Η Πόλη έχει αλλάξει εντελώς πλέον. Τώρα, μοναχικά δοκάρια γδέρνουν τον ουρανό σαν σπασμένα ανθρώπινα οστά. Τα μισά από τα ψηλά κτίρια έχουν καταρρεύσει, και οι ρακοσυλλέκτες έχουν ξαφρίσει από παλιά τις περίτεχνες σιδηροκατασκευές. Δεν έχει απομείνει σχεδόν τίποτα, εκτός από το φόβο που πλανιέται σαν βαρύ σύννεφο στους δρόμους.
Φόβος για τους Στρατολόγους. Φόβος για τους Ακαθαγίαστους. Φόβος για το αύριο.
Ωστόσο, αυτή η πόλη ήταν το σπίτι μου.
…
Ένα τρομακτικό σπίτι στο οποίο η Άννα παλεύει μήνα με το μήνα, μέρα με την μέρα, ώρα με την ώρα να παραμείνει ζωντανή εδώ και τρία χρόνια. Από τη στιγμή δηλαδή που ο Ιλάιας κατατάχθηκε στους Στρατολόγους και έφυγε μακριά της. Τρία ολόκληρα χρόνια πλημμυρισμένο από έναν αδιάκοπο σκληρό αγώνα επιβίωσης που έχει στραγγίξει από μέσα της κάθε όνειρο, εκτός από εκείνο της επιστροφής του Ιλάιας.
Ώσπου… ένα βράδυ -μετά από την συνάντηση με μία μολυσμένη γυναίκα στον τελικό στάδιο πριν τον θάνατο και την Επιστροφή- συνειδητοποιεί ότι…
…
Ο Ιλάιας έχει φύγει. Κι εγώ είμαι μόνη. Γονατισμένη στο άδειο μου διαμέρισμα, ακούγοντας τα βογκητά της ετοιμοθάνατης Πόλης γύρω μου, θυμάμαι τι ακριβώς θέλω.
Θέλω να γυρίσω στο σπίτι μου, στην αδελφή μου και στην οικογένεια μου και στο χωριό μου στο Δάσος με τα Χέρια και τα Δόντια.
…
Η συνειδητοποίηση είναι το πρώτο στάδιο. Το αμέσως επόμενο είναι είτε η μεμψιμοιρία είτε η δράση. Ο χαρακτήρας της Άννας φυσικά και δεν επιτρέπει, ούτε ως σκέψη, την πρώτη επιλογή. Έτσι η δράση είναι πλέον μονόδρομος. Αρχικός στόχος η φυγή από την Σκοτεινή Πόλη… με τα πόδια φυσικά. Βήμα το βήμα, αφήνει πίσω της την σχετική ασφάλεια του σπιτιού της και βαδίζει στο άγνωστο, στο επικίνδυνο. Μοναδικά της όπλα στην περιπέτεια που μόλις άρχισε, ένα μαχαίρι και το πείσμα της να κάνει πραγματικότητα τις αποφάσεις της.
Πως όμως να αντιμετωπίσει αυτό που συνέβη πάνω στη γέφυρα που ενώνει την Πόλη με την Ηπειρωτική Χώρα; Καθώς κινούνταν στους ελεγχόμενους διαδρόμους εξόδου, βλέπει την αδελφή της (!!!) να κινείται με αντίθετη φορά -στις αντίστοιχες διαδρομές- με σκοπό να εισέλθει στον τόπο από τον οποίο μόλις έχει φύγει η Άννα. Δευτερόλεπτα αργότερα την χάνει από το οπτικό της πεδίο. Οι μνήμες από όσα έγιναν στο Δάσος με τα Χέρια και τα Δόντια επιστρέφουν καταιγιστικές, απαιτώντας από εκείνη να κάνει κάτι. Δεν μπορεί να εγκαταλείψει την Αμπιγκέιλ -τη δίδυμη αδελφή της- δεύτερη φορά. Δεν μπορεί!
Οι φλόγες των τύψεων, της αγωνίας και του πόνου τόσων ετών συγκεντρώνονται και γίνονται μια πυρκαγιά που κατακαίει πλέον όλη της την ύπαρξη! Ήταν εκείνη η κοπέλα που είδε, πραγματικά η αδελφή της; Πως θα καταφέρει να την βρει ξανά; Το πλήθος των ανθρώπων που συρρέει γύρω της όλο και την σπρώχνει στην αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που θέλει πλέον να πάει. Πρέπει να γυρίσει στην Πόλη. Όταν επιτέλους τα καταφέρνει, η Αμπιγκέιλ έχει κάνει φτερά. Ο λόγος να φύγει από αυτόν τον απάνθρωπο τόπο έχει πλέον εκλείψει. Οι στόχοι και οι προτεραιότητες έχουν αλλάξει. Πρέπει να βρει εκείνη την κοπέλα, είτε είναι το κορίτσι που γεννήθηκε λίγα μόλις λεπτά πριν από εκείνη από την ίδια γυναίκα, είτε δεν είναι!
Το να βρεις όμως κάποιον σε μια τεράστια περιοχή υπό τις επικρατούσες συνθήκες είναι από μόνο του άθλος! Πόσο μάλλον να το κάνεις αυτό όταν μια Ορδή Ακαθαγίαστων πλησιάζει την Σκοτεινή Πόλη με σκοπό… τι άλλο;… να μολύνει όσους ανθρώπους ζουν εκεί! Ευτυχώς για εκείνη, στο προσκήνιο εμφανίζεται ο Κάτσερ (τον θυμάστε;) που θα γύρει στα αδιέξοδα την ζυγαριά υπέρ της! Θα είναι όμως αυτό αρκετό;
Όλα τα προηγούμενα, λαμβάνουν χώρα στις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Φανταστείτε τι γίνεται στις υπόλοιπες! Ή, μάλλον, μην φανταστείτε. Απλά διαβάστε το! Πρόκειται για τον επίλογο της φανταστικής τριλογίας της Κάρι Ράιαν με τίτλο «Σκοτεινά και έρημα μέρη». Στην Ελλάδα μας το έφεραν οι εκδόσεις Πλατύπους, τον Οκτώβριο του 2012, σε μετάφραση που υπογράφει η Βίκυ Μωλωνοπούλου.
Το ταξίδι μας σε αυτό το δυστοπικό σύμπαν, όπως είμαι σίγουρος ότι θυμάστε, άρχισε τον Μάιο του 2010 με το «Το δάσος με τα χέρια και τα δόντια». Συνεχίστηκε το, Ιούνιο του 2011, με το «Κύματα νεκρών» και κλείνει με το «Σκοτεινά και έρημα μέρη». Στο πρώτο, κεντρική ηρωίδα ήταν η Μαίρη. Το δεύτερο είχε χτιστεί γύρω από τη ζωή της Γκάμπρι, ενώ το τρίτο έχει σαν βασικό πρόσωπο την Άννα, με την δράση να έχει μεταφερθεί από την παραθαλάσσια Βίστα, στην Σκοτεινή Πόλη – την πόλη που στις μέρες μας ονομάζουμε Νέα Υόρκη!
Η έντονη δράση, οι ολοζώντανες εικόνες και η αγωνία -καιροφυλακτούσα σε κάθε σελίδα- είναι κοινά γνωρίσματα και των τριών βιβλίων. Πρόσωπα που είχαμε γνωρίσει στο δεύτερο βιβλίο επιστρέφουν στο «Σκοτεινά και έρημα μέρη» συμβάλλοντας στο κλείσιμο της μυθιστορίας. Βέβαια, στο τέλος, μένει ένα μικρό σημείο στο οποίο θα μπορούσε η συγγραφέας -αν θελήσει, πράγμα που εύχομαι- να στερεώσει ένα νέο μίτο και να μας οδηγήσει σε ένα φρέσκο λαβύρινθο. Όπως και να έχει πάντως, η τριλογία αυτή της Κάρι Ράιαν μας πρόσφερε αρκετές ώρες υπέροχης ανάγνωσης έχοντας επάξια λάβει ένα μέρος στη καρδιά και στα ράφια της βιβλιοθήκης μας. Ακόμα εδώ είστε; Ξέρετε τώρα εσείς… μπουφανάκι, βιβλιοπωλείο, «Σκοτεινά και έρημα μέρη», καφεδάκι ή τσαγάκι ζεστό και τα φώτα ανοικτά… δεν ξέρεις Τι και Από Που μπορεί να πεταχτεί! Καλή ανάγνωση!
Από το αυτί του βιβλίου μεταφέρουμε:
Είναι πολλά αυτά που θα ήθελε να ξεχάσει η Άννα: το ύφος στο πρόσωπο της αδελφής της όταν η Άννα την άφησε πίσω στο Δάσος με τα Χέρια και τα Δόντια, την πρώτη φορά που είδε την Ορδή να κατακλύζει τη Σκοτεινή Πόλη, τον πόνο από το αγκαθωτό συρματόπλεγμα που θα τη σημάδευε για όλη της τη ζωή. Όμως περισσότερο από όλα, η Άννα θα ήθελε να ξεχάσει το πρωινό που ο Ιλάιας την άφησε για τους Στρατολόγους.
Ο κόσμος της Άννας σταμάτησε εκείνη τη μέρα, και από τότε περιμένει τον Ιλάιας να επιστρέψει σπίτι. Κατά κάποιον τρόπο, χωρίς αυτόν, η ζωή δεν διαφέρει και πολύ από τη ζωή των νεκρών που περιφέρονται στην κατεστραμμένη πόλη γύρω της. Μέχρι που γνωρίζει τον Κάτσερ, και όλα αρχίζουν να ζωντανεύουν ξανά.
Όμως ο Κάτσερ έχει τα δικά του μυστικά. Σκοτεινές, τρομακτικές αλήθειες που τον συνδέουν με ένα παρελθόν που η Άννα επιθυμεί να ξεχάσει, και με ένα μέλλον υπερβολικά θανάσιμο για να το διανοηθεί. Και τώρα η Άννα πρέπει να αποφασίσει – μπορεί να συνεχίσει να ζει σε έναν κόσμο που έχει πνιγεί στο αίμα των ζωντανών; Ή είναι ο θάνατος η μόνη διαφυγή από την καταστροφή της Επιστροφής;