Η Αναγνώριση της Αγιότητας στην Ορθόδοξη Εκκλησία
Ο πατέρας Παύλος εξηγεί την έννοια της αγιότητας και τη διαδικασία αγιοκατάταξης στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η αναγνώριση της αγιότητας πηγάζει πρωτίστως από τη συνείδηση του λαού και όχι από τυπικές διαδικασίες. Η αυθόρμητη λαϊκή αναγνώριση αποτελεί διαχρονικό φαινόμενο στην ιστορία της εκκλησίας. Υπάρχουν μάλιστα περιπτώσεις αγίων, όπως ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος, των οποίων η αγιότητα αναγνωρίστηκε από το λαό, παρά την αρχική αντίδραση εκκλησιαστικών ταγών.
Σημαντικό κριτήριο για την αγιοκατάταξη αποτελεί ο "ευαγγελικός βίος", δηλαδή η ζωή σύμφωνα με τις διδαχές του Ευαγγελίου. Ο πατέρας Παύλος τονίζει ότι η αγιότητα δεν απονέμεται όσο ο άνθρωπος είναι εν ζωή, καθώς υπάρχει πάντα η πιθανότητα πτώσης. Μετά την κοίμηση του υποψηφίου αγίου, η εκκλησία λαμβάνει υπόψη τις μαρτυρίες των ανθρώπων που τον γνώρισαν, εξετάζει το έργο και τη διδασκαλία του, και περιμένει ένα εύλογο χρονικό διάστημα ώστε να εμπεδωθεί το αίτημα για αγιοκατάταξη.
Τέλος, αναφέρεται σε σύγχρονες αντιδράσεις για την αγιοκατάταξη του Αγίου Παϊσίου και του Αγίου Πορφυρίου, τις οποίες αποδίδει σε άτομα που βρίσκονται "εκτός Εκκλησίας". Χρησιμοποιεί παραδείγματα αγίων, όπως ο Γρηγόριος ο Παλαμάς και ο Άγιος Νεκτάριος, που αγιοκατατάχθηκαν σε χρονικό διάστημα μικρότερο των 100 ετών, για να αντικρούσει την άποψη ότι η αγιοκατάταξη των Παϊσίου και Πορφυρίου έγινε βεβιασμένα.
Δείτε το βίντεο

Η αναγνώριση των Αγίων και η Αγιοκατάταξη στην Ορθόδοξη Εκκλησία
Η διαδικασία της αγιοκατάταξης στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αποτελεί μία γραφειοκρατική ή τυπική διαδικασία, αλλά μία βαθιά πνευματική αναγνώριση που βασίζεται στη συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας. Η Ορθοδοξία δεν βιάζεται να κηρύξει την αγιότητα κανενός, αλλά περιμένει ικανό χρονικό διάστημα, αφουγκράζεται το κοινό αίσθημα και πειθαρχεί στη συνείδηση του πιστού λαού.
Η Ουσία της Αγιότητας και ο Βίος των Αγίων
Οι άγιοι αναγνωρίζονται ως οι γνήσιοι φίλοι του Θεού και οι αληθινοί ευεργέτες των πιστών. Πρόκειται για εκείνους οι οποίοι, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους, επίστεψαν στον Θεό και πολιτεύθηκαν ανάλογα. Καλούνται «πρωτότοκοι» του Θεού διότι θα τύχουν όλης της μεγάλης και μοναδικής κληρονομιάς, που είναι η Βασιλεία του Θεού.
Η μνήμη των αγίων έχει επίκαιρο και δυναμικό χαρακτήρα, όχι παρελθοντικό. Η Εκκλησία διαρκώς προσθέτει αγίους σε οποιοδήποτε χρόνο, εποχή και αιώνα, μέχρι το τέλος της ιστορίας, δηλαδή μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού.
Διάκριση Κόσμου και Αγάπη προς τον Κτήτορα
Οι άγιοι είναι εκείνοι που διέκριναν τη σχετικότητα του κόσμου και των αγαθών του τούτου, προτιμώντας και αγαπώντας περισσότερο τον Κτήτορα (την Κτήση) παρά την κτίση και τα αγαθά που δίνει ο Θεός.
Η θεμελιώδης αρχή της αγιότητας συνοψίζεται στο γεγονός ότι «η επαλήθευση του ευαγγελίου είναι ο βίος των αγίων». Από τον πρωτομάρτυρα Στέφανο μέχρι τους σύγχρονους αγίους, οι άγιοι ακολούθησαν κατά γράμμα όσα λέει ο Χριστός μέσα στο Ευαγγέλιο, αγαπώντας Τον τόσο, ώστε ο Θεός να τους ανταμείψει με την αγιότητα.
Κριτήρια Αγιοκατάταξης
Ένα από τα πλέον βασικά κριτήρια για την αγιοκατάταξη είναι ο ευαγγελικός βίος του ανθρώπου. Χωρίς ευαγγελικό βίο, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν κατατάσσει κάποιον στα δίπτυχα. Επιπλέον, ένα άλλο βασικό στοιχείο της αγιότητας είναι η καλή προαίρεση. Τα θαύματα, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, είναι δευτερεύοντα.
Η Αναγκαιότητα των Αγίων στον Κόσμο
Η παρουσία των αγίων συνιστά νόημα, σημασία και ύπαρξη σε αυτό τον κόσμο. Εάν δεν υπήρχαν άγιοι, ο κόσμος δεν θα είχε λόγο υπάρξεως. Ο κόσμος έχει αμεσότατη ανάγκη τους αγίους και υπάρχει επειδή υπάρχουν οι άγιοι, οι οποίοι τον κρατούν.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των Σοδόμων και των Γομόρρων: Ο Θεός ανέχθηκε τα Σόδομα επειδή κατοικούσε εκεί ο δίκαιος Λωτ, ο ανιψιός του Αβραάμ. Ο Θεός δεν κατέστρεφε τις πόλεις για έναν άνθρωπο, για έναν δίκαιο, μέχρι που οι δύο άγγελοι (οι οποίοι συμβολίζουν τον Χριστό και το Άγιο Πνεύμα) πήραν τον Λωτ μακριά.
Οι άγιοι «είναι το αλάτι που συντηρεί τον κόσμο». Μέσα στην τόση βρωμιά του κόσμου, είναι το καλύτερο άρωμα που μπορούμε να εισπνεύσουμε. Ο κόσμος, ουσιαστικά, έχει ανάγκη από τους αγίους, γιατί αυτοί «συντηρούν την παρουσία των ανθρώπων».
Η Διαδικασία Αναγνώρισης: Ο Ρόλος του Πληρώματος και της Ταπείνωσης
Στην παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αυτό που χρειάζεται για να κριθεί η αγιότητα ενός ανθρώπου είναι η συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας. Η μαρτυρία των ανθρώπων που γνώρισαν και έζησαν από κοντά το πρόσωπο είναι η πιο ουσιαστική και καθοριστική για την καθολική αναγνώριση της αγιότητάς του.
Η αναγνώριση αυτή είναι συνήθως αυθόρμητη και δεν απαιτεί τυπικές ή περίπλοκες διαδικασίες. Δεν χρειαζόταν κάποια επίσημη εκκλησιαστική πράξη, αλλά «αβίαστα κλήρος και λαός απέδιδαν τιμές του αγίου σε κάποιο χαριτωμένο πρόσωπο».
Χρόνος Αναμονής και Απόδειξη
Η αγιότητα ποτέ δεν αναγνωρίζεται ενόσω ο άνθρωπος βρίσκεται εν ζωή, διότι ακόμη και στο τέλος της ζωής του μπορεί να εκπέσει, καθώς οι δοκιμασίες και οι πειρασμοί ποτέ δεν παύουν να υπάρχουν.
Μόλις ολοκληρωθεί η επίγεια παρουσία του, η Εκκλησία ακούει προσεκτικά τις μαρτυρίες των απλών ανθρώπων και περιμένει «μερικά χρόνια» για να ενδυναμωθεί αυτό το κοινό αίτημα και να ελεγχθεί καλοπροαίρετα το έργο, η ζωή και η διδασκαλία του. Αυτή η χρονική περίοδος δεν καθορίζεται επακριβώς, αλλά είναι αρκετή για να δοκιμαστεί η φήμη και να αποδειχθεί η αγιότητά του.
Είναι αδύνατον να εξαπατήσει τρόπον τινά κάποιος το πλήρωμα της Εκκλησίας και να περάσει ως άγιος ενώ δεν είναι, διότι «η εκκλησία είναι το σώμα του Θεού».
Στη συνέχεια, ο οικείος επίσκοπος της έδρας όπου έζησε ο άγιος αιτείται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ως μητέρα Εκκλησία, να επικυρώσει πανηγυρικά με συνοδική πράξη αυτή την επιλογή, η οποία ουσιαστικά ανήκει στον απλό λαό του Θεού. Εάν ένας επίσκοπος επιθυμούσε να κηρύξει κάποιον άγιο χωρίς τη σύμφωνη μαρτυρία του πληρώματος, «η ανακήρυξη έμενε χωρίς αντίκρυσμα».
Η Ταπείνωση και ο Κρυφός Τάφος
Η επιθυμία του Αγίου Πορφυρίου να ταφεί σε κρυφό μέρος δεν είναι ακατανόητη ή πρωτοφανής για την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Υπάρχει ιστορικό προηγούμενο μεγάλων αγίων που ζήτησαν από τους μαθητές τους να κρατήσουν κρυφό τον τόπο ταφής τους. Για παράδειγμα, δύο τέτοιοι άγιοι είναι ο Άγιος Αντώνιος και ο Άγιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος. Αυτή η πρακτική αποτελεί έκφραση της ταπείνωσης.
Ιστορικά Παραδείγματα και Ημερομηνίες
Η πρακτική της αρχαίας Εκκλησίας ήταν απλώς η αναγραφή του ονόματος των αγίων στα μαρτυρολόγια ή στα συναξάρια. Ακόμη και άγιοι που αναγνωρίστηκαν αργότερα με επίσημη συνοδική πράξη, είχαν ήδη αναγνωριστεί από τον λαό.
Χαρακτηριστικά Παραδείγματα:
- Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: Κοιμήθηκε στις 14 Νοεμβρίου 1359 και αγιοκατατάχθηκε το 1368, δηλαδή μόλις εννέα χρόνια μετά την κοίμησή του.
- Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός: Αναγνωρίστηκε άγιος χωρίς πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά λόγω της «βοής του κόσμου».
- Άγιος Νεκτάριος: Κοιμήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 1920 και αγιοκατατάχθηκε στις 8 Απριλίου 1961 (από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα), δηλαδή 40 ή 41 χρόνια μετά την κοίμησή του.
Τα παραδείγματα αυτά έρχονται σε αντίθεση με την πολεμική απέναντι στους νεοφανείς αγίους, όπως ο Άγιος Παΐσιος (ο οποίος κοιμήθηκε το 1994 και αγιοκατατάχθηκε το 2013, περίπου 19 χρόνια μετά), από ανθρώπους που υποστηρίζουν ότι έπρεπε να περάσουν 100 χρόνια για την αγιοποίησή τους.
Αντίστοιχα, στην εκκλησιαστική ιστορία, οι κληρικοί βρέθηκαν ενάντια στην αγιοκατάταξη, όπως στην περίπτωση του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Πολλοί κληρικοί της εποχής του ήταν εναντίον του, με αποτέλεσμα να μην κάνουν την ανακομιδή και επαναφορά του, μέχρι που ο αυτοκράτορας έκανε εκστρατεία και γύρισε πίσω «το γίγαντα αυτό ορθοδοξίας».
Η Θεολογία της Θέωσης και των Αγίων Λειψάνων
Η πηγή της αγιότητος είναι ο Άγιος Τριαδικός Θεός και κανένας άλλος, ούτε πατριάρχης, ούτε αρχιερέας, ούτε ιερέας, ούτε μοναχός.
Η θεολογία γύρω από τα άγια λείψανα πηγάζει από το Μυστήριο της Ενανθρωπήσεως. Ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας ο Θεσσαλονικεύς παρέχει έναν ορθόδοξο και απλανή οδηγό για την κατανόηση των αγίων λειψάνων μέσα από μία υπέροχη προσευχή προς τον Χριστό.
Κατά τον Άγιο Νικόλαο, οι άγιοι, λόγω της ανείπωτης φιλανθρωπίας του Χριστού, ενώθηκαν οντολογικά με τον Χριστό, όχι ηθικά.
Παραθέτοντας από την προσευχή του Αγίου Νικολάου του Καβάσιλα: «τούτους ήρμοσας». Αυτό το ρήμα, «άρμοσα», σημαίνει ότι οι άγιοι ενώθηκαν οντολογικά με τον Χριστό. Το σώμα του Χριστού «γίνεται ένα» με το σώμα των αγίων. Όπως ορίζει η προσευχή: «και τη σώμασι ενεχάρτισθεις και ανεμείχθεις».
Συνεπώς, αν κάποιος βρίζει οποιονδήποτε άγιο, στην ουσία και στην πραγματικότητα βρίζει τον ίδιο τον Χριστό, ο οποίος είναι ενωμένος μαζί του. Αυτή η οντολογική ένωση οδηγεί στη θέωση των αγίων.
Οι άγιοι άνθρωποι «φαίνονται εν ζωή», επειδή έχουν πάνω τους συνεχώς το γεγονός της Μεταμορφώσεως, εκπληρώνοντας έτσι τον λόγο «οι δίκαιοι θα λάμψουν σαν τον ήλιο».
Ο Ρόλος του Αγίου Πνεύματος
Η Εκκλησία έχει δύο θεμέλια: το ένα είναι το σώμα του Χριστού (ο οποίος ήρθε, δίδαξε και έδωσε το σώμα του), και το δεύτερο είναι το Άγιο Πνεύμα (κατά το γεγονός της πνοής/πνευματοληψίας). Το Άγιο Πνεύμα, ως θεμέλιο της Εκκλησίας, έρχεται να διατηρήσει τα σώματα των αγίων άφθαρτα.
Λείψανα και Αφθαρσία
Τα άγια λείψανα (οστά) είναι ό,τι απέμεινε (λείψανον) από το σώμα και χαρακτηρίζονται από το ότι δεν φθείρονται εύκολα. Αναφέρεται ότι αν ο άγιος δεν θέλει να κοπεί ένα τίμιο λείψανο, «δεν κόβεται με τίποτα».
Η Εκκλησία τιμά τον άγιο ακόμη και αν δεν υπάρχουν λείψανα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος αποκεφαλίστηκε περίπου το 67 μ.Χ.. Τα τίμια λείψανά του χάθηκαν και βρέθηκαν στη Ρώμη μεταξύ του 2002 και του 2003, 1,5 μέτρο κάτω από την Αγία Τράπεζα ενός ναού, μέσα σε μαρμάρινο τάφο διαστάσεων 2,5 μέτρων μήκους. Παρά την απουσία τους για περίπου 19 αιώνες, η Εκκλησία «δεν σταμάτησε ποτέ να μνημονεύει τον Απόστολο Παύλο» ή να διαβάζει τις επιστολές του.