
Ο άωρος θάνατος, ο θάνατος που έρχεται πριν από την αναμενόμενη στιγμή, αποτελεί μία τραγωδία που σημαδεύει βαθιά την ανθρώπινη ύπαρξη. Όταν αυτός ο άωρος θάνατος αφορά τα παιδιά, τότε η οδύνη γίνεται ακόμη πιο έντονη και ο πόνος φτάνει σε επίπεδα αβάσταχτα. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για ένα μοναχοπαίδι, οι θλίψεις των γονέων είναι υπέρμετρες και ο πόνος ανυπόφορος. Σε αυτές τις στιγμές, παρατηρείται ένας κλαυθμός απαρηγόρητος, που αρχικά κατακλύζει τους γονείς και στη συνέχεια επεκτείνεται σε ολόκληρο το περιβάλλον τους.
Στο ηχητικό απόσπασμα επιχειρείται μία προσέγγιση και μία απάντηση στο δικαιολογημένο και εύλογο παράπονο που έχουν οι γονείς οι οποίοι έχασαν το παιδί τους σε μία πρόωρη ηλικία, σε μία ηλικία δηλαδή που το παιδί ήταν ακόμη μικρό και δεν είχε προλάβει να γευτεί τις χαρές της ζωής. Η προσπάθεια αυτή λαμβάνει υπόψη την ανθρώπινη φύση και την πνευματική διάσταση του γεγονότος.
Η Ανθρώπινη Θλίψη και η Παρηγορία των Αγίων Πατέρων
Αρχικά, τονίζεται η ανθρώπινη αντίδραση στον πόνο. Επαναλαμβάνεται η σοφή φράση του ιερού Χρυσοστόμου: “δεν λέγω να μη θρηνήσεις διότι είμαι και εγώ άνθρωπος”. Αυτή η δήλωση υπογραμμίζει ότι η θλίψη είναι μία φυσιολογική και αναμενόμενη αντίδραση στην απώλεια, και ιδίως στην τόσο μεγάλη και βαθιά οδύνη που προκαλεί ο θάνατος ενός παιδιού. Δεν απαιτείται από τους ανθρώπους να είναι ανέσθητοι μπροστά σε έναν τέτοιο πόνο.
Ωστόσο, παράλληλα με την αναγνώριση της ανθρώπινης θλίψης, οι άγιοι πατέρες της εκκλησίας προσφέρουν μία διαφορετική οπτική γωνία για να αντιμετωπιστεί ο θάνατος των παιδιών. Ο Μέγας Βασίλειος διατυπώνει μία συγκλονιστική θεώρηση λέγοντας: “Τον υιόν σου δεν κατέκρυψεν η γη, αλλά ο ουρανός υπεδέξατο”. Απευθυνόμενος στους γονείς που πενθούν και πιστεύουν ότι το παιδί τους, το σπλάχνο τους, βρίσκεται πλέον στο χώμα του κοιμητηρίου, ο άγιος Βασίλειος αντιτείνει ότι το χώμα δεν έχει κρύψει το παιδί, αλλά ο ουρανός το έχει υποδεχθεί. Αυτό συμβαίνει διότι το χώμα καλύπτει μόνο τη φθαρτή σάρκα, ενώ η ψυχή του παιδιού βρίσκεται σε έναν άλλο τόπο, στα χέρια του Θεού. Ο μεγάλος πατέρας της εκκλησίας διαβεβαιώνει ότι η ψυχή του παιδιού βρίσκεται στον ουρανό.
Παραδείγματα Πίστεως και Υπομονής από την Παλαιά Διαθήκη
Για να ενισχύσουν αυτή την προοπτική, οι άγιοι πατέρες αναφέρονται σε παραδείγματα από την Παλαιά Διαθήκη, όπως η περίπτωση του Ιώβ του Πολυάθλου. Ο Ιώβ ήταν ένας άνθρωπος που κατείχε όλα τα αγαθά του κόσμου και ήταν ιδιαίτερα ευσεβής. Ωστόσο, ο διάβολος παρουσιάστηκε ενώπιον του Θεού και αμφισβήτησε την ειλικρίνεια του σεβασμού του Ιώβ, υποστηρίζοντας ότι ο Ιώβ σέβεται τον Θεό μόνο και μόνο επειδή έχει λάβει όλες τις ευλογίες και τα αγαθά της γης, έχοντας μεγάλη οικογένεια, πλούσια περιουσία και ευτυχία. Ο διάβολος υποστήριξε ότι θα ήταν ανόητος ο Ιώβ να μην ευλογεί τον Θεό σε αυτές τις συνθήκες.
Ο Θεός, γνωρίζοντας την αληθινή πίστη του Ιώβ, επέτρεψε στον διάβολο να τον δοκιμάσει, λέγοντας του να κάνει ό,τι νομίζει, αρκεί να μην θίξει τη ζωή του Ιώβ. Τότε, ο διάβολος άρχισε να επιφέρει σειρά συμφορών στον Ιώβ. Αρχικά, έφτασε η είδηση ότι ληστές επιτέθηκαν στα κοπάδια του και τα πήραν όλα. Στη συνέχεια, ακολούθησε μία ακόμη πιο τραγική είδηση: όλα τα παιδιά του Ιώβ είχαν συγκεντρωθεί στο σπίτι ενός από τα αδέλφια τους και κατά τη διάρκεια ενός πανηγυριού, ένα μεγάλο ατύχημα προκάλεσε την κατάρρευση του σπιτιού, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν όλα τα παιδιά του σε μία στιγμή.
Παρά την τρομερή αυτή συμφορά, ο Ιώβ έκλαψε για την απώλεια των παιδιών του, αλλά είπε την παροιμιώδη φράση: “Ο Κύριος έδωσε, ο Κύριος αφείλετο. Ας είναι ευλογημένο το όνομα του Κυρίου”. Δηλαδή, αναγνώρισε ότι ο Θεός του έδωσε τα παιδιά και ο Θεός τα πήρε πίσω, και παρόλα αυτά, το όνομα του Θεού παραμένει ευλογημένο.
Οι δοκιμασίες του Ιώβ δεν σταμάτησαν εκεί. Λίγο αργότερα, έπεσε θύμα μιας μολυσματικής αρρώστιας που τον ανάγκασε να απομακρυνθεί από το σπίτι του και να ζήσει στην ερημιά, καθώς στην εποχή εκείνη οι άνθρωποι με μεταδοτικές ασθένειες έπρεπε να απομονώνονται. Κανείς δεν τον πλησίαζε από φόβο μην κολλήσει. Παρά τις πληγές που εμφανίστηκαν στο σώμα του και την απομόνωσή του, η γυναίκα του τον επισκεπτόταν και τον παρότρυνε να βλασφημήσει τον Θεό, λέγοντας του να μην αναφέρεται συνεχώς στη δόξα του Θεού. Ωστόσο, ο Ιώβ απάντησε και πάλι με την ίδια πίστη: “Ο Κύριος έδωσε ο Κύριος αφείλετο. Όλα όσα έχουμε μας τα δωσε ο Θεός και ο Θεός μας τα πήρε. Ας είναι ευλογημένον το όνομα του Θεού”. Το βιβλίο του Ιώβ τονίζει ότι σε όλες αυτές τις δοκιμασίες, ο Ιώβ δεν αμάρτησε ενώπιον του Θεού και δεν επέτρεψε στον εαυτό του να γογγύσει ή να εκφράσει παράπονο εναντίον Του.
Ένα άλλο παράδειγμα που αναφέρεται είναι αυτό του Αβραάμ. Ο Θεός χάρισε στον Αβραάμ έναν γιο, τον Ισαάκ, σε βαθιά γεράματα, σε μία ηλικία που κατά τα ανθρώπινα μέτρα ήταν αδύνατο να αποκτήσει παιδί. Όταν το παιδί μεγάλωσε, ο Θεός ζήτησε από τον Αβραάμ να του τον θυσιάσει. Ο ιερός Χρυσόστομος σχολιάζει ότι ο Αβραάμ δεν αντιμίλησε στον Θεό, δεν είπε: “Δι’ αυτό με έκανες πατέρα, για να εργαστώ ως παιδοκτόνος;”. Δεν παραπονέθηκε για τον Θεό που του έδωσε ένα παιδί για να του ζητήσει στη συνέχεια να το σκοτώσει. Αντίθετα, ετοιμάστηκε να θυσιάσει το αθώο του παιδί. Ο Θεός, βλέποντας την πίστη και την υπακοή του Αβραάμ, την τελευταία στιγμή δεν θέλησε να πραγματοποιηθεί η θυσία. Αυτά τα παραδείγματα καταδεικνύουν την ανάγκη για πίστη και υπομονή μπροστά στις δοκιμασίες που επιτρέπει ο Θεός.
Η Πνευματική Κατάσταση των Μικρών Παιδιών που Αποθνήσκουν
Οι άγιοι πατέρες προσπαθούν να φωτίσουν το θέμα του θανάτου των μικρών παιδιών με πολλή διάκριση. Μας λένε ότι ένα μικρό παιδί είναι σαν ένας άγγελος. Δεν έχει αμαρτήσει σε αυτή τη ζωή. Δεν πρόλαβε να γνωρίσει την κακία του κόσμου και η ψυχή του δεν πρόλαβε να γίνει σπήλαιο ληστών. Έτσι, φεύγει από αυτή τη ζωή πριν αμαρτήσει και πριν γνωρίσει την κακία της αμαρτίας, και τώρα προγεύεται τη βασιλεία του Θεού. Αν το παιδί ζούσε, θα υπήρχε η πιθανότητα να αμαρτήσει, και κανείς δεν γνωρίζει ποια θα ήταν η τελική του κατάληξη.
Πατρικές Συμβουλές προς τους Πενθούντες Γονείς
Ο ιερός Χρυσόστομος, απευθυνόμενος στους γονείς που έχουν χάσει τα παιδιά τους, τους λέει ότι εφόσον έδωσαν το παιδί τους στον Θεό, τότε πρέπει να ευχαριστούν, να υμνούν και να προσκυνούν τον Θεό που το πήρε. Τους προτρέπει να σκέφτονται όχι με ανθρώπινη λογική, αλλά με την προοπτική της αιωνιότητας. Το παιδί τους βρίσκεται πλέον στα χέρια του Θεού και έχει ήδη κριθεί από Αυτόν, διότι δεν έχει τίποτε εις βάρος του. Οι ενήλικοι βαρυνόμαστε με τις προσωπικές μας αμαρτίες και το προπατορικό αμάρτημα, το οποίο όμως καθαρίζεται με το θείο βάπτισμα. Ένα παιδί που πέθανε χωρίς επίγνωση και συνείδηση της αμαρτίας, τώρα που βρίσκεται στα χέρια του Θεού, είναι περισσότερο ευτυχισμένο.
Προτείνεται επίσης να αναλογιστεί κανείς όλη αυτή την υπόθεση μετά από παρέλευση 60 ή 70 ετών, όταν και ο ίδιος θα έχει φτάσει στα πρόθυρα του θανάτου. Τότε, το παιδί που χάθηκε σε νεαρή ηλικία θα ήταν και αυτό ένας άνθρωπος μιας κάποιας ηλικίας, ο οποίος δεν θα είχε γλιτώσει από τον θάνατο. Αν σκεφτούμε τι συνέβη πριν από 50 ή 60 χρόνια, ίσως κατανοήσουμε ότι μάλλον ο Θεός ήθελε το καλό αυτού του παιδιού. Βεβαίως, η δοκιμασία για τους γονείς ήταν πολύ σκληρή, αλλά και αυτοί, ανάλογα με τον τρόπο που αντιμετώπισαν αυτή τη δοκιμασία, έδειξαν την πίστη τους προς τον Θεό και την υποταγή τους σε Αυτόν.
Επισημαίνεται η ευκολία με την οποία λέμε ότι πιστεύουμε στον Θεό, σε αντίθεση με τη δυσκολία να εννοήσουμε πραγματικά αυτό που λέμε στην προσευχή του “Πάτερ Ημών”: “γεννηθήτω το θέλημά σου ως εν ουρανό και επί της γης”. Συχνά θέλουμε η πίστη μας στον Θεό να συνοδεύεται από την εκπλήρωση των δικών μας επιθυμιών. Ωστόσο, ο Θεός κάνει αυτό που θεωρεί σωστό για εμάς και για τους άλλους, και εμείς έχουμε την υποχρέωση να υποτασσόμαστε στο θέλημά Του, λέγοντας “ούτως έδωξε τω Κυρίω, ούτω και εγένετο. Θέλησε ο Κύριος, έτσι έγινε”.
Η Πνευματική Διάσταση των Θεϊκών Αποφάσεων
Συνοψίζοντας, η προσέγγιση αυτού του ευαίσθητου θέματος είναι μία προσπάθεια κατανόησης, καθώς δεν γνωρίζουμε στην ουσία γιατί ο Θεός αποφασίζει και ενεργεί με αυτόν τον τρόπο. Εκείνο που γενικά γνωρίζουμε είναι ότι ο Θεός αποφασίζει και ενεργεί έχοντας πάντοτε ως γνώμονα το πνευματικό συμφέρον του ανθρώπου, και όχι μόνο του ανθρώπου που υφίσταται τη δοκιμασία, αλλά και των ανθρώπων που τον περιβάλλουν, είτε είναι γονείς είτε απλοί συγγενείς. Οι θλίψεις αυτές, όσο οδυνηρές και αν είναι, μπορούν να οδηγήσουν σε μία βαθύτερη κατανόηση της πίστεως και της υποταγής στο θείο θέλημα.
Δείτε το Βίντεο

Ολόκληρη η ομιλία
Και τώρα, ας στραφούμε σε ένα διαφορετικό είδος θανάτου, έναν πρόωρο θάνατο. Ο θάνατος αυτός είναι ιδιαίτερα οδυνηρός. Ο πόνος είναι ανυπόφορος, ειδικά για τους γονείς. Η θλίψη είναι τεράστια, και πρώτα απ’ όλα βιώνεται από τους ίδιους τους γονείς, και στη συνέχεια εξαπλώνεται σε όλο το περιβάλλον. Θα επιχειρήσω να δώσω μια απάντηση σε αυτό το δίκαιο και λογικό παράπονο που έχουν οι γονείς που έχασαν το παιδί τους σε τόσο μικρή ηλικία, σε μια ηλικία δηλαδή που ήταν ακόμα μικρό και δεν είχε ζήσει τις χαρές της ζωής.
Αρχικά, ας μην ξεχνάμε τα λόγια του Αγίου Χρυσοστόμου, ο οποίος έλεγε να μην θρηνούμε, γιατί κι εκείνος ήταν άνθρωπος. Επομένως, δεν έλεγε να είμαστε ανέκφραστοι μπροστά στον πόνο, ειδικά όταν είναι τόσο μεγάλος και βαθύς, όπως στην περίπτωση της απώλειας ενός παιδιού. Αλλά ας δούμε τι λένε και πάλι οι άγιοι πατέρες της εκκλησίας για τον θάνατο των παιδιών. Ο Μέγας Βασίλειος λέει, “Τον υιόν σου δεν τον έκρυψε η γη, αλλά ο ουρανός τον υποδέχτηκε.” Μια νέα οπτική σε ένα συγκλονιστικό φαινόμενο. Εσύ, ως πατέρας ή μητέρα που έδωσες το παιδί σου στη γη του κοιμητηρίου, μπορείς να πεις ότι το παιδί σου, το σπλάχνο σου, τώρα βρίσκεται μέσα στο χώμα. Αλλά ο Μέγας Βασίλειος λέει ότι δεν το έχει κρύψει το χώμα, ο ουρανός το έχει υποδεχτεί. Διότι το χώμα καλύπτει τα θνητά σώματα, αλλά η ψυχή του παιδιού βρίσκεται αλλού. Και εδώ, ο Μέγας Πατήρ της εκκλησίας μας διαβεβαιώνει ότι η ψυχή του παιδιού βρίσκεται στον ουρανό. Βρίσκεται, δηλαδή, στα χέρια του Θεού.
Στην Παλαιά Διαθήκη, έχουμε το παράδειγμα του Ιώβ του Πολυάθλου, ο οποίος, όπως έχουμε πει και άλλη φορά, αντιμετώπισε πολλές συμφορές, τις οποίες δεν προκάλεσε ο ίδιος, αλλά εμείς που διαβάζουμε το βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, γνωρίζουμε πώς τον βρήκε η συμφορά. Γνωρίζουμε ότι ο Ιώβ είχε όλα τα αγαθά του κόσμου και ήταν ένας ευσεβής άνθρωπος. Παρουσιάστηκε, όμως, ο διάβολος στον Θεό και του είπε: “Νομίζεις ότι τζάμπα σε σέβεται ο Ιώβ; Δεν του έχεις δώσει όλα τα αγαθά της γης. Δεν είναι ευτυχισμένος. Δεν έχει μεγάλη οικογένεια, παιδιά. Δεν έχει περιουσία, δεν απολαμβάνει τις χαρές της ζωής. Του έχεις δώσει όλα τα καλά. Δεν είναι ανόητος να μη σε ευλογεί.” Ο Θεός, όμως, ήξερε ότι ο Ιώβ σεβόταν τον Θεό, όχι επειδή είχε όλα τα αγαθά, αλλά επειδή έτσι πίστευε, ανεξάρτητα από τις περιστάσεις.
Ο Θεός ήθελε να δοκιμάσει την πίστη του Ιώβ και είπε στον διάβολο: “Θέλεις να δεις ότι ο Ιώβ δεν σε σέβεται; Πάρε την άδειά μου να πάω να τον ταρακουνήσω λίγο, και τότε θα δούμε αν θα εξακολουθήσει να σε σέβεται ή αν θα αλλάξει στάση.” Και πήγε ο διάβολος και άρχισε να κουνάει την ουρά του. Στο σπίτι του Ιώβ και στα υπάρχοντά του. Μια μέρα, έφτασε η είδηση ότι μια συμμορία ληστών επιτέθηκε στα κοπάδια του και τα πήρε όλα, τα έκλεψε. Δεν του έμεινε ούτε μια κατσίκα εκείνη την εποχή. Αν είχε βόδια, αν είχε κατσίκια, αν είχε πρόβατα, θα τον θεωρούσες πλούσιο. Δεν υπήρχαν τράπεζες για καταθέσεις, για να λένε ποιος είναι πλούσιος και ποιος όχι. Όποιος είχε άλογα, βόδια και άλλα ζώα, αυτός ήταν ο πλούσιος. Είχε, λοιπόν, αυτός καμήλους. Τα γράφει αυτά όλα το βιβλίο του Ιώβ. Είχε καμήλες, είχε άλογα, είχε βόδια, και άλλα. Την άλλη μέρα, συνέβη κάτι άλλο. Ο Ιώβ είπε: “Δόξα σοι ο Θεός.” Λίγο αργότερα, έφτασε μια άλλη πληροφορία. Όλα τα παιδιά του είχαν πάει στο σπίτι ενός από τα παιδιά του, και όλα τα αδέλφια είχαν μαζευτεί. Και εκεί έκαναν ένα μεγάλο γλέντι. Ξαφνικά, ένας σεισμός τα πλάκωσε όλα, και σε μια στιγμή, όλα τα παιδιά του σκοτώθηκαν. Γυρίζει κάποιος και του λέει: “Συμφορές σε βρήκαν, και εσύ λες δόξα τω Θεό;” Και ο Ιώβ, βέβαια, κάθισε, έκλαψε γιατί έχασε τα παιδιά του, αλλά είπε εκείνο το περίφημο: “Ο Κύριος έδωσε, ο Κύριος αφαίρεσε. Δηλαδή, ο Θεός μου τα έδωσε, ο Θεός μου τα πήρε. Ας είναι ευλογημένο το όνομα του Κυρίου.” Αυτό που λέμε στο τέλος κάθε θείας λειτουργίας.
Και λίγο αργότερα, τον έπιασε και αυτόν μια μολυσματική αρρώστια, που έπρεπε να φύγει από το σπίτι του. Γιατί εκείνη την εποχή, όποιος έπασχε από μια μεταδοτική αρρώστια, έπρεπε να φύγει, να πάει στις ερημιές, στα βουνά, μακριά από τον κόσμο. Κανείς δεν τον πλησίαζε, γιατί όλοι φοβούνταν να μην κολλήσουν. Και έτσι έφυγε, και έβγαλε πληγές σε όλο του το σώμα. Η γυναίκα του πήγαινε και του έλεγε: “Δεν βλέπεις τι μας έκανε ο Θεός; Γιατί λες δόξα τω Θεό; Πες και μια βλαστήμια.” Και εκείνος της έλεγε: “Ο Κύριος έδωσε, ο Κύριος αφαίρεσε. Όλα όσα έχουμε, μας τα έδωσε ο Θεός, και ο Θεός μας τα πήρε. Ας είναι ευλογημένο το όνομα του Θεού.” Και εν πάση υπομονή, λέει το βιβλίο, δεν επέτρεψε στον εαυτό του να αμαρτήσει, να γογγύσει, ή να πει το παράπονό του στον Θεό.
Μήπως λέει ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος και για τον Αβραάμ, στον οποίο ο Θεός είπε, σε βαθιά γεράματα, να αποκτήσει ένα παιδί, τον Ισαάκ. Και αφού απέκτησε το παιδάκι και μεγάλωσε, του είπε ο Θεός: “Πάρε τον τώρα και έλα να μου τον θυσιάσεις, το γιο σου.” Και λέει ο Χρυσόστομος: “Δεν είπε, λέει ο Αβραάμ, εκείνη την ώρα, ‘Γιατί, Θεέ μου, με έκανες πατέρα, για να με κάνεις παιδοκτόνο;” Δεν είπε, λέει στους άλλους, “Ποιος Θεός είναι αυτός που μου δίνει το παιδί, και μετά θέλει να το θυσιάσω;” Δεν είπε έτσι. Αλλά ετοιμάστηκε να θυσιάσει το αθώο παιδάκι. Και ο Θεός, την τελευταία στιγμή, αφού δοκίμασε την πίστη του και την υπακοή του, δεν θέλησε να πραγματοποιηθεί η επιθυμία που είχε εκφράσει.
Οι πατέρες προσεγγίζουν αυτό το λεπτό θέμα με μεγάλη διάκριση και μας λένε διάφορες σκέψεις για τα μικρά παιδιά όταν πεθαίνουν. Λένε ότι το μικρό παιδί είναι σαν άγγελος. Δεν έχει αμαρτήσει σε αυτήν τη ζωή. Δεν πρόλαβε να γνωρίσει την αμαρτία. Δεν πρόλαβε η ψυχή του να γίνει σπήλαιο ληστών. Έτσι, όπως έφυγε από τη ζωή, πριν ακόμα αμαρτήσει και πριν γνωρίσει την κακία της αμαρτίας, τώρα προγεύεται τη βασιλεία του Θεού. Αν ζούσε, μπορεί να αμάρτανε, και κανείς δεν ξέρει ποια θα ήταν η κατάληξή του. Ο Χρυσόστομος, απευθυνόμενος στους γονείς που έχασαν παιδιά, λέει: “Το έδωσες στον Θεό, αφού το έδωσες στον Θεό το παιδί σου, τότε ευχαρίστησε, ύμνησε, προσκύνησε τον Θεό που το πήρε.” Δηλαδή, να σκέφτεσαι όχι ανθρώπινα, αλλά με την προοπτική της αιωνιότητας. Να σκέφτεσαι ότι το παιδί τώρα βρίσκεται στα χέρια του Θεού. Έχει ήδη κριθεί από τον Θεό, γιατί δεν έχει τίποτα εις βάρος του. Οι άνθρωποι βαραίνουμε με τις προσωπικές μας αμαρτίες. Βαραίνουμε με το προπατορικό αμάρτημα, το οποίο όμως εξαλείφεται με το θείο βάπτισμα.
Από εκεί και πέρα, ένα παιδί το οποίο δεν είχε επίγνωση και συνείδηση της αμαρτίας, τώρα που πέθανε και βρίσκεται στα χέρια του Θεού, είναι περισσότερο ευτυχισμένο. Και σε κάθε περίπτωση, ας σκεφτεί κανείς όλη αυτή την υπόθεση μετά από 60 ή 70 χρόνια. Τότε που και ο ίδιος θα έχει φτάσει στα πρόθυρα του θανάτου. Τότε που και το παιδί θα ήταν ένας άνθρωπος κάποιας ηλικίας. Αν σκεφτεί κανείς ότι πλησιάζει ο θάνατος, και βέβαια, κανείς δεν μπορούσε να γλιτώσει από τον θάνατο, ούτε το παιδί αυτό, ως μεγάλος πλέον άνδρας, θα είχε καλύτερη τύχη. Εκείνη τη στιγμή, αν σκεφτούμε τι συνέβη πριν από 50 ή 60 χρόνια, θα δούμε ότι μάλλον ο Θεός ήθελε το καλό του παιδιού αυτού. Βέβαια, δοκίμασε με πολύ σκληρό τρόπο τους γονείς του παιδιού, αλλά και οι γονείς του παιδιού, ανάλογα με τον τρόπο που αντιμετώπισαν την απώλεια, έδωσαν και αυτοί δείγματα της πίστης τους προς τον Θεό και της υποταγής τους στον Θεό.
Και άλλη φορά, αγαπητοί μου, σας έχω πει πόσο εύκολο είναι να λέει κανείς ότι πιστεύω στον Θεό, και πόσο δύσκολο είναι να εννοεί αυτό που λέμε στο Πάτερ Ημών: “Γενηθήτω το θέλημά σου ως εν ουρανό, και επί της γης.” Θέλουμε να πιστεύουμε στον Θεό, αλλά και θέλουμε το θέλημα του Θεού να είναι σύμφωνα με το δικό μας θέλημα. Ο Θεός, όμως, κάνει αυτό που θεωρεί σωστό για μας και για τους άλλους. Εμείς έχουμε την υποχρέωση να υποτασσόμαστε στο θέλημα του Θεού. Και να λέμε, ούτως εθέλησεν ο Κύριος, ούτω και εγένετο.
Σας είπα στην αρχή ότι θα προσπαθήσω να κάνω μία προσέγγιση αυτού του θέματος. Είναι μία απόπειρα. Είναι μία προσπάθεια. Δεν ξέρουμε ουσταστικά γιατί ο Θεός έτσι αποφασίζει. και έτσι ενεργεί. Εκείνο όμως γενικά που ξέρουμε είναι ότι ο Θεός αποφασίζει και ενεργεί έχοντας πάντοτε προ οφθαλμών το πνευματικό συμφέρον του ανθρώπου και όχι μόνον του ανθρώπου ο οποίος υφίσταται μίαν επίσκεψη του Θεού εν ράβδο, αλλά το συμφέρον και των άλλων ανθρώπων που το περιβάλλουν, είτε είναι γονείς είτε είναι απλοί συγγενείς