Ο Γέροντας Τύχων ο Ερημίτης, γνωστός και ως Παπα-Τύχωνα ο Αγιορείτης**, ήταν ένας Ρώσος μοναχος γνωστός για την αυστηρή ασκητική του ζωή, τα χαρίσματά του, και τη σχέση του με τον Άγιο Παΐσιο.
Μέσα από διάφορες μαρτυρίες και αφηγήσεις, αναδεικνύεται η εικόνα ενός ιδιαίτερα ευλαβούς και χαρισματικού γέροντα της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Τα Πρώτα Χρόνια και η Επιθυμία για Μοναχική Ζωή
Οι γονείς του Παπα-Τύχωνα, του οποίου το κοσμικό όνομα ήταν Τιμόθεος, έβλεπαν τον μεγάλο θείο ζήλο που είχε το παιδί τους. Ωστόσο, δίσταζαν να του δώσουν την ευχή τους να πάει σε μοναστήρι, επειδή τον έβλεπαν εύσωμο και με ζωηρή φύση. Επιθυμούσαν να ωριμάσει και στην σκέψη και μετά να αποφασίσει μόνος του. Παρόλα αυτά, του έδωσαν την ευλογία να επισκέπτεται τις Μονές για ένα διάστημα τριών ετών, από την ηλικία των δεκαεπτά μέχρι τα είκοσι χρόνια.
Εκτεταμένα Προσκυνήματα στη Ρωσία και Αποφυγή Φιλοξενίας
Κατά τη διάρκεια αυτών των τριών ετών, ο Τιμόθεος πραγματοποίησε μεγάλα και ατέλειωτα προσκυνήματα στα μοναστήρια της Ρωσίας. Σύμφωνα με τις πηγές, πέρασε από περίπου διακόσιες Μονές. Κατά τις επισκέψεις του στα μοναστήρια, παρόλο που ήταν συχνά κατάκοπος και εξαντλημένος από την οδοιπορία του, απέφευγε με τρόπο την φιλοξενία. Αυτό το έκανε για να ασκείται ο ίδιος και για να μην επιβαρύνει τους άλλους.
Δυσκολίες με την Τροφή και Θεία Βοήθεια
Σε μια επαρχία της Ρωσίας, ο Τιμόθεος αντιμετώπισε μεγάλη ταλαιπωρία. Οι κάτοικοι εκεί έτρωγαν ψωμί από βρίζα (σίκαλη). Δεδομένου ότι ο Τιμόθεος δεν έτρωγε τίποτε άλλο εκτός από ψωμί, και το ψωμί της σίκαλης είχε συνήθως μια άσχημη μυρωδιά και ήταν σαν λάσπη, δεν μπορούσε να το φάει. Γι’ αυτό είχε εξαντληθεί ο νεαρός. Απελπισμένος, πήγε στον φούρναρη, από τον οποίο είχε ζητήσει και άλλη φορά, για να τον ξαναπαρακαλέσει για λίγο άσπρο ψωμί, καθώς υπέθετε ότι ο φούρναρης θα είχε καλύτερο ψωμί για τον εαυτό του. Ωστόσο, ο φούρναρης, μόλις είδε τον Τιμόθεο από μακριά, του είπε να φύγει.
Λυπημένος και εξαντλημένος, ο Τιμόθεος κάθισε στην άκρη του δρόμου και με όλη του την παιδική απλότητα έκανε προσευχή στην Παναγία: «Παναγία μου, θέλω να με βοηθήσης, γιατί θα πεθάνω στο δρόμο, πριν να γίνω καλόγηρος, δεν μπορώ να το φάω αυτό το ψωμί». Πριν προλάβει να τελειώσει την προσευχή του, ξαφνικά του παρουσιάστηκε μια Κόρη με λαμπερό πρόσωπο, η οποία του έδωσε μια φραντζόλα άσπρο ψωμί και αμέσως εξαφανίστηκε. Ο Τιμόθεος έμεινε άναυδος και δεν μπορούσε να εξηγήσει αυτό το γεγονός. Διάφορες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του, όπως μήπως η κόρη του φούρναρη τον άκουσε και τον λυπήθηκε, ζητώντας από τον πατέρα της να του δώσει καλό ψωμί. Σηκώθηκε και πήγε να τον ευχαριστήσει, αλλά ο φούρναρης νόμιζε ότι ο Τιμόθεος τον κορόιδευε και τον έβρισε θυμωμένος.
Προσκύνημα στο Σινά και τους Αγίους Τόπους – Αναζήτηση Ησυχίας
Μετά τα μοναστήρια της πατρίδας του, ο Τιμόθεος έκανε προσκύνημα στο Θεοβάδιστον Όρος του Σινά, όπου παρέμεινε για δύο μήνες. Από εκεί πήγε στους Αγίους Τόπους, όπου και ασκήτεψε για ένα χρονικό διάστημα πέρα από τον Ιορδάνη ποταμό. Παρόλο που ο Άγιος Τόπος τον βοηθούσε, δεν έβρισκε ησυχία από το ανήσυχο κοσμικό πνεύμα της εποχής, το οποίο είχε καταστρέψει, δυστυχώς, με τον δήθεν πολιτισμό του και τα άγια ακόμη ερημικά μέρη που γαληνεύουν και αγιάζουν τις ψυχές. Γι’ αυτό, αναγκάστηκε να φύγει για το Άγιον Όρος.
Πειρασμός στην Ιερουσαλήμ
Επιστρέφοντας από την έρημο του Ιορδάνου στην Ιερουσαλήμ, ο πειρασμός, βλέποντας με την πολυετή πείρα του ότι ο ευλαβής αυτός νέος θα προχωρήσει πολύ στην πνευματική ζωή και θα βοηθήσει πολλές ψυχές να σωθούν, θέλησε να τον εμποδίσει. Ενώ είχε επιστρέψει στην Ιερουσαλήμ για να ετοιμαστεί και να προσκυνήσει για τελευταία φορά τον Πανάγιο Τάφο και να αποχαιρετήσει τους γνωστούς του, ο πονηρός χρησιμοποίησε ως όργανά του δύο αθεόφοβες γυναίκες, πατριώτισσές του. Αυτές τον κάλεσαν στο σπίτι όπου έμεναν, δήθεν για να του δώσουν ονόματα για να μνημονεύει στο Άγιον Όρος. Ο απλοϊκός Τιμόθεος, που είχε μόνο καλές σκέψεις, το πίστεψε και πήγε. Όταν όμως τον έκλεισαν μέσα στο σπίτι και όρμησαν επάνω του με ανήθικες διαθέσεις, τα έχασε. Κόκκινισε, έδωσε μια σπρωξιά στις γυναίκες και άλλη μία στην πόρτα, και ξέφυγε από τα νύχια τους σαν νέος Ιωσήφ, διαφυλάττοντας την αγνότητά του.
Άφιξη στο Άγιον Όρος και Ασκητική Ζωή – Οι Πρώτες Μετανοίες
Έπειτα, όπως ένα αγνό λουλούδι, ήρθε και φυτεύτηκε στο Περιβόλι της Παναγίας. Εκεί πρόκοψε και ευωδίασε με τις αρετές του. Η πρώτη του «μετάνοια» (δηλαδή ο πρώτος τόπος άσκησης μετά την είσοδό του στο Άγιον Όρος) ήταν το Κελλί του Μπουραζέρι, όπου και παρέμεινε για πέντε χρόνια. Εκεί έγινε μοναχός με το όνομα Τύχων. Επειδή εκεί δεν έβρισκε ησυχία λόγω των πολλών προσκυνητών, κυρίως Ρώσων, πήρε ευλογία και πήγε στα Καρούλια, όπου ασκήτεψε για δεκαπέντε χρόνια. Έμενε σε μια σπηλιά. Όλο αυτό το διάστημα στα Καρούλια το πέρασε με σκληρούς αγώνες. Το εργόχειρό του ήταν οι μεγάλες και οι μικρές μετάνοιες μαζί με την ευχή και την μελέτη. Έτρωγε κάθε τρεις ημέρες μία φορά ξερά παξιμάδια και όλο τον χρόνο του τον αφιέρωνε στην προσευχή, τη μελέτη και τις μετάνοιες. Δανειζόταν βιβλία από τις Μονές, από όπου έπαιρνε και ευλογία, καθώς και παξιμάδι από τα περισσεύματα των κλασμάτων, για τα οποία έκανε κομποσχοίνι. Ξεπλήρωνε τις ευλογίες με πολλά κομποσχοίνια. Έτσι αγωνιζόταν φιλότιμα για να γίνει και εσωτερικά άγγελος και όχι μόνο εξωτερικά με το αγγελικό σχήμα. Έκανε σχεδόν 3.000 μετάνοιες την ημέρα και συμβούλευε και άλλους να κάνουν πολλές μετάνοιες μέχρι να μουσκέψει η φανέλα τους από τον ιδρώτα. Από την πολύωρη ορθοστασία τα πόδια του ήταν πάντα πρησμένα. Νήστευε πολύ, και ένα ψωμί μπορεί να το έτρωγε και σε ένα μήνα. Τηρούσε το τυπικό της ξηροφαγίας από νέος μέχρι τα γεράματά του. Θεωρούσε την μαγειρική σπατάλη χρόνου. Τις ευλογίες τροφίμων που του έδιναν, τις δεχόταν αλλά τις έστελνε σε άλλα γεροντάκια, ενώ τα χρήματα τα έδινε σε έναν ευσεβή μπακάλη για να αγοράζει ψωμί για τους φτωχούς.
Άσκηση στην Καψάλα και Χειροτονία
Μετά τα Καρούλια, ήρθε στην άκρη της Καψάλας (πάνω από την Καλιάγρα), σε ένα Κελλί Σταυρονικητιανό, και γηροκόμησε έναν Γέροντα. Αφού πέθανε ο Γέροντας και πήρε την ευχή του, έμεινε μόνος του στην Καλύβη και αύξησε τους πνευματικούς του αγώνες. Δέχθηκε πλούσια τη Χάρη του Θεού, η οποία τον φανέρωσε στους ανθρώπους που έτρεχαν να τον συμβουλευθούν και να παρηγορηθούν από την αγάπη του. Για να βοηθά πιο θετικά με το Μυστήριο της θείας Εξομολογήσεως, δέχτηκε να χειροτονηθεί ιερέας.
Ανέγερση Ναού με Θεία Βοήθεια
Στο Κελλί του όμως δεν υπήρχε Ναός, ενώ ήταν πια απαραίτητος. Ούτε και χρήματα είχε για να χτίσει, αλλά είχε μεγάλη πίστη στον Θεό. Έκανε λοιπόν προσευχή και ξεκίνησε για τις Καρυές με την εμπιστοσύνη στον Θεό ότι θα του εξοικονομούσε τα χρήματα που θα χρειάζονταν για τον Ναό. Πριν φτάσει ακόμη στις Καρυές, τον είδε από μακριά ο Δίκαιος του Προφήτη Ηλία (Ρωσικού) και τον φώναξε. Όταν πλησίασε, του είπε: «Κάποιος καλός Χριστιανός από την Αμερική μου έστειλε μερικά δολάρια, να τα δώσω σ’ εκείνον που δεν έχει Ναό, για να κτίσει. Εσύ δεν έχεις Ναό, πάρ’ τα και φτιάξε». Ο Γέροντας δάκρυσε από συγκίνηση και ευγνωμοσύνη στον Θεό, ευχαρίστησε και τον Δίκαιο και είπε το «Θεός συγχωρέσοι» για τον άνθρωπο του Θεού που του έστειλε την ευλογία. Ο Θεός, σαν καρδιογνώστης, είχε φροντίσει για τον Ναό του πριν ακόμη τον παρακαλέσει ο Γέροντας. Στη συνέχεια, βρήκε δύο Μοναχούς τεχνίτες για να λένε και την ευχή την ώρα που θα εργάζονταν. Όταν τελείωσε ο Ναός, τον αφιέρωσε στον Τίμιο Σταυρό, γιατί τον είχε σε ευλάβεια, αλλά και για να αποφεύγει τα Πανηγύρια με αυτόν τον τρόπο, επειδή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού νηστεύουν, και η ημέρα είναι πένθιμη. Ο Γέροντας δεν αναπαυόταν στα Πανηγύρια, γιατί δημιουργούσαν ανησυχία και περισπασμό. Αντίθετα, αυτός πανηγύριζε κάθε μέρα πνευματικά με το ήσυχο Σταυροαναστάσιμο τυπικό του, με την πολλή του άσκηση και με την ελάχιστη ανθρώπινη παρηγοριά μέσα στο λάκκο της Καλιάγρας, όπου έβλεπε ουρανό και ζούσε παραδεισένιες χαρές μαζί με τους Αγγέλους και τους Αγίους. Όταν τον ρωτούσε κανείς αν μένει μόνος του στην ερημιά, απαντούσε: «Όχι, εγώ μένω μαζί με τους Αγγέλους και Αρχαγγέλους, με τους Αγίους Πάντες, με την Παναγία και με τον Χριστό». Πράγματι, ένιωθε την παρουσία των Αγίων και τη βοήθεια του φύλακα Αγγέλου του. Όπου Χριστός, εκεί Παράδεισος, και για τον Παπα-Τύχωνα το Περιβόλι της Παναγίας ήταν επίγειος Παράδεισος.
Περιστατικά και Διδαχές – Η Πτώση και ο Φύλακας Άγγελος
Μια μέρα που τον είχε επισκεφθεί ο π. Παΐσιος, ενώ ανέβαινε τα σκαλάκια, έπεσε ανάποδα και σφηνώθηκε στην πόρτα, γιατί φορούσε πολλά ράσα, και δυσκολεύτηκε ο π. Παΐσιος να τον σηκώσει. Όταν τον ρώτησε μετά τι θα έκανε μόνος του αν δεν ήταν εκεί, ο Γέροντας τον κοίταξε παράξενα και απάντησε με βεβαιότητα: «Ο φύλακας μου Άγγελος θα με σήκωνε». Ενώ βρισκόταν σε έρημο τόπο, μόνος του, και το Κελλί του δεν είχε σχεδόν τίποτα, για να έχει όμως τον Χριστό μέσα του, δεν του χρειαζόταν τίποτα, γιατί όπου Χριστός εκεί Παράδεισος.
Η Επίσκεψη στη Θεσσαλονίκη και η Πνευματική Κατάσταση
Είχε περάσει αρκετά χρόνια χωρίς να βγει στον κόσμο. Κάποτε όμως, αναγκάστηκε να πάει στη Θεσσαλονίκη ως μάρτυρας για μια πυρκαγιά που είχε γίνει στην Καψάλα, μαζί με άλλους Πατέρες. Όταν επέστρεψε στο Άγιον Όρος, οι Πατέρες τον ρώτησαν πώς είδε την πόλη και τον κόσμο μετά από τόσα χρόνια. Ο Γέροντας απάντησε: «Εγώ δεν είδα πολιτεία με ανθρώπους, αλλά δάσος με καστανιές». Έφτασε σε αυτή την πνευματική κατάσταση γιατί αγάπησε πολύ τον Χριστό, την ταπείνωση και την φτώχεια. Μέσα στο κελλί του δεν έβλεπε κανείς τίποτα αξιόλογο. Ό,τι είχε μέσα στο κελλί του, κάποιος άλλος θα το θεωρούσε πεταμένο έξω, στο λάκκο. Άλλα για τους πνευματικούς ανθρώπους, ό,τι παλιό και αν είχε ο Παπα-Τύχων, είχε μεγάλη αξία, γιατί ήταν αγιασμένο. Ακόμη και τα κουρέλια του τα έβλεπαν με ευλάβεια και τα έπαιρναν για ευλογία. Ό,τι παλιό φορούσε δεν φαινόταν άσχημο, γιατί ομόρφαινε από την εσωτερική ομορφιά της ψυχής του. Για σκούφια έραβε μόνος του με την σακοράφα κομμάτια ράσου, σαν σακούλες, και τα φορούσε.
Η Φωτογραφία και η Αγάπη για την Ακτημοσύνη
Κάποτε τον φωτογράφισε ένας επισκέπτης όπως ήταν, με τη σακούλα για σκούφι και με μια πιτζάμα που του είχε ρίξει στις πλάτες του, γιατί είδε τον Γέροντα να κρυώνει. Και τώρα, όσοι βλέπουν τη φωτογραφία νομίζουν ότι φορούσε δεσποτικό μανδύα, ενώ ήταν μια παλιά παρδαλή πιτζάμα. Πολύ αναπαυόταν στα φτωχά και ταπεινά πράγματα και αγαπούσε πολύ την ακτημοσύνη, η οποία τον ελευθέρωσε και του έδωσε πνευματικά φτερά.
Οι Πνευματικοί Αγώνες και η Στήριξη με Σχοινί
Το εργόχειρό του ήταν οι πνευματικοί αγώνες: νηστεία, αγρυπνία, ευχή, μετάνοιες, όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για όλες τις ψυχές του κόσμου (ζωντανούς και πεθαμένους). Όταν γέρασε και δεν μπορούσε να σηκωθεί, όταν έπεφτε κάτω με τις στρωτές μετάνοιες, έδεσε ένα χονδρό σχοινί ψηλά και τραβιόταν για να σηκωθεί. Αυτό το τυπικό το τηρούσε μέχρι που έπεσε στο κρεβάτι, όπου ξεκουράστηκε για είκοσι μέρες, και μετά έφυγε για την αιώνια ζωή.
Η Αυστηρότητα με τον Εαυτό του και η Αγάπη για τους Άλλους
Όταν έβλεπε τους ανθρώπους να του συμπεριφέρονται με ευλάβεια, στενοχωριόταν και τους έλεγε: «Εγώ δεν είμαι ασκητής, αλλά ψεύτης ασκητής». Μόνο στα τελευταία του δέχθηκε λίγη περιποίηση από τους ανθρώπους που τον αγαπούσαν ιδιαίτερα, για να μη τους λυπήσει. Όταν του έδινε κανείς ευλογία από τρόφιμα, την κρατούσε και μετά την έστελνε σε Γεροντάκια στην Καψάλα. Εάν του έστελναν χρήματα, τα έδινε σ’ έναν ευλαβή μπακάλη, για να αγοράζη ψωμιά και να τα μοιράζη στους φτωχούς.
Περιστατικό με Επιταγή και Κλέφτη – Συγχώρεση και Ταπείνωση
Κάποτε του είχε στείλει κάποιος από την Αμερική μια επιταγή. Την ώρα όμως που την έπαιρνε ο Γέροντας από το Ταχυδρομείο, τον είδε ένας κοσμικός και νικήθηκε από τον πειρασμό της φιλαργυρίας. Πήγε λοιπόν τη νύχτα στο Κελλί του Γέροντα, για να τον ληστέψει, με τον λογισμό ότι θα έβρισκε και άλλα χρήματα, χωρίς να ξέρη ότι και εκείνα που είχε πάρει ο Γέροντας τα είχε δώσει την ίδια ώρα στον κυρ – Θόδωρο, για να πάρη ψωμιά για τους φτωχούς. Αφού τον βασάνισε αρκετά τον Γέροντα – τον έσφιγγε με ένα σχοινί στον λαιμό του – διεπίστωσε ότι πράγματι δεν είχε χρήματα και ξεκίνησε να φύγη. Ο Παπα – Τύχων του είπε: – Θεός συγχωρέσοι, παιδί μου. Ο κακοποιός αυτός άνθρωπος πήγε και σε άλλον Γέροντα με τον ίδιο σκοπό, αλλά εκεί τον έπιασε η Αστυνομία, και ομολόγησε μόνος του ότι είχε πάει και στον Παπα – Τύχωνα. Ο Αστυνόμος έστειλε χωροφύλακα και ζήτησε τον Γέροντα για ανάκριση, επειδή θα γινόταν η δίκη του κλέφτη. Ο Γέροντας στενοχωρήθηκε γι’ αυτό και έλεγε στον χωροφύλακα: – Παιδί μου, εγώ τον συγχώρεσα με όλη την καρδιά μου τον κλέφτη. Εκείνος όμως δεν έδινε καθόλου σημασία στα λόγια του Γέροντα, γιατί εκτελούσε ανώτερη διαταγή, και τον τραβούσε και του έλεγε: – Άντε, γρήγορα, Γέροντα! εδώ δεν έχει συγχώρεση και «ευλόγησαν». Τελικά τον λυπήθηκε ο Διοικητής και τον άφησε από την Ιερισσό να γυρίση στο Κελλί του, επειδή έκλαιγε σαν μωρό παιδί, γιατί νόμιζε ότι θα γίνη και αυτός αιτία να τιμωρηθή ο κλέφτης. Χρησιμοποιούσε πάντα τη λέξη «ευλόγησον» και μετά έδινε την ευχή του.
Πνευματική Καθοδήγηση και Προορατικό Χάρισμα
Φυσικά, δεν λυπόταν ποτέ τον κόπο ούτε τον χρόνο, όταν έβλεπε πνευματικά ενδιαφέροντα στους ανθρώπους. Ενώ με το στόμα συμβούλευε, με την καρδιά και τον νου προσευχόταν. Η προσευχή του ήταν πια αυτοενέργητη, καρδιακή. Οι άνθρωποι που τον πλησίαζαν το αισθάνονταν αυτό, γιατί έφευγαν πολύ δυναμωμένοι. Και ο Γέροντας τους ευλογούσε μέχρι να κρυφτούν πια.
Κάποτε τον είχε επισκεφθεί ο Πατήρ Αγαθάγγελος ο Ιβηρίτης, ως Διάκος. Όταν έφευγε, ήταν σκοτάδι, δεν είχε φωτίσει ακόμη. Ο Παπα – Τυχών προεΐδε τον κίνδυνο που θα διέτρεχε ο Διάκος, και ανέβηκε αυτή την φορά στο τοιχάκι της μάνδρας και ευλογούσε συνέχεια. Όταν έφθασε ο Διάκος στη ράχη και είδε τον Γέροντα να ευλογή ακόμη, τον λυπήθηκε και του φώναξε να μη κουράζεται, να μπή στο κελλί του. Αυτός όμως ατάραχος με υψωμένα τα χέρια, σαν τον Μωυσή, προσευχόταν και ευλογούσε. Ενώ λοιπόν βάδιζε ξένοιαστος ο Διάκος, ξαφνικά, πέφτει πάνω σε καρτέρι κυνηγών, που περίμεναν αγριόχοιρους. Ένας κυνηγός τράβηξε να ρίξη, αλλά οι ευχές του Γέροντα έσωσαν τον Διάκο από τον θάνατο και τον κυνηγό από την φυλακή. Γι’ αυτό έλεγε πάντα ο Γέροντας: -Παιδί μου, να μην έρχεσαι ποτέ την νύχτα, γιατί την νύχτα τα θηρία περπατούν, και οι κυνηγοί τα περιμένουν κρυμμένοι…. Διάβαζε τις σκέψεις των ανθρώπων.
Η Θεία Λειτουργία και οι Θεϊκές Εμπειρίες
Ακόμη και για την Θεία Λειτουργία έλεγε στον Μοναχό, που θα τον βοηθούσε και θα έκανε τον ψάλτη, να έρχεται το πρωΐ με το φώτισμα. Την ώρα δε της Θείας Λειτουργίας του έλεγε να μένη στον μικρό διάδρομο, έξω από τον Ναό, και από εκεί να λέη το Κύριε, ελέησαν, για να νιώθη τελείως μόνος του και να κινήται άνετα στην προσευχή του. Όταν έφθανε στο Χερουβικό, ο Παπα -Τυχών ηρπάζετο είκοσι έως τριάντα λεπτά, και ο ψάλτης θα έπρεπε να επαναλάβη πολλές φορές το Χερουβικό, μέχρι να ακούση τις περπατησιές του στην Μεγάλη Είσοδο. «Όταν τον ρωτούσα μετά στο τέλος «τι βλέπεις, Γέροντα», εκείνος μου απαντούσε: -Τα Χερουβείμ και Σεραφείμ δοξολογούν τον Θεό. Έλεγε επίσης στην συνέχεια: -Εμένα μετά από μισή ώρα με κατεβάζει ο φύλακας μου Άγγελος και τότε συνεχίζω την Θεία Λειτουργία. Έβλεπε τους αγγέλους, τους προφήτες και όλους τους αγίους παρόντες κατά τη Θεία Λειτουργία. Το πρόσωπό του αλλοιωνόταν και τα μάτια του ήταν φωτεινά. Λειτουργούσε πάντα με κατάνυξη και δάκρυα. Διάβαζε το Ευαγγέλιο με δάκρυα και με δάκρυα σήκωνε τα άγια. Κάποτε, κατά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, η φωνή του χάθηκε για πέντε ώρες. Ο Γερο-Γερόντιος τον είχε δει υπερυψωμένο πάνω από τη γη.
Κάποτε, τον είχε επισκεφθεί ο π. Θεόκλητος ο Διονυσιάτης. Επειδή ή πόρτα του Παπα – Τύχωνα ήταν κλειστή, και από τον Ναό ακούγονταν γλυκιές ψαλμωδίες, δεν θέλησε να ενοχλήση με το χτύπημα της πόρτας, αλλά περίμενε να τελειώσουν, γιατί νόμιζε ότι βρίσκονται στο «Κοινωνικό». Σε λίγο βγαίνει ο Παπα – Τυχών και ανοίγει την πόρτα. Όταν μπήκε ο π. Θεόκλητος, δεν βρήκε κανέναν άλλον εκτός από τον Παπα – Τύχωνα. Τότε κατάλαβε ότι οι ψαλμωδίες εκείνες ήταν Αγγελικές.
Γεράματα και Θεία Κοινωνία
Στα γεράματα του πια, επειδή έτρεμαν τα πόδια του, έρχονταν συνήθως και λειτουργούσαν ο Παπα – Μάξιμος και ο Παπα – Αγαθάγγελος, οι Ιβηρίτες, που ήταν πιο κοντά, και του άφηναν και Άγιον Άρτο, γιατί κοινωνούσε κάθε μέρα. Φυσικά, ήταν προετοιμασμένος κάθε μέρα με την αγία του ζωή.
Η Πασχαλινή Χαρά και η Αγάπη για τη Ρωσία
Για τον Παπα – Τύχωνα όλες σχεδόν οι ημέρες του χρόνου ήταν Διακαινήσιμες, και ζούσε πάντα την Πασχαλινή χαρά. Συνέχεια άκουγε κανείς από το στόμα του το Δόξα σοι ο Θεός, Δόξα σοι ο Θεός. Αυτό συνιστούσε και σε όλους: να λέμε το Δόξα σοι ο Θεός, όχι μόνο όταν περνάμε καλά, αλλά και όταν περνάμε δοκιμασίες, γιατί και τις δοκιμασίες τις επιτρέπει ο Θεός για φάρμακα της ψυχής. Πολύ πονούσε για τις ψυχές που υπέφεραν στο άθεο καθεστώς της Ρωσίας. Έλεγε με δακρυσμένα μάτια: -Παιδί μου, η Ρωσία έχει ακόμη κανόνα από τον Θεό, θα περάση.
Η Απλότητα του Κελλιού και η Πνευματική Κατάσταση
Επειδή είχε ανάψει πια η φλόγα του θείου έρωτος μέσα στην καρδιά του, γι’ αυτό και δεν τον συγκινούσαν τα μάταια πράγματα. Το κελλί του ήταν και αυτό μικρό. Είχε ένα τραπεζάκι που ακουμπούσε εικόνες, καθώς και το ακοίμητο κανδήλι και το θυμιατήρι. Δίπλα είχε το Αγγελικό του Σχήμα και το τριμμένο του ράσο. Από την άλλη πλευρά του τοίχου είχε τον Εσταυρωμένο και σε μια άκρη είχε τρεις σανίδες για κρεβάτι με μια κουρελιασμένη κουβέρτα απλωμένη για στρώμα. Για σκέπασμα είχε ένα παλιό πάπλωμα με τα βαμβάκια απ’ έξω, από το όποιο έπαιρναν και τα ποντίκια βαμβάκι, για να κάνουν τις φωλιές τους