
Η κοπέλλα η Μαριγώ
μια δουλειά σωστή δεν κάνει.
Την κουζίνα μας ξεχνάνει
και θυμάται το χωριό.
Τα χεράκια της εδώ,
τα μυαλά της εκεί κάτω.
Πέφτει κι έσπασε το πιάτο…
Μαριγούλα, Μαριγώ!
Φέρνει το νερό στον ώμο,
μα θυμήθηκε ξανά:
«Ποιός το δράκο μας κουνά;»
Χύνει το μισό στο δρόμο.
«Η άσπρη κότα τι να κάνει;
Το γουρούνι είναι γερό;
Ο παππούς να μην πεθάνει;…»
Μαριγούλα, Μαριγώ!
«Θάβγαλε χηνάκια η χήνα,
θάναι κίτρινα, σταχτιά,
θα τρυγάμε αυτό το μήνα,
θα με πόνεσε η γιαγιά».
«Τι έχεις σύννεφο στα μάτια,
τι έχεις αναφιλητό;
Κι άλλο πιάτο είναι κομμάτια,
Μαριγούλα, Μαριγώ;
Πάρε τ᾿ άσπρο γιορτινό σου,
τις ποδιές που σου φορώ.
Στο χωριό σου, στο χωριό σου,
Μαριγούλα, Μαριγώ!»