
Αποσπάσματα από την ομιλία που έκανε ο π Αθανάσιος Μυτιληναίος στις 11.2.1991
Γιατί δεν είναι καλό να λέμε Χριστούλης ή Θεούλης;
Η σημασία της δοξολογίας και η αποφυγή υποκοριστικών
Η χρήση υποκοριστικών όπως “Χριστούλης” ή “Θεούλης” είναι θεολογικά προβληματική διότι μειώνει και μικραίνει την έννοια της θεότητας, κάτι που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την επιταγή της δοξολογίας. Η πράξη της δοξολογίας, όπως εκφράζεται μέσα από φράσεις σαν το “Μεγάλυνον, ψυχή μου”, έχει ως κεντρικό σκοπό ακριβώς το αντίθετο: να κάνει κάτι μεγάλο, να του αποδώσει τη μέγιστη δόξα.
Η έννοια του “μεγαλύνω”
Το ρήμα “μεγαλύνω” σημαίνει κυριολεκτικά “κάνω κάτι μεγάλο”. Όταν αυτή η πράξη απευθύνεται στον Θεό, σημαίνει ότι του αποδίδουμε περισσότερη δόξα, αναγνωρίζοντας το μεγαλείο του. Η ίδια η Θεοτόκος είπε “μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον”, τονίζοντας την ανάγκη να τον δοξάζουμε και να τον κάνουμε “μεγάλο” στην αντίληψή μας. Το να μικρύνουμε τον Θεό, χρησιμοποιώντας υποκοριστικά, ισοδυναμεί με το να του αφαιρούμε δόξα. Εμείς καλούμαστε να μεγαλύνουμε και να δοξάσουμε τον Θεό και την Παναγία, όχι να τους μικρύνουμε όπως κάνουν οι αιρετικοί που με τις διδασκαλίες τους προσβάλλουν και μειώνουν την Αειπαρθενία της.
Συνεπώς, η χρήση όρων όπως “Χριστούλης” και “Θεούλης” αντιστρατεύεται τη θεμελιώδη αρχή της χριστιανικής πίστης που μας προτρέπει να μεγαλύνουμε και να δοξάζουμε τον Θεό, αναγνωρίζοντας το άπειρο μεγαλείο του, και όχι να το υποβιβάζουμε με εκφράσεις που υποδηλώνουν μικρότητα.
Η Παναγία
Η φράση “Μεγάλυνον, ψυχή μου” αποτελεί μια προτροπή για ύμνο προς την Υπεραγία Θεοτόκο.
Η ίδια η Παναγία είπε πρώτη “μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον”. Το ρήμα “μεγαλύνω” σημαίνει κάνω κάτι μεγάλο, δηλαδή το δοξάζω. Όταν μεγαλώνουμε τον Θεό, του προσδίδουμε περισσότερη δόξα. Η φράση αυτή είναι μια έκφραση δοξολογίας. Εμείς, με τη σειρά μας, μεγαλύνουμε την Παναγία και δεν την μικραίνουμε.
Η αειπαρθενία και οι αδελφοί του Ιησού
Οι Προτεστάντες υποστηρίζουν ότι η Παναγία, μετά τον Ιησού, παντρεύτηκε τον Ιωσήφ και έκανε και άλλα παιδιά, προσβάλλοντας την αειπαρθενία της. Οι αδελφοί του Ιησού που αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη ήταν παιδιά του Ιωσήφ από προηγούμενη, αποθανούσα σύζυγό του. Ο Ιάκωβος και ο Ιούδας ονομάζονται αδελφόθεοι, αλλά ήταν από άλλη μητέρα. Αυτά τα αδέλφια ήταν προγενέστερα του Ιησού. Ο Ιησούς αναφέρεται ως ο “πρωτότοκος” υιός, κάτι που αντικρούει την ιδέα ότι ήταν ο τελευταίος. Τα αδέλφια του Ιησού δεν πίστεψαν αρχικά σε αυτόν. Ο Ιάκωβος πίστεψε μετά την Ανάσταση, όταν ο Χριστός του εμφανίστηκε. Τα υπόλοιπα αδέλφια πίστεψαν και αυτά μετά την Ανάσταση.
Η αγνότητα της Θεοτόκου
Η Εκκλησία αναγνωρίζει μόνο τρεις παρθένους: την Υπεραγία Θεοτόκο, τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και τον Άγιο Ιωάννη τον Ευαγγελιστή. Ο Χριστός ανέθεσε την Παρθένο μητέρα του στον παρθένο μαθητή, τον Ιωάννη. Ο Μέγας Βασίλειος δήλωσε για τον εαυτό του “γυναίκα αγνοώ και παρθένος ουκ ειμί”, αναγνωρίζοντας το βάθος της έννοιας της παρθενίας. Οι άγγελοι στους χαιρετισμούς την αποκαλούν “βάθος δυσθεώρητον”, γιατί το ανθρώπινο και αγγελικό μάτι δεν μπορεί να συλλάβει πλήρως τις αρετές της, ειδικά την αγνότητά της. Ακόμη και οι ασώματοι άγγελοι μένουν άναυδοι μπροστά στο μεγαλείο της.
Ανώτερη των αγγέλων
Οι εκφράσεις “τιμιωτέρα των Χερουβίμ” και “ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των Σεραφίμ” δεν είναι ποιητικές εξάρσεις. Τα Χερουβίμ και τα Σεραφίμ είναι τα αγγελικά τάγματα που βρίσκονται εγγύτατα στον θρόνο του Θεού. Η Παναγία είναι ανώτερή τους σε αγιότητα. Ο προφήτης Ησαΐας είδε σε όραμα τον Κύριο καθήμενο επί θρόνου. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης εξηγεί ότι ο Ησαΐας είδε τη δόξα του Ιησού. Σε αυτό το όραμα, ο θρόνος του Θεού είναι η Υπεραγία Θεοτόκος. Η μήτρα της έγινε ο θρόνος του Θεού Λόγου. Κανένας υλικός θρόνος, όσο πολύτιμος και αν είναι, δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτόν τον ζωντανό θρόνο. Για αυτόν τον λόγο, τα Χερουβίμ και τα Σεραφίμ δεν συγκρίνονται με την Παναγία.