Δείτε το Βίντεο

Το Τέλος του Τσάρου Νικολάου Β Ρομανοφ
Ο Τσάρος Νικόλαος Β’, ο τελευταίος Αυτοκράτορας της Ρωσίας, υπήρξε μια πολυσύνθετη προσωπικότητα, η ζωή και η βασιλεία του οποίου σημαδεύτηκαν από βαθιά θρησκευτικότητα, φιλανθρωπία, εσωτερικές αναταραχές και τελικά, ένα τραγικό μαρτυρικό τέλος μαζί με την οικογένειά του. Η πορεία του, από τη γέννηση μέχρι τη δολοφονία του, αποκαλύπτει έναν ηγεμόνα αφοσιωμένο στην πίστη του, τον λαό του και την ιδέα της απόλυτης μοναρχίας.
Τα Πρώτα Χρόνια και η Πνευματική Διαμόρφωση
Ο Πρίγκιπας Νικόλαος, μετέπειτα Τσάρος Νικόλαος Β’, γεννήθηκε στις 19 Μαΐου του 1868 στο Τσάρσκογιε Σελό, κοντά στην Αγία Πετρούπολη, ημέρα μνήμης του Αγίου Ιώβ του Πολυάθλου, γεγονός που ο ίδιος ερμήνευε ως προοίμιο για τα βάσανα που θα υφίστατο στη ζωή του. Η βάπτισή του συνοδεύτηκε από επίσημες τιμές, κανονιοβολισμούς και χαρμόσυνες καμπάνες, ενώ το νεοφώτιστο βρέφος κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων.
Από μικρή ηλικία, ο Νικόλαος ξεχώριζε για την εξαιρετική του ευσέβεια και την επιθυμία του να ακολουθεί πρότυπα ενάρετης ζωής, εμπνεόμενος από τον Άγιο Ιώβ και τον Άγιο Νικόλαο, του οποίου έφερε το όνομα. Οι άνθρωποι του περιβάλλοντός του περιέγραφαν την ψυχή του ως «καθαρή σαν το κρύσταλλο» και γεμάτη αγάπη για τον κόσμο, καθώς κάθε ανθρώπινος πόνος τον συγκινούσε βαθύτατα. Η καθημερινότητά του ξεκινούσε και τελείωνε με προσευχή, γνώριζε τις ακολουθίες και του άρεσε να ψέλνει στη Θεία Λειτουργία. Η αυστηρή του εκπαίδευση, υπό διακεκριμένους δασκάλους, περιλάμβανε ανώτατο επίπεδο οικονομικών, νομικών και στρατιωτικών σπουδών, ενώ υπηρέτησε στο πεζικό, το ιππικό, το πυροβολικό και το ναυτικό. Επέδειξε εξαιρετική μνήμη και ικανότητες που κατέπληξαν τους δασκάλους του.
Η ζωή του σημαδεύτηκε από δύο σχεδόν μοιραία ατυχήματα που, σύμφωνα με τις πηγές, διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα του και ενίσχυσαν την πίστη του στην Θεία Πρόνοια. Το φθινόπωρο του 1888, η τσαρική οικογένεια γλίτωσε από εκτροχιασμό τρένου κοντά στο Χάρκοβο. Ακολούθησε το 1891, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στην Άπω Ανατολή, μια δολοφονική επίθεση στην Ιαπωνία, όπου ο Πρίγκιπας Γεώργιος της Ελλάδας έσωσε τον Νικόλαο, ο οποίος υπέστη μόνο ένα απλό τραύμα στο κεφάλι.
Ο γάμος του με την Πριγκίπισσα Αλίσσα της Έσσης-Δάρμσταντ, η οποία ασπάστηκε την Ορθοδοξία και έλαβε το όνομα Αλεξάνδρα, σφράγισε την αφοσίωση του ζεύγους στην πίστη. Ο Νικόλαος είχε προσευχηθεί επί πέντε χρόνια για να ασπαστεί η Αλίσσα την Ορθοδοξία, πείθοντάς την με τη βαθιά του πίστη και την αγάπη του. Η ιεροπραξία της μεταστροφής της τελέστηκε από τον σεβαστό πατέρα Ιωάννη της Κροστάνδης λίγες ημέρες πριν από τον θάνατο του Αλεξάνδρου Γ’. Η Αλεξάνδρα Φεοντόροβνα, όπως μετονομάστηκε, ασπάστηκε την Ορθοδοξία με «μεγάλη θέρμη και ειλικρίνεια», υιοθετώντας τα λόγια «Το έθνος σου θα είναι έθνος μου, ο λαός σου λαός μου και ο Θεός σου Θεός μου».
Η Βασιλεία και οι Προκλήσεις
Ο Αυτοκράτορας Νικόλαος Β’ ανήλθε στον θρόνο στις 2 Νοεμβρίου του 1894, μετά τον θάνατο του πατέρα του, Αλεξάνδρου Γ’. Παρόλο που δεν επιθυμούσε το τσαρικό στέμμα, το αποδέχτηκε ως υπακοή στη βούληση του Θεού και του πατέρα του, δηλώνοντας ότι η εμπιστοσύνη του δεν ετίθετο σε ανθρώπινη δύναμη αλλά στον ίδιο τον Θεό. Κατά την άνοδό του, ορκίστηκε να έχει ως μοναδικό σκοπό την «ειρηνική πρόοδο, την ισχύ και τη δόξα της πολυαγαπημένης μας Ρωσίας» και την «ευημερία όλων των πιστών υπηκόων» του.
Η στέψη του Νικολάου Β’ και της Αλεξάνδρας Φεοντόροβνα στις 27 Μαΐου του 1896 στον Καθεδρικό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Κρεμλίνο ήταν ένα λαμπρό γεγονός, που όμως επισκιάστηκε από μια τραγωδία: πάνω από χίλιοι άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από συνωστισμό κατά τη διανομή δώρων. Ο Τσάρος και η Τσαρίνα παρακολούθησαν επιμνημόσυνη δέηση και προσέφεραν βοήθεια στις οικογένειες των θυμάτων.
Ο Νικόλαος Β’ αγωνίστηκε για την εσωτερική ειρήνη και την ευημερία του λαού του, πιστεύοντας ότι η Ρωσία όφειλε την ιστορική της οντότητα στην απόλυτη μοναρχία. Θεωρούσε την κατάργησή της ως καταστροφική για τη χώρα. Παρέμεινε αποφασιστικά αντίθετος στην εισαγωγή συνταγματικού συστήματος διακυβέρνησης. Ήταν ο πρώτος αρχηγός κράτους που ενέπνευσε την ιδέα διεθνούς σύσκεψης για την αποτροπή του πολέμου, η οποία έλαβε χώρα στη Χάγη το 1899, γεγονός που τον καθιστούσε «τσάρο κήρυκα της ειρήνης». Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του δεν υπέγραψε ούτε μία θανατική καταδίκη και ποτέ δεν αρνήθηκε να δεχθεί αίτηση χάριτος, διασφαλίζοντας την ταχεία απονομή της.
Ο Τσάρος διακρινόταν για την ανιδιοτέλειά του, καθώς δεν ήταν φιλοχρήματος και δώρισε εκατομμύρια ρούβλια σε νοσοκομεία και φιλανθρωπικά ιδρύματα από προσωπικούς του λογαριασμούς. Τα ρούχα του ήταν συχνά μπαλωμένα, δείγμα της λιτής του ζωής. Είχε βαθιά γνώση της ρωσικής ιστορίας και λογοτεχνίας, απέφευγε τη χρήση ξένων λέξεων και ήταν προσηλωμένος στις παραδοσιακές αρχές της ρωσικής Ορθοδοξίας. Ο Γάλλος Πρόεδρος Λουμπέ διαβεβαίωνε ότι ο Νικόλαος εφάρμοζε τις δικές του ιδέες με συνέπεια και μεγάλη δύναμη, διαψεύδοντας φήμες ότι ήταν εύκολα επηρεάσιμος.
Οικογενειακή Ζωή και Βαθιά Πίστη
Η τσαρική οικογένεια αποτελούσε υπόδειγμα χριστιανικής ζωής, με έμφαση στην απλότητα, την ταπεινότητα και την αγάπη προς τον πλησίον. Οι σχέσεις του βασιλικού ζεύγους διακρίνονταν από ειλικρινή αγάπη, αλληλοκατανόηση και βαθιά αμοιβαία πίστη. Η Αλεξάνδρα Φεοντόροβνα έγραφε στον άνδρα της το 1909 ότι τίποτα δεν μπορούσε να τους χωρίσει ή να ελαττώσει την αγάπη τους, ενώ ο Νικόλαος σημείωνε στο ημερολόγιό του στις 30 Νοεμβρίου του 1914 την 20η επέτειο του γάμου τους.
Η ανατροφή των παιδιών τους, του διαδόχου Αλεξίου και των πριγκιπισσών, ήταν αυστηρή και λιτή, με έμφαση στην προετοιμασία τους για τις δοκιμασίες της ζωής. Κοιμόντουσαν σε σκληρά κρεβάτια χωρίς μαξιλάρια, ντύνονταν απλά και τα ρούχα τους περνούσαν από τους μεγαλύτερους στα μικρότερα. Το φαγητό τους ήταν επίσης απλό, με τον Αλέξιο να προτιμά λαχανόσουπα, χυλό βρώμης και ψωμί σίκαλης, λέγοντας ότι αυτά έτρωγαν και οι στρατιώτες του.
Η αιμορροφιλία του διαδόχου Αλεξίου αποτέλεσε μια μεγάλη δοκιμασία για την οικογένεια, ενισχύοντας την πίστη τους στη θεία πρόνοια. Το 1912, η αρρώστια εμφάνισε έξαρση, με τους γιατρούς να μην δίνουν ελπίδες, αλλά ο Τσάρος απαντούσε με ταπεινοφροσύνη: «Ελπίζουμε στο Θεό». Ο Αλέξιος περιγραφόταν ως παιδί με «καθαρή ψυχή» που αγαπούσε τους ανθρώπους και προσπαθούσε να βοηθάει, ιδιαίτερα τους αδικημένους.
Η τσαρική οικογένεια ασχολήθηκε εκτενώς με φιλανθρωπικό έργο. Η Αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα πρόσφερε οικονομική βοήθεια σε όσους είχαν ανάγκη, οργάνωνε φιλανθρωπικές αγορές και ίδρυσε επαγγελματικές σχολές για τους φτωχούς, καθώς και σχολή νοσοκόμων. Η ίδια μάλιστα, με δικά της έξοδα, έκτισε μια στέγη για τους ανάπηρους στρατιώτες του Ρωσοϊαπωνικού πολέμου, όπου μπορούσαν να μάθουν διάφορες τέχνες. Εντυπωσιακό είναι ότι η Αυτοκράτειρα προσέφερε τις υπηρεσίες της ακόμα και στο χειρουργείο κατά τη διάρκεια του πολέμου, δίνοντας αποστειρωμένα εργαλεία στους χειρουργούς, παραλαμβάνοντας «κομμένα χέρια και πόδια και τα αιματοβαμμένα γεμάτα ψείρες ρούχα των στρατιωτών». Δούλευε ακούραστα και με μεγάλη ταπεινότητα, παρηγορώντας τους τραυματίες και προσευχόμενη μαζί τους, νιώθοντας βαθιά συμπόνια ως σύζυγος και μητέρα.
Ο Τσάρος φρόντιζε με ζήλο για την πνευματική καλλιέργεια του λαού του, ιδρύοντας δεκάδες χιλιάδες ενοριακά σχολεία και στηρίζοντας τις τέχνες που εμπνέουν τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, όπως την εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, την εικονογραφία και την ψαλμωδία. Κατά το 20ό έτος της βασιλείας του, η οικονομία της Ρωσίας έφτασε στο απόγειό της, η παραγωγή σιτηρών διπλασιάστηκε και ο πληθυσμός αυξήθηκε κατά 50 εκατομμύρια, ενώ η Ρωσία μετατράπηκε από αγράμματη σε μορφωμένη χώρα.
Μεγάλες Δοκιμασίες, Πόλεμος και η Πτώση
Ο Νικόλαος αντιμετώπισε με σθένος τον πόλεμο με την Ιαπωνία, που ξέσπασε το 1904, αρνούμενος να υπογράψει μια «επονείδιστη συνθήκη ειρήνης» που θα ήταν «ανάξια της μεγάλης Ρωσίας», επιμένοντας σε μη αποζημιώσεις ή εδαφικές παραχωρήσεις. Το 1905, αντιμέτωπος με την εξέγερση, αναγκάστηκε να παραχωρήσει σύνταγμα, διατηρώντας όμως τη θέση του ως απόλυτου μονάρχη. Η κρίσιμη στιγμή της εξέγερσης της Κροστάνδης το 1906 τον βρήκε ήρεμο, καθώς πίστευε ακλόνητα ότι η τύχη της Ρωσίας και της οικογένειάς του βρισκόταν στα χέρια του Θεού.
Ο Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης έγραφε εκείνη την εποχή ότι το βασίλειο της Ρωσίας κλυδωνιζόταν και κινδύνευε να γίνει έρημος εάν δεν καθαριζόταν από τα «πολλά ζιζάνια». Ο Τσάρος είχε μάλιστα την πρόθεση να ανασυστήσει το Πατριαρχείο και, εάν ήταν θέλημα Θεού, να αναλάβει ο ίδιος την Πατριαρχική Διακονία, αφού πρώτα γινόταν μοναχός και χειροτονούνταν. Συζήτησε την πρόθεσή του με την Ιερά Σύνοδο τον Μάρτιο του 1905, αλλά η απάντησή τους ήταν σιωπηλή.
Ως αρχιστράτηγος, ο Τσάρος επέδειξε πολύτιμες ικανότητες, αυτοσυγκράτηση και ταλέντο στη λήψη αποφάσεων κάτω από δύσκολες συνθήκες. Το καλοκαίρι του 1915, σε μια κρίσιμη στιγμή για τον Ρωσικό στρατό στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο ίδιος ο Τσάρος ανέλαβε την ανώτατη διοίκηση, πιστεύοντας ότι μόνο έτσι θα μπορούσε να συντρίψει τον εχθρό. Η παρουσία του, καθώς και του Πρίγκιπα Αλεξίου, στην πρώτη γραμμή συνέβαλε σημαντικά στην ανύψωση του ηθικού του στρατού. Παρά τις νίκες στο πεδίο της μάχης και την εξασφαλισμένη νίκη το 1917, η προδοσία και η εξέγερση οδήγησαν στην πτώση του Τσάρου.
Πολλές προφητείες προανάγγελλαν την πτώση της τσαρικής εξουσίας. Ήδη το 1832, ο Άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ είχε προβλέψει την καθολική εξέγερση εναντίον της και το αιματηρό γεγονός της πτώσης της, καθώς και την τελική ανάσταση της Ρωσίας. Η Οσία Γερόντισσα Πάσα του Σαρώφ του Ντιβέγιεβο, την οποία επισκέφθηκε το αυτοκρατορικό ζεύγος στο Σαρώφ, προέβλεψε το τραγικό τέλος της βασιλικής οικογένειας. Λίγο πριν πεθάνει το 1915, έκανε συνεχείς μετάνοιες μπροστά σε πορτρέτο του Τσάρου, αναφωνώντας: «Αυτός θα ανέβει πιο ψηλά από όλους τους τσάρους». Επίσης, τον Δεκέμβριο του 1916, η γερόντισσα Μαρία της μονής Δεκατίας στο Νόβγκοροντ, η οποία είχε αλυσοδεθεί οικειοθελώς, αγκάλιασε και ευλόγησε την Αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα, αποκαλώντας την «μάρτυρα Αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα».
Τον Μάρτιο του 1917, εν μέσω γενικής εξέγερσης και παρά το γεγονός ότι η νίκη βρισκόταν «πρώτων πυλών», οι ανώτατοι αξιωματικοί και οι στενοί συγγενείς του Τσάρου, γονατιστοί, ζήτησαν την παραίτησή του από τον θρόνο για τη σωτηρία της Ρωσίας. Ο Αυτοκράτορας Νικόλαος Β’, χωρίς να παραβεί τον όρκο του και χωρίς να καταργήσει την απόλυτη μοναρχία, παρέδωσε την εξουσία στον μεγαλύτερο σε ηλικία συγγενή του, τον αδελφό του Μιχαήλ. Εκείνη την ημέρα, ο Τσάρος σημείωσε στο προσωπικό του ημερολόγιο: «Παντού προδοσία, δειλία και απάτη».
Οδός προς το Μαρτύριο και η Θυσία
Μετά την παραίτησή του, η είδηση της σύλληψης του Τσάρου και της τσαρικής οικογένειας από την προσωρινή κυβέρνηση στις 21 Μαρτίου του 1917 έγινε δεκτή με σιωπή από τη Ρωσία. Η Εξεταστική Επιτροπή υπέβαλε τον Τσάρο και την Τσαρίνα σε εξαντλητικές έρευνες και ανακρίσεις. Ενώ βρισκόντουσαν υπό κράτηση στο Τσάρσκογιε Σελό, η βασιλική οικογένεια δούλευε ακούραστα, καθαρίζοντας το πάρκο από το χιόνι την άνοιξη και δουλεύοντας στον λαχανόκηπο και κόβοντας ξύλα το καλοκαίρι. Η εργατικότητα του Τσάρου κατέπληξε τους στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού που τον φρουρούσαν.
Τον Αύγουστο του 1917, η βασιλική οικογένεια μεταφέρθηκε με συνοδεία στη Σιβηρία, φτάνοντας στο Τομπόλσκ με το ατμόπλοιο “Ρους” την ημέρα της Μεταμόρφωσης του Κυρίου. Εκεί, οι απλοί άνθρωποι τους υποδέχτηκαν με σεβασμό, κάνοντας τον σταυρό τους και πέφτοντας στα γόνατα, με γυναίκες και άνδρες να κλαίνε. Ο Επίσκοπος Τομπόλσκ Ερμογένης, που κάποτε συκοφαντούσε την Τσαρίνα, ομολόγησε το λάθος του και λίγο πριν τον μαρτυρικό του θάνατο το 1918, αναφέρθηκε στην τσαρική οικογένεια ως «πολύπαθη, αγία οικογένεια», καλώντας τους ανθρώπους να μην κατακρίνουν τους «Χριστούς του Κυρίου, τους τσάρους».
Στα τέλη Απριλίου του 1918, οι φυλακισμένοι βασιλείς μεταφέρθηκαν υπό φρουρά στο Γεκατερίνμπουργκ, στην οικία Ιπάτιεφ. Εκεί, αντιμετώπισαν συνεχείς ύβρεις και χλευασμούς από τη φρουρά, υπομένοντας τον «βαθύ ψυχικό και σωματικό πόνο» με πραότητα και συγχωρώντας τα πάντα. Η Αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα, σκεπτόμενη τα λόγια του Αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ, έγραφε στο ημερολόγιό της: «Λιδωρούμενη ευλογείτε, διωκόμενοι υπομένετε, υβριζόμενοι παρηγορήστε, κακολογούμενοι χαίρετε. Αυτή είναι η οδός μας. Εκείνος που θα υπομείνει μέχρι το τέλος θα σωθεί». Η οικογένεια συνειδητοποιούσε ότι ο θάνατος πλησίαζε, με την Πριγκίπισσα Τατιάνα να υπογραμμίζει σε ένα βιβλίο την ελπίδα για μια «άλλη ζωή, όντως ζωή, η οποία αρχίζει για τον άνθρωπο πέρα από τον τάφο».
Την Κυριακή 14 Ιουλίου 1918, τρεις ημέρες πριν από τον μαρτυρικό τους θάνατο, ο Τσάρος ζήτησε να τελεστεί Θεία Λειτουργία στο σπίτι όπου κρατούνταν. Κανένας από την οικογένεια δεν έψαλε, αλλά όλοι προσεύχονταν σιωπηλά. Όταν ο διάκονος, αντί να διαβάσει, έψαλε την προσευχή υπέρ των κεκοιμημένων, η βασιλική οικογένεια γονάτισε, προετοιμάζοντας έτσι τον εαυτό της για τον θάνατο, δεχόμενη αυτή την «αποχαιρετιστήρια επικίδια δέηση». Η Πριγκίπισσα Όλγα έγραψε από τον τόπο της φυλάκισής της ότι ο πατέρας της ζητούσε από όλους όσους του είχαν μείνει πιστοί να μην ζητήσουν εκδίκηση, καθώς τους είχε συγχωρέσει όλους και προσευχόταν για αυτούς.
Τη νύχτα της 17ης Ιουλίου 1918, η τσαρική οικογένεια και οι πιστοί υπηρέτες τους δολοφονήθηκαν στο υπόγειο της οικίας Ιπάτιεφ στο Γεκατερίνμπουργκ. Την ίδια νύχτα, η Οσία Μαρία του Ντιβιέγιεβο φώναζε για το μαρτυρικό τους τέλος. Στο υπόγειο βρέθηκαν επιγραφές που ανέφεραν ότι ο Τσάρος θυσιάστηκε «Διαταγή των σατανικών δυνάμεων» για να καταστραφεί το έθνος. Δεν ήταν τυχαίο ότι η δολοφονία διαπράχθηκε στις 17 Ιουλίου, καθώς εκείνη την ημέρα η Ορθόδοξη Ρωσική Εκκλησία τιμά τη μνήμη του Αγίου Πρίγκιπα Ανδρέα Μπογκολιούμπσκι, ο οποίος «με το μαρτυρικό του αίμα αγίασε την απόλυτη μοναρχία στη Ρωσία».
Ο Μητροπολίτης Μόσχας Μακάριος είδε σε ένα όραμα τον Τσάρο δίπλα στον Χριστό, όπου ο Σωτήρας κρατούσε δύο ποτήρια, ένα πικρό για τον λαό του και ένα γλυκό για τον Τσάρο. Ο Τσάρος έπεσε στα γόνατα, παρακαλώντας τον Κύριο να δώσει σε εκείνον το πικρό ποτήρι. Οι προφητείες του Αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ προέβλεπαν όχι μόνο την κατάρρευση της τσαρικής εξουσίας, αλλά και τη στιγμή της αναβίωσής της και της ανάστασης της Ρωσίας, με την «τελευταία» αιματοχυσία να είναι αίμα εξαγνισμού, μετά το οποίο ο Κύριος θα ευλογούσε τον λαό του και θα ύψωνε «τον χρησμένο δικό του Δαβίδ, τον δούλο του, άνδρα κατά την καρδίαν αυτού».