Δείτε το βίντεο

Εισαγωγή στη Διά Χριστόν Σαλότητα
Η «Διά Χριστόν σαλότητα» είναι ένα ιδιαίτερο και, κατά την άποψη του πατέρα Παύλου, πάρα πολύ ωραίο θέμα. Αφορά μία ομάδα ανθρώπων που πραγματικά δεν τους «πιάνει το μάτι», διότι, αν και φαίνονται να προκαλούν σκανδαλισμούς, κάτω από αυτούς κρύβεται μία αγιότητα. Ουσιαστικά, πρόκειται για μη συμβατικούς, ακόμη και επαναστάτες, με μία προσέγγιση που μπορεί να περιγραφεί ως “ανορθόδοξο ορθόδοξη”. Ο πατέρας Παύλος υπογραμμίζει εξαρχής την ιδέα ότι “ο νομοθέτης είναι πάνω από το νόμο”, προϊδεάζοντας για την υπέρβαση των καθιερωμένων κανόνων που χαρακτηρίζει τους σαλούς.
Η Εκκλησία: Βίωμα κι όχι Συνήθεια
Σύμφωνα με τον ορισμό του αποστόλου Παύλου που αναφέρεται από τον πατέρα Παύλο, η Εκκλησία είναι το μυστηριακό σώμα του θεανθρώπου Χριστού. Πρόκειται για μία πραγματικότητα που δεν ορίζεται, αλλά βιώνεται. Ένα κεντρικό πρόβλημα της Εκκλησίας, σύμφωνα με τον πατέρα Παύλο, είναι τα «κακώς έχοντα» στον κόσμο, τα οποία δεν αφήνουν τον σαλό αδιάφορο. Ωστόσο, ο σαλός βλέπει τη λύση και τη θεραπεία αυτών των προβλημάτων όχι στην ανάπτυξη δραστηριοτήτων προς τους άλλους, αλλά στην προσωπική διόρθωση των πιστών, στο φωτισμό και στην τελείωσή τους.
Ο πατέρας Παύλος εντοπίζει ένα μεγάλο μυστικό: πολλοί πιστοί εκκλησιάζονται “δίχως εκκλησιολογική συνείδηση”. Ναι μεν μπορεί να τηρούν την τάξη και τους κανόνες ευσχημόνως, “κατά την τάξη γενέσθαι”, αλλά δεν μπορούν να αγγίξουν την πνευματικότητα του μυστηρίου. Για αυτούς τους πιστούς, η Εκκλησία δεν είναι βίωμα, αλλά μία συνήθεια, μία ρουτίνα, ένας χώρος εκδηλώσεων και τελετών. Είναι ένας τόπος συνάντησης μεταξύ τους και όχι με τον Θεό. Ένας τέτοιος τόπος, χωρίς καρδιακή προσευχή ή χωρίς πνεύμα, μοιάζει με τόπο ειδωλολατρίας. Ο Σαλός ήθελε ακριβώς να επαναφέρει την εκκλησία στην ιδανική και μοναδική πραγματικότητα, δηλαδή σώμα Χριστού.
Συμβατική ή Αντισυμβατική Πίστη
Ο πατέρας Παύλος κάνει μία σαφή διάκριση μεταξύ της συμβατικής και της αντισυμβατικής πίστης.
Η Θεσμική/Συμβατική Εκκλησιαστικότητα
Η πιο συνηθισμένη οδός γνώσης του Θεού είναι η θεσμική πρόσβαση μέσω της καθημερινότητας. Αυτή η θεσμική εκκλησιαστικότητα βασίζεται σε σύμβαση και οικογενειακή και κοινωνική επιβολή της πίστης πάνω στον άνθρωπο, συχνά χωρίς να συζητηθεί η γνώμη του από τη γέννησή του. Ο νόμος αυτής της σύμβασης επιβάλλει τη λειτουργία της θρησκείας στο “πρέπει”. Καθορίζει το «είναι», η εντολή αποφασίζει για το καλό και το κακό, και η απαγόρευση ορίζει τα πράγματα αρνητικά. Ο φόβος και η ανάγκη καταδυναστεύουν τη θρησκευτική ύπαρξη του συμβατικού πιστού από τη γέννησή του μέχρι τον θάνατό του.
Ως αποτέλεσμα, η σχέση του θρησκευόμενου ανθρώπου με τον Θεό καταντά μονοδιάστατη, νομική και λογική. Ο νόμος, ο λόγος, το δικανικό και το ορθολογιστικό στοιχείο χρωματίζουν αποκλειστικά τη θρησκευτικότητα του ανθρώπου. Αυτός είναι ο “κανονικός” πιστός, ο πιστός του κανόνα, του τύπου και της τυποποίησης, ο “καθώς πρέπει”. Ο κονφορμιστής και φορμαλιστής, ο ευσεβιστής και ο ηθικιστής, είναι αυτός που φοβάται τον Θεό αλλά δεν Τον αγαπά. Υπακούει τον νόμο του Θεού, αλλά δεν ακούει τον Ένσαρκο Λόγο του Θεού. Ο πατέρας Παύλος αναφέρει ότι η επιφανειακή τήρηση του νόμου χωρίς διάκριση εγκυμονεί τον κίνδυνο δημιουργίας δικανικής και νομιστικής αντίληψης. Υπάρχει ο κίνδυνος υποχώρησης του χαρισματικού Πνεύματος της Εκκλησίας και κυριαρχίας του νόμου.
Η Αντισυμβατική Πίστη
Στον αντίποδα του κανονικού πιστού βρίσκεται ο αντισυμβατικός πιστός, όπως τον περιγράφει ο πατέρας Παύλος. Αυτός έχει προσωπική αναφορά στον Θεό και όχι θεσμική, εξουσιαστική, αυταρχική ή συμβατική σχέση. Βλέπει τον Θεό ως Πατέρα. Είναι ο άνθρωπος που αγαπά τον Θεό χωρίς να τον φοβάται. Ο πατέρας Παύλος τονίζει τη ρήση από το Ευαγγέλιο του Ιωάννη: “τελεία αγάπη έξω βάλει τον φόβο”. Ο φόβος που διακατέχει τον αντισυμβατικό πιστό είναι ο σεβασμός και το δέος, όχι ο φόβος της κόλασης.
Στην αφετηρία της αντισυμβατικής πίστης βρίσκεται ένας απρόσμενος συγκλονισμός της ανθρώπινης ύπαρξης, μία συναρπαγή με την εμπειρία του Θεού που εμποτίζει κάθε κυτταρό του της ψυχοσωματικής οντότητας. Δεν κυριαρχεί πια η σύμβαση και η συνήθεια, αλλά κάθε τι το ασύνηθες, το έκτακτο, το εξαιρετικό. Η αντισυμβατική πίστη παρακάμπτει τον νόμο στο όνομα της χάρης. Γι’ αυτό επιτρέπει μία εκκλησιαστική συμπεριφορά που μπορεί να φαίνεται αντινομική και παράνομη, μία βιωτή ασυνήθιστη και ακανώνιστη. Αυτό είναι που εξοργίζει τον Φαρισαίο, ανησυχεί τον ευσεβιστή και τον ηθικιστή. Η αντισυμβατική εκκλησιαστικότητα απορρίπτει τον φόβο και στηρίζεται στην αγάπη. Η σχέση Θεού και ανθρώπου παύει να είναι μονοσήμαντη, νομική και λογική, για να γίνει αγαπητική, προσωπική, υπαρξιακή. Αντί για την ανάγκη, καθορίζει η ελευθερία της επιλογής, και αντί για τον φόβο, η αγάπη ενθουσιάζει. Η αγαπητική ελευθερία και η απελευθερωτική αγάπη είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, που λέγεται εκκλησιαστικός με αντισυμβατική σημασία χώρου. Ο πατέρας Παύλος διευκρινίζει ότι η αγάπη δεν σημαίνει κατάργηση του νόμου, ούτε υποταγή της χάρης στον νόμο.
Η Αποστολή και οι Πράξεις των Σαλών
Ο Σαλός δεν μένει αδιάφορος απέναντι στα προβλήματα της Εκκλησίας. Η αποστολή του είναι να σώσει τους άλλους, και με την ευρύτερη έννοια να σώσει τους πιστούς που απαρτίζουν την εκκλησία. Ο Σαλός ξέρει καλά τα της Εκκλησίας, παρά την εξωτερική του συμπεριφορά. Βλέπει τους πιστούς που εκκλησιάζονται δίχως εκκλησιολογική συνείδηση και θέλει να επαναφέρει την Εκκλησία στην ιδανική και μοναδική πραγματικότητα: Σώμα Χριστού.
Για αυτό το λόγο, οι διά Χριστόν σαλοί κορόιδευαν κάθε συμβατική, δήθεν πίστη, που επικεντρωνόταν μόνο στην εξωτερική τήρηση των εντολών και περιφρονούσε την ουσία. Ο Άγιος Συμεών ο Σαλός, στην Έμεσα, γινόταν “ταραχοποιός” μέσα στην εκκλησία. Πείραζε τους πιστούς, έριχνε καρύδια, έσβηνε τις σκατύλιες, έκανε φασαρία την ώρα της λειτουργίας. Φαινόταν να παίζει το ρόλο του δαιμονισμένου στη συνείδηση των άλλων. Όμως αυτό δεν συνέβαινε χωρίς σκοπό. Ήθελε να σπάσει το κατεστημένο, τη συνήθεια, να αποσπάσει την προσοχή των ευρισκομένων με τα καμώματά του. Και το κατάφερε, γιατί όλοι τον κυνηγούσαν, αλλά κανένας δεν ήταν πραγματικά προσηλωμένος στη λειτουργία. Ο Άγιος Λεόντιος ο Νεαπόλεως περιγράφει πώς τον έδερναν μέχρι να πεθάνει (“έδωκαν αυτόν πληγάς θάνατον”). Κανένας από αυτούς που τον χτυπούσαν δεν είχε μέσα του φόβο Θεού ή λίγη συμπόνια. Η σκληρή τους καρδιά δεν είχε αγάπη ούτε έλεος. Όλοι τον κρίνανε αμέσως ως τρελό χωρίς δεύτερη σκέψη.
Ο Συμεών ήθελε να τους δημιουργήσει προβληματισμούς μήπως “ανανοηθούν για τη στάση τους απέναντι στην ευχαριστιακή εκκλησιολογία”. Μήπως συνειδητοποιήσουν ότι τιμούν τον Θεό μόνο με τα χείλη και όχι με την καρδιά, απέχοντας πολύ μακριά από Εκείνον. Ήθελε να δείξει ως σαλός μία αλήθεια: ότι αγαπά το Χριστό, αγαπάει τους πάντες και τα πάντα, καλούς και κακούς, αυθεντικούς και υποκριτές. Τους περιβάλλει με την προσευχή και την καρδιά του, αναπολεί καθημερινά τη σωτηρία τους.
Χαρακτηριστικά, συναναστρέφονταν τους περιθωριοποιημένους από την κοινωνία, τους ανυπόληπτους, τους απόβλητους. Επισκέπτονταν τις πόρνες, κάποιες από τις οποίες αποκαλούσε και φίλες του. Ένας άλλος σαλός, ο Άγιος Ανδρέας, ταυτιζόταν με τους φτωχούς, τους ταλαίπωρους και τους βασανισμένους, και προσευχόταν για όσους βρίσκονταν σε κίνδυνο, για όλο τον κόσμο.
Ο πατέρας Παύλος προτρέπει να προσέξουμε πριν κρίνουμε. Μπορεί ο Σαλός να μην τηρεί τους κανόνες της Εκκλησίας περί νηστείας και λατρείας, τρώγοντας κρέας δημόσια τη Μεγάλη Εβδομάδα. Όμως, δεν είναι σχισματικός ή αιρετικός. Αντίθετα, κάτω από το κάλυμμα της μωρίας, μετατρέπει Εβραίους σε χριστιανούς πιστούς και θεραπεύει δαιμονιζόμενους. Ο πατέρας Παύλος τονίζει ότι το να είσαι αιρετικός σημαίνει να είσαι εκτός Εκκλησίας. Γίνεσαι μέλος Εκκλησίας όταν κοινωνείς στην Εκκλησία (“εις εκκλησίαν μου κοινωνείτε”), όχι στα σπίτια.
Οι βίοι των Σαλών Αγίων δεν φαίνονται να περιλαμβάνουν συμμετοχή στη λειτουργία, αλλά είναι γεμάτοι εμπειρίες φωτισμού και θεοπτίες. Παρά το ότι στα μάτια των πολλών φαίνονται δαιμονισμένοι, καταραμένοι, να μην έχουν σχέση με τίποτα ιερό – μερικοί μάλιστα τους αποκαλούν αφορισμένους – για τους ελάχιστους είναι πνευματικοί καθοδηγητές. Σε αυτό έγκειται η αιτία της εμφανής τους αντίφασης: η αντιπαράθεση ανάμεσα στην εξωτερική και την εσωτερική τους ύπαρξη. Φαίνονται άσεβοι, αλλά στην ουσία είναι όσιοι και θαυματουργοί. Θέλουν να δείξουν στους άλλους πώς να αναβιώσουν τη λατρεία στην καρδιά και πώς να ζήσουν το μυστήριο της αγάπης του Θεού. Να κατανοήσουν τι είναι Εκκλησία και να μην αρκούνται στα φαινομενικά. Δυστυχώς, όπως λέει ο πατέρας Παύλος, πολλοί δεν κατανοούν τι είναι Εκκλησία, την θεωρούν τσιφλίκι του καθενός, και αρκούνται σε λίγους τύπους. Η πνευματική αυτάρκεια σταματάει στα φαινομενικά.
Για αυτό το σκοπό, οι Σαλοί ανέλαβαν τις αμαρτίες των συνανθρώπων και δέχτηκαν κάθε είδους εξασθενίσεις και ταπεινώσεις. Έλεγχαν τους χριστιανούς για τις αμαρτίες τους που ήταν αποτέλεσμα της ραθυμίας. Ο ρόλος τους ήταν να επαναφέρουν αυτούς τους ανθρώπους πάλι μέσα στην κοινωνική ζωή της Εκκλησίας. Αυτό αποδεικνύει την ασκητική πλευρά της εκκλησιολογίας τους. Έσπρωξαν τους ανθρώπους να αποκτήσουν αρετές με την άσκηση, γιατί “δεν υπάρχει σωτηρία δίχως τον σταυρό”. Ο σταυρός δεν πρέπει να απουσιάζει από τη συνείδηση των πιστών. Δεν γίνεται λατρεία χωρίς κάθαρση. Η άσκηση καθίσταται μυστήριο, η ίδια η ενανθρωπημένη αγάπη, η οποία φαίνεται στα πρόσωπα των Σαλών που προσέφεραν δωρεάν αγάπη κάτω από τη μάσκα της αλλότητας. Δεν δίσταζε ο Σαλός να μεταβεί σε πόλεις γεμάτες αμαρτία και φθορά για τη σωτηρία των ανθρώπων. Δίνοντας αμέσως θετική απάντηση στο κάλεσμα του Θεού, με σκοπό να απαλλάξει όλη την κοινότητα από τα σχέδια του διαβόλου. Για να ζει ο διά Χριστόν σαλός εκκλησιολογία εκτός Εκκλησίας, πρέπει οπωσδήποτε να είναι χαρισματικός, ώστε η χάρη του Θεού να τον ακολουθεί και να αναπληρώνει τα πνευματικά του υστερήματα.
Η Αληθινή Αγιότητα
Για να κατανοήσουμε τους Σαλούς, πρέπει να κατανοήσουμε τι είναι αγιότητα, όπως εξηγεί ο πατέρας Παύλος. Για τους περισσότερους ανθρώπους, άγιος είναι εκείνος που δεν αμαρτάνει, ο ηθικός. Ή εκείνος που έχει εσωτερικά βιώματα, ζει πνευματικά, περιέρχεται σε έξαση, βλέπει πράγματα που δεν βλέπουν οι άλλοι, ζει υπερφυσικές καταστάσεις. Συχνά συνδέεται με ένα στοιχείο μυστικισμού. Η έννοια της αγιότητας συνδέεται με ηθικολογικά και ψυχολογικά κριτήρια: όσο πιο ενάρετος είναι κανείς, τόσο πιο άγιος είναι – κάτι που ο πατέρας Παύλος δηλώνει ρητά ότι δεν ισχύει.
Ο πατέρας Παύλος παραθέτει την ετυμολογία της λέξης “άγιος”. Στα ελληνικά προέρχεται από το ρήμα “άζεστε” (υποκειμενικό συναίσθημα σεβασμού/φόβου), ή από το “άγος” / “άζω” (προσέβη, ευαρεστήσας τον Θεό), δηλώνοντας δέος και σέβας σε μία απόκρυφη και φοβερή δύναμη. Η λατινική “sacer” προέρχεται από το “sacare” που σημαίνει χωρίζω, περιγράφοντας τον περιφραγμένο χώρο της ιερουργίας. Η εβραϊκή λέξη “kadosh”, που μεταφράζεται ως άγιος, έχει την ίδια σημασία του χωριστού, δηλώνοντας τομή ή χωρισμό από τα εγκόσμια, ριζική διάκριση, καθαρότητα και αγνότητα.
Οι Νηπτικοί Πατέρες παρατηρούν από την εμπειρία τους, σύμφωνα με τον πατέρα Παύλο, ότι η τελείωση του ανθρώπου αποτελεί δωρεά του Θεού προς τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος γνωρίζει τον Θεό με την πίστη εν Χριστώ, και έπειτα ο χριστιανός με την κατάφασή του (πίστη) γνωρίζει τον Θεό. Η φράση του αποστόλου Παύλου: “Νυν δε γνώτες Θεόν, μάλλον δε γνωσθέντες υπό του Θεού” (προς Γαλάτες) συνοψίζει όλη την έννοια της γνώσης. Ο ορθότερος τρόπος να φτάσει ο άνθρωπος στο Θεό γίνεται με τη θέληση του Θεού και με ανθρώπινη συνέργεια. Αυτή η συνέργεια υπογραμμίζεται πάντοτε στη σωτηρία του ανθρώπου.
Για να φτάσει κανείς στην αγιότητα, πρέπει να διέλθει από ορισμένες βαθμίδες τελειώσεως, φτάνοντας στην κάθαρση του νου. Πρέπει να εφαρμόσει την άσκηση (νηστεία, αγρυπνία). Ο Κύριος λέει ότι η οδός αυτής της πορείας είναι “στενή και τεθλιμμένη”. Για να τη βαδίσει ο άνθρωπος, χρειάζεται να συντελείται μέσα του κάποια αλλαγή. Από δούλος που φοβάται τις τιμωρίες ή μισθωτός που αποβλέπει σε αμοιβές, γίνεται κληρονόμος και Υιός του Θεού που αγαπά το Θεό και ενώνεται με Αυτόν. Ο πατέρας Παύλος επαναλαμβάνει ότι μόνο αυτός που αγαπά τον Θεό ως Υιός και είναι ενωμένος μαζί Του μπορεί να περπατήσει αυτή τη στενή οδό. Περνάει από χαμηλές πνευματικές καταστάσεις σε υψηλότερες, δια πόνων πολλών και δακρύων, από την καθαρτική στη φωτιστική και τέλος στη μυστική κατάσταση.
Η άσκηση σε αυτή τη φάση αποβλέπει στην καταπολέμηση των παθών και την εξόρισή τους. Οι αισθήσεις είναι η θύρα από την οποία μπαίνουν τα πάθη στην ψυχή, και μέσω αυτών ο διάβολος βρίσκει είσοδο στο νου. Με την καταπολέμηση των παθών, εκδιώκεται ο διάβολος από το νου. Ο διάβολος είναι ανθρωποκτόνος, βλάπτει τον άνθρωπο (εικόνα του Θεού) όταν δεν μπορεί να βλάψει τον Θεό. Οι ασκητές σε αυτή την κατάσταση γίνονται ευάλωτοι στο κακό, παλεύουν περισσότερο από τους άλλους με τους δαίμονες, βιώνουν την εκένωση και τον θάνατο. Επομένως, η αγιότητα περνάει πάντα από το μαρτύριο. Όχι το εξωτερικό μαρτύριο, αλλά ο πόλεμος που γίνεται για να αποβάλλει ο άνθρωπος τα πάθη του. Ο πατέρας Παύλος τονίζει ότι αυτός που πραγματικά προσπαθεί οντολογικά να βγάλει τα πάθη του.
Ο πατέρας Παύλος αναφέρει ότι η θεώρηση της ηθικής βελτίωσης του ανθρώπου ως αγιότητας είναι λανθασμένη. Η επικράτηση ουμανιστικών και ηθικολογικών κριτηρίων οδηγεί στο να εννοείται η θέωση ως ηθικό και όχι ως οντολογικό γεγονός (κατά χάρην αλλοίωση της φύσης, συνολική ύπαρξη). Αυτό οδηγεί στην αδρανοποίηση των ησυχαστικών κριτηρίων και την αντικατάσταση της πραγματικότητας με την ηθικολογία, και της αγιότητας με την ουμανιστική αρετολογία, κάτι που επεσήμανε ο Ιωάννης Ρωμανίδης.
Συνοψίζοντας, ο πατέρας Παύλος τονίζει ότι η αγιότητα δεν ταυτίζεται με τα επιτεύγματα της ηθικής και της ασκήσεως, ούτε με υπερφυσικές εμπειρίες οποιασδήποτε μορφής. Αυτά μπορούν να βρεθούν και εκτός Χριστιανισμού. Η αγιότητα δίνεται από τον Θεό εν Αγίω Πνεύματι ως μετοχή στην ίδια τη ζωή Του. Οι άγιοι δεν διαθέτουν δική τους αγιότητα, αλλά μετέχουν σε Εκείνη του Θεού, η οποία είναι ιδιότητα εκ φύσεως του μόνο. Οι άγιοι είναι εικόνες του μόνου αγίου, όχι πρωτότυπα της αγιότητας. Ο πατέρας Παύλος σημειώνει ότι η μετοχή των Αγίων στη δόξα του Θεού λάμπει πολλές φορές και αποκαλύπτεται με σημεία και θαύματα.
Η Σκανδαλώδης Ανατροπή και η Θέση των Σαλών στην Εκκλησία
Η αντισυμβατική στάση των Σαλών, η “σκανδαλώδης και προκλητική ανατροπή των αρχών και των κανόνων” που διέπουν την αντικειμενική κοινωνική ηθική, είναι δύσκολο να γίνει αποδεκτή και κατανοητή από την κοινωνικά κατεστημένη χριστιανοσύνη, όπως εξηγεί ο πατέρας Παύλος. Οι Σαλοί θυμίζουν στην Εκκλησία τον χαρακτήρα της μωρίας του ευαγγελικού κηρύγματος και το ασυμβίβαστο της σωτηρίας και της αγιότητας με την κοινωνική αναγνώριση και αντικειμενική υπόληψη.
Ο πατέρας Παύλος αναφέρει ότι το πρώτο κήρυγμα του Κυρίου ήταν κήρυγμα μετάνοιας, γιατί αυτή είναι η προϋπόθεση της μετοχής στη βασιλεία του Θεού (“Πεπλήρωται ο καιρός και ήγγικεν η βασιλεία του Θεού · μετανοείτε”). Η μετάνοια είναι άρνηση της ατομικής αυτάρκειας την οποία δημιουργεί η αντικειμενική αρετή ή η τήρηση του νόμου. Γι’ αυτό ο Φαρισαίος, πιστός τηρητής του νόμου, δεν δικαιώνεται μπροστά στο Θεό. Δικαιώνεται ο τελώνης, φορτωμένος με αμαρτήματα, γιατί αυτός αισθάνεται την ατομική του ανεπάρκεια και ζητάει το έλεος του Θεού. Οι τελώνες και οι πόρνες, οι τελευταίοι στην ανθρώπινη υπόληψη, προάγουν στη βασιλεία των ουρανών. Οι πρώτοι τοποθετούνται έσχατοι και οι έσχατοι αναγνωρίζονται ως πρώτοι. Οι εργάτες της ενδεκάτης ώρας γίνονται αποδεκτοί και παίρνουν τον ίδιο μισθό με τους πρώτους. Δεν υπάρχει στα ευαγγέλια κανένα μέτρο αντικειμενικής αξιολόγησης αρετής, ούτε δικαιοσύνη αξιομισθίας. Αυτό που ζητάει ο Θεός από τον άνθρωπο δεν είναι οι αρετές ή οι αξιομισθίες, αλλά η ανταπόκριση του ανθρώπου στην αγάπη Του. Ο πατέρας Παύλος κλείνει αυτό το σημείο λέγοντας ότι η πόρνη που έπλυνε τα πόδια του Χριστού συγχωρέθηκε για τις πολλές αμαρτίες της “ότι ηγάπησε πολύ”.
Ενώ οι άνθρωποι κατορθώνουν να συμβιβάζουν το Ευαγγέλιο με μία δικανική αντίληψη σχέσης ανθρώπου και Θεού, μία αντίληψη εμπορικής δοσοληψίας ανθρώπινων επιτευγμάτων και θείων ανταποδόσεων, οι διά Χριστόν σαλοί εμφανίζονται περιστασιακά και τους θυμίζουν την αληθινή φύση του Ευαγγελίου.
Ο πατέρας Παύλος καταλήγει τονίζοντας ότι η Εκκλησία δεν απαγορεύει τέτοιο τρόπο αγιότητας. Αντίθετα, συνεχίζει να δίνει μία θέση στην αντισυμβατική εκκλησιαστικότητα. Μπορεί οι Σαλοί να μην ανήκουν στην θεσμική και ιεραρχική διακονία της Εκκλησίας, όμως ανήκουν στην ελεύθερη, μη κανονική, χαρισματική ζωή της. Πάντα βρίσκεται χώρος για αυτούς τους αγίους στην Εκκλησία, ανάμεσα στα χορεία των Αγίων. Και μία Εκκλησία που αποκλείει τον Σαλό ίσως ανακαλύψει πως έχει κλείσει την πόρτα στο πρόσωπο του θείου Σαλού.