Ο πατέρας Παύλος προβαίνει σε λεπτομερή ανάλυση των πειρασμών του Ιησού Χριστού στην έρημο, όπως αυτοί περιγράφονται από τους Συνοπτικούς Ευαγγελιστές.
Εξηγεί ότι αυτοί οι πειρασμοί –της πείνας/υλισμού, της εκμετάλλευσης της πίστης/αυτάρκειας, και της εξουσίας/προσκύνησης του διαβόλου– δεν ήταν μόνο δοκιμασίες για τον Ιησού, αλλά αντιπροσωπεύουν τους διαχρονικούς πειρασμούς που αντιμετωπίζει κάθε άνθρωπος.
Στις ομιλίες τονίζεται ότι ο Ιησούς νίκησε τους πειρασμούς ως άνθρωπος, προσφέροντας ένα παράδειγμα και αποδεικνύοντας ότι οι πιστοί μπορούν επίσης να τους ξεπεράσουν μέσω της πίστης, της ταπεινοφροσύνης, της υπακοής στον Θεό, και της προσευχής. Επιπλέον, εξετάζουν την ιστορικότητα των πειρασμών, τη σημασία της ερήμου ως τόπου πνευματικής προετοιμασίας, και την δόλια, κρυφή τακτική του διαβόλου στο “σκοτάδι της ψυχής”.
Δείτε το βίντεο



Οι Πειρασμοί του Ιησού Χριστού: Μία Αναλυτική Προσέγγιση
Το θέμα των πειρασμών του Ιησού Χριστού είναι σπουδαιότατο και έχει βαθιά θεολογική και πνευματική σημασία, καθώς οι πειρασμοί του Ιησού αποτελούν και δικούς μας πειρασμούς. Το θέμα αυτό έχει προσεγγιστεί επανειλημμένα, καθώς ποτέ ένα θέμα δεν εξαντλείται, και μπορεί κανείς να επιστρέφει σε αυτό από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Ο στόχος είναι μία εξηγητική προσέγγιση των τριών αφηγήσεων των πειρασμών του Ιησού στην έρημο, πριν την έναρξη της δημόσιας δράσης Του, όπως αυτές παραδίδονται από τους συνοπτικούς Ευαγγελιστές, και να διερευνηθεί η ιστορία της ερμηνείας στην πατερική γραμματεία. Θα το προσεγγίσουμε τόσο από το θεολογικό κομμάτι, όσο και από την πλευρά του ανθρώπου.
Η Έννοια και η Προέλευση των Πειρασμών
Οι τρεις πειρασμοί του Ιησού στην έρημο εκφράζουν τους μεγάλους και αιωνίους πειρασμούς της ανθρωπότητας, αλλά και του κάθε ανθρώπου στην προσωπική του ζωή. Η έννοια του πειρασμού ήταν γνωστή στον εβραϊκό κόσμο και είχε θρησκευτική σημασία, κάτι που δεν είχε παράλληλο σε αρχαία θρησκεύματα της Ανατολής ή της Μεσοποταμίας, ούτε στην αρχαία ελληνική θρησκεία, όπου η πολυθεΐα και τα μαντεία αποτελούσαν μέσα για πειρασμούς.
Ο άνθρωπος, το τελειότερο δημιούργημα του αγαθού Θεού, σύμφωνα με τη διήγηση του βιβλίου της Γενέσεως, συνθέτει τον υλικό και πνευματικό κόσμο, όντας ένα σύμπαν σε μικρογραφία. Δεν πλάστηκε τέλειος, αλλά τείνει προς το να γίνει «υιός Θεού και Θεός διά Πνεύματος κατά χάριν», όπως λέει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Για την επίτευξη αυτής της καθομοίωσης, ο Θεός ζήτησε από τους πρωτόπλαστους σεβασμό, δηλαδή πίστη και υπακοή. Όμως, ο άνθρωπος δελεάστηκε από την επιθυμία να γίνει Θεός, νικήθηκε, παρέβη την εντολή και έγινε ένοχος έναντι του Δημιουργού. Από την Πτώση και μετά, η υπακοή του ανθρώπου απειλείται διαρκώς από τον πειρασμό. Ο πειρασμός αυτός μπορεί να προέρχεται είτε από τον ίδιο τον άνθρωπο (λόγω της ροπής του προς το κακό), είτε από αρνητικές επιρροές του κοινωνικού του περιβάλλοντος, είτε από τον Θεό (ως παιδαγωγική διδασκαλία), είτε από τον διάβολο.
Στην Καινή Διαθήκη, οι πειρασμοί του Χριστού διακρίνονται σε τρεις ομάδες: στην πρώτη περιλαμβάνονται οι τρεις πειρασμοί στην έρημο (από τον διάβολο) πριν τη δημόσια δράση Του, στη δεύτερη κατατάσσονται οι πειρασμοί που συνδέονται με τα Πάθη Του (από τον κόσμο), και στην τρίτη συμπεριλαμβάνονται όλοι οι πειρασμοί κατά τη διάρκεια της επίγειας δράσης Του (από τον εαυτό μας, για τον άνθρωπο).
Η Νέα Τακτική του Διαβόλου και το Σκοτάδι
Ο διάβολος, μετά την έντονη αποπομπή του από τον Ιησού, που του είπε «Άπαγε οπίσω μου Σατανά», εγκατέλειψε την κατά μέτωπο αντιπαράθεσή του. Αντίθετα, εισήλθε σε μία νέα τακτική, πιο δόλια και πιο επικίνδυνη, εκείνη της διαβολής και του κρυφού πολέμου. Αυτό σημαίνει ότι ο διάβολος δεν μας πειράζει ευθέως, αλλά βρίσκει αδύναμους ανθρώπους στο περιβάλλον μας, τους επηρεάζει, και αυτοί επηρεάζουν εμάς. Όπως επισημαίνει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ο διάβολος απομακρύνθηκε από τον Ιησού Χριστό «άχρι καιρού» (Λουκάς 4:13), δηλαδή έως ότου έρθει πάλι η ώρα η δική του, του σκότους και της καταστροφής, για να ξαναχτυπήσει και να προσπαθήσει να «συντρίψει» τον Ιησού και τον σταυρό του θανάτου Του. Βέβαια, ο διάβολος θέλει να συντρίψει τον Ιησού, αλλά αυτό είναι αδύνατο.
Η δύναμη και η εξουσία του διαβόλου βρίσκονται στο σκοτάδι, ιδίως στο σκοτάδι της ψυχής. Όταν στην ψυχή υπάρχει σκοτάδι, τότε ο διάβολος βρίσκει χώρο να δράσει. Η αύξηση του κακού γύρω μας και οι σκληρές δοκιμασίες των ανθρώπων του Θεού αποτελούν ένδειξη της έξαρσης της «λογικής του σκότους» και των μεθοδειών του πονηρού. Η «λογική του σκότους» εκδηλώνεται όταν τα παράλογα θεωρούνται λογικά, όταν ο κόσμος ανατρέπεται και οτιδήποτε Χριστιανικό ενοχλεί. Αυτή η λογική μπορεί να φτάσει στο σημείο να παρουσιάζει ως νόμιμα και αποδεκτά φαινόμενα όπως η αλλαγή φύλου, το «το σώμα είναι δικό μου και το κάνω ό,τι θέλω», ή η αμφισβήτηση της Θείας Κοινωνίας ως «σούπα» ή «ψωμάκι και κρασάκι» υποβαθμίζοντας την πίστη και οδηγώντας στην απιστία. Την ώρα του σκότους, πρέπει να είναι κανείς έτοιμος να δεχθεί κάθε είδους πειρασμό και κάθε σατανική επιθετικότητα.
Η Έρημος και η Πνευματική Προετοιμασία του Ιησού
Ο Ιησούς συχνά παρουσιάζεται στα ιερά κείμενα να χρησιμοποιεί την έρημο ως τον πιο κατάλληλο τρόπο προσευχής και ως ένα αγαπημένο καταφύγιο για να αποσύρεται και να απομακρύνεται από τα θορυβώδη πλήθη και από τις ανίερες επιθυμίες τους. Η έρημος θεωρείται ο τόπος του διαβόλου, όπου ο κάθε άνθρωπος θα δοκιμαστεί, όπως συνέβαινε στην Παλαιά Διαθήκη με τον αποδιοπομπαίο τράγο. Η απόλυτη αναγκαιότητα της προσευχής και της αναχώρησης από τους θορύβους της καθημερινής ζωής και από τους πειρασμούς της δραστηριότητας εκφράζεται εδώ με τον καλύτερο τρόπο. Ο Ιησούς ανύψωσε τη σιωπή και την αναχώρηση, συνδυασμένα και τα δύο με την προσευχή, σε βασική λειτουργία της πνευματικής ζωής. Αυτό μας δίνει τρία βασικά στοιχεία για μια πνευματική ζωή: ησυχία, σιωπή, αναχώρηση και προσευχή. Για τον άνθρωπο, η «έρημος» μπορεί να είναι ένα μέρος ησυχίας όπου προσεύχεται μόνος του (κλείνοντας τον εαυτό του στο «ταμείο» του δωματίου του), ή ακόμα και η καρδιά του, που γίνεται «ταμείο» για προσευχή. Οι καλύτερες στιγμές για προσευχή είναι αυτές της νύχτας, λόγω της ηρεμίας, αλλά ο άνθρωπος που έχει μάθει σε μια πνευματική ζωή είναι ενωμένος με τον Θεό και μπορεί να προσεύχεται ανά πάσα ώρα και στιγμή, οπουδήποτε, ακόμα και μέσα σε λεωφορείο ή τρένο.
Ο Ιησούς συναντάται πολλές φορές να αναχωρεί και να προσεύχεται κατά μόνας, δηλαδή μόνος Του, όχι μόνο σε ώρες ανάπαυσης και ησυχίας, αλλά και σε ώρες έντασης, δουλειάς και δραστηριότητας. Πιστεύεται πως ο Ιησούς, κατά τη διάρκεια της ιεραποστολικής δραστηριότητάς Του, ποτέ δεν κατεχόταν από άγχος και δεν εξεβίαζε τις υπάρχουσες συνθήκες και τις καταστάσεις. Ήταν πάντα ήρεμος και στις πιο έντονες στιγμές, και τον χαρακτήριζε βαθιά γνώση και διάκριση των πραγμάτων. Η προσευχή του Ιησού δεν ήταν στοιχείο κάποιου μονωτισμού ή αναχωρητικής τάσης, αλλά εσωτερική ανάγκη ανανέωσης και εμπλουτισμού. Το έργο του Ιησού δεν διακρινόταν από κάποια άκρατη δραστηριότητα, αλλά η σοβαρότητα της αποστολής του διακρίνεται από τον άμεσο συσχετισμό με την προσευχή, καθώς ο Ιησούς τα πάντα τα αναφέρει στο Θεό Πατέρα. Αυτά τα χαρακτηριστικά πρέπει να είναι και δικά μας, δηλαδή να μην έχουμε άγχος, να μην εκβιαζόμαστε από συνθήκες, να είμαστε πάντα ήρεμοι, να έχουμε βαθιά γνώση και διάκριση των πραγμάτων.
Τα μεγάλα γεγονότα της ζωής του Ιησού συσχετίστηκαν άμεσα με την έρημο και την αναχώρηση, με την προσευχή και την εγρήγορση. Η έρημος θεωρείται από την Ορθόδοξη πνευματικότητα ως τύπος ζωής και χώρος ουσιαστικής δραστηριότητος. Εκεί, οι άγιοι μπόρεσαν να κατανοήσουν και να βιώσουν το αληθινό ήθος της χριστιανικής ζωής, που δεν αφορά μόνο την ηθική, αλλά τον τύπο της ζωής και τους χώρους στους οποίους κινούμαστε. Ενώ ο χώρος ίσως δεν είναι πάντοτε επιλογή μας, τον τύπο της ζωής μας τον έχουμε.
Ο άνθρωπος πρέπει να αναφέρει τα πάντα στο Θεό Πατέρα και να ζητάει τη βοήθειά Του. Η σειρά για να ζητήσουμε βοήθεια από τον Θεό είναι: νηστεία, προσευχή, αίτηση. Ο Κύριος είναι «ελκτικός», έλκει τον άνθρωπο προς Αυτόν με το σχέδιό Του και την παιδαγωγία Του, ανεξαρτήτως αμαρτίας (εκτός της βλασφημίας του Αγίου Πνεύματος).
Η Ιστορικότητα των Πειρασμών και η Ανθρώπινη Φύση του Ιησού
Η ιστορία των πειρασμών του Ιησού στην έρημο δεν έχει κανένα αυτόπτη μάρτυρα. Ο μόνος που θα μπορούσε να τη διηγηθεί είναι ο ίδιος ο Ιησούς στους μαθητές Του, οι οποίοι στη συνέχεια παρέδωσαν την ιστορία στην Εκκλησία. Οι αφηγήσεις δίνονται από τους συνοπτικούς ευαγγελιστές: ο Ματθαίος στο 4ο κεφάλαιο και ο Λουκάς στο 4ο κεφάλαιο δίνουν εκτενείς αφηγήσεις, ενώ ο Μάρκος στο 1ο κεφάλαιο δίνει μία πιο σύντομη αφήγηση. Αναφορές στους πειρασμούς υπαινίσσεται και ο συγγραφέας της προς Εβραίους επιστολής (Εβρ. 2:18 και 4:15).
Λίγα ευαγγελικά χωρία έγιναν αντικείμενο τόσο αδιάκοπης εργασίας και έλαβαν όλες τις δυνατές ερμηνείες, λόγω της απουσίας επιπλέον πηγών, της προσωπικής εμφάνισης του διαβόλου (που δυσκόλεψε πολλούς ερμηνευτές), και της παραμονής του Ιησού υπό την εξουσία του διαβόλου, κυρίως στον δεύτερο και στον τρίτο πειρασμό. Η αφήγηση παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες, όπως η σειρά των πειρασμών, ο χαρακτήρας τους, ο σκοπός του διαβόλου, και το αν έγιναν όπως περιγράφονται ή αν αποτελούν σύγχρονες αντιλήψεις, όραμα, εσωτερικό βίωμα του Ιησού, ποίηση, μύθο ή παραβολική διήγηση. Οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι ιεροί συγγραφείς της αρχαίας Εκκλησίας δέχονται την ιστορικότητα των πειρασμών. Μόνο ο Ωριγένης και ο Θεόδωρος Μοψουεστίας θεωρούν ότι οι δύο τελευταίοι πειρασμοί (στο ναό και στο όρος) έγιναν σε όραμα και όχι πραγματικά. Κάποιοι νεότεροι ερμηνευτές στη Δύση, λόγω του ορθολογισμού και του σκεπτικισμού, έδωσαν ψυχολογική ερμηνεία, θεωρώντας τους όραμα ή εσωτερικό βίωμα του Ιησού, ή ως βίωμα της κοινότητας ή ως πρωτοχριστιανικό μύθο. Ωστόσο, η αφήγηση των πειρασμών είναι ιδιόρρυθμη και δύσκολη ερμηνευτικά, και δοκιμάζει την πίστη.
Ο Ιησούς οδηγήθηκε στην έρημο από το Άγιο Πνεύμα για να πειραστεί από τον διάβολο. Ήθελε να πειραστεί, όχι ως Θεός, αλλά ως άνθρωπος, για να δείξει στους ανθρώπους ότι μπορεί ο διάβολος να σε επηρεάζει, αλλά ως άνθρωπος έχεις τη δύναμη να τον αποτρέψεις και να τον διώξεις από κοντά σου. Ο Ιησούς Χριστός, ως άνθρωπος, δοκιμάστηκε και πειράστηκε σκληρά από τον διάβολο, όπως συμβαίνει με κάθε άνθρωπο στην επίγεια ζωή του. Ο διάβολος δεν μπορούσε να ξεχωρίσει αν ο Χριστός ήταν ο Υιός του Θεού, γιατί ο Ιησούς απέκρυπτε τη θεότητά Του. Ο διάβολος πείραξε τον Ιησού στην έρημο ως άνθρωπο, διότι ο Ιησούς απέκρυπτε τη θεότητα. Η έκφραση «Υιός του Θεού» μπορεί να αναφέρεται και στους πιστούς ανθρώπους που ακολουθούσαν τον Θεό.
Οι Σαράντα Ημέρες στην Έρημο
Οι 40 ημέρες στην έρημο έχουν σαφή συμβολισμό: ετοιμασίας, δοκιμασίας, αναμονής. Δεν σχετίζονται με τις 40 ημέρες της νηστείας του Πάσχα, καθώς η νηστεία του Πάσχα ανήκει σε μια συνήθεια των Εβραίων που αφορά το 1/10 του χρόνου (περίπου 36 ημέρες συν Σαββατοκύριακα, φτάνοντας τις 52). Ο αριθμός 40 είναι τυπικός στην Παλαιά Διαθήκη και αναφέρεται σε ημέρες ή χρόνια. Υπάρχουν πιθανές ερμηνείες, όπως η περίοδος των 40 ετών που ο Ισραήλ περιπλανιόταν στην έρημο, ή οι 40 ημέρες νηστείας του Μωυσή στο όρος Σινά και του προφήτη Ηλία προς το όρος Χωρήβ. Ωστόσο, για τον Μωυσή και τον Ηλία, οι 40 μέρες ήταν διάστημα που πέρασαν με τον Θεό και όχι με τον σατανά, κάτι που διαφοροποιεί τη νηστεία του Ιησού.
Οι Τρεις Μεγάλοι Πειρασμοί
Η διήγηση των πειρασμών στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο είναι περισσότερο εκφραστική και εκτεταμένη. Ο πειρασμός παρουσιάζεται εδώ ως τριπλός και φαίνεται να αγγίζει τις βασικότερες ανάγκες και λειτουργίες της ύπαρξης του ανθρώπου: τη βιολογική, την πνευματική, και αυτή του υλικού σκοπού και προορισμού της ζωής, ακόμα και την προσκύνηση του διαβόλου. Έχουμε έκφραση και εκδήλωση του πειρασμού κατά τρόπο εντυπωσιακά εξελικτικό από τα απλούστερα και καθημερινά θέματα προς τα βασικότερα και ουσιωδέστερα προβλήματα της ζωής και της ύπαρξης, από τον καθημερινό άρτο ως το πρόβλημα της πνευματικής αυτογνωσίας και αυτοσυνειδησίας του ανθρώπου.
Ο Πρώτος Πειρασμός: Η Πείνα και ο Υλισμός
Ο Ιησούς, αφού νήστεψε σαράντα ημέρες και σαράντα νύχτες, ύστερα επείνασε, δείχνοντας ότι στην έρημο είναι ως άνθρωπος, με ανθρώπινα χαρακτηριστικά, όπως η πείνα. Τότε, ο διάβολος τον πλησιάζει ύπουλα και του λέει: «Εάν είσαι Υιός του Θεού, θαυματούργησε ώστε αυτοί οι λίθοι να γίνουν ψωμιά».
Υπάρχουν δύο θεωρίες για την έκφραση «Υιός του Θεού»: η μία είναι ότι ο διάβολος άκουσε τη φωνή του Πατέρα κατά την ημέρα της βάπτισης του Ιησού («Ούτος είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ώ ευδόκησα»). Η άλλη άποψη, που υποστηρίζεται από πολλούς Πατέρες, είναι ότι επειδή βλέπει μια δύναμη πάνω του, αλλά δεν μπορεί να καταλάβει τη θεία φύση που ο Ιησούς απέκρυπτε, θεωρεί τον Ιησού «άνθρωπο του Θεού», έναν πολύ πιστό άνθρωπο ή προφήτη.
Ο πρώτος πειρασμός είναι αυτός της πείνας και της δίψας, ο καθημερινός βιολογικός πειρασμός που συνιστά το σύνολο των προβλημάτων του βίου. Είναι η καθημερινή ανάγκη που καταλήγει να παίρνει κυριαρχική μορφή στη ζωή και την ιστορία της ανθρωπότητας, και είναι ο πρώτος και μεγάλος πειρασμός στον παρόντα αιώνα. Όταν λέμε «θα πεινάσουμε», σημαίνει ότι δεν πιστεύουμε στη θεία πρόνοια, στη βοήθεια του Θεού, και αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να θεωρηθεί Ορθόδοξος. Υπάρχει ιστορικό προηγούμενο, όπως ο λαός του Ισραήλ στην έρημο για 40 χρόνια, που κανένας δεν πείνασε ή δίψασε. Πολλοί άνθρωποι αγχώνονται υπερβολικά για την επιβίωση, τρέχουν στη δουλειά από το πρωί μέχρι το βράδυ, κάνοντας τη δουλειά τρόπο ζωής, αντί να εργάζονται για να ζουν.
Η οικονομία τίθεται συχνά ως βάση και μοναδικός σκοπός της ανθρώπινης δραστηριότητας, αλλά και του πολιτισμού, επιβάλλοντας κυριαρχικά επί όλων των ενδιαφερόντων της ζωής. Η καθημερινή ευδαιμονία, ο υλισμός και ο ανώδυνος πλουτισμός είναι μερικά από τα συνήθη ιδανικά των σημερινών ανθρώπων. Το σύνθημα είναι «να γίνουν τα πάντα γύρω μας οικονομική ισχύς και δύναμη». Ο πειρασμός δεν επικεντρώνεται στον καθημερινό άρτο (δηλαδή την εργασία), αλλά με πρόσχημα την καθημερινότητα στρέφεται στην οικονομική κυριαρχία και ασφάλεια, και στη συσσώρευση του χρήματος, που είναι ο πραγματικός μαμωνάς. Ο Μαμωνάς, στην Καινή Διαθήκη, αναφέρεται στον υλισμό και τον κόσμο. Δεν μπορείς να είσαι πνευματικός άνθρωπος και υλιστής. Αυτός ο τύπος ανθρώπου είναι ο «σαρκικός άνθρωπος» κατά τον Απόστολο Παύλο, ένα «πνευματικό ζόμπι» που νοιάζεται μόνο για τη σάρκα και τα χρήματα, νομίζοντας ότι του δίνουν εξουσία.
Ο Ιησούς απάντησε: «Ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ’ επί παντί ρήματι εκπορευομένω διά στόματος Θεού» (Ματθαίος 4:4). Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκη μόνο από υλική τροφή (το ψωμί από τον φούρνο), αλλά και από πνευματική τροφή. Η ζωή δεν είναι μόνο βιολογικές ή καθημερινές ανάγκες, και η ύπαρξη του ανθρώπου δεν καταξιώνεται στην ευκαιριακή ευδαιμονία και συσσώρευση αγαθών. Η ύπαρξή μας δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στον σωματικό και υλικό κόσμο, αλλά εκτείνεται προς τα πνευματικά και αιώνια.
Η στάση του Κυρίου απέναντι στον πρώτο πειρασμό δεν παραθεωρεί τις οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, αλλά δεν τις απολυτοποιεί, όπως προσπάθησε ο διάβολος. Η απάντηση του Κυρίου σημαίνει προτεραιότητα στα πνευματικά, στο λόγο και στα ρήματα του Θεού, και μετά όλα τα άλλα τα σωματικά και τα γήινα παίρνουν νόημα και αξία. Ο άνθρωπος καλείται να πραγματώσει αρμονικά και διαλεκτικά τη μεγάλη σύνθεση του σωματικού και του πνευματικού, του ανθρώπινου και του θείου, του χρονικού και του αιωνίου, όπως λέει ο Κύριος «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, και τα του Θεού τω Θεώ».
Δύο ακόμη στοιχεία είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα στον πρώτο πειρασμό: το ένα είναι η χρήση αγιογραφικών εκφράσεων από τον πειραστή, που παρατηρείται και στους άλλους δύο πειρασμούς. Πρέπει να γνωρίζουμε πολύ καλά ότι ο διάβολος γνωρίζει την Αγία Γραφή, γιατί την έχει ζήσει, αλλά δεν γνωρίζει σε βάθος, το θεολογικό βάθος. Το δεύτερο είναι η χρήση του όρου «ρήμα» για να εκφράσει το σύνολο του κόσμου του Θεού. Ο διάβολος εδώ εμφανίζεται «με ένδυμα προβάτου», σεβόμενος βαθύτατα τις γραφές, για να εξαπατήσει και να πετύχει τους σκοπούς του. Εμφανίζεται μάλιστα ως ενδιαφερόμενος για την αποκάλυψη της αλήθειας και ζητεί αποδείξεις για αυτήν, ενώ στην πραγματικότητα είναι ψεύτης και, όπως λέει ο Άγιος Ευαγγελιστής Ιωάννης, πατήρ του ψεύδους. Με τον όρο «ρήμα» δεν υπονοείται μόνο ο λόγος του Θεού, το διδακτικό και κηρυγματικό στοιχείο, αλλά και τα έργα του Θεού, το σύνολο της θείας οικονομίας και του πνευματικού κόσμου.
Ο Ιησούς αρνήθηκε κάθε διάλογο με τον πειραστή, δίνοντας ένα τύπο ζωής για όλους μας. Αυτό πρέπει να κάνει και ο άνθρωπος: δεν κάνει διάλογο με την ιδέα που του βάζει ο διάβολος, αλλά τη διώχνει επικαλούμενος το υπεράνω όνομα του Ιησού Χριστού και αναφέροντας τα πάντα στο Θεό Πατέρα.
Ο Δεύτερος Πειρασμός: Η Εκμετάλλευση της Πίστης και η Αυτάρκεια
Ο διάβολος παραλαμβάνει τον Ιησού στην αγία πόλη και τον στήνει στο πτερύγιο του Ναού. Του λέει: «Εάν είσαι Υιός του Θεού, ρίξε τον εαυτό σου κάτω, διότι είναι γραμμένο: «ότι τους αγγέλους Αυτού εντελείται περί σου, και επί χειρών αρούσι σε, μήποτε προσκόψεις προς λίθον τον πόδα σου»» (Ματθαίος 4:6). Εδώ, ο διάβολος χρησιμοποιεί την έννοια «Υιός του Θεού» με τη δεύτερη έννοια, δηλαδή ως «άνθρωπος του Θεού», έναν πιστό. Θέλει ο Ιησούς να κάνει ένα θαύμα δημόσια, ώστε τα πλήθη που είναι συγκεντρωμένα στις αυλές του ναού να δουν το θαύμα και να πιστέψουν.
Ο δεύτερος πειρασμός είναι πνευματικότερος και δυσκολότερος από τον πρώτο. Πρόκειται για τον πειρασμό της συνειδητοποίησης της δυνατότητας του ανθρώπου να κοινωνεί με τον Θεό και τη διάθεσή του να ελέγξει αυτή τη σχέση, ώστε να τη χρησιμοποιήσει κατά τις προθέσεις του και τα εγκόσμια συμφέροντά του. Ουσιαστικά, ο διάβολος θέλει να βάλει τον Θεό σε δοκιμασία, για να δει αν θα προστατεύσει, σαν να είναι ο Θεός υπηρέτης μας. Η απάντηση του Ιησού είναι «Ουκ εκπειράσεις Κύριον τον Θεόν σου» (Δευτερονόμιο 6:16). Δεν πρέπει να θέτουμε τον εαυτό μας σε κίνδυνο για να δοκιμάσουμε τον Θεό, ούτε να τον χρησιμοποιούμε κατά συμφέροντα. Το να λέμε «εγώ δεν φοβάμαι να κολλήσω στην εκκλησία, γιατί είμαι στο σπίτι του Θεού» δείχνει υπερηφάνεια και μπορεί να επιτρέψει ο Θεός μια τιμωρία για αυτήν. Η μεγάλη πίστη δεν δοκιμάζει τον Θεό, αλλά παραδίδεται στο θέλημά Του.
Αυτόν τον πειρασμό τον ονομάζουμε τον «πειρασμό των εμπόρων του πνεύματος», σε αντίθεση με τους «εμπόρους του χρήματος» του πρώτου πειρασμού. Αναφέρεται σε εκείνους που θέλουν να εκμεταλλευτούν κάθε πνευματική αξία και να χρησιμοποιήσουν προς όφελός τους κάθε πνευματική θέση και εξουσία που κατέχουν. Γι’ αυτό, ο δεύτερος πειρασμός διαδραματίζεται σε ιερό χώρο, όπου συνήθως βρίσκονται αυτοί οι εκμεταλλευτές του πνεύματος, και όπου κανείς δεν θα υποψιαζόταν την παρουσία του διαβόλου. Εκεί που ο άνθρωπος είναι περισσότερο ανοιχτός στα πνευματικά θέματα (όπως στην εξομολόγηση, όπου είναι ευάλωτος), παρουσιάζεται συγχρόνως ευάλωτος και στους πνευματικούς λογισμούς. Οι πνευματικοί άνθρωποι είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς σε αυτόν τον πειρασμό. Ο Νίτσε κάποτε κατηγόρησε τους πνευματικούς ανθρώπους ότι είναι ικανοί να θυσιάσουν «μερικά κιλά από τη σάρκα τους, αρκεί να κερδίσουν και να εμπορευτούν προς όφελός τους το πνεύμα και έτσι να κυριαρχήσουν και να επιβληθούν πνευματικά στους άλλους». Ο ομιλητής σημειώνει ότι αυτός ο πειρασμός αναφέρεται ξεκάθαρα στους ιερείς, ειδικά σε όσους αγαπούν τον χρυσό περισσότερο από τον Χριστό.
Ο Ιησούς, με αυτόν τον πειρασμό, τοποθετείται ενώπιον του προβλήματος της πνευματικής Του ταυτότητας, ως Υιός του Θεού. Ο πειραστής τον προσκαλεί να ελέγξει αυτή τη σχέση με τον Πατέρα, για να βεβαιωθεί ο Ιησούς αν ο Θεός Πατέρας είναι πιστός στις υποχρεώσεις Του προς τον Υιό. Τίθεται θέμα ελέγχου και επίδειξης της θείας φύσης και της μεσιανικής αποστολής Του, και μάλιστα δημόσια. Ο μεγαλύτερος πνευματικός πειρασμός, όπως προφητεύεται στην Αποκάλυψη, είναι το θεανθρώπινο πρόσωπο του Ιησού Χριστού: αν είναι ο Υιός του Θεού, ο ενανθρωπήσας Λόγος, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, ο Γιαχβέ της Παλαιάς Διαθήκης. Η υποταγή σε αυτόν τον πειρασμό θα σήμαινε για τον Ιησού αμφισβήτηση της εσωτερικής Του αυτοσυνειδησίας ως Υιός του Θεού και κλονισμό της εμπιστοσύνης των ανθρώπων προς Αυτόν. Πρόκειται για την υποχθόνια σατανικότητα των εξωτερικών, τεχνικών επιβεβαιώσεων κάθε πνευματικής κλήσης και αποστολής. Η πνευματική αυτάρκεια απομακρύνει τον άνθρωπο από την εκζήτηση του ελέους του Θεού και τον κάνει αυτόνομο και υπερόπτη, όπως ο διάβολος.
Η σχέση του Ιησού με τον Θεό Πατέρα δεν επιδέχεται ούτε διερμηνείς ούτε εξωτερικές επιβεβαιώσεις. Στηρίζεται στην προσωπική γνώση και εσωτερική εμπειρία του ίδιου του Ιησού. Ομοίως, η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό είναι προσωπική και δεν χρειάζεται εξωτερικές αποδείξεις· ο άνθρωπος πρέπει να γνωρίζει ποιος είναι ο Κύριος για να έχει προσωπική σχέση μαζί Του.
Ο Τρίτος Πειρασμός: Η Εξουσία και η Προσκύνηση του Διαβόλου
Ο τρίτος πειρασμός αποτελεί την αποκορύφωση όλων των πειρασμών και αποσκοπεί στην καθολική αλλοτρίωση του πνευματικού ανθρώπου με το δέλεαρ της εξουσίας. Ο πειραστής διάβολος προσπαθεί να αποπροσανατολίσει τον Ιησού από την πνευματική Του αποστολή, ενβάλλοντας την ιδέα ενός άκρατου ιστορικού και κοινωνικού μεσσιανισμού. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο πειραστής καταρχήν δεν προσπαθεί να αποτρέψει τον Ιησού να γίνει Μεσσίας, αλλά επιχειρεί να θέσει υπό έλεγχο την αποστολή Του μέσα στον κόσμο, κάτω από τη δική του εξουσία και κυριαρχία. Ο διάβολος προσφέρει ό,τι ζητά ο άνθρωπος (πρωθυπουργία κ.λπ.), αλλά με αντάλλαγμα τον έλεγχο της ψυχής.
Το ιερό κείμενο αναφέρει: «Πάλιν παραλαμβάνει αυτόν ο διάβολος εις όρος υψηλόν λίαν, και δεικνύει αυτώ πάσας τας βασιλείας του κόσμου και την δόξαν αυτών· και λέγει αυτώ· Ταύτα πάντα σοι δώσω, εάν πεσών προσκυνήσης μοι» (Ματθαίος 4:8-9). Εδώ ανακεφαλαιώνεται ο πειρασμός της εξουσίας και της δύναμης, και αναβαθμίζεται η τάση του ανθρώπου να θέσει υπό την εξουσία του όλες τις βασιλείες του κόσμου και τη δόξα τους. Ο άνθρωπος θέλει την εξουσία, γι’ αυτό γίνονται και οι πόλεμοι.
Εάν ο Ιησούς ως Χριστός δεχόταν την πρόταση του πειρασμού και συμμαχούσε με τον αντίχριστο διάβολο, τότε θα είχαμε την πιο σκοτεινή και τρομακτική συμμαχία. Ο εγκοσμιοκρατικός μεσσιανισμός θα επιβαλλόταν ως ιστορικό και κοινωνικό σύστημα, με δυσμενείς επιπτώσεις: θα υπήρχε το παράδοξο της μη διάκρισης μεταξύ αλήθειας και ψεύδους, δικαιοσύνης και αδικίας, ελευθερίας και δουλείας. Υπάρχει μόνο μία αλήθεια· το άλλο είναι ψέμα.
Η μόνη επιδίωξη του διαβόλου είναι όλοι όσοι εκφράζουν το δικό τους πνεύμα και τη δική τους εξουσία. Ο διάβολος είναι πολύ πονηρός, και μετασχηματίζεται «εις άγγελον φωτός». Μπορεί να πάρει τη μορφή ενός αγίου, μιας αγίας, ή ακόμα και του ίδιου του Ιησού, με μόνο σκοπό να παρασύρει τον άνθρωπο να τον προσκυνήσει. Η μεγαλύτερη επιτυχία του διαβόλου είναι να τον προσκυνήσει το καλύτερο δημιούργημα του Θεού, που είναι ο άνθρωπος. Αυτό θα συμβεί και μέσω του Αντιχρίστου.
Ο Ιησούς απάντησε στον πειραστή: «Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά· γέγραπται γαρ, Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις, και Αυτόν μόνον λατρεύσεις» (Ματθαίος 4:10). Αυτή είναι μια ξεκάθαρη και τελική απάντηση που έφερε μεγάλη σύγκρουση και ρήξη. Από τότε δεν μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε σχέση μεταξύ του πνεύματος του Θεού και του πνεύματος του δαιμονίου. Ο Χριστός και ο Αντίχριστος βρίσκονται σε δύο διαφορετικά επίπεδα και εκφράζουν δύο διαφορετικούς κόσμους. Η Εκκλησία του Χριστού, μιμούμενη το παράδειγμα του Κυρίου, θα διώκεται και θα σταυρώνεται. Το ψέμα και η αδικία θα αποτελέσουν το πιο αποτελεσματικό τέχνασμα του διαβόλου για να επιβάλει την εξουσία του στον κόσμο. Ο άνθρωπος του Θεού πρέπει να λέει πάντα την αλήθεια, ακόμα κι αν είναι εναντίον του, καθώς το ψέμα τον κάνει «άνθρωπο του διαβόλου».
Η Νίκη του Ιησού και η Σημασία της για τον Άνθρωπο
Ο Ιησούς αντιμετώπισε τους πειρασμούς ως άνθρωπος και όχι ως Θεός. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί εφόσον τους αντιμετώπισε ως άνθρωπος, μπορεί οποιοσδήποτε να τους αντιμετωπίσει. Ο Ιησούς νίκησε την αμαρτία με δύο τρόπους: είχε σε απόλυτο βαθμό την αρετή της ταπεινοφροσύνης, σε αντίθεση με τον εγωισμό των πεσόντων αγγέλων και των πρωτοπλάστων, και χρησιμοποίησε επίσης ως όπλο την προσευχή. Στη Γεθσημανή, βλέποντας ως Θεός το επικείμενο μαρτύριο του σταυρού, φάνηκε ως άνθρωπος να δειλιάζει και να απωθεί το πικρό ποτήρι του θανάτου, αλλά με την προσευχή έλαβε άνωθεν ενίσχυση από άγγελο.
Αντίθετα, οι πρωτόπλαστοι, όταν συγκλονίστηκαν από τον πρώτο πειρασμό, αντί να απομακρύνουν την κακοφημία, συζήτησαν με τον διάβολο, θέτοντας σε ίση μοίρα τους λόγους του Θεού με εκείνους του όφεως διαβόλου, και τελικά πείσθηκαν. Ο πειρασμός, ο διάλογος, η διείσδυση, η πτώση – αυτά είναι τα στάδια.
Η έκθεση των πειρασμών έχει ως σκοπό να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε ότι η δοκιμασία και οι πειρασμοί είναι ένα αναγκαίο πέρασμα του ανθρώπου προς τον Θεό. «Στενή η πύλη» λέει ο Χριστός. Ο διάβολος σου δίνει μια τεράστια πύλη και σου λέει «έμπα», ενώ ο Θεός σου λέει «στενή και τεθλιμμένη η οδός». Το θέμα είναι αν ο άνθρωπος θέλει να σωθεί ή να χαθεί, καθώς μέση οδός δεν υπάρχει. Ο Θεός δεν εκβιάζει και δεν προορίζει.
Οι δοκιμασίες της Εκκλησίας και των πιστών σημαίνουν ότι η ανθρωπότητα συνεχίζει να πορεύεται στην ιστορική της έρημο, η οποία φανερώνει την τραγική πραγματικότητα της κυριαρχίας των δυνάμεων του σκότους στον παρόντα αιώνα. Αυτές οι δοκιμασίες ξεσκεπάζουν τις μεθοδείες του πονηρού, με τις οποίες προσπαθεί να παρασύρει τους πιστούς προς τη δική του εξουσία και να τους απομακρύνει από τον κύριο και μοναδικό σκοπό της ζωής, που είναι η τελείωση και η θέωση. Ο διάβολος βάζει συνεχώς την εκκλησία σε δοκιμασία μέσω των ίδιων των μελών της, επηρεάζοντας πλάγια, και ειδικά τους κληρικούς μέσω της αγάπης για το χρήμα, τον χρυσό.
Όλοι οι άλλοι πειρασμοί στη ζωή του ανθρώπου είναι παρακλάδια ή συνδυασμοί των τριών βασικών: της αυτοσυντηρησίας / υλικών αγαθών (φιληδονία), του χρήματος και των υλικών αγαθών (φιλοχρηματία), και της φιλαρχίας / εξουσίας. Αυτές είναι οι τρεις βασικές επιθυμίες που ο διάβολος χρησιμοποιεί για να οδηγήσει τον άνθρωπο στην ανυπακοή στο Θεοθέλημα.
Ο Ιησούς μάς δείχνει ότι μπορούμε να νικήσουμε τον διάβολο. Το πρόβλημα δεν είναι αν μπορούμε ή όχι, αλλά αν θέλουμε. Όταν έχουμε κάποιον πειρασμό, το μεγαλύτερο όπλο είναι η αναφορά του ονόματος του Ιησού Χριστού και η προσευχή μας. Η μόνη οδός που θα μας σώσει είναι η «κουβέντα με τον Θεό». Ο άνθρωπος πρέπει να αντιμετωπίζει τον διάβολο μέσα από την Αγία Γραφή. Η πίστη στο Θεό, η ταπείνωση και η υπακοή στο θέλημά Του θα ακυρώσει τις μεθοδείες του διαβόλου. Η πνευματική αυτογνωσία, δηλαδή η γνώση του πνευματικού μας επιπέδου, είναι απαραίτητη για την αναγνώριση των αδυναμιών μας.