Ο Άγιος Ιουστίνος ο Φιλόσοφος στο έργο του Διάλογος με τον Τρύφωνα πραγματεύεται μια συζήτηση μεταξύ του Ιουστίνου, ενός Χριστιανού, και του Τρύφωνα, ενός Εβραίου φιλοσόφου, όπου ο Ιουστίνος προσπαθεί να αποδείξει ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο Μεσσίας που προφήτευσαν οι εβραϊκές γραφές. Αναλύει θρησκευτικές έννοιες, όπως η φύση του Θεού, η σημασία της περιτομής, του Σαββάτου και των θυσιών, και η ταυτότητα του Χριστού μέσα από παραβολές και προφητείες. Ο Ιουστίνος επιδιώκει να πείσει τον Τρύφωνα και τους συνοδούς του για την αλήθεια της χριστιανικής πίστης, τονίζοντας ότι η σωτηρία έρχεται μέσω του Χριστού και όχι μέσω της τήρησης των παλαιών νόμων, τους οποίους οι Εβραίοι δάσκαλοι παρερμηνεύουν.
Ιουστίνος: Διάλογος με τον Τρύφωνα
Η συζήτηση ξεκινά με μια τυχαία συνάντηση του φιλοσόφου Ιουστίνου και του Τρύφωνα, ενός Εβραίου που είχε φύγει από τον πρόσφατο πόλεμο και διέμενε κυρίως στην Ελλάδα, στην Κόρινθο. Ο Τρύφων, συνοδευόμενος από φίλους του, χαιρέτησε τον Ιουστίνο, αναγνωρίζοντάς τον από την φιλοσοφική του ενδυμασία. Εξήγησε ότι ο δάσκαλός του, Κορίνθιος ο Σωκρατικός, τον είχε διδάξει να είναι πάντα φιλικός και να συζητά με εκείνους που φορούσαν τέτοια αμφίεση, με την ελπίδα ενός αμοιβαίου οφέλους από την επικοινωνία.
Ο Ιουστίνος, με τη σειρά του, προκάλεσε τον Τρύφωνα ρωτώντας τον τι περισσότερο θα μπορούσε να αποκομίσει από τη φιλοσοφία σε σχέση με όσα ήδη λάμβανε από τον δικό του νομοθέτη και τους προφήτες. Ο Τρύφων υπερασπίστηκε τη φιλοσοφία, υποστηρίζοντας ότι οι φιλόσοφοι ασχολούνται με συζητήσεις περί Θεού, της μοναρχίας Του και της πρόνοιάς Του, θεωρώντας αυτό ως το έργο της φιλοσοφίας.
Ωστόσο, ο Ιουστίνος εξέφρασε μια κριτική άποψη για τους περισσότερους φιλοσόφους. Σημείωσε ότι οι περισσότεροι δεν προβληματίζονται καν για το αν υπάρχει ένας ή πολλοί θεοί, ούτε αν ο Θεός φροντίζει για κάθε έναν από εμάς, διότι τέτοια γνώση δεν θεωρείται ότι συμβάλλει στην ευτυχία [3, 61.1]. Αντίθετα, “ορισμένοι, μάλιστα, προσπαθούν να πείσουν ότι ο Θεός επιμελείται μόνο το σύμπαν και τα γενικά είδη, αλλά όχι ατομικά τον καθένα, όπως τον Ιουστίνο ή τον Τρύφωνα”. Αυτή η αντίληψη, σύμφωνα με τον Ιουστίνο, οδηγεί σε μια αίσθηση ασυδοσίας και ελευθερίας να πράττει κανείς ό,τι θέλει και να λέει ό,τι επιθυμεί, χωρίς φόβο τιμωρίας ή ελπίδα για κάποιο αγαθό από τον Θεό [3, 61.1]. Επιπλέον, άλλοι φιλόσοφοι, που υποστηρίζουν ότι η ψυχή είναι αθάνατη και ασώματη, πιστεύουν ότι δεν θα τιμωρηθούν για κακές πράξεις, καθώς το ασώματον είναι απαθές, και επομένως δεν έχουν πλέον ανάγκη του Θεού [3, 61.1].
Η Προσωπική Αναζήτηση του Ιουστίνου για την Αληθινή Φιλοσοφία
Ο Τρύφων, με ένα χαμόγελο, ζήτησε από τον Ιουστίνο να εξηγήσει τις δικές του απόψεις για αυτά τα ζητήματα, την πεποίθησή του για τον Θεό και την προσωπική του φιλοσοφία. Ο Ιουστίνος απάντησε ότι η φιλοσοφία είναι όντως «το μέγιστο και πολυτιμότερο απόκτημα», καθώς είναι η μόνη που μας οδηγεί και μας ενώνει με τον Θεό, και μόνο όσοι έχουν αφιερώσει το νου τους σε αυτήν είναι αληθινά ευσεβείς. Ωστόσο, πολλοί αγνοούν τι είναι πραγματικά η φιλοσοφία και γιατί στάλθηκε στους ανθρώπους. Αυτός είναι ο λόγος που υπάρχουν πολλές σχολές, όπως οι Πλατωνικοί, οι Στωικοί, οι Περιπατητικοί, οι Θεωρητικοί και οι Πυθαγόρειοι, παρόλο που η φιλοσοφία είναι μια ενιαία επιστήμη.
Ο Ιουστίνος εξήγησε ότι η πολυκεφαλία της φιλοσοφίας προέκυψε επειδή οι πρώτοι που την προσέγγισαν και έγιναν διάσημοι ακολουθήθηκαν από άλλους που δεν εξέτασαν την αλήθεια. Αντ’ αυτού, αυτοί οι μεταγενέστεροι θαυμάστηκαν μόνο από την «υπομονή, την εγκράτεια και την ιδιομορφία των λόγων» των διδασκάλων τους, και πίστεψαν ότι όσα έμαθαν ήταν αληθινά. Στη συνέχεια, αυτοί οι μαθητές με τη σειρά τους παρέδωσαν παρόμοιες διδασκαλίες σε άλλους, και το όνομα της φιλοσοφίας τους προήλθε από τον «πατέρα του λόγου».
Ο Ιουστίνος διηγήθηκε τη δική του πορεία αναζήτησης της αληθινής φιλοσοφίας:
- Στωικοί: Αρχικά, αφιερώθηκε σε έναν Στωικό φιλόσοφο. Όμως, μετά από αρκετό καιρό μαζί του, δεν κέρδισε τίποτα περισσότερο όσον αφορά τον Θεό, καθώς ο ίδιος ο Στωικός δεν είχε γνώση ούτε θεωρούσε αυτή τη μάθηση απαραίτητη. Για τον λόγο αυτό, ο Ιουστίνος τον εγκατέλειψε.
- Περιπατητικοί: Στη συνέχεια, προσέγγισε έναν Περιπατητικό, τον οποίο νόμιζε ότι ήταν οξύς. Αυτός ο Περιπατητικός, αφού τον ανέχτηκε για τις πρώτες ημέρες, του ζήτησε αργότερα να ορίσει αμοιβή, ώστε η συνάντησή τους να μην είναι ανώφελη. Για αυτόν τον λόγο, ο Ιουστίνος τον εγκατέλειψε, θεωρώντας τον καθόλου φιλόσοφο.
- Πυθαγόρειοι: Με την ψυχή του ακόμα να διψά για να ακούσει το μοναδικό και εξαιρετικό της φιλοσοφίας, ο Ιουστίνος πλησίασε έναν ιδιαίτερα διακεκριμένο Πυθαγόρειο, έναν άνδρα με μεγάλη υπερηφάνεια για τη σοφία του. Όταν ο Ιουστίνος συζήτησε μαζί του, επιθυμώντας να γίνει ακροατής και σύντροφός του, ο Πυθαγόρειος τον ρώτησε αν είχε ασχοληθεί με τη μουσική, την αστρονομία και τη γεωμετρία. Τον ρώτησε αν νόμιζε ότι θα μπορούσε να κατανοήσει οτιδήποτε συμβάλλει στην ευδαιμονία, αν δεν είχε πρώτα διδαχθεί αυτά τα μαθήματα, τα οποία θα αποσπάσουν την ψυχή από τα αισθητά και θα την καταστήσουν κατάλληλη για τα νοητά, ώστε να δει το ίδιο το καλόν και το ίδιο το αγαθόν. Αφού επαίνεσε πολύ αυτά τα μαθήματα και τα χαρακτήρισε απαραίτητα, ο Πυθαγόρειος απέπεμψε τον Ιουστίνο, επειδή ο τελευταίος ομολόγησε ότι δεν τα γνώριζε. Ο Ιουστίνος, όπως ήταν αναμενόμενο, απογοητεύτηκε από την αποτυχία της ελπίδας του, και ακόμη περισσότερο επειδή πίστευε ότι ο Πυθαγόρειος γνώριζε κάτι σημαντικό. Επίσης, σκεπτόμενος τον χρόνο που θα έπρεπε να δαπανήσει σε αυτά τα μαθήματα, δεν άντεχε να το αναβάλει για πολύ.
- Πλατωνικοί: Στην αμηχανία του, ο Ιουστίνος αποφάσισε να συναντήσει τους Πλατωνικούς, καθώς και αυτοί είχαν μεγάλη φήμη. Πράγματι, συνάντησε έναν σοφό Πλατωνικό που είχε πρόσφατα επισκεφθεί την πόλη τους. Η συζήτηση με αυτόν τον Πλατωνικό, αν και δεν αναφέρεται λεπτομερώς στην αρχή, πιθανώς οδήγησε τον Ιουστίνο σε πλατωνικές αντιλήψεις που παρουσίασε αργότερα.
Η Καθοριστική Επίδραση του Γέροντα και η Μεταστροφή του Ιουστίνου
Η συζήτηση με τον Τρύφωνα προχώρησε στην πλατωνική αντίληψη του Ιουστίνου για τον Θεό. Ο Τρύφων αμφισβήτησε την πλατωνική αυτή αντίληψη, ρωτώντας πώς οι φιλόσοφοι θα μπορούσαν να σκέφτονται ορθά ή να λένε αλήθειες για τον Θεό, αν δεν τον είχαν γνωρίσει ποτέ, ούτε τον είχαν δει ούτε τον είχαν ακούσει. Ο Ιουστίνος απάντησε ότι το θείο δεν είναι ορατό με τα μάτια, όπως άλλα ζώα, αλλά «κατανοητό μόνο με τον νου», όπως υποστήριζε ο Πλάτωνας, και ο ίδιος πίστευε σε αυτό. Εξήγησε ότι το «μάτι του νου» δόθηκε στους ανθρώπους για να μπορούν να δουν την ίδια την «Ουσία που είναι η αιτία όλων των νοητών», η οποία δεν έχει χρώμα, σχήμα, μέγεθος, ή οτιδήποτε βλέπει το μάτι. Είναι αυτή η ίδια η «Ουσία, υπερβατική κάθε ουσίας, άρρητη και ανέκφραστη, αλλά μόνο καλή και αγαθή», η οποία εκπηδά ξαφνικά σε ψυχές που είναι καλά προετοιμασμένες, λόγω της συγγένειάς τους και της επιθυμίας τους να την ιδούν.
Ο Τρύφων συνέχισε να πιέζει, αμφισβητώντας αυτή τη συγγένεια με τον Θεό. Ρώτησε αν η ψυχή είναι θεία και αθάνατη και μέρος του βασιλικού νου (του Θεού). Αν ναι, συνέχισε, πώς μπορεί ο ανθρώπινος νους να συλλάβει το θείο και να γίνει ευτυχισμένος; Ο Ιουστίνος απάντησε θετικά. Ο Τρύφων, ειρωνικά, ρώτησε αν όλες οι ψυχές των ζώων, συμπεριλαμβανομένων των αλόγων και των όνων, θα μπορούσαν να δουν τον Θεό, με τον Ιουστίνο να απαντά ότι ήταν όλες ίδιες.
Τότε ένας γέροντας, που εμφανίστηκε στον Ιουστίνο, επενέβη με ένα χαμόγελο και ρώτησε τον Ιουστίνο για τη δική του άποψη περί Θεού και φιλοσοφίας. Ο γέροντας διευκρίνισε ότι «η ψυχή δεν ζει από μόνη της, αλλά λαμβάνει μέρος στη ζωή». Οτιδήποτε μετέχει σε κάτι, είναι διαφορετικό από αυτό στο οποίο μετέχει. Η ψυχή μετέχει στη ζωή επειδή ο Θεός θέλει να ζει. Επομένως, δεν θα μετέχει στη ζωή όταν ο Θεός δεν θέλει πλέον να ζει. Το να ζει δεν είναι ιδιότητα της ψυχής όπως είναι του Θεού. Ο γέροντας παρομοίασε την ψυχή με τον άνθρωπο: «Όπως ο άνθρωπος δεν είναι αιώνιος και το σώμα δεν είναι πάντα με την ψυχή, αλλά όταν πρέπει να διαλυθεί αυτή η αρμονία, η ψυχή εγκαταλείπει το σώμα και ο άνθρωπος παύει να υπάρχει, έτσι και όταν η ψυχή δεν χρειάζεται πλέον να υπάρχει, το ζωτικό πνεύμα αποσύρεται από αυτήν και η ψυχή δεν υπάρχει πλέον, αλλά επιστρέφει εκεί από όπου ελήφθη».
Ο Ιουστίνος τότε ρώτησε ποιον δάσκαλο θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ή από πού θα μπορούσε να ωφεληθεί, αν η αλήθεια δεν βρισκόταν σε αυτά. Ο γέροντας του σύστησε τους προφήτες, λέγοντας ότι υπήρξαν κάποιοι πολύ παλαιότεροι από όλους αυτούς που θεωρούνταν φιλόσοφοι, μακάριοι, δίκαιοι και θεοφιλείς. Αυτοί μίλησαν με θείο πνεύμα και προφήτευσαν τα μέλλοντα, τα οποία πράγματι συμβαίνουν τώρα. Αυτοί μόνο «είδαν και εξέφρασαν την αλήθεια στους ανθρώπους», χωρίς να φοβούνται ή να ντρέπονται κανέναν, μη υποκύπτοντας στη δόξα, αλλά λέγοντας μόνο όσα άκουσαν και είδαν, πλήρεις αγίου πνεύματος. Τα συγγράμματά τους διασώζονται ακόμα και τώρα, και μελετώντας τα, μπορεί κανείς να ωφεληθεί τα μέγιστα όσον αφορά τις αρχές, το τέλος, και όσα πρέπει να γνωρίζει ο φιλόσοφος, πιστεύοντας σε αυτούς. Οι λόγοι τους δεν ήταν αποδεικτικοί, καθώς ήταν αξιόπιστοι μάρτυρες της αλήθειας, υπεράνω κάθε απόδειξης. Τα γεγονότα που συνέβησαν και συμβαίνουν αναγκάζουν τους ανθρώπους να συμφωνούν με όσα ειπώθηκαν μέσω αυτών. Επιπλέον, άξιζαν να πιστεύονται και λόγω των δυνάμεων που επιτελούσαν. Αυτοί οι προφήτες δόξαζαν τον Θεό, τον Ποιητή των πάντων και Πατέρα, και διακήρυτταν τον Χριστό, τον Υιό Του. Αντίθετα, οι ψευδοπροφήτες, γεμάτοι από πλανερό και ακάθαρτο πνεύμα, τολμούσαν να εκτελούν δυνάμεις για να εντυπωσιάσουν τους ανθρώπους και δοξολογούσαν τα πνεύματα της πλάνης και τους δαίμονες.
Ο γέροντας συμβούλεψε τον Ιουστίνο να προσευχηθεί πάνω από όλα να του «ανοιχτούν οι πύλες του φωτός», καθώς αυτά τα πράγματα δεν είναι ορατά ή κατανοητά από όλους, εκτός αν ο Θεός και ο Χριστός Του δώσουν την κατανόηση.
Ο Ιουστίνος διηγήθηκε ότι μετά από αυτά και πολλά άλλα λόγια του γέροντος, ο τελευταίος έφυγε, προτρέποντάς τον να τα επιδιώξει. Ο Ιουστίνος δεν τον ξαναείδε. Ωστόσο, αμέσως, «φωτιά άναψε στην ψυχή μου», και τον κυρίευσε «έρωτας» για τους προφήτες και τους άνδρες που είναι φίλοι του Χριστού [10, 61.4]. Αναλογιζόμενος τους λόγους του γέροντος, βρήκε αυτήν «τη φιλοσοφία μόνη ασφαλή και ωφέλιμη» [10, 61.4]. Έτσι, για αυτούς τους λόγους, ο Ιουστίνος έγινε φιλόσοφος. Εξέφρασε την επιθυμία του να αποκτήσουν όλοι την ίδια προθυμία και να μην απομακρύνονται από τους λόγους του Σωτήρα, διότι αυτοί περιέχουν κάτι που εμπνέει δέος, ικανό να πείσει όσους παρεκκλίνουν από τον ορθό δρόμο, και η μελέτη τους προσφέρει την πιο ευχάριστη ανάπαυση. Εάν λοιπόν και ο Τρύφων νοιάζεται για τον εαυτό του, επιδιώκει τη σωτηρία και εμπιστεύεται τον Θεό, μπορεί να είναι ευτυχισμένος αναγνωρίζοντας τον Χριστό του Θεού και γινόμενος τέλειος. Επίσης, ο Ιουστίνος αναφέρει ότι διάφορα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, όπως η σοφία στον Σολομώντα και η σύνεση στον Δανιήλ, αποδόθηκαν σε διάφορους προφήτες [61.4].
Η Αντιπαράθεση για τον Νόμο και την Καινή Διαθήκη
Μετά την εξιστόρηση της μεταστροφής του Ιουστίνου, οι συνοδοί του Τρύφωνα γέλασαν, ενώ ο ίδιος ο Τρύφων χαμογέλασε. Ο Τρύφων δήλωσε ότι αποδεχόταν και θαύμαζε τον ζήλο του Ιουστίνου για το θείο, αλλά έκρινε ότι θα ήταν καλύτερο για τον Ιουστίνο να συνέχιζε να φιλοσοφεί κατά τον Πλάτωνα ή άλλους φιλοσόφους, ασκώντας την υπομονή, την εγκράτεια και τη σωφροσύνη, παρά να «εξαπατηθεί από ψευδείς λόγους και να ακολουθήσει ανθρώπους ανάξιους». Ο Τρύφων υποστήριξε ότι αν ο Ιουστίνος παρέμενε στον τρόπο φιλοσοφίας του και ζούσε άμεμπτα, θα είχε την ελπίδα για μια καλύτερη μοίρα. Όμως, εγκαταλείποντας τον Θεό και ελπίζοντας σε έναν άνθρωπο, ρώτησε ποια σωτηρία του απέμενε.
Ως φίλος, όπως είπε, ο Τρύφων συμβούλεψε τον Ιουστίνο: «πρώτα να περιτμηθεί, έπειτα να τηρήσει το Σάββατο, τις εορτές και τις νεομηνίες του Θεού, και απλώς να κάνει όλα όσα είναι γραμμένα στον Νόμο, και τότε ίσως να βρει έλεος από τον Θεό». Επίσης, ο Τρύφων υποστήριξε ότι ο Χριστός, αν και είχε γεννηθεί και υπήρχε κάπου, ήταν άγνωστος και δεν γνώριζε ακόμη τον εαυτό του, ούτε είχε κάποια δύναμη, «μέχρι να έρθει ο Ηλίας να τον χρίσει και να τον κάνει φανερό σε όλους» [12, 61.2]. Κατηγόρησε τους Χριστιανούς ότι, «αποδεχόμενοι μια μάταιη φήμη, πλάθετε στον εαυτό σας έναν Χριστό και χάριν αυτού χάνεστε τώρα ασκόπως» [12, 61.2].
Ο Ιουστίνος απάντησε: «Συγγνώμη σοι, ἔφην, ὦ ἄνθρωπε, καὶ ἀφεθείη σοι· οὐ γὰρ οἶδας ὃ λέγεις, ἀλλὰ πειθόμενος τοῖς διδασκάλοις, οἳ οὐ συνίασι τὰς γραφάς, καὶ ἀπομαντευόμενος λέγεις ὅ τι ἄν σοι ἐπὶ θυμὸν ἔλθοι» [13, 61.2]. Προσφέρθηκε να αποδείξει ότι οι Χριστιανοί δεν είχαν πλανηθεί και δεν θα πάψουν να ομολογούν τον Χριστό, ακόμα κι αν τους επιφέρουν ύβρεις ή τους αναγκάσει ο πιο τρομερός τύραννος. Τόνισε ότι πίστευαν όχι σε κενούς μύθους ή αναπόδεικτους λόγους, αλλά σε λόγους «μεστοῖς πνεύματος θείου καὶ δυνάμει βρύουσι καὶ τεθηλόσι χάριτι» [13, 61.2]. Οι συνοδοί του Τρύφωνα γέλασαν ξανά και άρχισαν να μιλούν άκοσμα. Ο Τρύφων ειρωνικά παρατήρησε ότι ο Ιουστίνος «ειρωνεύεται», λέγοντας ότι δεν έχει δύναμη τεχνικών λόγων [61.2]. Ο Ιουστίνος σηκώθηκε για να φύγει, αλλά ο Τρύφων τον κράτησε από το ένδυμα, λέγοντας ότι δεν θα τον άφηνε πριν εκπληρώσει την υπόσχεσή του. Ο Ιουστίνος ζήτησε από τους συντρόφους του Τρύφωνα να μην κάνουν φασαρία, αλλά να ακούσουν ήσυχα, ή να φύγουν αν είχαν άλλες ασχολίες. Ο Τρύφων συμφώνησε, και αποτραβήχτηκαν σε ένα ήσυχο σημείο του ξυστού, όπου υπήρχαν πέτρινα καθίσματα. Δύο από τους συνοδούς του Τρύφωνα, χλευάζοντας τη σπουδαιότητά τους, αποχώρησαν. Ο Ιουστίνος και ο Τρύφων, με τους υπόλοιπους, κάθισαν και ένας από αυτούς ξεκίνησε μια συζήτηση για τον πόλεμο στην Ιουδαία.
Ο Ιουστίνος υποστήριξε ότι «ο Χριστός δόθηκε ως αιώνιος και τελευταίος νόμος, και μια πιστή διαθήκη, μετά την οποία δεν υπάρχει πλέον νόμος, πρόσταγμα ή εντολή». Για να στηρίξει αυτό τον ισχυρισμό, παρέθεσε λόγια του Ησαΐα: «Ακούσατέ μου, λαός μου, και οι βασιλείς προς με ενωτίζεσθε, ότι νόμος παρ’ εμού εξελεύσεται και η κρίσις μου εις φως εθνών. Εγγίζει ταχύ η δικαιοσύνη μου, και εξελεύσεται το σωτήριόν μου, και εις τον βραχίονα μου έθνη ελπίσουσι». Επίσης, αναφέρθηκε στον Ιερεμία, ο οποίος προφήτεψε μια «διαθήκην καινήν» που ο Κύριος θα έκανε με τον οίκο του Ισραήλ και του Ιούδα, διαφορετική από εκείνη που είχε κάνει με τους πατέρες τους κατά την έξοδό τους από την Αίγυπτο. Ο Ιουστίνος τόνισε ότι, εφόσον ο Θεός διακήρυξε μια νέα διαθήκη που θα φανερωνόταν ως «φως εθνών», και οι Χριστιανοί είναι πεπεισμένοι ότι δια του ονόματος του σταυρωθέντος Ιησού Χριστού άνθρωποι από τα είδωλα και την αδικία έχουν προσεγγίσει τον Θεό, υπομένοντας μέχρι θανάτου την ομολογία και την ευσέβεια, τότε είναι δυνατόν να κατανοήσουν όλοι, από τα έργα τους και την ακολουθούσα δύναμη, ότι «αυτός είναι ο καινός νόμος και η καινή διαθήκη και η προσδοκία όλων των εθνών που αναμένουν τα αγαθά από τον Θεό». Ο Ιουστίνος παρέθεσε επιπλέον την προφητεία του Ιωήλ 2:28-29 για την έκχυση του Πνεύματος, ως περαιτέρω απόδειξη της Καινής Διαθήκης [61.3]:
**Ιωήλ 2:28-29
«Και ἔσται μετὰ ταῦτα, ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα, καὶ προφητεύσουσιν υἱοὶ ὑμῶν καὶ θυγατέρες ὑμῶν, καὶ οἱ πρεσβύτεροι ὑμῶν ἐνύπνια ἐνυπνιασθήσονται, καὶ οἱ νεανίσκοι ὑμῶν ὁράσεις ὄψονται· καὶ ἐπὶ τοὺς δούλους μου καὶ ἐπὶ τὰς δούλας μου ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου.» [61.3]
Ο Ιουστίνος δήλωσε ότι «το αληθινό, πνευματικό γένος του Ισραήλ, του Ιούδα, του Ιακώβ, του Ισαάκ και του Αβραάμ (ο οποίος μαρτυρήθηκε από τον Θεό για την πίστη του ενώ ήταν απερίτμητος, ευλογήθηκε και κλήθηκε πατέρας πολλών εθνών), είναι οι Χριστιανοί», οι οποίοι έχουν προσεγγίσει τον Θεό μέσω του σταυρωθέντος Χριστού. Αυτό, υποσχέθηκε, θα αποδειχθεί καθώς η συζήτησή τους προχωρά. Επικαλέστηκε ξανά τον Ησαΐα: «Ακούσατέ μου τους λόγους, και ζήσεται η ψυχή υμών, και διαθήσομαι υμίν διαθήκην αιώνιον, τα όσια Δαυείδ τα πιστά. Ιδού μάρτυρα αυτόν έθνεσι δέδωκα. Έθνη, ά ουκ οίδασί σε, επικαλέσονται σε, λαοί, οι ουκ επίστανταί σε, καταφεύξονται επί σέ, ένεκεν του θεού σου του αγίου Ισραήλ, ότι εδόξασέ σε». Ο Ιουστίνος επίσης αναφέρθηκε στη προφητεία του Μαλαχία («από ανατολής ηλίου έως δυσμών το όνομά μου δεδόξασται, λέγει, εν τοις έθνεσιν») η οποία εκφωνήθηκε πριν από την εκτεταμένη διασπορά των Ιουδαίων, αποδεικνύοντας ότι δεν αναφερόταν στις προσευχές τους, αλλά στις θυσίες των Εθνών, οι οποίες είναι ευπρόσδεκτες στον Θεό [62.27].
Ο Ιουστίνος κατηγόρησε τους Εβραίους ότι «ατιμώσατε αυτόν τον νόμο και την καινή αυτού αγία διαθήκη εφαυλίσατε, και ουδέ νυν παραδέχεσθε ουδέ μετανοείτε πράξαντες κακώς». Τόνισε ότι τα αυτιά τους είναι ακόμα φραγμένα, τα μάτια τους τυφλωμένα και η καρδιά τους σκληρύνθηκε. Παρόλο που ο Ιερεμίας έκραξε, δεν άκουσαν. Ο νομοθέτης είναι παρών, αλλά δεν τον βλέπουν. Οι πτωχοί ευαγγελίζονται, οι τυφλοί βλέπουν, αλλά δεν κατανοούν.
Ο Ιουστίνος υπογράμμισε την ανάγκη για δεύτερη περιτομή (πνευματική), ενώ οι Εβραίοι υπερηφανεύονται για την περιτομή της σάρκας. Υποστήριξε ότι ο καινός νόμος θέλει να τηρούν το Σάββατο «διὰ παντὸς» (πάντοτε), αλλά εκείνοι πιστεύουν ότι είναι ευσεβείς απλώς τηρώντας μια μέρα αργίας, χωρίς να κατανοούν το λόγο της εντολής. Επίσης, τρώνε άζυμο άρτο και θεωρούν ότι έχουν εκπληρώσει το θέλημα του Θεού, αλλά ο Κύριος Θεός δεν ευδοκεί σε αυτά.
Ο Ιουστίνος περιέγραψε την αληθινή ευσέβεια και το αληθινό Σάββατο του Θεού: αν κάποιος είναι επίορκος ή κλέφτης, πρέπει να σταματήσει· αν μοιχός, να μετανοήσει, και τότε έχει τηρήσει τα αληθινά Σάββατα του Θεού. Αν κάποιος δεν έχει καθαρά χέρια, ας λουστεί, και τότε είναι καθαρός. Ο Ησαΐας, διευκρίνισε ο Ιουστίνος, δεν τους έστειλε σε βαλανείο για να ξεπλύνουν φόνους και άλλες αμαρτίες, τις οποίες ούτε όλο το νερό της θάλασσας δεν θα μπορούσε να καθαρίσει. Αντίθετα, αυτό που προφήτευε ήταν το σωτήριο λουτρό (του βαπτίσματος), το οποίο μπορεί να καθαρίσει μόνο όσους μετανοούν και δεν καθαρίζονται πλέον με αίμα τράγων και προβάτων, ή με στάχτη δαμαλίδας, ή με προσφορές από σιμιγδάλι, αλλά με πίστη δια του αίματος του Χριστού και του θανάτου Του. Ο Ησαΐας, είπε, προφήτευσε αυτό λέγοντας: «Αποκαλύψει Κύριος τον βραχίονά του τον άγιον ενώπιον πάντων των εθνών, και όψονται πάντα τα έθνη και τα άκρα της γης την σωτηρίαν την παρά του Θεού».
Ο Ιουστίνος συνέχισε με προτροπή του Ησαΐα: «Απόστητε, απόστητε, εξέλθετε εκείθεν και ακαθάρτου μη άψησθε, εξέλθετε εκ μέσου αυτής, αφορίσθητε οι φέροντες τα σκεύη Κυρίου, ότι ου μετά ταραχής πορεύσεσθε· πορεύσεται γαρ προ προσώπου υμών Κύριος, και ο επισυνάγων υμάς Κύριος ο Θεός Ισραήλ». Μετά παρέθεσε εκτενώς το 53ο κεφάλαιο του Ησαΐα, περιγράφοντας τον πάσχοντα Δούλο του Κυρίου. Το πλήρες κείμενο του Ησαΐα 53 είναι [61.3]:
**Ησαΐας 53
«Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ ἡμῶν; καὶ ὁ βραχίων Κυρίου τίνι ἀπεκαλύφθη;
Ἀνηγγείλαμεν ἐναντίον αὐτοῦ ὡς παιδίον, ὡς ῥίζα ἐν γῇ διψώσῃ. Οὐκ ἔστιν εἶδος αὐτῷ οὐδὲ δόξα, καὶ εἴδομεν αὐτόν, καὶ οὐκ εἶχεν εἶδος οὐδὲ κάλλος, ἀλλὰ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον καὶ ἐκλεῖπον παρὰ πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων.
Ἄνθρωπος ἐν πληγῇ ὢν καὶ εἰδὼς φέρειν μαλακίαν, ὅτι ἀπέστραπται τὸ πρόσωπον αὐτοῦ, ἠτιμάσθη καὶ οὐκ ἐλογίσθη.
Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται, καὶ ἡμεῖς ἐλογισάμεθα αὐτὸν εἶναι ἐν πληγῇ καὶ ἐν μαλακίᾳ καὶ ἐν κακώσει.
Αὐτὸς δὲ ἐτραυματίσθη διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν καὶ μεμαλάκισται διὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν· παιδεία εἰρήνης ἡμῶν ἐπ’ αὐτόν, τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν.
Πάντες ὡς πρόβατα ἐπλανήθημεν, ἄνθρωπος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ ἐπλανήθη, καὶ Κύριος παρέδωκεν αὐτὸν ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν.
Καὶ αὐτὸς διὰ τὸ κεκακῶσθαι οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ, ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη, καὶ ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ κείροντος ἄφωνος, οὕτως οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ.
Ἐν τῇ ταπεινώσει αὐτοῦ ἡ κρίσις αὐτοῦ ἤρθη· τὴν γενεὰν αὐτοῦ τίς διηγήσεται; ὅτι ἤρθη ἀπὸ τῆς γῆς ἡ ζωὴ αὐτοῦ, ἀπὸ τῶν ἀνομιῶν τοῦ λαοῦ μου ἤχθη εἰς θάνατον.
Καὶ δώσω τοὺς πονηροὺς ἀντὶ τῆς ταφῆς αὐτοῦ καὶ τοὺς πλουσίους ἀντὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ὅτι ἀνομίαν οὐκ ἐποίησεν καὶ οὐχ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ.
Καὶ Κύριος βούλεται καθαρίσαι αὐτὸν ἀπὸ τῆς πληγῆς· ἐὰν δῶτε τὴν ψυχὴν αὐτοῦ περὶ ἁμαρτίας, ὄψεσθε σπέρμα μακρόβιον, καὶ βούλεται Κύριος ἀφελεῖν ἀπὸ τῆς ὀδύνης τῆς ψυχῆς αὐτοῦ.
Δεῖξαι αὐτῷ φῶς, καὶ πλάσαι ἐν γνώσει, δικαιῶσαι δίκαιον εὖ δουλεύοντα πολλοῖς, καὶ τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν αὐτὸς ἀνοίσει.
Διὰ τοῦτο αὐτὸς κληρονομήσει πολλούς, καὶ τῶν ἰσχυρῶν μεριεῖ σκύλα· ἀνθ’ ὧν παρεδόθη εἰς θάνατον ἡ ψυχὴ αὐτοῦ, καὶ ἐν τοῖς ἀνόμοις ἐλογίσθη, καὶ αὐτὸς ἁμαρτίας πολλῶν ἀνήνεγκεν, καὶ διὰ τὰς ἀνομίας αὐτῶν παρεδόθη.» [18, 61.3]
Ο Ιουστίνος τόνισε την προφητεία του Ησαΐα για την εισδοχή των Εθνών: «Ευφράνθητι στείρα η ου τίκτουσα, ρήξον και βόησον η ουκ ωδίνουσα, ότι πολλά τα τέκνα της ερήμου μάλλον ή της έχουσης τον άνδρα». Αυτό, είπε, αναφέρεται στην Εκκλησία των Εθνών. Επίσης, ανέφερε την προτροπή του Κυρίου για τη διεύρυνση της σκηνής και την επέκταση των αυλαίων, διότι το «σπέρμα σου έθνη κληρονομήσει» και θα κατοικήσει σε ερημωμένες πόλεις.
Επανέλαβε ότι «δια του λουτρού της μετανοίας και της γνώσεως του Θεού», οι Χριστιανοί πίστεψαν, αναγνωρίζοντας το βάπτισμα ως το «ύδωρ της ζωής» που καθαρίζει τους μετανοούντες. Αντίθετα, τους λάκκους που έσκαψαν οι Εβραίοι (τους νόμους τους) χαρακτήρισε «συντετριμμένους και ουδέν χρησίμους». Ρώτησε ποιο όφελος έχει το βάπτισμα που καθαρίζει μόνο τη σάρκα και το σώμα. Αντίθετα, προέτρεψε: «βαπτίσθητε την ψυχήν από οργής και από πλεονεξίας, από φθόνου, από μίσους· και ιδού το σώμα καθαρόν εστι». Αυτό, είπε, είναι το σύμβολο των αζύμων: να μην πράττετε τα παλαιά έργα της κακής ζύμης. Κατηγόρησε τους Εβραίους ότι «πάντα σαρκικώς νενοήκατε» και θεωρούν ευσέβεια να κάνουν αυτά τα πράγματα, ενώ οι ψυχές τους είναι γεμάτες δόλο και κάθε κακία. Γι’ αυτό, ο Θεός μετά τις επτά ημέρες των αζύμων, τους πρόσταξε να ζυμώσουν νέα ζύμη, δηλαδή να πράττουν άλλα έργα και όχι να μιμούνται τα παλαιά και φαύλα.
Αναφέρθηκε ξανά στις προφητείες του Ησαΐα για την αναζήτηση του Θεού και τη μετάνοια των ασεβών. Επίσης, επανέλαβε ότι οι προφήτες μίλησαν για δύο παρουσίες του Χριστού: την πρώτη, κατά την οποία θα φανερωθεί άτιμος, άμορφος και θνητός, και τη δεύτερη, όταν θα έρθει με δόξα πάνω στα νέφη και ο λαός του Τρύφωνα θα δει και θα αναγνωρίσει αυτόν που διαπέρασαν, όπως προφήτευσαν ο Ωσηέ και ο Δανιήλ. Τους προέτρεψε να μάθουν να τηρούν την αληθινή νηστεία του Θεού, όπως περιγράφεται στον Ησαΐα. Το πλήρες κείμενο της προφητείας του Ησαΐα για την αληθινή νηστεία (Ησαΐας 58:1-9) είναι [61.3]:
**Ησαΐας 58:1-9
«Κράξον ἐν ἰσχύϊ καὶ μὴ φείδῃ, ὡς σάλπιγγα ὕψωσον τὴν φωνήν σου καὶ ἀνάγγειλον τῷ οἴκῳ Ἰακὼβ τὰ ἁμαρτήματα αὐτῶν καὶ τῷ λαῷ Ἰσραὴλ τὰς ἀνομίας αὐτῶν.
Ἐμὲ ζητοῦσιν ἡμέραν ἐξ ἡμέρας καὶ γνῶσιν τῶν ὁδῶν μου ἐπιθυμοῦσιν, ὡς λαὸς ποιῶν δικαιοσύνην καὶ κρίσιν Θεοῦ οὐκ ἐγκαταλιπών· ἐπερωτῶσιν με κρίσιν δικαίαν, Θεῷ ἐγγίζοντες.
Λέγοντες· Ἱνατί ἐνηστεύσαμεν, καὶ οὐκ εἶδες; ἐταπεινώσαμεν τὰς ψυχὰς ἡμῶν, καὶ οὐκ ἔγνως; Ἰδοὺ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῶν νηστειῶν ὑμῶν εὑρίσκετε τὰ θελήματα ὑμῶν καὶ πάντας τοὺς ὑποχειρίους ὑμῶν νύσσετε.
Εἰς κρίσεις καὶ μάχας νηστεύετε καὶ τύπτετε πυγμαῖς ταπεινόν· ἵνατί μοι νηστεύετε ὥσπερ σήμερον τοῦ ποιῆσαι φανερὰν ἐν κραυγῇ τὴν φωνὴν ὑμῶν;
Οὐ ταύτην τὴν νηστείαν ἐξελεξάμην, λέγει Κύριος, ἀλλ’ ἀφαιρεῖν παντὸς συνδέσμου ἀδικίας, λῦσαι δεσμοὺς βιαίους, ἀποστέλλειν τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει καὶ πᾶσαν ἀδικίαν ἀφαιρεῖν.
Διάθρυπτε πεινῶντι τὸν ἄρτον σου καὶ πτωχοὺς ἀστέγους εἴσαγε εἰς τὸν οἶκόν σου· ἐὰν ἴδῃς γυμνόν, περιβαλεῖς αὐτόν, καὶ ἀπὸ τῶν οἰκείων τοῦ σπέρματός σου οὐχ ὑπερόψει.
Τότε ῥαγήσεται πρώϊμον τὸ φῶς σου καὶ τὰ ἰάματά σου ταχὺ ἀνατελεῖ, καὶ προπορεύσεταί σου ἡ δικαιοσύνη, καὶ ἡ δόξα τοῦ Κυρίου περιστελεῖ σε.
Τότε βοήσῃ, καὶ ὁ Θεὸς εἰσακούσεταί σου· ἔτι λαλοῦντος σου ἐρεῖ· Ἰδοὺ πάρειμι.
Ἐὰν ἀφέλῃς ἀπὸ σοῦ δεσμόν, καὶ χεῖρα ἀδικίας, καὶ ῥῆμα γογγυσμοῦ…» [61.3]
Ο Ιουστίνος τόνισε ότι η περιτομή της σάρκας δόθηκε ως «σημείο» για να ξεχωρίζουν από τα άλλα έθνη και να υποστούν αυτά που τώρα πάσχουν δικαίως. Ο Θεός είναι προγνώστης και προετοιμάζει τα άξια για τον καθένα. Υποστήριξε ότι οι Εβραίοι δικαίως υπέστησαν αυτές τις συμφορές επειδή σκότωσαν τον δίκαιο (Χριστό) και πριν από αυτόν, τους προφήτες Του. Ακόμη και τώρα, τους κατηγόρησε ότι απορρίπτουν και ατιμάζουν όσους ελπίζουν στον Χριστό και τον Πατέρα που τον έστειλε, καταρώμενους τους πιστούς στις συναγωγές τους. Είπε ότι δεν έχουν την εξουσία να σκοτώνουν τους Χριστιανούς λόγω των τωρινών αρχόντων, αλλά το έχουν πράξει όποτε μπορούσαν.
Ο Ιουστίνος κατηγόρησε τους Εβραίους ότι είναι «αίτιοι» της κακής προκατάληψης των άλλων εθνών εναντίον των Χριστιανών. Μετά τη σταύρωση του Χριστού, του «μόνου αμώμου και δικαίου ανθρώπου», από τον οποίο προέρχεται η ίαση των πληγών για όσους τον προσεγγίζουν, οι Εβραίοι, γνωρίζοντας την Ανάστασή του και την Ανάληψή του στους ουρανούς, όχι μόνο δεν μετανόησαν, αλλά διάλεξαν άνδρες από την Ιερουσαλήμ και τους έστειλαν σε όλη τη γη, διαδίδοντας ότι «αίρεσις άθεος Χριστιανών πεφήνεναι» (μια άθεη αίρεση Χριστιανών έχει εμφανιστεί). Ισχυρίζονταν ότι οι μαθητές του τον έκλεψαν από τον τάφο τη νύχτα, αφού τον κατέβασαν από τον σταυρό, και πλανάνε τους ανθρώπους λέγοντας ότι αναστήθηκε εκ νεκρών και ανέβηκε στον ουρανό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι Εβραίοι είναι υπεύθυνοι όχι μόνο για τις δικές τους αδικίες, αλλά και για αυτές όλων των άλλων ανθρώπων. Ο Ιουστίνος αναφέρθηκε επίσης στην καταγγελία του μάγου Σίμωνα στον Καίσαρα, και στο γεγονός ότι ο ίδιος (ο Ιουστίνος) ήταν Σαμαρείτης [62.21]. Τόνισε πως γι’ αυτούς ο Ησαΐας κράζει: «Δι’ υμάς το όνομά μου βλασφημείται εν τοις έθνεσι». Επίσης, παρέθεσε εδάφια που καταδικάζουν όσους «λέγουσιν το πονηρόν καλόν και το καλόν πονηρόν, οι τιθέντες το φως σκότος και το σκότος φως, οι τιθέντες το πικρόν γλυκύ και το γλυκύ πικρόν». Αυτοί, είπε, «εσπούδασαν να καταλέξουν τα πικρά, σκοτεινά και άδικα σε όλη τη γη» εναντίον του «μόνου αμώμου και δικαίου φωτός» που εστάλη από τον Θεό, επειδή ο Χριστός τους φάνηκε «δύσχρηστος». Ο Ιουστίνος πρόσθεσε την προφητεία του Ησαΐα 5:21-23 που καταδικάζει τους Ιουδαίους διδασκάλους [62.29]:
Ησαΐας 5:21-23
«Οὐαὶ οἱ συνετοὶ ἐν ἑαυτοῖς καὶ ἐνώπιον αὐτῶν ἐπιστήμονες.
Οὐαὶ οἱ ἰσχύοντες ὑμῶν ἐν τῇ ἀσεβείᾳ, καὶ οἱ δικαιοῦντες τὸν ἀσεβῆ ἕνεκεν δώρων, καὶ τὴν δικαιοσύνην τοῦ δικαίου ἀφαιροῦντες ἀπ’ αὐτοῦ.» [62.29]
Υπενθύμισε επίσης τα λόγια του Χριστού: **«Ο οίκός μου οίκος προσευχής εστιν, υμείς δε πεποιήκατε αυτόν σπήλαιον ληστών» και την πράξη του να ανατρέψει τα τραπέζια των κολλυβιστών στο ναό. Τέλος, αναφέρθηκε στην επίκριση του Χριστού προς τους γραμματείς και Φαρισαίους: «Ουαί υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριταί, ότι αποδεκατούτε το ηδύοσμον και το πήγανον, την δε αγάπην του θεού και την κρίσιν ου κατανοείτε· τάφοι κεκονιαμένοι, έξωθεν φαινόμενοι ωραίοι, έσωθεν δε γέμουσι οστέων νεκρών».
Ο Ιουστίνος εξήγησε ότι οι δίκαιοι πριν από τον Μωυσή, όπως ο Νώε, ο Αβραάμ και οι γιοι του, ευαρέστησαν στον Θεό χωρίς να τηρούν το Σάββατο. Διευκρίνισε ότι ο Θεός πρόσταξε θυσίες και το Σάββατο στους Ισραηλίτες για να τους αποτρέψει από την ειδωλολατρία, κάτι που δεν τήρησαν, θυσιάζοντας ακόμα και τα παιδιά τους στα δαιμόνια. Το Σάββατο δόθηκε ως ανάμνηση του Θεού, για να γνωρίσουν ότι Αυτός είναι ο λυτρωτής τους. Παρομοίως, οι εντολές για αποχή από ορισμένες τροφές δόθηκαν για να έχουν πάντα τον Θεό μπροστά στα μάτια τους, καθώς ήταν επιρρεπείς στο να απομακρύνονται από τη γνώση Του. Αναφέρθηκε στα γεγονότα στην έρημο, όπου ο λαός έφαγε και ήπιε και «ανέστη του παίζειν», και ο Ιακώβ «ελιπάνθη, επάχυνθη, επλατύνθη, και εγκατέλιπε Θεόν τον ποιήσαντα αυτόν». Επισήμανε ότι ο Νώε, ως δίκαιος, είχε την άδεια από τον Θεό να τρώει κάθε έμψυχο, εκτός από κρέας με αίμα (νεκριμαίο). Ο Ιουστίνος απέρριψε την ερμηνεία του Τρύφωνα ότι «ως λάχανα χόρτου» σήμαινε ότι τα ζώα δόθηκαν για τροφή όπως τα λάχανα, καθώς διαχωρίζουμε τα πικρά ή θανατηφόρα λάχανα, ενώ επιθυμούμε όλα τα γλυκά και θρεπτικά. Συνεπώς, ο Θεός πρόσταξε την αποχή από τα ακάθαρτα και άδικα, επειδή, παρόλο που έτρωγαν μάννα και έβλεπαν θαύματα στην έρημο, έφτιαξαν και προσκύνησαν το χρυσό μοσχάρι. Δίκαια λοιπόν, ο Θεός τους αποκαλεί «υιούς ασυνέτους, ουκ έστι πίστις εν αυτοίς».
Ο Ιουστίνος συνέχισε, εξηγώντας ότι ο Θεός πρόσταξε τη φύλαξη του Σαββάτου και άλλων εντολών ως σημείο, λόγω των αδικιών των Ισραηλιτών και των πατέρων τους. Αυτό σήμαινε ότι ο Θεός άφησε κάποιους από αυτούς ζωντανούς για να μη βεβηλωθεί το όνομά Του μεταξύ των εθνών. Ως αποτέλεσμα, οι περιοχές τους ερημώθηκαν, οι πόλεις τους κάηκαν, και ξένοι κατέτρωγαν τους καρπούς τους, και κανείς τους δεν μπορούσε να εισέλθει στην Ιερουσαλήμ. Τόνισε ότι οι Εβραίοι διακρίνονται από τους άλλους ανθρώπους μόνο από την περιτομή της σάρκας τους. Ο Θεός, ως προγνώστης, προετοιμάζει τα άξια για τον καθένα, και αυτά τους συνέβησαν «καλώς και δικαίως».
Επιπλέον, ο Ιουστίνος ανέφερε λόγια του Ιερεμία και του Δαβίδ (από τον 49ο ψαλμό) που μαρτυρούν ότι ο Θεός δεν ζήτησε θυσίες και ολοκαυτώματα ως ένδειξη ανάγκης, αλλά μάλλον ως απάντηση στις αμαρτίες τους. Ο Θεός, είπε, δεν δέχεται ταύρους ή τράγους από τον οίκο τους, γιατί όλα τα θηρία του αγρού και τα κτήνη των ορέων είναι δικά Του. Αντ’ αυτού, ζητά «θυσία αινέσεως» και την εκπλήρωση των ευχών προς τον Ύψιστο.
Ο Ιουστίνος υποστήριξε ότι αν δεν ομολογούσαν αυτά τα πράγματα, θα κατέληγαν σε άτοπες σκέψεις, σαν να μην ήταν ο ίδιος Θεός ο Θεός του Ενώχ και όλων των άλλων δικαίων που δεν είχαν περιτομή ή τηρούσαν Σάββατα. Τέτοιες ιδέες, είπε, είναι «γελοίες και ανόητες». Το να ομολογεί κανείς ότι ο ίδιος Θεός, που είναι «φιλάνθρωπος και προγνώστης και ανενδεής και δίκαιος και αγαθός», πρόσταξε αυτά τα πράγματα λόγω των αμαρτωλών ανθρώπων, αυτό είναι το ορθό.
Κατόπιν, χωρίς να λάβει απάντηση, ο Ιουστίνος διακήρυξε στον Τρύφωνα και σε όσους επιθυμούσαν να γίνουν προσήλυτοι έναν θείο λόγο που άκουσε: «Οράτε ότι τα στοιχεία ουκ αργεί ουδέ σαββατίζει. Μείνατε ως γεγένησθε». Τόνισε ότι «αν πριν από τον Αβραάμ δεν υπήρχε ανάγκη περιτομής, ούτε πριν από τον Μωυσή για Σαββατισμό, εορτές και προσφορές, τότε ομοίως και τώρα δεν υπάρχει ανάγκη, μετά τον Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού, που γεννήθηκε δια της Παρθένου Μαρίας από το γένος του Αβραάμ, κατά τη βούληση του Θεού». Ο ίδιος ο Αβραάμ, ενώ ήταν απερίτμητος, δικαιώθηκε και ευλογήθηκε δια της πίστεως που έδειξε στον Θεό. Η περιτομή δόθηκε ως «σημείο», όχι για δικαιοσύνη, όπως μαρτυρούν οι Γραφές και τα γεγονότα. Το γεγονός ότι το θήλυ γένος δεν μπορεί να λάβει σαρκική περιτομή, δείχνει ότι αυτή η περιτομή δέδοται ως σημείο και όχι ως έργο δικαιοσύνης, διότι τα δίκαια και ενάρετα έργα είναι πάντα προσταγμένα.
Ενώ ο Ιουστίνος μιλούσε, ο Τρύφων τον διέκοψε, ρωτώντας γιατί παρέλειψε να αναφερθεί στις προφητείες που ρητά προστάζουν την τήρηση του Σαββάτου. Ο Ιουστίνος απάντησε ότι δεν τις παρέλειψε επειδή ήταν αντίθετες με όσα έλεγε, αλλά επειδή κατανοούσαν ότι, ακόμα κι αν ο Θεός το προστάζει μέσω όλων των προφητών τα ίδια με αυτά που πρόσταξε μέσω του Μωυσή, «αυτό συμβαίνει λόγω της σκληροκαρδίας και της αχαριστίας τους». Ο σκοπός ήταν να μετανοήσουν και να ευαρεστήσουν τον Θεό, παύοντας να θυσιάζουν τα παιδιά τους στους δαίμονες, να είναι συνεργοί κλεπτών, λάτρεις δώρων, διώκτες ανταποδομάτων, να αδιαφορούν για τους ορφανούς και τις χήρες, και να μην έχουν χέρια γεμάτα αίμα. Ο Ιουστίνος τους κατηγόρησε ως «λαό σκληροκάρδιο και ασύνετο και τυφλό και χωλό». Τους είπε ότι τιμούν τον Θεό μόνο με τα χείλη, ενώ η καρδιά τους είναι μακριά από Αυτόν, διδάσκοντας τις δικές τους διδασκαλίες αντί των δικών Του.
Ο Ιουστίνος συνέχισε ρωτώντας αν ο Θεός επιθυμούσε οι αρχιερείς να αμαρτάνουν προσφέροντας θυσίες τα Σάββατα, ή αν αυτοί που περιτέμνονταν και περιέτεμναν το Σάββατο αμαρτάνουν, αφού η εντολή ήταν να περιτέμνονται τα γεννημένα παιδιά οπωσδήποτε την όγδοη ημέρα, ακόμα κι αν ήταν Σάββατο. Ρώτησε αν ο Θεός δεν μπορούσε να επιτρέψει την περιτομή μια μέρα πριν ή μετά το Σάββατο, αν το θεωρούσε κακό κατά τη διάρκεια του Σαββάτου. Επίσης, ρώτησε γιατί δεν δίδαξε τους δικαίους πριν τον Μωυσή και τον Αβραάμ να τηρούν αυτά τα πράγματα.
Η Σωτηρία και οι Διαφορετικές Θέσεις των Χριστιανών
Ο Τρύφων ρώτησε τον Ιουστίνο αν κάποιοι που ζουν σύμφωνα με τον νόμο του Μωυσή και πιστεύουν στον σταυρωθέντα Ιησού ως Χριστό του Θεού, αναγνωρίζοντας την αιώνια βασιλεία και την εξουσία Του να κρίνει τους πάντες, μπορούν να σωθούν.
Ο Ιουστίνος απάντησε: «Ως μεν εμοί δοκεί, ω Τρύφων, λέγω ότι σωθήσεται ο τοιούτος, εάν μη τους άλλους ανθρώπους, λέγω δη τους από των εθνών δια του Χριστού από της πλάνης περιτμηθέντας, εκ παντός πείθειν αγωνίζηται ταύτα αυτώ φυλάσσειν, λέγων ου σωθήσεσθαι αυτούς εάν μη ταύτα φυλάξωσιν». Παρατήρησε ότι ο Τρύφων είχε κάνει ακριβώς αυτό στην αρχή της συζήτησης, λέγοντας ότι ο Ιουστίνος δεν θα σωζόταν αν δεν τηρούσε τον Νόμο.
Ο Τρύφων ρώτησε γιατί ο Ιουστίνος χρησιμοποίησε τη φράση «ως μεν εμοί δοκεί» (όπως μου φαίνεται), υπονοώντας ότι υπήρχαν και άλλοι που δεν συμφωνούσαν. Ο Ιουστίνος επιβεβαίωσε ότι υπάρχουν τέτοιοι Χριστιανοί που «τολμούν» να μην κοινωνούν με τους Ιουδαιοχριστιανούς ούτε στο λόγο ούτε στο τραπέζι, με τους οποίους ο ίδιος διαφωνεί.
Ο Ιουστίνος διευκρίνισε ότι αν αυτοί οι Ιουδαιοχριστιανοί, λόγω της αδυναμίας της γνώμης τους, θέλουν να τηρούν όσα μπορούν από τον Μωσαϊκό Νόμο (τα οποία, όπως είπε, δόθηκαν λόγω της σκληροκαρδίας του λαού) «μαζί με την ελπίδα στον Χριστό και την τήρηση των αιωνίων και φυσικών πράξεων δικαιοσύνης και ευσέβειας», και επιλέγουν να ζουν με τους Χριστιανούς και τους πιστούς «χωρίς να προσπαθούν να τους πείσουν να περιτμηθούν, να τηρούν το Σάββατο ή άλλα παρόμοια», τότε πρέπει να γίνονται δεκτοί και να κοινωνούν σε όλα, «ως ομόσπλαγχνοι και αδελφοί». Ωστόσο, αν αυτοί που λένε ότι πιστεύουν στον Χριστό από το γένος του Τρύφωνα «αναγκάζουν τους πιστούς από τα έθνη να ζουν κατά τον Μωσαϊκό Νόμο» ή αρνούνται να κοινωνήσουν μαζί τους, τότε ο Ιουστίνος δεν τους αποδέχεται.
Όσο για εκείνους που πείθονται από τους Ιουδαιοχριστιανούς να ζουν κατά τον νόμο, διατηρώντας την ομολογία τους στον Χριστό του Θεού, ο Ιουστίνος ίσως πιστεύει ότι θα σωθούν. Αντιθέτως, δήλωσε ότι όσοι έχουν ομολογήσει και αναγνωρίσει τον Χριστό, αλλά για οποιονδήποτε λόγο έχουν επιστρέψει σε μια νομικιστική ζωή, «αρνούμενοι ότι Αυτός είναι ο Χριστός», και δεν μετανοούν πριν τον θάνατο, «δεν θα σωθούν καθόλου». Παρομοίως, όσοι από το σπέρμα του Αβραάμ ζουν κατά τον νόμο αλλά «δεν πιστεύουν στον Χριστό» πριν το τέλος της ζωής τους, «δεν θα σωθούν», ειδικά εκείνοι που στις συναγωγές τους καταράστηκαν και συνεχίζουν να καταρώνται τους πιστούς στον Χριστό, προκειμένου να τύχουν σωτηρίας και να απαλλαγούν από την τιμωρία της φωτιάς.
Ο Ιουστίνος εξήγησε ότι η αγαθότητα, η φιλανθρωπία και ο άπειρος πλούτος του Θεού καθιστούν τον μετανοούντα αμαρτωλό «ως δίκαιον και αναμάρτητον» (όπως δηλώνει ο Ιεζεκιήλ). Αντίθετα, αυτόν που μετατίθεται από την ευσέβεια στην αδικία και την αθεΐα, ο Θεός τον γνωρίζει ως αμαρτωλό, άδικο και ασεβή. Γι’ αυτό ο Κύριός τους Ιησούς Χριστός είπε: «Εν οις αν υμάς καταλάβω, εν τούτοις και κρινώ».
Προφητικές Ερμηνείες και η Ταυτότητα του Χριστού
Ο Τρύφων δήλωσε ότι όσα είχε ακούσει από τον Ιουστίνο ήταν «παράδοξα» και «μη δυνάμενα όλως αποδειχθήναι». Συγκεκριμένα, η ιδέα ότι ο Χριστός προϋπήρχε ως Θεός πριν από τους αιώνες, και στη συνέχεια υπέμεινε να γεννηθεί ως άνθρωπος, και ότι δεν είναι άνθρωπος από άνθρωπο, του φάνηκε ακατανόητη.
Ο Ιουστίνος συμφώνησε να δείξει αυτά τα στοιχεία από τις Γραφές. Εξήπλωσε ότι οι Εβραίοι ερμηνεύουν τους ψαλμούς για τον Σολομώντα, ενώ αυτοί αναφέρονται στον αιώνιο Βασιλέα, τον Χριστό. Τόνισε ότι ο Χριστός έχει προκηρυχθεί ως βασιλεύς, ιερεύς, θεός, κύριος, άγγελος, άνθρωπος, αρχιστράτηγος, λίθος, παιδίον γεννώμενον, και παθητός. Πρώτα έγινε παθητός, μετά ανέβηκε στον ουρανό και πάλι θα έρθει με δόξα, έχοντας αιώνια βασιλεία. Όλα αυτά, είπε, τα αποδεικνύει από όλες τις Γραφές.
Ο Ιουστίνος παρέθεσε τον Ψαλμό 72 (71 LXX) ως απόδειξη ότι ο Χριστός είναι αυτός ο Βασιλεύς. Το πλήρες κείμενο του Ψαλμού 72 (71 LXX) είναι [61.3]:
Ψαλμός 72 (71 LXX)
«Ὁ Θεός, τὸ κρίμα σου τῷ βασιλεῖ δὸς καὶ τὴν δικαιοσύνην σου τῷ υἱῷ τοῦ βασιλέως,
κρίνειν τὸν λαόν σου ἐν δικαιοσύνῃ καὶ τοὺς πτωχούς σου ἐν κρίσει.
Ἀναλαβέτωσαν τὰ ὄρη εἰρήνην τῷ λαῷ καὶ οἱ βουνοὶ δικαιοσύνην.
Κρινεῖ τοὺς πτωχοὺς τοῦ λαοῦ, καὶ σώσει τοὺς υἱοὺς τῶν πενήτων, καὶ ταπεινώσει συκοφάντην.
Καὶ συμπαραμενεῖ τῷ ἡλίῳ καὶ πρὸ τῆς σελήνης εἰς γενεὰς γενεῶν.
Καταβήσεται ὡς ὑετὸς ἐπὶ πόκον καὶ ὡς σταγὼν ἡ στάζουσα ἐπὶ γῆν.
Ἀνατελεῖ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ δικαιοσύνη καὶ πλῆθος εἰρήνης, ἕως ἀνταναιρεθῇ ἡ σελήνη.
Καὶ κατακυριεύσει ἀπὸ θαλάσσης ἕως θαλάσσης καὶ ἀπὸ ποταμῶν ἕως περάτων τῆς οἰκουμένης.
Ἐνώπιον αὐτοῦ προπεσοῦνται Αἰθίοπες, καὶ οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ χοῦν λείξουσιν.
Βασιλεῖς Θαρσις καὶ νῆσοι δῶρα προσφέρουσιν, βασιλεῖς Ἀράβων καὶ Σαβὰ δῶρα προσάξουσιν.
Καὶ προσκυνήσουσιν αὐτῷ πάντες οἱ βασιλεῖς, πάντα τὰ ἔθνη δουλεύσουσιν αὐτῷ.
Ὅτι ἐρρύσατο πτωχὸν ἐκ χειρὸς δυνάστου καὶ πένητα, ᾧ οὐχ ὑπῆρχεν βοηθός.
Φείσεται πτωχοῦ καὶ πένητος, καὶ τὰς ψυχὰς τῶν πενήτων σώσει.
Ἐκ τόκου καὶ ἐξ ἀδικίας λυτρώσεται τὰς ψυχὰς αὐτῶν, καὶ ἔντιμον τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐνώπιον αὐτοῦ.
Καὶ ζήσεται καὶ δοθήσεται αὐτῷ ἐκ τοῦ χρυσίου τῆς Ἀραβίας, καὶ προσεύξονται περὶ αὐτοῦ διαπαντός, ὅλην τὴν ἡμέραν εὐλογήσουσιν αὐτόν.
Ἔσται στήριγμα ἐν τῇ γῇ ἐπ’ ἄκρων ὀρέων, ὑπεραρθήσεται ὑπὲρ τὸν Λίβανον ὁ καρπὸς αὐτοῦ, καὶ ἐξανθήσουσιν ἐκ πόλεως ὡσεὶ χόρτος τῆς γῆς.
Ἔσται τὸ ὄνομα αὐτοῦ εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας, πρὸ τοῦ ἡλίου παραμενεῖ τὸ ὄνομα αὐτοῦ· καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν αὐτῷ πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς, πάντα τὰ ἔθνη μακαριοῦσιν αὐτόν.
Εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεός, ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος.
Καὶ εὐλογητὸν τὸ ὄνομα τῆς δόξης αὐτοῦ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος· καὶ πληρωθήσεται τῆς δόξης αὐτοῦ πᾶσα ἡ γῆ. Γένοιτο, γένοιτο.» [32, 61.3]
Αυτός ο βασιλιάς θα κρίνει τον λαό με δικαιοσύνη, θα σώσει τους φτωχούς, θα παραμείνει μαζί με τον ήλιο και πριν από τη σελήνη **«εις γενεάς γενεών». Η βασιλεία του θα εκτείνεται από θάλασσα σε θάλασσα και από ποταμούς έως τα πέρατα της οικουμένης. Όλοι οι βασιλείς θα τον προσκυνήσουν και όλα τα έθνη θα τον υπηρετήσουν. Τόνισε ότι «τίποτα από αυτά δεν συνέβη στον Σολομώντα», ο οποίος, μάλιστα, σύμφωνα με τις Βασιλείες, ειδωλολάτρευε λόγω μιας γυναίκας στη Σιδώνα. Αντίθετα, οι Χριστιανοί, που γνώρισαν τον ποιητή των όλων Θεό μέσω του σταυρωθέντος Ιησού, υπομένουν κάθε βασανιστήριο και τιμωρία, μέχρι τον θάνατο, για να μην ειδωλολατρήσουν ή φάνε ειδωλόθυτα.
Ο Ιουστίνος εξήγησε ότι οι πολλές ψευδοδιδασκαλίες και αιρέσεις που υπάρχουν, όπως οι Μαρκιανοί, οι Ουαλεντινιανοί, οι Βασιλειδιανοί και οι Σατορνιλιανοί, οι οποίοι διδάσκουν «άθεα και βλάσφημα» πράγματα στο όνομα του Ιησού, αποτελούν απόδειξη της προγνώσεως του Χριστού. Είπε ότι ο Ιησούς είχε προφητεύσει ότι πολλοί θα έρθουν στο όνομά του, ντυμένοι με δέρματα προβάτων εξωτερικά, αλλά εσωτερικά «λύκοι άρπαγες», και ότι θα υπάρξουν σχίσματα και αιρέσεις, και πολλοί ψευδόχριστοι και ψευδαπόστολοι που θα πλανήσουν πολλούς πιστούς. Αυτό, είπε, συμβαίνει στην πραγματικότητα. Ο Ιουστίνος διευκρίνισε ότι οι αληθινοί μαθητές της καθαρής διδασκαλίας του Ιησού Χριστού δεν κοινωνούν με κανέναν από αυτούς, καθώς τους αναγνωρίζουν ως «αθέους και ασεβείς και αδίκους και ανόμους», οι οποίοι απλώς ομολογούν το όνομα του Ιησού χωρίς να τον σέβονται.
Ο Τρύφων ζήτησε απόδειξη ότι ο Ιησούς, ο σταυρωμένος και ανελημμένος στους ουρανούς, είναι ο Χριστός του Θεού. Ο Ιουστίνος απάντησε ότι αυτό έχει ήδη αποδειχθεί σε όσους έχουν αυτιά να ακούσουν και από όσα ομολογούν και οι ίδιοι οι Εβραίοι. Παρέθεσε τον Ψαλμό 24 (23 LXX), ο οποίος μιλά για την είσοδο του «Βασιλέως της Δόξης» στις «πύλες αιώνιες». Το πλήρες κείμενο του Ψαλμού 24 (23 LXX) είναι [61.3]:
Ψαλμός 24 (23 LXX)
«Τοῦ Δαυΐδ. Ψαλμός.
Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς, ἡ οἰκουμένη καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῇ.
Αὐτὸς ἐθεμελίωσεν αὐτὴν ἐπὶ θαλασσῶν καὶ ἐπὶ ποταμῶν ἡτοίμασεν αὐτήν.
Τίς ἀναβήσεται εἰς τὸ ὄρος Κυρίου; ἢ τίς στήσεται ἐν τόπῳ ἁγίῳ αὐτοῦ;
Ἀθῷος χερσὶ καὶ καθαρὸς τῇ καρδίᾳ, ὃς οὐκ ἔλαβεν ἐπὶ ματαίῳ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ καὶ οὐκ ὤμοσεν δόλῳ τὸν πλησίον αὐτοῦ.
Οὗτος λήψεται εὐλογίαν παρὰ Κυρίου καὶ ἐλεημοσύνην παρὰ Θεοῦ Σωτῆρος αὐτοῦ.
Αὕτη ἡ γενεὰ ζητούντων τὸν Κύριον, ζητούντων τὸ πρόσωπον τοῦ Θεοῦ Ἰακώβ. Διάψαλμα.
Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, καὶ ἐπάρθητε, πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης.
Τίς ἐστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης; Κύριος κραταιὸς καὶ δυνατός, Κύριος δυνατὸς ἐν πολέμῳ.
Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, καὶ ἐπάρθητε, πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης.
Τίς ἐστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης; Κύριος τῶν δυνάμεων, αὐτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης. Διάψαλμα.» [34, 61.3]
Ο Ιουστίνος εξήγησε ότι **«ο Σολομών δεν είναι ο Κύριος των Δυνάμεων». Αντίθετα, όταν ο Χριστός αναστήθηκε και ανέβηκε στον ουρανό, οι άρχοντες που τέθηκαν από τον Θεό στους ουρανούς διατάχθηκαν να ανοίξουν τις πύλες του ουρανού για να εισέλθει ο «Βασιλεύς της Δόξης» και να καθίσει στα δεξιά του Πατρός. Οι ουράνιοι άρχοντες, βλέποντας τον Χριστό με άμορφη και άτιμη όψη, ρωτούσαν «Τις εστίν ούτος ο βασιλεύς της δόξης;», και το Άγιο Πνεύμα ή ο Πατέρας απαντούσε: «Κύριος των δυνάμεων, αυτός ούτος εστιν ο βασιλεύς της δόξης». Ο Ιουστίνος υποστήριξε ότι κανείς δεν θα τολμούσε να πει κάτι τέτοιο για τον Σολομώντα ή τις πύλες του Ναού.
Επίσης, επικαλέστηκε τον Ψαλμό 47 (46 LXX) «Ανέβη ο Θεός εν αλαλαγμώ, Κύριος εν φωνή σάλπιγγος» και τον Ψαλμό 99 (98 LXX), ο οποίος επιπλήττει τους Εβραίους και αποκαλύπτει τον Χριστό ως «Βασιλέα και Κύριο του Σαμουήλ, του Ααρών και του Μωυσή», και όλων των άλλων. Το πλήρες κείμενο του Ψαλμού 99 (98 LXX) είναι [61.3]:
Ψαλμός 99 (98 LXX)
«Ψαλμός τῷ Δαυΐδ.
Ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν, ὀργιζέσθωσαν λαοί· ὁ καθήμενος ἐπὶ χερουβὶμ σαλευθήτω ἡ γῆ.
Κύριος ἐν Σιὼν μέγας καὶ ὑψηλὸς ἐπὶ πάντα τὸν λαόν.
Ἐξομολογησάσθωσαν τῷ ὀνόματί σου τῷ μεγάλῳ, ὅτι φοβερὸν καὶ ἅγιον,
καὶ τιμὴ βασιλέως ἀγαπᾷ κρίσιν. Σὺ ἡτοίμασας εὐθύτητας, κρίσιν καὶ δικαιοσύνην ἐν Ἰακὼβ σὺ ἐποίησας.
Ὑψοῦτε Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν καὶ προσκυνεῖτε τῷ ὑποποδίῳ τῶν ποδῶν αὐτοῦ, ὅτι ἅγιός ἐστιν.
Μωυσῆς καὶ Ἀαρὼν ἐν τοῖς ἱερεῦσιν αὐτοῦ, καὶ Σαμουὴλ ἐν τοῖς ἐπικαλουμένοις τὸ ὄνομα αὐτοῦ· ἐπεκαλοῦντο τὸν Κύριον, καὶ αὐτὸς εἰσήκουσεν αὐτῶν.
Ἐν στύλῳ νεφέλης ἐλάλει πρὸς αὐτούς· ὅτι ἐφύλαξαν τὰ μαρτύρια αὐτοῦ καὶ τὰ προστάγματα αὐτοῦ, ἃ ἔδωκεν αὐτοῖς.
Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, σὺ ἐπήκουσας αὐτῶν· ὁ Θεὸς σὺ ἵλεως ἐγένου αὐτοῖς, ἐκδικῶν ἐπὶ πάντα τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτῶν.
Ὑψοῦτε Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν καὶ προσκυνεῖτε εἰς ὄρος ἅγιον αὐτοῦ, ὅτι ἅγιος Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν.» [35, 61.3]
Τόνισε ότι ο Κύριος βασιλεύει, ο λαός ας οργίζεται, αυτός που κάθεται επί των Χερουβείμ, η γη ας σαλευτεί. Ο Κύριος είναι μέγας εν Σιών και υψηλός επί όλους τους λαούς.
Ο Ιουστίνος παρέθεσε επιπλέον το **πλήρες κείμενο του Δανιήλ 7:9-10, 13-14 (για τον Παλαιό των Ημερών και τον Υιό του Ανθρώπου) και ολόκληρη την εκτενή προφητεία του Δανιήλ 7:19-27 (για το τέταρτο θηρίο, το μικρό κέρας και την κρίση) [61.3]. Εξήγησε επίσης τη συζήτηση για την ερμηνεία του «καιρού, καιρών και ημίσεος καιρού» από τον Δανιήλ, και την αντίκρουση της ιουδαϊκής ερμηνείας του «καιρού» ως 100 ετών [62.12].
Ο Τρύφων κατηγόρησε τον Ιουστίνο ότι λέει «πολλά βλάσφημα» ισχυριζόμενος ότι ο σταυρωμένος αυτός ήταν μαζί με τον Μωυσή και τον Ααρών, ότι τους μίλησε σε στύλο νεφέλης, μετά έγινε άνθρωπος, σταυρώθηκε, ανέβηκε στον ουρανό, και πάλι θα έρθει στη γη και θα είναι προσκυνητός. Ο Ιουστίνος απάντησε ότι «η σοφία αυτή του ποιητή των όλων και παντοκράτορος Θεού έχει κρυφτεί από εσάς». Εξήγησε ότι προσπαθούσε από συμπόνια να τους βοηθήσει να κατανοήσουν αυτά τα «παράδοξα» σημεία, ή τουλάχιστον να είναι ο ίδιος αθώος την ημέρα της κρίσεως. Προέτρεψε τους ακροατές να παραμείνουν προθυμότεροι ακροατές και εξεταστές, «καταφρονούντες την παράδοση των διδασκάλων τους».
Ο Ιουστίνος παρέθεσε τον Ψαλμό 45 (44 LXX) ως προφητεία για τον Χριστό. Το πλήρες κείμενο του Ψαλμού 45 (44 LXX) είναι [61.3]:
Ψαλμός 45 (44 LXX)
«Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ τῶν ἀλλοιωθησομένων, τοῖς υἱοῖς Κόρε ψαλμὸς συνέσεως, ᾠδὴ ὑπὲρ τοῦ ἀγαπητοῦ.
Ἐξηρεύξατο ἡ καρδία μου λόγον ἀγαθόν, λέγω ἐγὼ τὰ ἔργα μου τῷ βασιλεῖ· ἡ γλῶσσά μου κάλαμος γραμματέως ὀξυγράφου.
Ὡραῖος κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων, ἐξεχύθη χάρις ἐν χείλεσί σου· διὰ τοῦτο εὐλόγησέ σε ὁ Θεὸς εἰς τὸν αἰῶνα.
Περίζωσαι τὴν ῥομφαίαν σου ἐπὶ τὸν μηρόν σου, δυνατέ, τῇ ὡραιότητί σου καὶ τῷ κάλλει σου.
Καὶ ἔντεινον καὶ κατευοδοῦ καὶ βασίλευε ἕνεκεν ἀληθείας καὶ πρᾳότητος καὶ δικαιοσύνης, καὶ ὁδηγήσει σε θαυμαστῶς ἡ δεξιά σου.
Τὰ βέλη σου ἠκονημένα, δυνατέ, λαοὶ ὑποκάτω σου πεσοῦνται, ἐν καρδίᾳ τῶν ἐχθρῶν τοῦ βασιλέως.
Ὁ θρόνος σου, ὁ Θεός, εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος· ῥάβδος εὐθύτητος ἡ ῥάβδος τῆς βασιλείας σου.
Ἠγάπησας δικαιοσύνην καὶ ἐμίσησας ἀνομίαν· διὰ τοῦτο ἔχρισέ σε ὁ Θεός, ὁ Θεός σου, ἔλαιον ἀγαλλιάσεως παρὰ τοὺς μετόχους σου.
Σμύρνα καὶ στακτὴ καὶ κασσία ἀπὸ τῶν ἱματίων σου, ἀπὸ τῶν οἴκων ἐλεφαντίνων, ἐξ ὧν ηὔφρανάν σε.
Θυγατέρες βασιλέων ἐν τῇ τιμῇ σου· παρέστη ἡ βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ περιβεβλημένη, πεποικιλμένη.
Ἄκουσον, θύγατερ, καὶ ἴδε, καὶ κλῖνον τὸ οὖς σου, καὶ ἐπιλάθου τοῦ λαοῦ σου καὶ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου.
Καὶ ἐπιθυμήσει ὁ βασιλεὺς τοῦ κάλλους σου, ὅτι αὐτός ἐστιν Κύριός σου, καὶ προσκυνήσεις αὐτόν.
Καὶ θυγατέρες Τύρου ἐν δώροις, τὸ πρόσωπόν σου λιτανεύσουσιν οἱ πλούσιοι τοῦ λαοῦ.
Πᾶσα ἡ δόξα τῆς θυγατρὸς τοῦ βασιλέως ἔσωθεν, ἐν κροσσωτοῖς χρυσοῖς περιβεβλημένη, πεποικιλμένη.
Ἀπενεχθήσονται τῷ βασιλεῖ παρθένοι ὀπίσω αὐτῆς, αἱ πλησίον αὐτῆς ἀπενεχθήσονταί σοι.
Ἀπενεχθήσονται ἐν εὐφροσύνῃ καὶ ἀγαλλιάσει, ἀχθήσονται εἰς ναὸν βασιλέως.
Ἀντὶ τῶν πατέρων σου ἐγεννήθησάν σοι υἱοί· καταστήσεις αὐτοὺς ἄρχοντας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν.
Μνησθήσομαι τοῦ ὀνόματός σου ἐν πάσῃ γενεᾷ καὶ γενεᾷ· διὰ τοῦτο λαοὶ ἐξομολογήσονταί σοι εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.» [36, 61.3]
Ο Ψαλμός αναφέρει: **«Ο θρόνος σου, ο Θεός, εις τον αιώνα του αιώνος» και ότι ο Θεός τον έχρισε με «έλαιον αγαλλιάσεως παρά τους μετόχους σου». Ο Ιουστίνος ερμήνευσε τις «θυγατέρες βασιλέων» και τη «βασίλισσα» ως την Εκκλησία, τους πιστούς από όλα τα έθνη, που καλούνται να «επιλάθου του λαού σου και του οίκου του πατρός σου» και να προσκυνήσουν τον Βασιλέα, ο οποίος είναι ο Κύριός τους. Τόνισε ότι αυτοί οι λόγοι φανερά κηρύσσουν ότι «ο Χριστός είναι προσκυνητός, Θεός και Χριστός», μαρτυρούμενος από Αυτόν που έκανε αυτά. Η Εκκλησία, που δημιουργήθηκε στο όνομά Του και έλαβε το όνομά Του (Χριστιανοί), καλείται «θυγάτηρ» και διδάσκεται να ξεχάσει τις παλαιές πατρικές συνήθειες.
Η Μοναδικότητα του Χριστού και η Πνευματική Φύση του Θεού
Ο Ιουστίνος συνέχισε να υποστηρίζει τη μοναδική φύση του Χριστού, υποσχόμενος να αποδείξει ότι «υπάρχει ένας άλλος Θεός εκτός από τον Ποιητή των όλων, ο οποίος όμως είναι πάντα σε συμφωνία μαζί Του». Με τον όρο έτερος Θεός, περιγράφει τον Ιησού Χριστό, το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, και προσπαθεί να εξηγήσει το Δόγμα της Αγίας Τριάδας στον Εβραίο Τρύφωνα.
Αυτός ο «έτερος Θεός» καλείται επίσης «Άγγελος» επειδή αναγγέλλει ό,τι επιθυμεί ο Πατέρας. Επικαλέστηκε την περίπτωση των Σοδόμων από τη Γένεση: «Και ο Κύριος έβρεξεν επί Σόδομα θείον και πυρ παρά Κυρίου εκ του ουρανού». Αυτό το εδάφιο, υποστήριξε ο Ιουστίνος, υποδηλώνει δύο Κυρίους: έναν στη γη (αυτόν που συνομιλούσε με τον Αβραάμ) και έναν στον ουρανό (τον Ποιητή των όλων). Οι συνοδοί του Τρύφωνα αναγνώρισαν ότι η Γραφή φαινόταν να επιβάλλει αυτή την παραδοχή, αλλά δεν ήταν έτοιμοι να δεχτούν την ύπαρξη ενός διαφορετικού Θεού.
Ο Ιουστίνος εξήγησε περαιτέρω ότι αυτός ο «έτερος Θεός» είναι ο ίδιος που εμφανίστηκε στον Αβραάμ και στον Ιακώβ, υπηρετώντας τη βούληση του Δημιουργού των όλων. Η ονομασία «Άγγελος» προέρχεται από το γεγονός ότι αναγγέλλει τη βούληση του Πατρός. Ο Ιουστίνος διευκρίνισε ότι μιλούσε για ένα ον διαφορετικό «κατά αριθμόν, αλλά όχι κατά γνώμην», τονίζοντας ότι αυτό το ον δεν έπραξε ποτέ τίποτε άλλο παρά όσα ο Πατέρας, ο ποιητής του κόσμου, θέλησε να πράξει και να πει. Παρέθεσε την αφήγηση του Κυρίου που μίλησε στον Αβραάμ για το γέλιο της Σάρρας και στη συνέχεια ο Αβραάμ συνόδευσε τους «άνδρες» προς τα Σόδομα. Έδειξε ότι ο «Κύριος» που μίλησε στον Αβραάμ για την κρίση των Σοδόμων αναχώρησε, ενώ δύο «άγγελοι» πήγαν στα Σόδομα, και κατόπιν ο «Κύριος» (αυτός που μίλησε στον Αβραάμ) έβρεξε φωτιά «παρά Κυρίου εκ του ουρανού». Συνεπώς, αυτός που εμφανίστηκε στον Αβραάμ ήταν ο Κύριος που έλαβε την κρίση από τον Κύριο στον ουρανό.
Αναφερόμενος στην εμφάνιση στον Μωυσή στη φλεγόμενη βάτο, οι συνοδοί του Τρύφωνα πρότειναν ότι εμφανίστηκε ένας «άγγελος» στη φλόγα, αλλά ο Θεός ο ίδιος μίλησε στον Μωυσή. Ο Ιουστίνος παραδέχτηκε ότι αυτή η ερμηνεία εξακολουθούσε να υποθέτει δύο όντα (έναν άγγελο και τον Θεό) στην οπτασία, αλλά επανέλαβε ότι και πάλι ομιλών θα ήταν ο «έτερος Θεός» (αυτός που εμφανίστηκε στον Αβραάμ και τον Ιακώβ, υπηρετώντας τη βούληση του Πατρός), και όχι ο Δημιουργός των όλων, ο οποίος δεν θα άφηνε τον ουρανό για να εμφανιστεί σε ένα μικρό μέρος της γης. Ο Ιουστίνος δήλωσε ρητά ότι «ο προφητικός λόγος αναφέρεται σε αυτό το ένα ον ως «άγγελο Κυρίου» και «Κύριο» και «Θεό», υποδηλώνοντας ότι ο ίδιος που εμφανίστηκε στον Ιακώβ και στον Αβραάμ, εμφανίστηκε και μίλησε στον Μωυσή από τη βάτο». Τον ονομάζουν «Άγγελο» λόγω της υπακοής του στη βούληση του Πατρός, και «Θεό», «Υιό», «Σοφία», «Δύναμη», «Δόξα», «Κύριο» και «Λόγο», επειδή είναι η πρωτότοκη λογική δύναμη, γεννημένη από τον Θεό πριν από όλη τη δημιουργία, υπηρετώντας τη βούληση του Πατρός. Αυτή η γέννηση δεν είναι με διαίρεση ή μείωση, όπως η φωτιά ανάβει άλλες φωτιές χωρίς να μειώνεται η ίδια. Για να το υποστηρίξει, παρέθεσε εδάφια από τις Παροιμίες (8:22-31), ταυτίζοντας τη Σοφία με αυτό το πρωτότοκο ον, που δημιουργήθηκε πριν από τον κόσμο.
Στη συνέχεια, ανέφερε το Γένεση 1:26: «Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν». Ο Ιουστίνος απέρριψε τις ερμηνείες ότι ο Θεός μιλούσε στον εαυτό Του ή στα στοιχεία. Υποστήριξε ότι ο Θεός μιλούσε σε ένα άλλο ον, λογικό και διακριτό κατά αριθμόν, όπως αποδεικνύεται από το Γένεση 3:22: «Ιδού Αδάμ γέγονεν ως εις εξ ημών του γινώσκειν καλόν και πονηρόν», που υποδηλώνει τουλάχιστον δύο. Αυτό το «γεννηθέντα» ον (ο Λόγος) προϋπήρχε με τον Πατέρα πριν από όλα τα δημιουργήματα. Επιπλέον, παρέθεσε την αφήγηση από το βιβλίο του Ιησού του Ναυή (5:13-15), όπου ο «Αρχιστράτηγος δυνάμεως Κυρίου» εμφανίζεται στον Ιησού του Ναυή και του ζητά να βγάλει τα υποδήματά του γιατί ο τόπος είναι άγιος. Αυτός, είπε ο Ιουστίνος, είναι το ίδιο ον, αποδεικνύοντας ότι «ο Χριστός δεν είναι απλώς άνθρωπος γεννημένος από ανθρώπινη σπορά, αλλά από τη δύναμη του Θεού».
Ο Ιουστίνος επίσης αναφέρθηκε στην πνευματική φύση του Θεού Πατρός, δηλώνοντας ότι «ο άρρητος Πατέρας και Κύριος των πάντων, ούτε έρχεται κάπου, ούτε περπατά, ούτε κοιμάται, ούτε εγείρεται, αλλά παραμένει στον δικό Του χώρο, οξυδερκής στην όραση και στην ακοή, όχι με μάτια ή αυτιά, αλλά με ανείπωτη δύναμη» [41, 62.25]. Αυτός επιβλέπει τα πάντα και γνωρίζει τα πάντα, και κανείς από εμάς δεν Του έχει διαφύγει. Αφού είναι απερίγραπτος σε τόπο και στον όλο κόσμο, και υπήρχε πριν δημιουργηθεί ο κόσμος, πώς θα μπορούσε να μιλήσει σε κάποιον ή να εμφανιστεί σε κάποιον ή να φανεί σε ένα ελάχιστο μέρος της γης; Σημείωσε ότι ο λαός στο Σινά δεν μπόρεσε καν να δει τη δόξα του Όντος που έστειλε ο Πατέρας (του Χριστού), ούτε ο Μωυσής μπόρεσε να εισέλθει στη Σκηνή όταν γέμισε με τη δόξα του Θεού. Ούτε ο ιερέας μπόρεσε να σταθεί μπροστά στο Ναό όταν ο Σολομών έφερε την Κιβωτό στην Ιερουσαλήμ. Συνεπώς, «οὔτε οὖν Ἀβραὰμ οὔτε Ἰσαὰκ οὔτε Ἰακὼβ οὔτε ἄλλος ἀνθρώπων εἶδε τὸν πατέρα καὶ ἄρρητον κύριον τῶν πάντων ἁπλῶς καὶ αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ’ ἐκεῖνον τὸν κατὰ βουλὴν τὴν ἐκείνου καὶ θεὸν ὄντα, υἱὸν αὐτοῦ, καὶ ἄγγελον ἐκ τοῦ ὑπηρετεῖν τῇ γνώμῃ αὐτοῦ· ὃν καὶ ἄνθρωπον γεννηθῆναι διὰ τῆς παρθένου βεβούληται». Αυτό το ίδιο ον έγινε κάποτε φωτιά στη συνομιλία με τον Μωυσή από τη βάτο. Ο Ιουστίνος κατέληξε ότι αν δεν ερμηνεύουν τις Γραφές έτσι, θα σήμαινε ότι ο Πατέρας δεν ήταν στους ουρανούς όταν «Κύριος έβρεξε επί Σόδομα πυρ και θείον παρά Κυρίου εκ του ουρανού», ή όταν είπε: «Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών», ή «Λέγει Κύριος τω Κυρίω μου· Κάθου εκ δεξιών μου».
Τυπολογικές Ερμηνείες και η Σταύρωση του Χριστού
Ο Ιουστίνος εξήγησε ότι το πρόβατο του Πάσχα που ο Θεός πρόσταξε να θυσιάζεται ήταν «τύπος του Χριστού», του οποίου το αίμα, μέσω της πίστης σε Αυτόν, χρίει τους οίκους των πιστών, δηλαδή τους ίδιους. Αυτή η εντολή, είπε, ήταν προσωρινή, διότι ο Θεός γνώριζε ότι θα έρθουν μέρες μετά το πάθος του Χριστού, οπότε ο τόπος της Ιερουσαλήμ θα παραδοθεί στους εχθρούς τους και όλες οι προσφορές θα σταματήσουν. Το γεγονός ότι το προσταγμένο πρόβατο έπρεπε να ψηθεί ολόκληρο με συγκεκριμένο τρόπο, σχηματίζοντας το σχήμα του σταυρού (με μία κάθετη σούβλα από κάτω προς το κεφάλι και μία οριζόντια στην πλάτη, στην οποία προσαρτώνται και τα χέρια του προβάτου), ήταν ένα «σύμβολο του πάθους του σταυρού» που επρόκειτο να υποστεί ο Χριστός [42, 61.4].
Οι δύο τράγοι που προσφέρονταν την ημέρα της νηστείας, εκ των οποίων ο ένας γινόταν αποπομπιαίος (αποδιοπομπαίος) και ο άλλος προσφερόταν ως θυσία, ήταν μια «προαναγγελία των δύο παρουσιών του Χριστού». Η μία, κατά την οποία οι πρεσβύτεροι και ιερείς του λαού του Τρύφωνα τον απέπεμψαν σαν αποδιοπομπαίο, βάζοντας τα χέρια τους πάνω του και θανατώνοντάς τον. Η δεύτερη, κατά την οποία θα αναγνωριζόταν στον ίδιο τόπο της Ιερουσαλήμ, αυτός που ατιμάστηκε από αυτούς, και θα ήταν προσφορά για όλους τους αμαρτωλούς που επιθυμούν να μετανοήσουν και να τηρήσουν την νηστεία που περιγράφει ο Ησαΐας (λύοντας δεσμά αδικίας και τα λοιπά). Ο Ιουστίνος επεσήμανε ότι η προσφορά αυτών των δύο τράγων επιτρεπόταν μόνο στην Ιερουσαλήμ. Η προσφορά του σιμιγδαλιού για τον καθαρισμό των λεπρών ήταν «τύπος του άρτου της Ευχαριστίας».
Όσον αφορά τη σταύρωση, ο Τρύφων δυσκολεύτηκε να δεχτεί ότι ο Χριστός θα υπέφερε έναν τόσο ατιμωτικό θάνατο, αφού ο Νόμος λέει: «Επικατάρατος γαρ πάς ο κρεμάμενος επί ξύλου». Ο Ιουστίνος απάντησε ότι αν ο Χριστός δεν επρόκειτο να πάθει, και αν οι προφήτες δεν είχαν προαναγγείλει ότι θα οδηγηθεί σε θάνατο για τις ανομίες του λαού, θα ατιμαζόταν, θα μαστιγωνόταν, θα λογιζόταν μεταξύ των ανόμων, και θα οδηγούνταν ως πρόβατο σε σφαγή, και ότι κανείς δεν θα διηγηθεί τη γενεά του, τότε θα ήταν πράγματι περίεργο. Αλλά αφού αυτό είναι που τον χαρακτηρίζει και τον κάνει γνωστό σε όλους, πώς οι Χριστιανοί δεν θα τον πιστεύαμε με θάρρος;. Υποστήριξε ότι όποιος κατανοεί τους προφήτες θα τον αναγνώριζε ως Χριστό, αν μόνο άκουγε ότι σταυρώθηκε. Ο Ιουστίνος παρέθεσε το πλήρες κείμενο του Ζαχαρία 13:7: «Ῥομφαία, ἐξεγέρθητι ἐπὶ τὸν ποιμένα μου, καὶ ἐπὶ ἄνδρα πολίτην μου, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ· πατάξατε τὸν ποιμένα, καὶ διασκορπισθήσεται τὰ πρόβατα, καὶ ἐπάξω τὴν χεῖρά μου ἐπὶ τοὺς ποιμένας» [61.3, 62.14].
Ο Ιουστίνος παρείχε αποδείξεις από τις Γραφές για τη σταύρωση, εξηγώντας ότι οι προφήτες αποκάλυψαν αυτά τα πράγματα με «παραβολές και τύπους», συχνά συγκαλυμμένα, ώστε να απαιτείται κόπος από όσους αναζητούν την αλήθεια. Πρώτα ανέφερε τις πράξεις του Μωυσή κατά τη μάχη με τον Αμαλήκ: ο Μωυσής, με τα χέρια απλωμένα σε σχήμα σταυρού (υποστηριζόμενα από τον Ωρ και τον Ααρών), έμενε έτσι μέχρι το βράδυ. Αν χαλάρωνε το σχήμα αυτό, ο λαός ηττάτο. Αυτό, είπε ο Ιουστίνος, δεν ήταν απλώς προσευχή, αλλά το «σημείο του σταυρού», που έδειχνε ότι η νίκη προερχόταν όχι μόνο από την προσευχή, αλλά από το σημείο του σταυρού και το όνομα του Ιησού (του Ναυή, που οδηγούσε τη μάχη). Σημείωσε ότι ο Μωυσής καθόταν πάνω σε μια πέτρα, η οποία επίσης συμβόλιζε τον Χριστό. Ο Ιουστίνος ανέλυσε επίσης την ερμηνεία της φράσης «κέρατα μονοκέρωτος» από την ευλογία του Ιωσήφ (Δευτερονόμιο 33:17) ως σύμβολο του σταυρού, εξηγώντας τα κάθετα και οριζόντια ξύλα και τη θέση του σταυρωμένου [61.4]. Πρόσθεσε επίσης την ιστορία της Κιβωτού της Διαθήκης που αιχμαλωτίστηκε από τους Φιλισταίους και επιστράφηκε από αγελάδες χωρίς ανθρώπινη καθοδήγηση, φτάνοντας σε έναν τόπο με το όνομα Αυσή (το ίδιο με το όνομα Ιησούς), ως ένδειξη της δύναμης του Χριστού [62.28].
Ο Ιουστίνος αναφέρθηκε επίσης στην κατάρα του Νόμου: «Επικατάρατος γαρ ειρήται πας ος ουκ εμμένει εν τοις γεγραμμένοις εν τω βιβλίω του νόμου του ποιήσαι αυτά». Υποστήριξε ότι κανένας άνθρωπος δεν τήρησε τέλεια τον Νόμο, άρα όλοι είναι υπό κατάρα, ειδικά τα έθνη που ειδωλολατρούσαν [46, 62.26]. Επομένως, ο Πατέρας θέλησε ο Χριστός Του να αναλάβει «τας πάντων κατάρας», γνωρίζοντας ότι θα τον ανέστηνε. Κατηγόρησε τους Εβραίους ότι θρηνούν για τον σταυρωμένο Χριστό ως καταραμένο, αντί να θρηνούν για τον εαυτό τους, αφού ενήργησαν ενάντια στη βούληση του Θεού.
Παρέθεσε Ησαΐα (65:2): «Εξεπέτασά μου τας χείρας επί λαόν απειθούντα και αντιλέγοντα», αναφερόμενος στη σταύρωση του Χριστού. Και πάλι Ησαΐα για την ανάσταση: «Η ταφή αυτού ήρται εκ του μέσου», και «Δώσω τους πλουσίους αντί του θανάτου αυτού». Στη συνέχεια, παρέθεσε τον Ψαλμό 22 (21 LXX), ο οποίος περιγράφει τη «διάτρηση των χεριών και των ποδιών», τον διαμοιρασμό των ιματίων με κλήρο. Το πλήρες κείμενο του Ψαλμού 22 (21 LXX) είναι [61.3]:
Ψαλμός 22 (21 LXX)
«Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ τῆς ἀντιλήψεως τῆς ἑωθινῆς, ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
Ὁ Θεός, ὁ Θεός μου, πρόσχες μοι· ἵνα τί ἐγκατέλιπές με; μακρὰν ἀπὸ τῆς σωτηρίας μου οἱ λόγοι τῶν παραπτωμάτων μου.
Ὁ Θεός μου, κεκράξομαι ἡμέρας, καὶ οὐκ εἰσακούσῃ· καὶ νυκτός, καὶ οὐκ εἰς ἄνοιαν ἐμοί.
Σὺ δέ, ἅγιε, ἐν ἁγίοις κατοικεῖς, ἔπαινος Ἰσραὴλ σύ.
Ἐπὶ σοὶ ἤλπισαν οἱ πατέρες ἡμῶν, ἤλπισαν, καὶ ἐρρύσω αὐτούς.
Πρὸς σὲ ἐκέκραξαν καὶ ἐσώθησαν, ἐπὶ σοὶ ἤλπισαν καὶ οὐ κατῃσχύνθησαν.
Ἐγὼ δὲ εἰμι σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος, ὄνειδος ἀνθρώπων καὶ ἐξουθένημα λαοῦ.
Πάντες οἱ θεωροῦντές με ἐξεμυκτήριζόν με, ἐλάλησαν ἐν χείλεσιν, ἐκίνησαν κεφαλήν·
Ἤλπισεν ἐπὶ Κύριον, ῥυσάσθω αὐτόν, σωσάτω αὐτόν, ὅτι θέλει αὐτόν.
Ὅτι σὺ εἶ ὁ ἐκσπάσας με ἐκ γαστρός· ἡ ἐλπίς μου ἀπὸ μαστῶν τῆς μητρός μου.
Ἐπὶ σὲ ἐπερρίφην ἐκ μήτρας, ἐκ κοιλίας μητρός μου σὺ εἶ Θεός μου.
Μὴ ἀποστῇς ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι θλῖψις ἐγγύς, ὅτι οὐκ ἔστιν ὁ βοηθῶν.
Περιεκύκλωσάν με μόσχοι πολλοί, ταῦροι πίονες περιέσχον με.
Ἥνοιξαν ἐπ’ ἐμὲ τὸ στόμα αὐτῶν ὡς λέων ἁρπάζων καὶ ὠρυόμενος.
Ὡσεὶ ὕδωρ ἐξεχύθην, καὶ διεσκορπίσθη πάντα τὰ ὀστᾶ μου· ἐγενήθη ἡ καρδία μου ὡσεὶ κηρὸς τηκόμενος ἐν μέσῳ τῆς κοιλίας μου.
Ἐξηράνθη ὡσεὶ ὄστρακον ἡ ἰσχύς μου, καὶ ἡ γλῶσσά μου κεκόλληται τῷ λάρυγγί μου, καὶ εἰς χοῦν θανάτου κατήγαγές με.
Ὅτι ἐκύκλωσάν με κύνες πολλοί, συναγωγὴ πονηρευομένων περιέσχον με· ὤρυξαν χεῖράς μου καὶ πόδας μου.
Ἐξηρίθμησαν πάντα τὰ ὀστᾶ μου· αὐτοὶ δὲ κατενόησαν καὶ ἐπείδόν με.
Διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς, καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον.
Σὺ δέ, Κύριε, μὴ μακρύνῃς τὴν βοήθειάν σου ἀπ’ ἐμοῦ· εἰς τὴν ἀντίληψίν μου πρόσχες.
Ῥῦσαι ἀπὸ ῥομφαίας τὴν ψυχήν μου καὶ ἐκ χειρὸς κυνὸς τὴν μονογενῆ μου.
Σῶσόν με ἐκ στόματος λέοντος καὶ ἀπὸ κεράτων μονοκερώτων τὴν ταπείνωσίν μου.
Διηγήσομαι τὸ ὄνομά σου τοῖς ἀδελφοῖς μου, ἐν μέσῳ ἐκκλησίας ὑμνήσω σε.
Οἱ φοβούμενοι τὸν Κύριον, αἰνέσατε αὐτόν· ἅπαν τὸ σπέρμα Ἰακὼβ δοξάσατε αὐτόν.
Φοβηθήτω αὐτὸν πᾶν τὸ σπέρμα Ἰσραήλ, ὅτι οὐκ ἐξουδένωσε οὐδὲ προσώχθισεν τὴν δέησιν τοῦ πτωχοῦ, οὐδὲ ἀπέστρεψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἀπ’ ἐμοῦ, καὶ ἐν τῷ κεκραγέναι με πρὸς αὐτὸν εἰσήκουσέν μου.
Παρὰ σοῦ ὁ ἔπαινός μου ἐν ἐκκλησίᾳ μεγάλῃ· τὰς εὐχάς μου ἀποδώσω ἐνώπιον τῶν φοβουμένων αὐτόν.
Φάγονται πτωχοὶ καὶ ἐμπλησθήσονται, καὶ αἰνέσουσι Κύριον οἱ ἐκζητοῦντες αὐτόν· ζήσονται αἱ καρδίαι αὐτῶν εἰς αἰῶνα αἰῶνος.
Μνησθήσονται καὶ ἐπιστραφήσονται πρὸς Κύριον πάντα τὰ πέρατα τῆς γῆς, καὶ προσκυνήσουσιν ἐνώπιον αὐτοῦ πᾶσαι αἱ πατριαὶ τῶν ἐθνῶν.
Ὅτι τοῦ Κυρίου ἡ βασιλεία, καὶ αὐτὸς δεσπόζει τῶν ἐθνῶν.
Ἔφαγον καὶ προσεκύνησαν πάντες οἱ πίονες τῆς γῆς· ἐνώπιον αὐτοῦ προπεσοῦνται πάντες οἱ καταβαίνοντες εἰς γῆν, καὶ ἡ ψυχή μου πρὸς αὐτὸν ζῇ.
Σπέρμα μου δουλεύσει αὐτῷ, ἀναγγελήσεται Κυρίῳ γενεὰ ἡ ἐρχομένη.
Καὶ ἀναγγελοῦσι τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ λαῷ τῷ τεχθησομένῳ, ὃν ἐποίησεν ὁ Κύριος.» [47, 61.3]
Όταν σταυρώθηκε, είπε, τρύπησαν τα χέρια και τα πόδια Του με ήλους, και οι σταυρωτές μοίρασαν τα ιμάτιά Του, ρίχνοντας κλήρο για το ποιος θα πάρει τι. Ο Ιουστίνος τόνισε ότι αυτός ο ψαλμός δεν αναφέρεται σε κανέναν Εβραίο βασιλιά ή χρισμένο, παρά μόνο στον Ιησού, που σταυρώθηκε. Ερμήνευσε τον Ψαλμό 22 (21 LXX), ξεκινώντας από το **«Ο Θεός, ο Θεός μου, πρόσχες μοι. Ίνα τι εγκατέλιπές με;», ως προφητεία των λόγων που ο Χριστός επρόκειτο να πει. Περιέγραψε την προσευχή του Χριστού στο Όρος των Ελαιών, όπου ζήτησε: «Πάτερ, ει δυνατόν εστι, παρελθέτω το ποτήριον τούτο απ’ εμού», και στη συνέχεια: «Μη ως εγώ βούλομαι, αλλ’ ως συ θέλεις», αποδεικνύοντας ότι «πραγματικά έγινε παθητός άνθρωπος». Η φράση «και ουκ εις άνοιαν εμοί» δείχνει ότι δεν αγνοούσε τι επρόκειτο να πάθει. Η σιωπή του Χριστού ενώπιον του Πιλάτου, παρόλο που συνήθως ήλεγχε τους διδασκάλους των Εβραίων, ήταν μια προαναγγελία της εκπλήρωσης της προφητείας «Κύριος δίδωσί μοι γλώσσαν του γνώμαι ηνίκα με δει ειπείν λόγον». Το ότι ζήτησε βοήθεια από τον Θεό, «Μη αποστήσης απ’ εμού», διδάσκει ότι όλοι πρέπει να ελπίζουν στον Θεό που τα δημιούργησε όλα και να ζητούν σωτηρία και βοήθεια μόνο από Αυτόν.
Οι περιγραφές στον ψαλμό για την «θλίψις εγγύς», «περιεκύκλωσάν με μόσχοι πολλοί, ταύροι πίονες περιέσχον με», και «ήνοιξαν επ’ εμέ το στόμα αυτών ως λέων αρπάζων και ωρυόμενος» ήταν προαναγγελίες των γεγονότων που συνέβησαν στον Χριστό τη νύχτα που τον συνέλαβαν στο Όρος των Ελαιών. Τους «μόσχους κερατιστάς και προώλεις» και τους «ταύρους πίονες» χαρακτήρισε τους Φαρισαίους και γραμματείς. Το «διεσκορπίσθη πάντα τα οστά μου» και «η καρδία μου ωσεί κηρός τηκομένη» αναφέρονται στη συντριβή της καρδιάς του Χριστού. Το «εξηράνθη ωσεί όστρακον η ισχύς μου, και η γλώσσά μου κεκόλληται τω λάρυγγί μου» προανήγγειλε τη σιωπή του Χριστού στην ανάκριση.
Το «Εις χουν θανάτου κατήγαγές με, ότι εκύκλωσάν με κύνες πολλοί, συναγωγή πονηρευομένων περιέσχον με· ώρυξαν χείράς μου και πόδας μου, εξηρίθμησαν πάντα τα οστά μου· αυτοί δε κατενόησαν και επείδόν με· διεμερίσαντο τα ιμάτιά μου εαυτοίς, και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον», προαναγγέλλει το είδος του θανάτου που η «συναγωγή των πονηρευομένων», που αποκαλεί «κύνες» και «κυνηγοί», επρόκειτο να επιβάλει στον Χριστό.
Τα επόμενα λόγια του ψαλμού, «Συ δέ, Κύριε, μη μακρύνῃς την βοήθειάν σου απ’ εμού· εις την αντίληψίν μου πρόσχες· ρυσαί από ρομφαίας την ψυχήν μου και εκ χειρός κυνός την μονογενή μου· σώσόν με εκ στόματος λέοντος και από κεράτων μονοκερώτων την ταπείνωσίν μου», αποτελούν διδασκαλία και προαναγγελία των γεγονότων που επρόκειτο να συμβούν σε Αυτόν. Ο Ιουστίνος επεσήμανε ότι ο Χριστός ήταν ο «Μονογενής» του Πατρός των όλων, ο Λόγος και η Δύναμη που γεννήθηκε ειδικά από Αυτόν, και αργότερα έγινε άνθρωπος δια της Παρθένου. Η φράση «κέρατα μονοκερώτων» αναφέρεται αποκλειστικά στο «σχήμα του σταυρού».
Η Ανάσταση, η Ανάληψη και η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού
Ο Ιουστίνος ανέφερε ότι ο Μωυσής προφήτευσε ότι «ο Χριστός θα ανατείλει ως άστρο από τον Ιακώβ». Άλλη Γραφή αναφέρει: «Ιδού ανήρ, ανατολή όνομα αυτώ». Εξήγησε ότι «όταν γεννήθηκε ο Χριστός, ένα αστέρι ανατείλει στον ουρανό», όπως γράφεται στα απομνημονεύματα των αποστόλων. Οι Μάγοι από την Αραβία, αναγνωρίζοντας αυτό, ήρθαν και τον προσκύνησαν. Επιπλέον, ο Ιουστίνος αναφέρθηκε στην προφητεία του Ζαχαρία 9:9 («Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών, κήρυξον, θύγατερ Ἱερουσαλήμ· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι δίκαιος καὶ σῴζων, αὐτὸς πραῢς καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὑποζύγιον καὶ πῶλον νέον») για τον Βασιλέα που έρχεται πάνω σε όνο [61.3, 62.13].
Για την ανάσταση την τρίτη ημέρα μετά τη σταύρωση, ο Ιουστίνος είπε ότι οι Εβραίοι είχαν ζητήσει σημάδι από τον Ιησού, και Αυτός τους απάντησε: «Γενεά πονηρά και μοιχαλίς σημείον επιζητεί, και σημείον ου δοθήσεται αυτοίς ει μη το σημείον Ιωνά». Αυτό, ερμήνευσε ο Ιουστίνος, σήμαινε συγκαλυμμένα ότι «ο Χριστός θα αναστηθεί την τρίτη ημέρα μετά τη σταύρωση». Συνέκρινε τη γενεά του Τρύφωνα ως «πονηροτέραν» και «μοιχαλίδα» από την πόλη της Νινευή, η οποία μετανόησε μετά το κήρυγμα του Ιωνά (που βγήκε από την κοιλιά του μεγάλου ψαριού την τρίτη ημέρα). Αντίθετα, οι Εβραίοι, ακόμα και αφού έμαθαν ότι ο Χριστός αναστήθηκε, όχι μόνο δεν μετανόησαν, αλλά, όπως προανέφερε, έστειλαν άνδρες σε όλη την οικουμένη, διαδίδοντας ότι μια «αίρεσις άθεος και άνομος» είχε εμφανιστεί από τον «πλανό Ιησού τον Γαλιλαίο». Ισχυρίζονταν ότι οι μαθητές του τον έκλεψαν από τον τάφο τη νύχτα, αφού τον κατέβασαν από τον σταυρό, και πλανάνε τους ανθρώπους λέγοντας ότι αναστήθηκε εκ νεκρών και ανέβηκε στον ουρανό. Ακόμη και μετά την καταστροφή της πόλης τους και την ερήμωση της γης τους, δεν μετανόησαν, αλλά συνέχισαν να καταρώνται τον Χριστό και τους πιστούς Του. Παρόλα αυτά, οι Χριστιανοί δεν τους μισούν, αλλά προσεύχονται γι’ αυτούς και για όλους τους ανθρώπους να μετανοήσουν και να λάβουν έλεος από τον Θεό.
Ο Ιουστίνος υποστήριξε περαιτέρω ότι οι Γραφές αποδεικνύουν δύο παρουσίες του Χριστού, συμβολικά προαναγγελθείσες και από τον Μωυσή, μέσω του συμβόλου των τράγων που προσφέρονταν τη νηστεία. Επίσης, τα γεγονότα που έλαβαν χώρα με τον Μωυσή και τον Ιησού του Ναυή (ο Μωυσής με τα χέρια του υψωμένα σε σχήμα σταυρού και ο Ιησούς του Ναυή να οδηγεί τη μάχη) αποτελούσαν μια συμβολική προκήρυξη. Ο Ιουστίνος εξήγησε ότι κανείς από αυτούς τους δύο αγίους ανδρών δεν μπορούσε να φέρει μόνος του και τα δύο μυστήρια – τον τύπο του σταυρού και τον τύπο της επίκλησης του ονόματος του Ιησού – διότι «αυτή η δύναμη ανήκει αποκλειστικά στον Χριστό, του οποίου το όνομα φοβούνται όλες οι αρχές, γνωρίζοντας ότι θα καταλυθούν μέσω Αυτού». Η υπόλοιπη προφητεία του Μιχαίου θα εκπληρωθεί στη δεύτερη παρουσία του Χριστού.
Ο Αληθινός Ισραήλ και η Ένταξη των Εθνών
Ο Ιουστίνος ανέφερε τη προφητεία του Μιχαίου (4:1-4) που μιλά για το «όρος Κυρίου» που θα φανερωθεί στις «έσχατες ημέρες», όπου πολλά έθνη θα συρρέουν για να μάθουν τον νόμο του Κυρίου. Τότε, οι λαοί «συγκόψουσι τας μαχαίρας αυτών εις άροτρα και τας ζιβύνας αυτών εις δρέπανα, και ου μη άρη έθνος επ’ έθνος μάχαιραν, και ου μη μάθωσιν έτι πολεμείν». Ο Ιουστίνος γνώριζε ότι οι δάσκαλοι του Τρύφωνα συμφωνούσαν ότι αυτό αναφερόταν στον Χριστό, αλλά ισχυρίζονταν ότι δεν είχε ακόμη έρθει ή δεν είχε αναγνωριστεί. Ο Ιουστίνος διόρθωσε αυτή την αντίληψη, υποστηρίζοντας ότι η προφητεία αναφερόταν στις δύο παρουσίες του Χριστού: την πρώτη, κατά την οποία θα ήταν παθητός, άδοξος και σταυρωμένος, και τη δεύτερη, κατά την οποία θα επανέλθει με δόξα από τους ουρανούς. Τόνισε ότι «οι Χριστιανοί, έχοντας γνωρίσει την ευσέβεια μέσω του νόμου και του λόγου που εξήλθε από την Ιερουσαλήμ δια των αποστόλων του Ιησού, έχουν καταφύγει στον Θεό του Ιακώβ και τον Θεό του Ισραήλ». Αυτοί, που κάποτε ήταν γεμάτοι πόλεμο και κακία, «μεταβάλαμε τα πολεμικά όργανα… τις μαχαίρες σε άροτρα και τις ζιβύνες σε γεωργικά», και τώρα «γεωργούμεν ευσέβειαν, δικαιοσύνην, φιλανθρωπίαν, πίστιν, ελπίδα την παρ’ αυτού του Πατρός δια του σταυρωθέντος». Ζουν μονογαμικά, ο καθένας με τη σύζυγό του, σε αντίθεση με τις παλαιές συνήθειες. Ο Ιουστίνος υπογράμμισε ότι «η φυτευθείσα υπό του Θεού άμπελος και Σωτήρος Χριστού ο λαός αυτού εστι».
Ο Ιουστίνος ερμήνευσε τη φράση «την εκτεθλιμμένην» (αυτή που έχει καταδιωχθεί) ως τους Χριστιανούς που έχουν εκδιωχθεί από τον κόσμο, όχι μόνο από την περιουσία τους, αλλά και από τον κόσμο γενικά, καθώς κανείς δεν επιτρέπει σε έναν Χριστιανό να ζήσει. Αντίθετα, οι Εβραίοι, αν και εκδιώχθηκαν από τον πόλεμο, υπέστησαν αυτά «δικαίως», όπως μαρτυρούν οι Γραφές. Οι Χριστιανοί, που δεν έπραξαν τίποτα τέτοιο μετά τη γνώση της αλήθειας του Θεού, μαρτυρούνται από τον Θεό ότι «αίρονται από γης» μαζί με τον δίκαιο και αμόλυντο Χριστό. Ο Ησαΐας κράζει: «Ιδού ως ο δίκαιος απώλετο, και ουδείς εκδέχεται τη καρδία· και άνδρες δίκαιοι αίρονται, και ουδείς κατανοεί». Ο Ιουστίνος ανέφερε επίσης τον θάνατο του Ησαΐα με ξύλινο πριόνι και την ερμηνεία του ως τύπου του Χριστού που θα διαιρέσει το γένος των Ιουδαίων σε δύο μέρη (σωζόμενους και καταδικασμένους) [61.4].
Επίσης, ο Ιουστίνος επανέλαβε τον συμβολισμό των δύο τράγων της νηστείας και των πράξεων του Μωυσή και του Ιησού του Ναυή ως προφητείες για τις δύο παρουσίες του Χριστού. Τόνισε ότι ο Μωυσής με τα χέρια του σε σχήμα σταυρού και ο Ιησούς του Ναυή με το όνομα του Ιησού, οδηγούσαν τον λαό στη νίκη ενάντια στον Αμαλήκ. Αυτή η «δύναμη του σταυρού και του ονόματος του Ιησού» ανήκει αποκλειστικά στον Χριστό. Ως εκ τούτου, ο σταυρωμένος Χριστός δεν καταράστηκε από τον νόμο, αλλά έδειξε ότι μόνος Αυτός θα σώσει όσους δεν απομακρύνονται από την πίστη του. Η σωτηρία των πρωτοτόκων στην Αίγυπτο μέσω του αίματος του πάσχα, το οποίο χρίστηκε στους στύλους και το ανώφλι των θυρών, ήταν επίσης τύπος του Χριστού, του οποίου το αίμα σώζει τους πιστούς από τον θάνατο. Ο Ιουστίνος σημείωσε ότι ο Χριστός συνελήφθη και σταυρώθηκε την ημέρα του Πάσχα.
Περαιτέρω, ο Ιουστίνος ερμήνευσε τη κόκκινη κλωστή που έδωσαν οι κατάσκοποι του Ιησού του Ναυή στη Ραάβ την πόρνη στην Ιεριχώ, ως «σύμβολο του αίματος του Χριστού», μέσω του οποίου οι πρώην πόρνοι και άδικοι από όλα τα έθνη σώζονται, λαμβάνοντας άφεση αμαρτιών και παύοντας να αμαρτάνουν [55, 61.4]. Ο Ιουστίνος επέκρινε τους Εβραίους διδασκάλους τους που ερμηνεύουν αυτά τα σημεία κυριολεκτικά, υποβαθμίζοντας τη δύναμη του Θεού και καθιστώντας τον Μωυσή άνομο, αφού ο ίδιος που απαγόρευσε την κατασκευή ειδώλων, έφτιαξε ένα χάλκινο φίδι και το έστησε ως σημείο, για να σώζονται οι δαγκωμένοι που το έβλεπαν. Το φίδι, είπε, δεν έσωσε τον λαό, αλλά ήταν ένα μυστήριο και σύμβολο του σταυρωθέντος Ιησού.
Ο Ιουστίνος υπογράμμισε ότι «όλο το ανθρώπινο γένος βρίσκεται υπό κατάρα» σύμφωνα με τον Νόμο του Μωυσή, καθώς «επικατάρατος γαρ ειρήται πας ος ουκ εμμένει εν τοις γεγραμμένοις εν τω βιβλίω του νόμου του ποιήσαι αυτά» [56, 62.26]. Κανείς δεν τήρησε τέλεια όλες τις εντολές [56, 62.26]. Επομένως, ο Πατέρας θέλησε ο Χριστός Του να αναλάβει τις κατάρες όλων των ανθρώπων, γνωρίζοντας ότι θα τον ανέστηνε μετά τη σταύρωση και τον θάνατο.
Ο Ιουστίνος εξήγησε ότι το όνομα «Ισραήλ» σημαίνει «άνθρωπος νικών δύναμην» (ίσρα = άνθρωπος νικών, ήλ = δύναμη), συμβολίζοντας τη νίκη του Χριστού επί του διαβόλου. Περιέγραψε τον πειρασμό του Χριστού στην έρημο, όπου ο διάβολος (που καλείται όφις και σατανάς) προσπάθησε να τον ρίξει, ζητώντας του να τον προσκυνήσει. Ο Χριστός όμως τον κατέλυσε, αποδεικνύοντας ότι είναι πονηρός, διότι ζητούσε να προσκυνηθεί ως θεός, όντας αποστάτης από τη βούληση του Θεού. Η «νάρκωση» στο μηρό του Ιακώβ μετά την πάλη του με τον άγγελο συμβόλιζε το πάθος του Χριστού στον σταυρό [56, 61.4].
Τελικές Παρατηρήσεις και Προτροπές
Ο Ιουστίνος δήλωσε ότι οι Εβραίοι δάσκαλοι, αν και ομολογούν ότι οι προφητείες για τον Χριστό είναι γραμμένες, ισχυρίζονται ότι δεν έχει ακόμη έρθει ή δεν είναι γνωστός. Αυτό, είπε, δείχνει την «αλογιστία» τους, διότι αγνοούν τις «δύο παρουσίες του Χριστού»: τη μία, στην οποία ήταν παθητός, άδοξος, άτιμος και σταυρωμένος, και τη δεύτερη, στην οποία θα έρθει με δόξα από τους ουρανούς. Οι Χριστιανοί, που γνώρισαν την ευσέβεια μέσω του νόμου και του λόγου του Ιησού που εξήλθε από την Ιερουσαλήμ, έχουν καταφύγει στον Θεό του Ιακώβ και του Ισραήλ. Εξήπλωσε ότι «οι Χριστιανοί, που κάποτε ήταν γεμάτοι πόλεμο και κακία, έχουν μετατρέψει τα πολεμικά τους όργανα σε γεωργικά εργαλεία», καλλιεργώντας την ευσέβεια, δικαιοσύνη, φιλανθρωπία, πίστη και ελπίδα. Η «άμπελος η φυτευθείσα υπό του Θεού και Σωτήρος Χριστού» είναι ο λαός Του. Τα υπόλοιπα της προφητείας θα εκπληρωθούν στη δεύτερη παρουσία του Χριστού.
Ο Ιουστίνος επανέλαβε την ευλογία του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, τονίζοντας ότι οι ευλογίες αυτές αναφέρονται στον Χριστό. Η προφητεία «Ου μεν εκλείψει άρχων εξ Ιούδα και ηγούμενος εκ των μηρών αυτού, έως αν έλθη ώ απόκειται· και αυτός έσται προσδοκία εθνών» αναφέρεται στον Χριστό, όχι στον Ιούδα. Πράγματι, ο Ιησούς έχει έρθει και αναμένεται να επανέλθει στους ουρανούς. Η λέξη «Ισραήλ», που σημαίνει «άνθρωπος νικών δύναμιν», συμβολίζει τον Χριστό. Οι Χριστιανοί είναι το «αληθινό Ισραηλιτικό γένος», λαξευμένοι από την «κοιλία του Χριστού». Ο Ιουστίνος προέτρεψε τους Εβραίους να μην μισούν τον σταυρωμένο Χριστό και τους πιστούς Του, αλλά να περιτέμνουν τη σκληροκαρδία τους, καθώς η σαρκική περιτομή ήταν απλώς ένα σημείο. Τέλος, ο Ιουστίνος προέτρεψε τους Εβραίους να μετανοήσουν και να μην ακολουθούν τους «ασύνετους και τυφλούς» διδασκάλους τους, οι οποίοι επιτρέπουν την πολυγαμία και ερμηνεύουν τις πράξεις των πατριαρχών με τρόπο που δικαιολογεί αμαρτίες, αγνοώντας τα μεγάλα μυστήρια που εκπληρώθηκαν σε κάθε πράξη. Είπε ότι οι γάμοι του Ιακώβ (με τη Λεία και τη Ραχήλ, που αντιπροσωπεύουν τη Συναγωγή και την Εκκλησία αντίστοιχα) ήταν «τύποι του έργου του Χριστού» [58, 61.4].
Συνοψίζοντας, ο Ιουστίνος, μέσω του διαλόγου του με τον Τρύφωνα, προσπάθησε να αποδείξει την ανωτερότητα και την πληρότητα της χριστιανικής αλήθειας έναντι της ιουδαϊκής παράδοσης, ερμηνεύοντας τις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης ως εκπληρωμένες στον Ιησού Χριστό και αναδεικνύοντας τη φύση του ως προϋπάρχοντος Θεού, Υιού και Λόγου, καθώς και τη σημασία του σταυρού και της πνευματικής μεταμόρφωσης για την αληθινή σωτηρία.