπων“. Η συγκαταβατική φανέρωση του Θεού στον Αβραάμ με τη μορφή τριών αγγέλων, η οποία εικονίζεται ως τύπος της τρισυποστάτου Τριάδος, δεν έχει καμία “αληθινή υλικότητα” η “σωματική ύπαρξη” φυσικού πρωτοτύπου. Πρέπει να περιορισθούμε σε όσα μας έχουν παραδοθεί, διαφορετικά οδηγούμαστε στην θεώρηση της θείας ενέργειας του Θεού ως κτιστής.
Διάκριση Ουσίας και Ενέργειας και οι Θεοφάνειες
Άλλος άγιος γράφει ότι δοξάζουμε την ουσία του Θεού ως παντελώς άμεθεκτον και ακοινώνητον με εμάς και με όλη την κτίση, καθώς λέγει ο μονογενής “ουδείς γαρ εώρακε πώποτε τον Θεόν“. Στον Μωυσή ειπώθηκε “ου μη ίδη το πρόσωπόν μου άνθρωπος και ζήσεται“. Τη δόξα Του όμως και τη λαμπρότητα εκ της ουσίας Αυτού, και τη χάρη και τη δύναμη πιστεύουμε ορθώς ότι είναι δυνατόν να βλέπεται και να είναι σε εμάς δεκτική, και κατά τον τρόπο αυτό έγιναν οι οράσεις των προφητών, οι φωτοφάνειες και ελλάμψεις στους Αγίους και οι διακονίες και τα ενεργήματα των δυνάμεων, και ότι λαμβάνουμε όλοι μας χάρη Θεού και όχι ουσία.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ανασκευάζοντας τις αιρετικές απόψεις των συγχρόνων του Βαρλαάμ και Ακινδύνου, οι οποίοι δεν διέκριναν μεταξύ θείας ουσίας και ενέργειας, λέγει ότι η έννοια της υποσχέσεως περί της θέας του Θεού είναι διπλή: η μία είναι να γνωρίσουμε την υπερκειμένη του παντός φύση, η άλλη να ανακραθούμε προς Αυτόν δια της καθαρότητος της ζωής. Το πρώτο είδος κατανοήσεως, η φωνή των Αγίων ορίζει ότι είναι αδύνατο. Το δεύτερο υπόσχεται ο Κύριος στην ανθρώπινη φύση, όταν μακαρίζει τους καθαρούς τη καρδία. Όσοι κραυγάζουν “Πως τολμούν να βγάζουν ψεύτη τον Θεό που είπε “ου μη ίδη άνθρωπος το πρόσωπόν μου και ζήσεται;”” υστερούνται των πατερικών εξηγήσεων. Ο Πατριάρχης Ιακώβ είδε τον Θεό πρόσωπον προς πρόσωπον και σώθηκε. Σχολιάζει ο Άγιος Γρηγόριος ότι ο Ιακώβ έτυχε και του μείζονος μυστηρίου του Σταυρού, της θεοπτίας, και μαρτυρεί τη θεωρία και τη σωτηρία λέγοντας “είδον γαρ τον Θεόν πρόσωπον προς πρόσωπον, και εσώθη μου η ψυχή“. Ο Ιακώβ είδε το πρόσωπο του Θεού και όχι μόνο δεν αφαιρέθηκε το ζην, αλλά και σώθηκε, παρά τη ρήση του Θεού “ουδείς όψεται το πρόσωπόν μου και ζήσεται“.
Άρα, το πρόσωπο του Θεού που βλέπεται είναι η κατά την επιφάνεια στους αξίους ενέργεια και χάρις του Θεού, ενώ το πρόσωπο που ποτέ δεν βλέπεται είναι η υπερτέρα πάσης εκφανσεως και οράσεως ουσία. Όλα τα οράματα και ανθρωπομορφικές οπτασίες των προφητών ανάγονται στη Θεία ενέργεια, με την οποία ο Θεός εμφανίστηκε κατ’ απόρρητο τρόπο σε αυτούς. Τα ιερά θεάματα των προφητών εικονίζονται κατά την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο.
Η Εμφάνιση του Θεού Πατρός και του Αγίου Πνεύματος στην Παλαιά Διαθήκη
Για να στηριχθεί η άρνηση της εικονογραφικής παραστάσεως του Θεού Πατρός, απορρίπτεται η εκφάνεια του Πατρός καθώς και του Αγίου Πνεύματος από τις προφητικές οράσεις. Λέγεται ότι “οι εμφανίσεις του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη είναι εμφανίσεις του Θεού Λόγου” και ότι “τα οράματα των προφητών στην Π.Δ. αναφέρονται όλα στο Χριστό και όχι στον Πατέρα“. Ειδικότερα, “ένας μόνο Κύριος μίλησε και πήρε τη μορφή ανθρώπου στην Π.Δ., αυτός ο Υιός του ανθρώπου“. Οι Άγιοι Πατέρες όμως διαφωνούν με αυτές τις απόψεις. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αναρωτιέται πως η Αγία και Ομοούσιος Τριάς, η οποία είναι ακατάληπτος, αχώριστος και αδιαίρετος και αθεώρητος στους σωματικούς οφθαλμούς, ευδόκησε να φιλοξενηθεί στη σκηνή του Αβραάμ. Δεν λέγει ένας μόνο “Υιός” αλλά η “Τριάς”. Οι αθεώρητοι τη φύσει έγιναν ορατοί δια την συγκατάβασιν.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει ότι “το μεν ουν Πατήρ και Υιός ίδιον εκάστης υποστάσεως. Το δε θεός και Κύριος κοινόν“. Στην Παλαιά Διαθήκη συνεχώς ο Πατήρ λέγεται Κύριος. Η λέξη Θεός είναι κοινή των προσώπων της Αγίας Τριάδος και όχι μόνο του Υιού. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς σημειώνει ότι ο πρώτος αποστάτης ήγειρε τους συμμαχήσαντες κατά της θείας χάριτος του Θεού. Όταν κηρύχθηκε από τον Μωυσέα ο Πατήρ, χρησιμοποίησε ως συμμάχους τους Έλληνες. Όταν επιφάνηκε η θεότης του Υιού, εξέθρεψε εναντίον Του τον Άρειο και τον Αέτιο και τον Ευνομιο. Η θεολογική θέση ότι “ο Χριστός αποκαλύπτει πάντοτε εν εαυτώ τον Πατέρα εν Πνεύματι Αγίω, δηλαδή την Αγία Τριάδα” ισχύει όχι μόνο για την Καινή Διαθήκη, αλλά και για την Παλαιά, ως Υιός και Λόγος αποκαλύπτων στους προφήτας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μόνο ο Υιός και Λόγος εμφανίσθηκε στην Π.Δ. στους Προφήτας και όχι και ο Θεός Πατήρ. Η εμφάνιση και του Θεού Πατρός μαρτυρείται από τους παλαιούς μεγάλους Πατέρες. Οι τρεις άνδρες στην φιλοξενία του Αβραάμ δεν μπορούν να αποδοθούν μόνο στον Λόγο, αλλά στην Αγία Τριάδα. Στην όραση του Προφήτου Δανιήλ, “ως Υιός ανθρώπου ερχόμενος ην και έως του Παλαιού των ημερών έφθασε“, έχουμε δύο διαφορετικά πρόσωπα. Ο Μέγας Βασίλειος λέγει για την όραση του Προφήτου Ησαΐου ότι ούτε όραση ούτε χρησμωδία γίνεται κεχωρισμένως Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος. Ο Προφήτης Ησαΐας είδε τον Κύριον Σαβαώθ καθήμενον επί θρόνου υψηλού και επηρμένου. Ο επί πάντων εστί Πατήρ είναι ο οφθείς και χρησμοδοτήσας τω Προφήτη. Ο Προφήτης εισηγείται το πρόσωπο του Πατρός, ο Ευαγγελιστής (Ιωάννης) του Υιού, ο Παύλος του Πνεύματος, όλοι ονομάζουν ένα Κύριον Σαβαώθ τον οφθέντα κοινώς.
Ο “Παλαιός των Ημερών” στην Όραση του Προφήτου Δανιήλ και η Ερμηνεία των Πατέρων
Στην όραση του Προφήτου Δανιήλ, ο Θεός εμφανίσθηκε ως “Παλαιός των ημερών“. Εθεώρουν έως ότου θρόνοι ετέθησαν, και παλαιός ημερών εκάθητο, και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών, και η θρίξ της κεφαλής αυτού ωσεί έριον καθαρόν. Και εθεώρουν εν οράματι της νυκτός και ιδού μετά των νεφελών του ουρανού ως υιός ανθρώπου ερχόμενος ην και έως του παλαιού των ημερών έφθασε. Στην όραση αυτή φαίνονται καθαρά δύο πρόσωπα: ο “παλαιός των ημερών” και ο “ως υιός ανθρώπου“. Μερικοί ερμηνεύουν ότι ο “παλαιός των ημερών” είναι ο Χριστός και όχι ο Πατέρας η ότι είναι ο Υιός του Θεού και όχι ο Πατήρ. Ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, αναφερόμενος στο πολυώνυμο του Θεού, αναφέρει χαρακτηριστικά τον Θεό ως “παλαιό των ημερών“. Λέγει ότι ο Θεός υμνείται ως “παλαιός των ημερών” διότι είναι πάντων αιτία, αιώνα και χρόνου και πρό ημερών, και πρό αιώνος και χρόνου. Στις ιερές φωτοφάνειες των μυστικών οράσεων, ο Θεός πλάττεται και πολιός και νέος, ο πολιός σημαίνοντας το αρχαίον και όντα απ’ αρχής, ο νεότερος δε τον αγήρω. Η αναζήτηση ταυτότητος μεταξύ της συγκαταβατικής εμφάνισης του Θεού (δηλαδή μορφής) και της ουσίας του Θεού (“φυσικού πρωτοτύπου”) οδηγεί είτε σε απόρριψη των οράσεων των Προφητών λόγω ποικιλομορφίας, είτε σε εικονομαχική στάση κατά της εξεικόνισης αυτών των οράσεων.
Η Ορθόδοξος του Χριστού Εκκλησία πιστεύει ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, μετά τα πάθη, την ταφή, την ανάσταση και την εις ουρανούς Ανάληψη, εκάθησε εκ δεξιών του Θεού και Πατρός και έλαβε και ως άνθρωπος την “τιμή και την βασιλεία” από τον Πατέρα. Αυτό προείδε και προεικόνιζε η όραση του Προφήτου Δανιήλ. Η μορφή του Θεού Πατρός ως “παλαιού των ημερών” είναι συμβολική. Ο Χριστός, όταν λέγει “Πάντα μοι παρεδόθη υπό του Πατρός“, αφήνει να εννοηθεί ότι Αυτός, στον οποίο εδόθη η αρχή, η τιμή και η βασιλεία, είναι ο ίδιος και Εκείνος που έδωσε είναι σαφέστατα ο Πατήρ. Οι Άγιοι Απόστολοι, αναφερόμενοι στις προφητικές φωνές, γράφουν ότι ο Δανιήλ λέγει ότι ο “Υιός ανθρώπου” είναι “ερχόμενος” προς τον Πατέρα και παίρνει από Εκείνον όλη την κρίση και την τιμή. Οι Απόστολοι θεωρούν ότι ο “Παλαιός των ημερών” είναι ο Πατήρ. Δημιουργείται σύγχυση όταν άλλοτε ο “Παλαιός των ημερών” αποδίδεται στον Χριστό και άλλοτε στον Υιό του Θεού η τον Θεό Λόγο και ποτέ στον Πατέρα. Κατά κοινή μαρτυρία των Αγίων που ερμηνεύουν την όραση του προφήτου Δανιήλ, το πρόσωπο του “Παλαιού των ημερών” δεν αποδίδεται στον Χριστό, διότι σε Αυτόν αποδίδεται το πρόσωπο του “ως Υιός ανθρώπου“. Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας αναφέρει σαφέστατα τον Πατέρα ως τον “Παλαιό των ημερών“.
Η Ερμηνεία του “Ως Υιός Ανθρώπου” και η Απόρριψη Εσφαλμένων Θεωριών
Δημιουργείται επίσης σύγχυση για το πρόσωπο του “ως Υιός ανθρώπου” όταν λέγεται ότι είναι η ανθρώπινη φύσις. Είναι εντελώς ψευδές ότι το όραμα του Δανιήλ ερμηνεύεται από τους πατέρες σαν μια οράση από μακριά της ένωσης του Λόγου με τη σάρκα. Στην όραση, ο “ως Υιός ανθρώπου” είναι τέλειος άνθρωπος, ενώ ο Θεός Λόγος δεν ενώθηκε με σάρκα που προϋπήρχε. Η όραση δεν μπορεί να ερμηνευθεί σαν ένωση του Λόγου με τη σάρκα. Ήταν αιρετικό φρόνημα του Αρείου, του Νεστορίου και του Θεοδώρου Μοψουεστίας ότι ο “άνθρωπος Ιησούς” είχε για κάποιο χρονικό διάστημα ιδιαίτερη υπόσταση και κατόπιν έγινε άξιος να ενωθεί με τον Λόγο. Η όραση του Προφήτου, όπου είδε τον “ως Υιόν ανθρώπου ερχόμενον“, προεσήμαινε τον σαρκωθέντα, σταυρωθέντα, αναστάντα την τρίτη ημέρα, αναελθόντα εις τους ουρανούς και καθεζόμενον εκ δεξιών του Πατρός και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς, ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος, όπως λένε οι Άγιοι Πατέρες. Η οπτασία αυτή προεικόνιζε αυτό και όχι “την ένωση του Λόγου με τη σάρκα“. Αν ο “Υιός του ανθρώπου” είναι η ανθρώπινος φύσις και ο “παλαιός των ημερών” ο Θεός Λόγος, τότε λογικά η αρχή, η τιμή και η βασιλεία θα έπρεπε να έχουν δοθεί στην ανθρώπινη φύση από τον Θεό Λόγο, πράγμα που κανείς Άγιος Πατέρας δεν ισχυρίστηκε. Ούτε λέει η όραση ότι ο “ως Υιός ανθρώπου” έφθασε έως τον “Παλαιό των ημερών” και ενώθηκε μαζί Του, ούτε έμεινε ένα μόνο πρόσωπο για να δειχθεί η ένωση του Λόγου με τη σάρκα. Γίνεται προσπάθεια με λογικά συμπεράσματα να συμβιβαστεί η να ταυτιστεί το πρόσωπο του “παλαιού των ημερών” με το πρόσωπο του πρώτου κεφαλαίου της Αποκαλύψεως, που είναι ο Χριστός, παραποιώντας το κείμενο της Γραφής.
Κατά τον Άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο, η Ομοτιμία Πατρός και Υιού είναι σαφώς δηλωμένη στις Γραφές. Αναφερόμενος στον Ψαλμό “Είπεν ο Κύριος τώ Κυρίω μου, κάθου εκ δεξιών μου”, ο άγιος διερωτάται: “Είδες το ομότιμον;”. Εξηγεί ότι όπου υπάρχει θρόνος, αυτό αποτελεί σύμβολο βασιλείας, και όταν υπάρχει ένας θρόνος, υποδηλώνεται ισοτιμία της ίδιας βασιλείας. Συνεπώς, η κοινωνία του θρόνου μεταξύ Πατρός και Υιού φανερώνει την ομοτιμία τους. Σε άλλο σημείο, σχολιάζοντας την όραση του Προφήτη Δανιήλ (“…ως υιός ανθρώπου ερχόμενος ην, και έως του Παλαιού των ημερών έφθασεν”), ο Άγιος Ιωάννης αναφωνεί: “Ιδού και το ομότιμον.”. Και συνεχίζει ρωτώντας: “Είδες ομοτιμίαν αυτού προς τον Πατέρα;”. Ο άγιος εξηγεί ότι επειδή ο Υιός φάνηκε χρονικά “ύστερος” του Πατρός στην όραση, γι’ αυτό λέγεται ότι ήρθε μετά των νεφελών, υπογραμμίζοντας και πάλι την ομοτιμία τους. Επιπλέον, ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος τονίζει ότι παρόλο που στην περίπτωση του Πατρός στην όραση του Δανιήλ περιγράφονται χαρακτηριστικά (“τρίχας και τα λοιπά”), το ίδιο ισχύει και για τον Υιό, εννοώντας ότι αυτές οι περιγραφές δεν θίγουν την ομοτιμία τους. Συνοψίζοντας, ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος θεωρεί την συν-καθέδρα του Πατρός και του Υιού και την εμφάνιση του Υιού να πλησιάζει τον Πατέρα στην όραση του Δανιήλ ως σαφείς ενδείξεις της ομοτιμίας τους. Επισημαίνει ότι η κοινή εξουσία και βασιλεία, καθώς και η παρουσία και των δύο προσώπων στις προφητικές οράσεις, μαρτυρούν την ίση τιμή και αξία τους.