Άγιος Χριστόδουλος εκ Πάτμου ο θαυματουργός. Βίος
Γέννηση και Νεανικά Χρόνια στην Νίκαια της Βιθυνίας
Ο Όσιος Χριστόδουλος, κατά κόσμον Ιωάννης, ήρθε στον κόσμο στην Νίκαια της Βιθυνίας κατά τον 10ο η 11ο αιώνα. Οι ευλαβείς και ορθόδοξοι γονείς του ονομάζονταν Θεόδωρος και Άννα. Από τα πρώτα του χρόνια, ο Ιωάννης έδειξε μια αξιοσημείωτη ευσέβεια και μια βαθιά επιθυμία για την μοναχική ζωή. Παρά την ισχυρή του κλίση προς τον μοναχισμό, οι γονείς του, επιθυμώντας να τον δουν να δημιουργεί οικογένεια, προχώρησαν στην ετοιμασία ενός αρραβώνα για αυτόν, χωρίς όμως την δική του συγκατάθεση. Ωστόσο, ο Ιωάννης, έχοντας την πρόνοια του Κυρίου για την μελλοντική του αρετή και φωτισμένος από την Θεία Χάρη, περιφρόνησε τα εφήμερα αγαθά και έστρεψε την επιθυμία του προς τα αιώνια. Έτσι, πριν ακόμη ευλογηθεί ο αρραβώνας, ο Ιωάννης έφυγε κρυφά από τους γονείς του, υπακούοντας σε μια φωνή από τον ουρανό που τον καλούσε να απομακρυνθεί από τους συγγενείς του για να βρει τον τόπο της σωτηρίας του.
Μοναχική Άσκηση στον Όλυμπο της Βιθυνίας
Κατευθύνθηκε προς τον Όλυμπο της Βιθυνίας, ένα βουνό κοντά στην Προύσα, φημισμένο για τους αναχωρητές και τα πολυάριθμα κελιά και μοναστήρια που φιλοξενούσε. Εκεί, ο Ιωάννης βρήκε έναν ενάρετο και μορφωμένο γέροντα, έναν αληθινό δούλο του Θεού, έμπειρο στα πνευματικά βάθη, και έγινε μαθητής του. Ο γέροντας, αναγνωρίζοντάς τον ως γνήσιο δούλο του Θεού, τον έκειρε μοναχό και του έδωσε το όνομα Χριστόδουλος. Υπό την καθοδήγηση του πνευματικού του πατέρα, ο Χριστόδουλος ασκήθηκε αυστηρά για τρία χρόνια, ακολουθώντας με ακρίβεια τον μοναχικό βίο με νηστείες, αγρυπνίες και προσευχές. Μετά την κοίμηση του πνευματικού του πατέρα, ο Χριστόδουλος, φοβούμενος μήπως οι γονείς του επιχειρήσουν να τον πάρουν πίσω με κολακείες η ακόμη και με βία, αναχώρησε από τον Όλυμπο.
Προσκύνημα στη Ρώμη και τους Αγίους Τόπους
Ο Χριστόδουλος ταξίδεψε στη Ρώμη με σκοπό να προσκυνήσει τα λείψανα των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Ρώμη, οι Άγιοι Απόστολοι εμφανίστηκαν στο όνειρό του και τον ενθάρρυναν να υπομείνει τις δοκιμασίες που θα συναντούσε, προκειμένου να λάβει τον στέφανο της ανταπόδοσης. Ενθαρρυμένος από αυτό το όραμα, ο Χριστόδουλος αναχώρησε από τη Ρώμη με προορισμό τα Ιεροσόλυμα. Εκεί, προσκύνησε όλους τους Αγίους Τόπους και στη συνέχεια επέλεξε να εγκαταβιώσει στην έρημο, όπου βρίσκονταν τα ασκητήρια. Έμεινε σε ένα μοναστήρι για πέντε χρόνια, υποτασσόμενος σε όλες τις ανάγκες των αδελφών και επιδεικνύοντας συνεχή πρόοδο στα θεάρεστα έργα. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, ο Χριστόδουλος τηρούσε έναν εξαιρετικά αυστηρό ασκητικό βίο. Αγρυπνούσε ολόκληρες τις νύχτες, στερούσε τον εαυτό του από τις επιθυμίες της γαστρός, απείχε από το κρασί και τα αρτύματα, τρεφόμενος μόνο με ψωμί και νερό, αρνούμενος κάθε σωματική ηδονή. Σε αυτή την περίοδο, ο Όσιος ήταν είκοσι πέντε χρονών.
Διαφυγή από τις Επιδρομές των Αγαρηνών και Ηγουμενία στο Όρος Λάτρος
Ο φθονερός δαίμονας υποκίνησε τους Αγαρηνούς να επιτεθούν στα μοναστήρια της ερήμου. Πολλοί μοναχοί βρήκαν μαρτυρικό θάνατο η οδηγήθηκαν στην αιχμαλωσία, ενώ άλλοι, ανάμεσά τους και ο Όσιος Χριστόδουλος, κατόρθωσαν να διαφύγουν με πλοίο στην Ανατολή, στην περιοχή των Παλατίων, κοντά στο όρος Λάτρος. Στο όρος Λάτρος, οι μοναχοί, έχοντας γνώση της αρετής, της πρακτικής άσκησης και της πνευματικής εμπειρίας του Χριστοδούλου, τον παρακάλεσαν ομόφωνα να αναλάβει την ηγουμενία τους και να γίνει πνευματικός τους διδάσκαλος. Αρχικά, ο Όσιος, επιθυμώντας την ησυχία, αρνήθηκε την τιμή αυτή. Ωστόσο, μετά από την παρότρυνση του τότε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νικολάου, ο οποίος του υπενθύμισε την ευθύνη ενός πνευματικού ποιμένα, ο Χριστόδουλος δέχθηκε και ψηφίστηκε Αρχιμανδρίτης όλων των μοναστηριών του Λάτρου. Οι μοναχοί του όρους θεωρούσαν τα λόγια του ως λόγια του Θεού και τηρούσαν τις εντολές του σαν νόμο. Ο Όσιος, ως έμπειρος ιατρός των ψυχών, έδειξε μεγάλη σύνεση αντιμετωπίζοντας θέματα πίστεως. Κατά τις μεγάλες εορτές, όπως το Πάσχα, η Πεντηκοστή και τα Χριστούγεννα, κατανάλωνε τροφές που κάποιοι μοναχοί απέφευγαν λόγω αιρέσεων (όπως αυγά και τυρί), διαλύοντας έτσι κάθε υποψία αίρεσης, ενώ τον υπόλοιπο χρόνο τηρούσε αυστηρή νηστεία. Ωστόσο, ο εχθρός, φθονώντας την πρόοδο των μοναχών, υποκίνησε και πάλι τους Αγαρηνούς να επιτεθούν, αναγκάζοντας τον Όσιο και άλλους αδελφούς να εγκαταλείψουν την περιοχή με σκοπό να επιστρέψουν στα Ιεροσόλυμα. Σύμφωνα με μία πηγή, ο Όσιος είχε διατελέσει ηγούμενος για τρία χρόνια προτού παραιτηθεί λόγω της προέλασης των Σελτζούκων Τούρκων μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071, και ο Πατριάρχης που τον παρότρυνε να γίνει ηγούμενος ήταν ο Κοσμάς (1075-1081).
Φιλοξενία από τον Αρσένιο και Ίδρυση Μονής στην Κω
Κατά την πορεία τους, έφτασαν σε ένα μέρος που ονομαζόταν Στρόβηλος, όπου συνάντησαν έναν μοναχό με το όνομα Αρσένιος. Ο Αρσένιος κατείχε ένα μεγάλο και λαμπρό μοναστήρι, το οποίο είχε κληρονομήσει από τους προγόνους του και διέθετε σημαντικά εισοδήματα στην Κω και τη Λέρο. Ο Αρσένιος, πληροφορηθείς τα γεγονότα και τον σκοπό του Οσίου, τον εμπόδισε από την περαιτέρω πορεία του και τον παρακάλεσε να δεχθεί την προστασία του μοναστηριού του, το οποίο διέθετε επαρκείς πόρους για τη συντήρηση του Οσίου και της συνοδείας του. Ο Όσιος δέχθηκε την προσφορά, και ο Αρσένιος του παραχώρησε τη μονή, καθιστώντας τον κύριο και εξουσιαστή της για πάντα, ενώ ο ίδιος αποσύρθηκε σε έναν ήσυχο τόπο για να αναπαυθεί. Ωστόσο, ο Όσιος παρατήρησε ότι το μοναστήρι ταρασσόταν από την συχνή παρουσία κοσμικών επισκεπτών, οι οποίοι ενοχλούσαν την ησυχία των μοναχών. Για αυτόν τον λόγο, πήγε στην Κω και, αφού βρήκε έναν κατάλληλο τόπο, έκτισε εκεί ένα νέο μοναστήρι αφιερωμένο στην Υπεραγία Θεοτόκο. Αργότερα, διαπιστώνοντας ότι και σε αυτό το νέο μοναστήρι συγκεντρωνόταν πολύς κόσμος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο τόπος δεν ήταν κατάλληλος για την ησυχία και τη σωτηρία των μοναχών. Έτσι, αναζητώντας έναν ερημικό και ατάραχο τόπο, και πηγαίνοντας από νησί σε νησί, έφτασε στην Πάτμο. Βλέποντας το νησί έρημο και στερημένο από κάθε ανθρώπινη παρουσία και σωματική παρηγοριά, η ψυχή του γέμισε χαρά, σαν να είχε βρει έναν πολύτιμο θησαυρό, και είπε: «Ώδε κατοικήσω, ότι ηρετησάμην αυτήν».
Άφιξη στην Κωνσταντινούπολη και Συνάντηση με τον Αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό
Στη συνέχεια, ο Όσιος μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και παρουσίασε την υπόθεσή του στον ευσεβέστατο βασιλιά Αλέξιο Α΄ Κομνηνό. Του ζήτησε να του δωρίσει την Πάτμο, το ερημονήσι όπου ο Θεολόγος Ιωάννης είχε γράψει το Ιερό Ευαγγέλιο, προκειμένου να κτίσει εκεί ένα μοναστήρι στο όνομά του. Ο βασιλιάς θαύμασε τον Όσιο για την σοφία της συνομιλίας τους, καθώς ο Χριστόδουλος ήταν σεβάσμιος στην όψη και μορφωμένος στα λόγια, επιδεικνύοντας μεγάλη ευγλωττία. Αρχικά, ο βασιλιάς του πρότεινε να αναλάβει την καθοδήγηση πολλών μοναστηριών στην Ζαγορά, όμως ο Όσιος, με ταπεινό λόγο, απάντησε ότι αγαπούσε πολύ την ησυχία και την ερημιά και δεν επιθυμούσε την προστασία για να μην έχει φροντίδες και μέριμνες. Τελικά, ο βασιλιάς, επαινώντας τον Όσιο για την επιμονή του, του επέτρεψε να γράψει τον κανόνα της μοναχικής ζωής για τους μοναχούς της Ζαγοράς, συντάσσοντας ένα «Τυπικόν» που όριζε ακτημοσύνη, υπακοή, υπομονή, εξομολόγηση λογισμών και μετάνοιες. Επειδή όμως οι μοναχοί της Ζαγοράς δεν δέχθηκαν τις αυστηρές του οδηγίες, ο Άγιος επανέλαβε το αίτημά του για την Πάτμο.
Χρυσόβουλλο και Ίδρυση της Μονής Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο
Βλέποντας την επιμονή του Οσίου και εντυπωσιασμένος από την αρετή του, ο βασιλιάς Αλέξιος Α΄ Κομνηνός του χορήγησε ένα χρυσόβουλλο με το οποίο παραχωρούσε το νησί της Πάτμου στην εξουσία του, παντελεύθερο και απαλλαγμένο από κάθε φορολογία προς το βασίλειο. Επιπλέον, ο ευσεβέστατος βασιλιάς του έκανε πολλές άλλες χάρες και διέταξε να του δίνουν κάθε χρόνο σιτάρι για τη συντήρηση των μοναχών, ώστε να μην έχουν έγνοιες για τις σωματικές ανάγκες και να μπορούν να αφιερωθούν στην προσευχή για την ψυχή του. Ευχαριστώντας τον βασιλιά, ο Όσιος έλαβε το χρυσόβουλλο, χρήματα και τεχνίτες για να οικοδομήσει το μοναστήρι. Σε λίγες ημέρες έφτασε στην Πάτμο και το πρώτο του μέλημα ήταν να συντρίψει ένα είδωλο της Αρτέμιδος που υπήρχε εκεί. Αμέσως μετά, άρχισε την οικοδόμηση του ναού αφιερωμένου στον αγαπημένο μαθητή του Χριστού, Ιωάννη τον Θεολόγο. Ολημερίς βοηθούσε τους εργάτες με τα ίδια του τα χέρια και έτρωγε μια λιτή μερίδα τροφής μόνο μετά το ηλιοβασίλεμα. Όταν νύχτωνε και οι εργάτες πήγαιναν να αναπαυθούν, ύψωνε τα χέρια προς τον Θεό και προσευχόταν μέχρι την αυγή.
Θαύματα κατά την Οικοδόμηση και Αντιμετώπιση της Πείνας
Εκείνοι που εργάζονταν στην οικοδόμηση και υπηρετούσαν στο νησί, βλέποντας τις δυσκολίες του τόπου και την πολλή ταλαιπωρία, αισθάνονταν στενοχώρια και σκέφτονταν να εγκαταλείψουν το έργο. Ο Όσιος όμως, με τη χάρη της πρόγνωσης, γνώριζε τις σκέψεις τους και τους διαβεβαίωσε ότι δεν θα αντιμετώπιζαν άλλες δυσκολίες, αλλά με ευκολία θα ολοκλήρωναν αυτό το θεάρεστο έργο, το οποίο θα γινόταν πνευματικό ιατρείο για πολλές ψυχές. Ο ίδιος, παρά την προχωρημένη του ηλικία, σήκωνε μόνος του μεγάλες πέτρες και ασβέστη σαν κοινός εργάτης και εκτελούσε άλλες βαριές εργασίες με μεγάλη προθυμία. Βλέποντάς τον να εργάζεται ακούραστα, και εκείνοι συνέχισαν την εργασία τους χωρίς παράπονα. Ο Όσιος περνούσε όλη την ημέρα νηστικός και ποτέ δεν τον έβλεπε ο ήλιος να τρώει κάτι, αλλά μόνο το βράδυ κατανάλωνε λίγο παξιμάδι με νερό και άγρια χόρτα, και αυτά σε μικρή ποσότητα και άψητα. Ούτε κατά τη διάρκεια της νύχτας δεν κοιμόταν για να αναπαυθεί από τον κόπο, αλλά προσευχόταν αδιάκοπα μέχρι την αυγή, και μετά κοιμόταν λίγο για να μην εξαντληθεί ο νους του από την πολλή αγρυπνία. Σε μια περίοδο μεγάλης πείνας που έπληξε τα γύρω νησιά, πολλοί κάτοικοι κατέφυγαν στο μοναστήρι της Πάτμου για βοήθεια. Παρηγορώντας τους, ο Όσιος διέταξε τον κελάρη του μοναστηριού να στρώσει τραπέζι για να τους προσφέρει ό,τι υπήρχε. Όταν ο κελάρης απάντησε ότι τα αποθέματα τροφίμων είχαν σχεδόν εξαντληθεί και ότι δεν είχαν τίποτα να φάνε, ο Όσιος τον διέταξε να φέρει όσα λίγα τρόφιμα είχαν απομείνει σε ένα δοχείο. Αφού προσευχήθηκε με πίστη, τα ευλόγησε, και αυτά πολλαπλασιάστηκαν υπερβολικά, γεμίζοντας όλα τα αγγεία και τα πιάτα, σε ποσότητα πολύ μεγαλύτερη από ό,τι είχαν αρχικά. Το πλήθος όχι μόνο χόρτασε, αλλά τα περισσεύματα ήταν περισσότερα από τα αρχικά αποθέματα.
Επιδρομές Βαρβάρων και Καταφυγή στην Εύριπο
Ο Όσιος Χριστόδουλος έμεινε στην Πάτμο για πέντε χρόνια, διάστημα κατά το οποίο η μονή αναπτυσσόταν με τις δωρεές των χριστιανών. Ωστόσο, ο φθονερός διάβολος υποκίνησε και πάλι τους Βαρβάρους (οι οποίοι, σύμφωνα με μία πηγή, ήταν Τούρκοι) να προκαλέσουν καταστροφές σε όλα τα νησιά. Φοβούμενος μήπως οι επιδρομές επεκταθούν και στην Πάτμο, ο Όσιος συγκέντρωσε τους μοναχούς και τους παρήγγειλε να τον ακολουθήσουν σε ένα ασφαλέστερο μέρος, υποχωρώντας μπροστά στην απειλή. Πριν φύγουν, ο Όσιος τους προέτρεψε να δώσουν ελεημοσύνη στους φτωχούς το σιτάρι που είχαν συγκεντρώσει για το μοναστήρι. Παρά τις αντιρρήσεις των μοναχών, τους έπεισε, λέγοντας ότι ο Θεός θα τους το ανταποδώσει πολλαπλάσια. Έτσι, αφού μοίρασαν το σιτάρι, έπλευσαν προς την Εύριπο, ένα μέρος που θεωρούσαν ασφαλές. Σύμφωνα με μία πηγή, οι επιδρομές των Τούρκων υποκινήθηκαν επειδή ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ ήταν απασχολημένος στη Δύση πολεμώντας τους Νορμανδούς. Στην Εύριπο, ο ισχυρός διοικητής της περιοχής, Ευμείθιος, ο οποίος ήταν πνευματικό τέκνο του Αγίου, υποδέχθηκε με μεγάλη χαρά τους μοναχούς και τους προμήθευσε όλα τα απαραίτητα για την επιβίωσή τους. Ο Όσιος Χριστόδουλος ίδρυσε εκεί ένα προσωρινό μοναστήρι.
Διαμονή στην Εύριπο και Θαύμα με τον Εύγλωττο Μοναχό
Κατά την παραμονή τους στην Εύριπο, ο άρχοντας Ευμείθιος, από ευγενική και ένδοξη γενιά και πνευματικό παιδί του Αγίου, έδειξε μεγάλη ευγνωμοσύνη και φροντίδα προς τον Όσιο και τους μοναχούς του. Μαθαίνοντας ότι ο Όσιος βρισκόταν στην Εύριπο, χάρηκε πολύ και του έστειλε ένα πλοίο γεμάτο σιτάρι για να συντηρηθούν αυτός και οι μοναχοί του. Οι μοναχοί, βλέποντας αυτή την ευεργεσία, θαύμασαν την προφητεία του Οσίου σχετικά με την ανταπόδοση του σιταριού που είχαν δώσει στους φτωχούς και ζήτησαν συγχώρεση για την αρχική τους αντίρρηση. Ο άρχοντας Ευμείθιος χάρισε στον Όσιο μεγάλα και θαυμαστά σπίτια, τα οποία ο Όσιος μετέτρεψε σε μοναστήρι και συνέχισε την ασκητική του ζωή. Εκεί, ο Όσιος επέδειξε πολλά και θαυμαστά κατορθώματα και αγώνες. Για να καταδειχθεί η πραότητα και η αμνησικακία του Οσίου, το κείμενο αναφέρει ένα θαύμα που έκανε σε έναν μοναχό που τον είχε υβρίσει. Αυτός ο αδιάντροπος μοναχός, μη μπορώντας να υπομείνει την αυστηρότητα της μοναχικής ζωής, είχε αποχωρήσει από την αδελφότητα και, επιπλέον, είχε προσβάλει τον Όσιο. Ο δίκαιος Θεός τον τιμώρησε επιτρέποντας σε ένα πονηρό δαιμόνιο να τον καταλάβει. Όταν ο αμνησίκακος Όσιος το έμαθε, έσπευσε αμέσως προς τον υβριστή, κρατώντας το Ιερό Ευαγγέλιο, και διαβάζοντας επάνω του, το δαιμόνιο έφυγε. Ο θεραπευμένος μοναχός μετανόησε και επέστρεψε στην αδελφότητα.
Προγνώριση του Θανάτου και Επιστροφή στην Πάτμο
Μετά από αυτά τα γεγονότα, σε λίγες ημέρες, ο Άγιος προγνώρισε με Θεία Χάρη τον θάνατό του. Κάλεσε έναν από τους μαθητές του, τον ενάρετο Σάββα, και του είπε να πάρει όλα τα βιβλία τους και να τα μεταφέρει στην Πάτμο, στον ναό του Θεολόγου, και να τον περιμένει εκεί, καθώς το τέλος της ζωής του είχε πλησιάσει. Του ζήτησε επίσης να αγοράσει βόδια για να καλλιεργούν τα χωράφια για τη συντήρησή τους όταν θα επέστρεφαν και οι υπόλοιποι αδελφοί. Ο σοφός Χριστόδουλος έκανε αυτές τις ενέργειες φοβούμενος μήπως μετά τον θάνατό του οι μοναχοί του διασκορπιστούν σε άλλα μέρη και το μοναστήρι της Πάτμου ερημωθεί. Έτσι, έστειλε τον μακάριο Σάββα στην Πάτμο για να μείνει ως ηγούμενος και να στερεώσει τη μονή, όπως και έγινε. Μετά την αναχώρηση του Σάββα για την Πάτμο, ο Όσιος έζησε ακόμη έντεκα μήνες. Όταν έφτασε η πρώτη εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής του έτους 1111 από Χριστού, γνωρίζοντας ότι πλησίαζε το τέλος της ζωής του, κλείστηκε στο κελλί του και παρέμεινε μόνος προσευχόμενος στον Θεό. Τη δεύτερη εβδομάδα άνοιξε την πόρτα, κάλεσε τους αδελφούς και τους ανακοίνωσε ότι ο καιρός της τελείωσής του είχε έρθει. Τους εμπιστεύτηκε στον Θεό και τους συμβούλευσε να μην συσσωρεύουν φθαρτά αγαθά, αλλά να τα στέλνουν εκεί όπου δεν τα καταστρέφει η σκουριά και η σαπίλα και όπου δεν τα κλέβουν οι ληστές. Τους παρότρυνε να χαίρονται με την ερημιά του νησιού της Πάτμου, όπου είχαν την ευκαιρία να συνομιλούν με τον Θεό μέσω της προσευχής, κάτι που δεν θα μπορούσαν να επιτύχουν σε μέρη γεμάτα θόρυβο και σύγχυση. Τους διαβεβαίωσε ότι οι ταραχές των Αγαρηνών είχαν πλέον σταματήσει και τους ζήτησε να φροντίσουν το ταπεινό του λείψανο για μικρή παρηγοριά, ελπίζοντας ότι, αν είχε λίγη παρρησία προς τον Κύριο, η μονή θα αυξηθεί και η φήμη της θα διαδοθεί σε όλη την οικουμένη. Αφού είπε αυτά και έκανε μια τελευταία προσευχή, ευλόγησε τους μοναχούς και παρέδωσε την μακάρια ψυχή του στα χέρια του Θεού στις 16 Μαρτίου του έτους 1111 από Χριστού.
Μεταφορά του Λειψάνου και Θαύματα Μετά την Κοίμηση
Οι μαθητές του φρόντισαν για την ταφή του Αγίου Λειψάνου. Λίγο αργότερα, πληροφορήθηκαν ότι οι διωγμοί των Αγαρηνών είχαν τερματιστεί, όπως είχε προφητεύσει ο Άγιος.
Ξεκινώντας μια Αναλυτική Περιγραφή του Βίου και των Έργων του Οσίου Χριστοδούλου του Θαυματουργού
Γέννηση και Νεανικά Χρόνια στην Νίκαια της Βιθυνίας
Ο Όσιος Χριστόδουλος, κατά κόσμον Ιωάννης, ήρθε στον κόσμο στην Νίκαια της Βιθυνίας κατά τον 10ο η 11ο αιώνα. Οι ευλαβείς και ορθόδοξοι γονείς του ονομάζονταν Θεόδωρος και Άννα. Από τα πρώτα του χρόνια, ο Ιωάννης έδειξε μια αξιοσημείωτη ευσέβεια και μια βαθιά επιθυμία για την μοναχική ζωή. Παρά την ισχυρή του κλίση προς τον μοναχισμό, οι γονείς του, επιθυμώντας να τον δουν να δημιουργεί οικογένεια, προχώρησαν στην ετοιμασία ενός αρραβώνα για αυτόν, χωρίς όμως την δική του συγκατάθεση. Ωστόσο, ο Ιωάννης, έχοντας την πρόνοια του Κυρίου για την μελλοντική του αρετή και φωτισμένος από τη Θεία Χάρη, περιφρόνησε τα εφήμερα αγαθά και έστρεψε την επιθυμία του προς τα αιώνια. Έτσι, πριν ακόμη ευλογηθεί ο αρραβώνας, ο Ιωάννης έφυγε κρυφά από τους γονείς του, υπακούοντας σε μια φωνή από τον ουρανό που τον καλούσε να απομακρυνθεί από τους συγγενείς του για να βρει τον τόπο της σωτηρίας του.
Μοναχική Άσκηση στον Όλυμπο της Βιθυνίας
Κατευθύνθηκε προς τον Όλυμπο της Βιθυνίας, ένα βουνό κοντά στην Προύσα, φημισμένο για τους αναχωρητές και τα πολυάριθμα κελιά και μοναστήρια που φιλοξενούσε. Εκεί, ο Ιωάννης βρήκε έναν ενάρετο και μορφωμένο γέροντα, έναν αληθινό δούλο του Θεού, έμπειρο στα πνευματικά βάθη, και έγινε μαθητής του. Ο γέροντας, αναγνωρίζοντάς τον ως γνήσιο δούλο του Θεού, τον έκειρε μοναχό και του έδωσε το όνομα Χριστόδουλος. Υπό την καθοδήγηση του πνευματικού του πατέρα, ο Χριστόδουλος ασκήθηκε αυστηρά για τρία χρόνια, ακολουθώντας με ακρίβεια τον μοναχικό βίο με νηστείες, αγρυπνίες και προσευχές. Μετά την κοίμηση του πνευματικού του πατέρα, ο Χριστόδουλος, φοβούμενος μήπως οι γονείς του επιχειρήσουν να τον πάρουν πίσω με κολακείες η ακόμη και με βία, αναχώρησε από τον Όλυμπο.
Προσκύνημα στη Ρώμη και τους Αγίους Τόπους
Ο Χριστόδουλος ταξίδεψε στη Ρώμη με σκοπό να προσκυνήσει τα λείψανα των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Ρώμη, οι Άγιοι Απόστολοι εμφανίστηκαν στο όνειρό του και τον ενθάρρυναν να υπομείνει τις δοκιμασίες που θα συναντούσε, προκειμένου να λάβει τον στέφανο της ανταπόδοσης. Ενθαρρυμένος από αυτό το όραμα, ο Χριστόδουλος αναχώρησε από τη Ρώμη με προορισμό τα Ιεροσόλυμα. Εκεί, προσκύνησε όλους τους Αγίους Τόπους και στη συνέχεια επέλεξε να εγκαταβιώσει στην έρημο, όπου βρίσκονταν τα ασκητήρια. Έμεινε σε ένα μοναστήρι για πέντε χρόνια, υποτασσόμενος σε όλες τις ανάγκες των αδελφών και επιδεικνύοντας συνεχή πρόοδο στα θεάρεστα έργα. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, ο Χριστόδουλος τηρούσε έναν εξαιρετικά αυστηρό ασκητικό βίο. Αγρυπνούσε ολόκληρες τις νύχτες, στερούσε τον εαυτό του από τις επιθυμίες της γαστρός, απείχε από το κρασί και τα αρτύματα, τρεφόμενος μόνο με ψωμί και νερό, αρνούμενος κάθε σωματική ηδονή. Σε αυτή την περίοδο, ο Όσιος ήταν είκοσι πέντε χρονών.
Διαφυγή από τις Επιδρομές των Αγαρηνών και Ηγουμενία στο Όρος Λάτρος
Ο φθονερός δαίμονας υποκίνησε τους Αγαρηνούς να επιτεθούν στα μοναστήρια της ερήμου. Πολλοί μοναχοί βρήκαν μαρτυρικό θάνατο η οδηγήθηκαν στην αιχμαλωσία, ενώ άλλοι, ανάμεσά τους και ο Όσιος Χριστόδουλος, κατόρθωσαν να διαφύγουν με πλοίο στην Ανατολή, στην περιοχή των Παλατίων, κοντά στο όρος Λάτρος. Στο όρος Λάτρος, οι μοναχοί, έχοντας γνώση της αρετής, της πρακτικής άσκησης και της πνευματικής εμπειρίας του Χριστοδούλου, τον παρακάλεσαν ομόφωνα να αναλάβει την ηγουμενία τους και να γίνει πνευματικός τους διδάσκαλος. Αρχικά, ο Όσιος, επιθυμώντας την ησυχία, αρνήθηκε την τιμή αυτή. Ωστόσο, μετά από την παρότρυνση του τότε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νικολάου, ο οποίος του υπενθύμισε την ευθύνη ενός πνευματικού ποιμένα, ο Χριστόδουλος δέχθηκε και ψηφίστηκε Αρχιμανδρίτης όλων των μοναστηριών του Λάτρου. Οι μοναχοί του όρους θεωρούσαν τα λόγια του ως λόγια του Θεού και τηρούσαν τις εντολές του σαν νόμο. Ο Όσιος, ως έμπειρος ιατρός των ψυχών, έδειξε μεγάλη σύνεση αντιμετωπίζοντας θέματα πίστεως. Κατά τις μεγάλες εορτές, όπως το Πάσχα, η Πεντηκοστή και τα Χριστούγεννα, κατανάλωνε τροφές που κάποιοι μοναχοί απέφευγαν λόγω αιρέσεων (όπως αυγά και τυρί), διαλύοντας έτσι κάθε υποψία αίρεσης, ενώ τον υπόλοιπο χρόνο τηρούσε αυστηρή νηστεία. Ωστόσο, ο εχθρός, φθονώντας την πρόοδο των μοναχών, υποκίνησε και πάλι τους Αγαρηνούς να επιτεθούν, αναγκάζοντας τον Όσιο και άλλους αδελφούς να εγκαταλείψουν την περιοχή με σκοπό να επιστρέψουν στα Ιεροσόλυμα. Σύμφωνα με μία πηγή, ο Όσιος είχε διατελέσει ηγούμενος για τρία χρόνια προτού παραιτηθεί λόγω της προέλασης των Σελτζούκων Τούρκων μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071, και ο Πατριάρχης που τον παρότρυνε να γίνει ηγούμενος ήταν ο Κοσμάς (1075-1081).
Φιλοξενία από τον Αρσένιο και Ίδρυση Μονής στην Κω
Κατά την πορεία τους, έφτασαν σε ένα μέρος που ονομαζόταν Στρόβηλος, όπου συνάντησαν έναν μοναχό με το όνομα Αρσένιος. Ο Αρσένιος κατείχε ένα μεγάλο και λαμπρό μοναστήρι, το οποίο είχε κληρονομήσει από τους προγόνους του και διέθετε σημαντικά εισοδήματα στην Κω και τη Λέρο. Ο Αρσένιος, πληροφορηθείς τα γεγονότα και τον σκοπό του Οσίου, τον εμπόδισε από την περαιτέρω πορεία του και τον παρακάλεσε να δεχθεί την προστασία του μοναστηριού του, το οποίο διέθετε επαρκείς πόρους για τη συντήρηση του Οσίου και της συνοδείας του. Ο Όσιος δέχθηκε την προσφορά, και ο Αρσένιος του παραχώρησε τη μονή, καθιστώντας τον κύριο και εξουσιαστή της για πάντα, ενώ ο ίδιος αποσύρθηκε σε έναν ήσυχο τόπο για να αναπαυθεί. Ωστόσο, ο Όσιος παρατήρησε ότι το μοναστήρι ταρασσόταν από την συχνή παρουσία κοσμικών επισκεπτών, οι οποίοι ενοχλούσαν την ησυχία των μοναχών. Για αυτόν τον λόγο, πήγε στην Κω και, αφού βρήκε έναν κατάλληλο τόπο, έκτισε εκεί ένα νέο μοναστήρι αφιερωμένο στην Υπεραγία Θεοτόκο. Αργότερα, διαπιστώνοντας ότι και σε αυτό το νέο μοναστήρι συγκεντρωνόταν πολύς κόσμος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο τόπος δεν ήταν κατάλληλος για την ησυχία και τη σωτηρία των μοναχών. Έτσι, αναζητώντας έναν ερημικό και ατάραχο τόπο, και πηγαίνοντας από νησί σε νησί, έφτασε στην Πάτμο. Βλέποντας το νησί έρημο και στερημένο από κάθε ανθρώπινη παρουσία και σωματική παρηγοριά, η ψυχή του γέμισε χαρά, σαν να είχε βρει έναν πολύτιμο θησαυρό, και είπε: «Ώδε κατοικήσω, ότι ηρετησάμην αυτήν».
Άφιξη στην Κωνσταντινούπολη και Συνάντηση με τον Αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό
Στη συνέχεια, ο Όσιος μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και παρουσίασε την υπόθεσή του στον ευσεβέστατο βασιλιά Αλέξιο Α΄ Κομνηνό. Του ζήτησε να του δωρίσει την Πάτμο, το ερημονήσι όπου ο Θεολόγος Ιωάννης είχε γράψει το Ιερό Ευαγγέλιο, προκειμένου να κτίσει εκεί ένα μοναστήρι στο όνομά του. Ο βασιλιάς θαύμασε τον Όσιο για την σοφία της συνομιλίας τους, καθώς ο Χριστόδουλος ήταν σεβάσμιος στην όψη και μορφωμένος στα λόγια, επιδεικνύοντας μεγάλη ευγλωττία. Αρχικά, ο βασιλιάς του πρότεινε να αναλάβει την καθοδήγηση πολλών μοναστηριών στην Ζαγορά, όμως ο Όσιος, με ταπεινό λόγο, απάντησε ότι αγαπούσε πολύ την ησυχία και την ερημιά και δεν επιθυμούσε την προστασία για να μην έχει φροντίδες και μέριμνες. Τελικά, ο βασιλιάς, επαινώντας τον Όσιο για την επιμονή του, του επέτρεψε να γράψει τον κανόνα της μοναχικής ζωής για τους μοναχούς της Ζαγοράς, συντάσσοντας ένα «Τυπικόν» που όριζε ακτημοσύνη, υπακοή, υπομονή, εξομολόγηση λογισμών και μετάνοιες. Επειδή όμως οι μοναχοί της Ζαγοράς δεν δέχθηκαν τις αυστηρές του οδηγίες, ο Άγιος επανέλαβε το αίτημά του για την Πάτμο.
Χρυσόβουλλο και Ίδρυση της Μονής Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο
Βλέποντας την επιμονή του Οσίου και εντυπωσιασμένος από την αρετή του, ο βασιλιάς Αλέξιος Α΄ Κομνηνός του χορήγησε ένα χρυσόβουλλο με το οποίο παραχωρούσε το νησί της Πάτμου στην εξουσία του, παντελεύθερο και απαλλαγμένο από κάθε φορολογία προς το βασίλειο. Επιπλέον, ο ευσεβέστατος βασιλιάς του έκανε πολλές άλλες χάρες και διέταξε να του δίνουν κάθε χρόνο σιτάρι για τη συντήρηση των μοναχών, ώστε να μην έχουν έγνοιες για τις σωματικές ανάγκες και να μπορούν να αφιερωθούν στην προσευχή για την ψυχή του. Ευχαριστώντας τον βασιλιά, ο Όσιος έλαβε το χρυσόβουλλο, χρήματα και τεχνίτες για να οικοδομήσει το μοναστήρι. Σε λίγες ημέρες έφτασε στην Πάτμο και το πρώτο του μέλημα ήταν να συντρίψει ένα είδωλο της Αρτέμιδος που υπήρχε εκεί. Αμέσως μετά, άρχισε την οικοδόμηση του ναού αφιερωμένου στον αγαπημένο μαθητή του Χριστού, Ιωάννη τον Θεολόγο. Ολημερίς βοηθούσε τους εργάτες με τα ίδια του τα χέρια και έτρωγε μια λιτή μερίδα τροφής μόνο μετά το ηλιοβασίλεμα. Όταν νύχτωνε και οι εργάτες πήγαιναν να αναπαυθούν, ύψωνε τα χέρια προς τον Θεό και προσευχόταν μέχρι την αυγή.
Θαύματα κατά την Οικοδόμηση και Αντιμετώπιση της Πείνας
Εκείνοι που εργάζονταν στην οικοδόμηση και υπηρετούσαν στο νησί, βλέποντας τις δυσκολίες του τόπου και την πολλή ταλαιπωρία, αισθάνονταν στενοχώρια και σκέφτονταν να εγκαταλείψουν το έργο. Ο Όσιος όμως, με τη χάρη της πρόγνωσης, γνώριζε τις σκέψεις τους και τους διαβεβαίωσε ότι δεν θα αντιμετώπιζαν άλλες δυσκολίες, αλλά με ευκολία θα ολοκλήρωναν αυτό το θεάρεστο έργο, το οποίο θα γινόταν πνευματικό ιατρείο για πολλές ψυχές. Ο ίδιος, παρά την προχωρημένη του ηλικία, σήκωνε μόνος του μεγάλες πέτρες και ασβέστη σαν κοινός εργάτης και εκτελούσε άλλες βαριές εργασίες με μεγάλη προθυμία. Βλέποντάς τον να εργάζεται ακούραστα, και εκείνοι συνέχισαν την εργασία τους χωρίς παράπονα. Ο Όσιος περνούσε όλη την ημέρα νηστικός και ποτέ δεν τον έβλεπε ο ήλιος να τρώει κάτι, αλλά μόνο το βράδυ κατανάλωνε λίγο παξιμάδι με νερό και άγρια χόρτα, και αυτά σε μικρή ποσότητα και άψητα. Ούτε κατά τη διάρκεια της νύχτας δεν κοιμόταν για να αναπαυθεί από τον κόπο, αλλά προσευχόταν αδιάκοπα μέχρι την αυγή, και μετά κοιμόταν λίγο για να μην εξαντληθεί ο νους του από την πολλή αγρυπνία. Σε μια περίοδο μεγάλης πείνας που έπληξε τα γύρω νησιά, πολλοί κάτοικοι κατέφυγαν στο μοναστήρι της Πάτμου για βοήθεια. Παρηγορώντας τους, ο Όσιος διέταξε τον κελάρη του μοναστηριού να στρώσει τραπέζι για να τους προσφέρει ό,τι υπήρχε. Όταν ο κελάρης απάντησε ότι τα αποθέματα τροφίμων είχαν σχεδόν εξαντληθεί και ότι δεν είχαν τίποτα να φάνε, ο Όσιος τον διέταξε να φέρει όσα λίγα τρόφιμα είχαν απομείνει σε ένα δοχείο. Αφού προσευχήθηκε με πίστη, τα ευλόγησε, και αυτά πολλαπλασιάστηκαν υπερβολικά, γεμίζοντας όλα τα αγγεία και τα πιάτα, σε ποσότητα πολύ μεγαλύτερη από ό,τι είχαν αρχικά. Το πλήθος όχι μόνο χόρτασε, αλλά τα περισσεύματα ήταν περισσότερα από τα αρχικά αποθέματα.
Επιδρομές Βαρβάρων και Καταφυγή στην Εύριπο
Ο Όσιος Χριστόδουλος έμεινε στην Πάτμο για πέντε χρόνια, διάστημα κατά το οποίο η μονή αναπτυσσόταν με τις δωρεές των χριστιανών. Ωστόσο, ο φθονερός διάβολος υποκίνησε και πάλι τους Βαρβάρους (οι οποίοι, σύμφωνα με μία πηγή, ήταν Τούρκοι) να προκαλέσουν καταστροφές σε όλα τα νησιά. Φοβούμενος μήπως οι επιδρομές επεκταθούν και στην Πάτμο, ο Όσιος συγκέντρωσε τους μοναχούς και τους παρήγγειλε να τον ακολουθήσουν σε ένα ασφαλέστερο μέρος, υποχωρώντας μπροστά στην απειλή. Πριν φύγουν, ο Όσιος τους προέτρεψε να δώσουν ελεημοσύνη στους φτωχούς το σιτάρι που είχαν συγκεντρώσει για το μοναστήρι. Παρά τις αντιρρήσεις των μοναχών, τους έπεισε, λέγοντας ότι ο Θεός θα τους το ανταποδώσει πολλαπλάσια. Έτσι, αφού μοίρασαν το σιτάρι, έπλευσαν προς την Εύριπο, ένα μέρος που θεωρούσαν ασφαλές. Σύμφωνα με μία πηγή, οι επιδρομές των Τούρκων υποκινήθηκαν επειδή ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ ήταν απασχολημένος στη Δύση πολεμώντας τους Νορμανδούς. Στην Εύριπο, ο ισχυρός διοικητής της περιοχής, Ευμείθιος, ο οποίος ήταν πνευματικό τέκνο του Αγίου, υποδέχθηκε με μεγάλη χαρά τους μοναχούς και τους προμήθευσε όλα τα απαραίτητα για την επιβίωσή τους. Ο Όσιος Χριστόδουλος ίδρυσε εκεί ένα προσωρινό μοναστήρι.
Διαμονή στην Εύριπο και Θαύμα με τον Εύγλωττο Μοναχό
Κατά την παραμονή τους στην Εύριπο, ο άρχοντας Ευμείθιος, από ευγενική και ένδοξη γενιά και πνευματικό παιδί του Αγίου, έδειξε μεγάλη ευγνωμοσύνη και φροντίδα προς τον Όσιο και τους μοναχούς του. Μαθαίνοντας ότι ο Όσιος βρισκόταν στην Εύριπο, χάρηκε πολύ και του έστειλε ένα πλοίο γεμάτο σιτάρι για να συντηρηθούν αυτός και οι μοναχοί του. Οι μοναχοί, βλέποντας αυτή την ευεργεσία, θαύμασαν την προφητεία του Οσίου σχετικά με την ανταπόδοση του σιταριού που είχαν δώσει στους φτωχούς και ζήτησαν συγχώρεση για την αρχική τους αντίρρηση. Ο άρχοντας Ευμείθιος χάρισε στον Όσιο μεγάλα και θαυμαστά σπίτια, τα οποία ο Όσιος μετέτρεψε σε μοναστήρι και συνέχισε την ασκητική του ζωή. Εκεί, ο Όσιος επέδειξε πολλά και θαυμαστά κατορθώματα και αγώνες. Για να καταδειχθεί η πραότητα και η αμνησικακία του Οσίου, το κείμενο αναφέρει ένα θαύμα που έκανε σε έναν μοναχό που τον είχε υβρίσει. Αυτός ο αδιάντροπος μοναχός, μη μπορώντας να υπομείνει την αυστηρότητα της μοναχικής ζωής, είχε αποχωρήσει από την αδελφότητα και, επιπλέον, είχε προσβάλει τον Όσιο. Ο δίκαιος Θεός τον τιμώρησε επιτρέποντας σε ένα πονηρό δαιμόνιο να τον καταλάβει. Όταν ο αμνησίκακος Όσιος το έμαθε, έσπευσε αμέσως προς τον υβριστή, κρατώντας το Ιερό Ευαγγέλιο, και διαβάζοντας επάνω του, το δαιμόνιο έφυγε. Ο θεραπευμένος μοναχός μετανόησε και επέστρεψε στην αδελφότητα.
Προγνώριση του Θανάτου και Επιστροφή στην Πάτμο
Μετά από αυτά τα γεγονότα, σε λίγες ημέρες, ο Άγιος προγνώρισε με Θεία Χάρη τον θάνατό του. Κάλεσε έναν από τους μαθητές του, τον ενάρετο Σάββα, και του είπε να πάρει όλα τα βιβλία τους και να τα μεταφέρει στην Πάτμο, στον ναό του Θεολόγου, και να τον περιμένει εκεί, καθώς το τέλος της ζωής του είχε πλησιάσει. Του ζήτησε επίσης να αγοράσει βόδια για να καλλιεργούν τα χωράφια για τη συντήρησή τους όταν θα επέστρεφαν και οι υπόλοιποι αδελφοί. Ο σοφός Χριστόδουλος έκανε αυτές τις ενέργειες φοβούμενος μήπως μετά τον θάνατό του οι μοναχοί του διασκορπιστούν σε άλλα μέρη και το μοναστήρι της Πάτμου ερημωθεί. Έτσι, έστειλε τον μακάριο Σάββα στην Πάτμο για να μείνει ως ηγούμενος και να στερεώσει τη μονή, όπως και έγινε. Μετά την αναχώρηση του Σάββα για την Πάτμο, ο Όσιος έζησε ακόμη έντεκα μήνες. Όταν έφτασε η πρώτη εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής του έτους 1111 από Χριστού, γνωρίζοντας ότι πλησίαζε το τέλος της ζωής του, κλείστηκε στο κελλί του και παρέμεινε μόνος προσευχόμενος στον Θεό. Τη δεύτερη εβδομάδα άνοιξε την πόρτα, κάλεσε τους αδελφούς και τους ανακοίνωσε ότι ο καιρός της τελείωσής του είχε έρθει. Τους εμπιστεύτηκε στον Θεό και τους συμβούλευσε να μην συσσωρεύουν φθαρτά αγαθά, αλλά να τα στέλνουν εκεί όπου δεν τα καταστρέφει η σκουριά και η σαπίλα και όπου δεν τα κλέβουν οι ληστές. Τους παρότρυνε να χαίρονται με την ερημιά του νησιού της Πάτμου, όπου είχαν την ευκαιρία να συνομιλούν με τον Θεό μέσω της προσευχής, κάτι που δεν θα μπορούσαν να επιτύχουν σε μέρη γεμάτα θόρυβο και σύγχυση. Τους διαβεβαίωσε ότι οι ταραχές των Αγαρηνών είχαν πλέον σταματήσει και τους ζήτησε να φροντίσουν το ταπεινό του λείψανο για μικρή παρηγοριά, ελπίζοντας ότι, αν είχε λίγη παρρησία προς τον Κύριο, η μονή θα αυξηθεί και η φήμη της θα διαδοθεί σε όλη την οικουμένη. Αφού είπε αυτά και έκανε μια τελευταία προσευχή, ευλόγησε τους μοναχούς και παρέδωσε την μακάρια ψυχή του στα χέρια του Θεού στις 16 Μαρτίου του έτους 1111 από Χριστού.
Μεταφορά του Λειψάνου και Θαύματα Μετά την Κοίμηση
Οι μαθητές του φρόντισαν για την ταφή του Αγίου Λειψάνου. Λίγο αργότερα, πληροφορήθηκαν ότι οι διωγμοί των Αγαρηνών είχαν τερματιστεί, όπως είχε προφητεύσει ο Άγιος.
Άγιος Χριστόδουλος εκ Πάτμου ο θαυματουργός. Απολυτίκιο
ήχος α’. Της ερήμου πολίτης
Tής Νικαίας τον γόνον και της Πάτμου το καύχημα και των μοναζόντων το κλέος θεοφόρον Χριστόδουλον τιμήσωμεν εν ύμνοις αδελφοί, το σκήνος προσπτυσσόμενοι αυτού, ίνα λάβωμεν την ίασιν των ψυχών και των σωμάτων κράζοντες. Δόξα τώ δεδοκότι σοι ισχύν, δόξα τώ σε στεφανώσαντι, δόξα τώ ενεργούντι διά σου πάσιν ιάματα.

Ήχος β’.
Τοις των δακρύων σου όμβροις, πάτερ Χριστόδουλε, των νοσημάτων εξαίρεις τον καύσωνα· διό σε πιστώς ικετεύομεν, επερχομένων παντοίων κακών ημάς λύτρωσαι, πρεσβεύων απαύστως υπέρ πάντων ημών.
Έτερον Απολυτίκιον
Ήχος γ’. Μέγαν εύρατο εν τοις κινδύνοις.
Μέγα εύρέ σε η Πάτμος κλέος, παμμακάριστε ποιμήν πατέρων· ως γάρ διήλθες οδόν της ασκήσεως, του ακροτάτου τέλους επέτυχες και παρρησίας ουδόλως διήμαρτες πάτερ, οσιε Χριστόδουλε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μεγα έλεος.
Κοντάκιον
Ήχος πλ. δ’. Τη υπερμάχω στρατηγώ.
Τώ εκ του κοσμου της δεινής ματαιότητος ταις διδαχαίς σου ταις σεπταίς ποίμνην ελάσαντι, αναγράφομεν οι παίδες σου ύμνον σοι, μάκαρ. Αλλ᾿ ως έχων παρρησίαν προς τον Κύριον, έκ παντοίων ημάς λύτρωσαι κολάσεων, ίνα κράζωμεν· Χαίροις, πάτερ Χριστόδουλε.
Έτερον Κοντάκιον
Ήχος δ’. Επεφάνης σήμερον.
Το σεπτόν σου λείψανον τους προσκυνούντας σχετικώς εκ πίστεως φύλαττε, πάτερ, ασινείς, ταις προς Θεόν ικεσίαις σου, οσιε πάτερ θεόφρον Χριστόδουλε.
(Ποίημα του αββά Απολλώ)
Ο Οίκος
Άγγελος αλλος ώφθης επί γής, θεοφόρε, βιώσας εγκρατώς υπέρ λόγον και τοις επουρανίοις χοροίς συνηρίθμησαι τανύν, τρισμακάριστε· διό ανυνούντες βοώμέν σοι θερμώς τοιαύτα·
Χαίροις αστήρ της εώας εκλάμψας.
Χαίροις φωστήρ τους εν Πάτμω αυγάσας.
Χαίρε των εν βάθει παθών η ανάκλησις.
Χαίρε των εν ζόφω κακίας η λύτρωσις
Χαίρε ελκών προς μετάνοιαν ταις των λόγων διδαχαίς.
Χαίρε άγων προς απάθειαν ταις του βίου αγωγαίς.
Χαίρε, ότι υπάρχεις όδηγός μοναζόντων.
Χαίρε, ότι τυγχάνεις ιατρός ασθενούντων.
Χαίρε σωτήρ ανθρώπων θερμότατε.
Χαίρε φωστήρ σών, παίδων λαμπρότατε.
Χαίρε, δι ού ο Θεός έδοξάσθη.
Χαίρε, δι ού ο εχθρός κατησχύνθη.
Χαίροις, πάτερ Χριστόδουλε.