Με μια Ματιά
Η παρούσα ανάλυση θέτει ως κεντρική θέση ότι ο Παπισμός δεν είναι Εκκλησία αλλά μία σοβαρή συνοδικά καταδικασμένη αίρεση, συγκρίσιμη με τον Αρειανισμό, θέση την οποία τεκμηριώνει και το Γραφείο επί των Αιρέσεων της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς. Αυτή η καταδίκη τεκμηριώνεται ιστορικά μέσα από πλήθος Αγίων Συνόδων—από το 879 μέχρι το 1895—οι οποίες απέρριψαν ρητά τις λατινικές κακοδοξίες, όπως το Φιλιόκβε και τις αξιώσεις του πρωτείου.
Επιπλέον, ο πατέρας Παύλος εξηγεί, βασισμένος σε Πατερικές πηγές, ότι τα μυστήρια των Λατίνων είναι «κοινά και άμυρα» αγιασμού, λόγω των δογματικών αποκλίσεων και της αλλοίωσης του βαπτίσματος.
Παράλληλα, ο σύγχρονος Οικουμενισμός χαρακτηρίζεται ως «Παναίρεση» διότι προωθεί τον θρησκευτικό συγκρητισμό, εξισώνοντας την Ορθόδοξη αλήθεια με όλες τις πλάνες του παρελθόντος.
Τέλος, ο πατέρας Παύλος ασκεί έντονη κριτική σε σύγχρονους Ορθοδόξους κληρικούς για ανεπίτρεπτα ανοίγματα (όπως η συμπροσευχή) προς τους Παπικούς, καλώντας τους πιστούς να αποχωρούν από εκκλησίες που προβαίνουν σε τέτοιες συνδιαλλαγές, διατηρώντας την Ορθόδοξη παράδοση.
Δείτε το βίντεο

Ο Παπισμός ως Συνοδικά Καταδικασμένη Αίρεση και η Οικουμενιστική Παναίρεση
Ο Παπισμός: Συνοδική Καταδίκη, Δογματικές Πλάνες και η Απειλή της Οικουμενιστικής Παναίρεσης
Η μελέτη των πηγών οδηγεί στο αυστηρό και τεκμηριωμένο συμπέρασμα ότι ο Παπισμός δεν νοείται ως Εκκλησία, αλλά ως μία συνοδικά καταδικασμένη αίρεση. Μάλιστα, σύμφωνα με το Γραφείο επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, το οποίο εξέδωσε σχετικό κείμενο στις 15 Ιουλίου 2021, αυτή η αίρεση είναι συγκρίσιμη σε μέγεθος και έκταση με τον Αρειανισμό.
Η Ενδελεχής και Πολλαπλή Συνοδική Καταδίκη του Παπισμού
Ο ισχυρισμός ότι ο Παπισμός δεν έχει καταδικαστεί συνοδικά ως αίρεση θεωρείται “εκ του πονηρού” και προβάλλεται για να παραπλανήσει τους ανενημέρωτους θεολογικά και τους αφελείς. Ο Παπισμός και ο Προτεσταντισμός είναι σαφέστατα και αποδεδειγμένα καταδικασμένοι από πλήθος Ορθοδόξων Συνόδων για τις δεκάδες πλάνες τους.
Ο μακαριστός αγωνιστής Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως, κυρός Αμβρόσιος, σε μνημειώδη ομολογητική εργασία που εκπόνησε την περίοδο των ανοιγμάτων του Πατριάρχου Αθηναγόρα, παρέθεσε μια εκτενή λίστα Συνόδων, δίνοντας «ηχηρή απάντηση σε όσους αρνούνται συνοδική καταδίκη του αιρετικού Παπισμού».
Οι σημαντικότερες αυτές καταδικαστικές αποφάσεις, οι οποίες καταδεικνύουν τον δυτικό χριστιανισμό ως αιρετικό, είναι:
Η Μεγάλη Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως (879)
Αυτή η Σύνοδος, η οποία από πολλούς θεωρείται ως η Όγδοη Οικουμενική, κατοχύρωσε το Σύμβολο της Πίστεως χωρίς την προσθήκη του Φιλιόκβε. Η Σύνοδος προχώρησε σε βαρυτάτη, επισημοτάτη, πανηγυρικωτάτη και σχεδόν Οικουμενικού χαρακτήρος καταδίκη του αιρετικού και βλασφήμου Φιλιόκβε. Δογμάτισε ρητά, απαγορεύοντας την προσθήκη ή αφαίρεση όρων: «Τους ετέρως παρά ταύτα φρονούντας ή έτερον όρον αντί τούτου προβαλέσθαι τολμώντας, τω αναθέματι καθυποβάλλομεν. Ει τις παρά τούτο το ιερόν Σύμβολον τολμήσειεν έτερον αναγράψασθαι ή προσθείναι ή αφελείν και όρον ονομάσαι αποθρασυνθείη, κατάκριτος και πάσης χριστιανικής ομολογίας απόβλητος».
Διαγραφή εκ των Διπτύχων (1009)
Μετά από συνοδική απόφαση, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος διέγραψε το όνομα του Πάπα Ρώμης Σεργίου του Τέταρτου από τα δίπτυχα της Αγίας Ανατολικής Εκκλησίας. Η αιτία ήταν η χρήση του Συμβόλου «μετά της προσθήκης του Φιλιόκβε». Οι πηγές τονίζουν ότι τα ονόματα των Προκαθημένων Εκκλησιών «δεν διαγράφονται βεβαίως δια “τοπικά έθιμα”, αλλά δι’ αιρέσεις!». Έκτοτε, μέχρι σήμερα, κανένα παπικό όνομα δεν τέθηκε στα δίπτυχα.
Η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως (1054)
Αυτή η Σύνοδος, που οδήγησε στο οριστικό Σχίσμα, καταδίκασε τις λατινικές κακοδοξίες, αποκαλώντας ειδικά το Φιλιόκβε όχι «τοπικόν έθιμον», αλλά «βλάσφημον δόγμα».
Σύνοδοι κατά την Περίοδο του Ησυχασμού (1341, 1347, 1351)
Οι Σύνοδοι αυτές, που ασχολήθηκαν με τον Ησυχασμό, κατεδίκασαν επίσης τις λατινικές κακοδοξίες.
Σύνοδοι κατά της Ψευδοσυνόδου της Φλωρεντίας (1440-1484)
Πολλές Σύνοδοι κατεδίκασαν και απεκήρυξαν την ψευδοσύνοδο της Φλωρεντίας, η οποία είχε αποδεχθεί την ένωση επί ψευδούς και ασυστάτου βάσεως. Τέτοιες Σύνοδοι πραγματοποιήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη (στα έτη 1440, 1450, 1484), στη Ρωσία (1441) και στα Ιεροσόλυμα (1443).
Η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως (1727)
Η Σύνοδος αυτή αποκήρυξε τις ετεροδιδασκαλίες των Λατίνων, τόσο τις παλαιές όσο και τις νέες. Τις χαρακτήρισε ως «λήρον μακρόν και Κολακείας ψυχοβλαβούς εφευρέματα και ηπατημένης διανοίας γεννήματα».
Η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως (1838)
Η Σύνοδος του 1838 καταδικάζει δριμύτατα τις ετεροδιδασκαλίες του Παπισμού, ως «βλασφημίας κατά της Ευαγγελικής αληθείας», ως «εωσφορικήν πλάνην» και ως «απομάκρυνσιν από του Θεού και της αμώμου και αδόλου Πίστεως του Ιησού Χριστού».
Η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως (1848)
Σε αυτή τη Σύνοδο, ο Παπισμός καταδικάζεται ρητά ως αίρεση. Η απόφαση δήλωσε: «Τούτων των πλατυνθεισών, κρίμασιν οίς οίδε Κύριος, επί μέγα μέρος της Οικουμένης αιρέσεων, ήν ποτε ο Αρειανισμός, έστι δε την σήμερον και ο Παπισμός». Ο Παπισμός χαρακτηρίζεται ως ανατρέπων πάσας τις Οικουμενικές Συνόδους δια των πλανών του. Επίσης, η Σύνοδος των Πατριαρχών της Ανατολής του 1848 αποφάνθηκε εν Αγίω Πνεύματι ότι το Ορθόδοξο πλήρωμα είναι ο τελικός φύλακας της σώζουσας αλήθειας της Εκκλησίας.
Η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως (1895)
Η Σύνοδος του 1895 καταδίκασε τις ετεροδιδασκαλίες του Παπισμού ως «φρονήματα υπερφιάλου αλαζονείας», ως «καινοτομίας αθέσμους και αντιευαγγελικάς» και ως «ουσιώδεις περί την Πίστιν διαφοράς αναγομένας εις τα θεοπαράδοτα της Πίστεως Δόγματα». Η Σύνοδος πρόσθεσε: «Διό και δικαίως απεκηρύχθη και αποκηρύσσεται, εφ όσον αν εμμένη εν τη πλάνη αυτού».
Δογματικές Αποκλίσεις και η Ακυρότητα των Λατινικών Μυστηρίων
Οι δογματικές πλάνες του Παπισμού είναι πολυάριθμες, αφορώντας κεντρικά ζητήματα της Πίστεως και των Ιερών Μυστηρίων.
Η Θεολογία της Απουσίας Χάριτος
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης εξηγεί ότι τα μυστήρια που τελούν οι Λατίνοι στερούνται χάριτος. Ο σωστός θεολογικός όρος για ένα μυστήριο χωρίς χάρη δεν είναι ο νομικός όρος «άκυρο», αλλά οι όροι «κοινά» ή «άμυρα». Βάσει του 68ου Αποστολικού Κανόνα, οι αιρετικοί δεν διαθέτουν ιεροσύνη. Επομένως, ο Άγιος Νικόδημος συμπεραίνει ότι «αυτά που εργούνται από αυτούς είναι κοινά και άμυρα αγιασμού και χάριτος». Ως εκ τούτου, τα άζυμα και τα μυστήρια των αιρετικών Λατίνων είναι «κοινά και όχι άγια», σύμφωνα και με τον 46ο Αποστολικό Κανόνα.
Είναι αξιοσημείωτο ότι παλαιότερα υπήρχε μια άποψη, που αναφέρεται από τον Δημήτριο Χωματινό και τον Ιωάννη Κύτρους στην 12η απόκρισή του, ότι «δεν σφάλουμε νομίζουμε ότι άγια τερουργημένα από τους λατίνους». Αυτό συνέβη διότι τότε οι Λατίνοι «γίνονταν δεκτοί ως βαπτισμένοι» και δεν είχαν ακόμη αθετήσει τις αναδύσεις και καταδύσεις του βαπτίσματος.
Η Κακοδοξία του Λατινικού Βαπτίσματος
Οι Παπικοί «δεν βαπτίζονται» με τον ορθόδοξο τρόπο. Η ίδια η λέξη «βαπτίζω» ετυμολογικά σημαίνει «βυθίζω αντικείμενο στο νερό τελείως», κατά τρόπο ώστε να μην εξέχει κανένα μέρος του σώματος. Αντιθέτως, οι Λατίνοι ρίχνουν απλώς νερό στο κεφάλι του παιδιού, χρησιμοποιώντας ένα είδος κοχυλιού. Η ορθή βάπτιση απαιτεί απαραίτητα την «επίκληση της Αγίας Τριάδος» και την «τρίτη κατάδυση στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», πρακτική που οι Παπικοί δεν ακολουθούν.
Πρωτείο, Πέτρος και Μαριανές Πλάνες
Το Βατικανό εμμένει στην κακοδοξία του ότι ο Πάπας είναι η «ορατή κεφαλή της Εκκλησίας» και ο «διάδοχος του αποστόλου Πέτρου». Ωστόσο, οι πηγές επισημαίνουν ότι «Ιστορικά ο απόστολος Πέτρος δεν πήγε ποτέ Ποτέ δεν πήγε στη Ρώμη». Ο πρώτος επίσκοπος Ρώμης ήταν ο Λίνος, ο οποίος υπήρξε μαθητής του Αποστόλου Παύλου.
Σχετικά με τη Θεοτόκο, πρόσφατα (περίπου ένα μήνα πριν την ηχογράφηση των πηγών), οι Παπικοί εξέφρασαν την κακοδοξία ότι η «Κυρία Θεοτόκος δεν συμμετέχει στην σωτηρία του ανθρώπου». Αυτή η θέση αποτελεί απόκλιση από την προηγούμενη «φοβερή μαριολατρία» όπου «Πιστεύανε την Παναγία ως θεά».
Ο Οικουμενισμός ως Παναίρεση και Συγκρητισμός
Ο Οικουμενισμός χαρακτηρίζεται, σύμφωνα με τον ομολογητή Άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς, ως «Παναίρεση». Αποτελεί ένα «σύστημα αιρέσεων και κακοδοξιών», το οποίο «συγκεφαλαιώνει όλες τις αιρέσεις του παρελθόντος».
Η Φύση του Σατανικού Συστήματος
Το «σατανικό» χαρακτηριστικό του Οικουμενισμού είναι ότι «δεν υιοθετεί επίσημα κάποια από τις κακοδοξίες του παρελθόντος, αλλά και δεν απορρίπτει καμία». Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το «δαιδαλώδες σύστημα» του Οικουμενισμού να «χωράει κάθε πλάνη και κακοδοξία όσο ακραία κι αν είναι», περιλαμβάνοντας τον Προτεσταντισμό, τον Ινδουισμό και τον Ταοϊσμό. Η αλήθεια σε αυτό το πλαίσιο «δεν απορρίπτεται αλλά εξισώνεται με τις πλάνες», με συνέπεια να σβήνεται στον κυκεώνα των κακοδοξιών. Μάλιστα, «Εξισώνουνε τον Ιησού με το Σίβα εξισώνουν, άπαγε της βλασφημίας, τον Ιησού με τη θεά Κάλι».
Νεοεποχίτικος Θρησκευτικός Συγκρητισμός
Οι αρχές του νεοεποχίτικου θρησκευτικού συγκρητισμού, τον οποίο προωθεί ο Οικουμενισμός, είναι γνωστές: «πίστευε ό, τι θέλεις, όμως μην απολυτοποιείς την πίστη σου» και «όλες οι θρησκείες είναι καλές και οδηγούν στον ίδιο Θεό». Η κεντρική του διδασκαλία είναι ότι «η αλήθεια δεν υπάρχει αυτούσια σε καμιά θρησκεία, αλλά είναι διαμοιρασμένη σε όλες τις θρησκείες, η πλήρης αλήθεια θα αποκαλυφθεί όταν ενωθούν οι θρησκείες». Παράλληλα, του δίνεται και «μεσσιανική» διάσταση, υποστηρίζοντας πως η θρησκευτική ένωση του κόσμου θα φέρει ειρήνη και ευημερία στην οικουμένη.
Η Προέλευση και τα Παπικά «Τέρατα»
Ως «Μήτρα του Οικουμενιστικού θρησκευτικού συγκρητισμού» θεωρείται ο «παραφθαρμένος δυτικός χριστιανισμός», ο οποίος παραχαράχτηκε και καταρρακώθηκε από τον αιρετικό φραγκολατινικό Παπισμό και κατόπιν κομματιάστηκε από το γέννημά του, τον επίσης αιρετικό Προτεσταντισμό. Ο Οικουμενισμός γεννήθηκε αρχικά στον προτεσταντικό χώρο για να φρενάρει την «αφάνταστη πολυδιάσπαση». Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών (ΠΣΕ), το οποίο χαρακτηρίζεται ως παναιρετικό, ιδρύθηκε στα σπλάχνα του Προτεσταντισμού το 1948 και παραμένει κατ’ ουσίαν προτεσταντικό, παρά την απαράδεκτη συμμετοχή Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Ο Παπισμός, αν και έμεινε εκτός του ΠΣΕ για λόγους τακτικής, θέσπισε τον δικό του Οικουμενισμό με τη Β΄ Βατικανή Σύνοδο (1962-1965), μέσω του «Διατάγματος περί Οικουμενισμού». Αναγνωρίζει «εκκλησίες» εκτός του Παπισμού, αλλά τις χαρακτηρίζει «ελλειμματικές», διότι δεν «βρίσκονται σε κοινωνία με τον διάδοχο του Πέτρου, την ορατή κεφαλή της Εκκλησίας».
Επίσης, ο Παπισμός δημιούργησε δύο «μεγάλα τέρατα» για να πλήξει την Ορθοδοξία:
1. Τον Προτεσταντισμό, με τον οποίο ο Παπισμός είχε φοβερές μάχες και μάλιστα «Σκοτωθήκανε μεταξύ τους».
2. Τους Ουνίτες, οι οποίοι θεωρούνται ο «δούρειος ίππος του παπισμού για τον για την ορθοδοξία». Οι Ουνίτες ντύνονται και λειτουργούν «όπως οι Ανατολικοί» (με φελώνη, πετραχήλι, σάκο, ομόφορο κ.λπ.), αλλά μνημονεύουν μόνο «υπέρ του πατρός και αρχιεπισκόπου ημών Πάπα».
Οι Σύγχρονες Παραβιάσεις και η Επικείμενη Κρίση του 2025
Παρά τις σαφείς συνοδικές καταδίκες, υπάρχει μια πλειάδα υψηλόβαθμων κληρικών και λαϊκών θεολόγων που συμμετέχουν ενεργά στις δραστηριότητες του Οικουμενισμού. Αυτοί οι συμμετέχοντες δεν βλέπουν πλάνες, αλλά «διαφορετικές παραδόσεις», τις οποίες επιχειρούν να κατανοήσουν ως Ορθόδοξες.
Ανεπίτρεπτα Ανοίγματα και Συμπροσευχές
Τα «ανεπίτρεπτα ανοίγματα» περιλαμβάνουν πράξεις όπως οι συμπροσευχές, οι οποίες απαγορεύονται από τους Ιερούς Κανόνες, επί ποινή καθαιρέσεως για τους κληρικούς και αφορισμού για τους λαϊκούς.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτών των ανοιγμάτων περιλαμβάνουν:
- Τη συμπροσευχή που έλαβε χώρα για τα 1700 χρόνια από την Α’ Οικουμενική Σύνοδο.
- Την «περίεργη εικόνα» ενός αρχιμανδρίτη που κρατούσε το Ευαγγέλιο ενώ ακριβώς πίσω του βρισκόταν «ο αιρετικός πάπας με τον με τον πιο αιρετικό το Βαρθολομαίο».
- Την τοποθέτηση του Πάπα να «κάθεται εκεί απάνω στο θρόνο» στον ναό του Αγίου Γεωργίου, μαζί με τους καρδιναλίους.
- Το δώρο του Οικουμενικού Πατριάρχη προς τον Καρδινάλιο (σταυρός και κομμάτι ύφασμα), καθώς και την περίπτωση του Επισκόπου της περιοχής (Τήνου) που «σε χειροτονία παπικού χάρισε την ποιμαντική ράβδου» (σε χειροτονία καρδιναλίου).
Αυτές οι ενέργειες αποσκοπούν στο να γίνει η παρουσία των παπικών φυσιολογική στην εκκλησία μέσω της «μεγαλύτερης δύναμης που λέγεται συνήθεια».
Η Κανονική Απαγόρευση των Μικτών Γάμων
Οι μικτοί γάμοι θεωρούνται «απαράδεκτοι για την ορθόδοξη εκκλησία». Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης παραθέτει τον κανόνα της Έκτης Οικουμενικής Συνόδου, ο οποίος απαγορεύει σε ορθόδοξο άντρα να παίρνει αιρετική γυναίκα ή ορθόδοξη γυναίκα αιρετικό άντρα. Εάν παραβιαστεί ο κανόνας, ο γάμος πρέπει να είναι «άκυρος και το παράνομο αυτό συνοικέσιο να χωρίζεται». Ο λόγος της απαγόρευσης είναι δογματικός: «Διότι δεν πρέπει να ενώνεται ποτέ ο λύκος με το πρόβατο και ο κλήρος των αμαρτωλών και αιρετικών με τη μερίδα του Χριστού και των ορθοδόξων».
Η Απειλή του 2025
Υπάρχει έντονη αγωνία για δραματικές εξελίξεις στο χώρο της «Οικουμενικής Κινήσεως». Γίνονται δηλώσεις από επίσημα χείλη περί επικείμενου «κοινού Ποτηρίου» με τον αμετανόητο Παπισμό. Το 2025, που συμπληρώνονται 1700 χρόνια από την σύγκληση της Αγίας Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (325), προβλέπεται να πραγματοποιηθεί «παγχριστιανική σύνοδος», η οποία θα σημάνει το «τέλος της διαιρέσεως του χριστιανικού κόσμου», δηλαδή θα εξαγγείλουν την «ένωση των εκκλησιών», κυρίως με το Βατικανό, χωρίς την αποβολή των πλανών. Τότε, αναμένεται και η αλλαγή εορτασμού του Πάσχα, ώστε να εναρμονιστεί με τους αιρετικούς της Δύσεως.
Η Ευθύνη του Πληρώματος και η Διάκριση
Ο μακαριστός Μητροπολίτης Αμβρόσιος διερωτάται γιατί ο Πατριάρχης, όταν ενεργεί αντίθετα προς Συνόδους, Πατέρες και Κανόνες, δεν ερωτά, πολλώ μάλλον, τις σεπτές Οικουμενικές Συνόδους, οι οποίες δια των αγίων Κανόνων απαγορεύουν, επί ποινή καθαιρέσεως, πάσαν συμπροσευχήν μετά αιρετικών. Ο Πατριάρχης «δεν ρωτάει κανέναν» και «κάνει του κεφαλιού του», αγνοώντας Αγίους Πατέρες όπως ο Άγιος Φώτιος, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, ο Άγιος Νικόδημος και ο Άγιος Νεκτάριος.
Οι πιστοί καλούνται σε εγρήγορση για την αποτροπή των «καταχθονίων σχεδίων» για την άλωση της Ορθοδοξίας, με τη συγκόλληση της σώζουσας αλήθειας με το ψεύδος. Μια τέτοια ένωση, εναρμονισμένη με το δαιμονικό πνεύμα του Οικουμενισμού, «όχι μόνο δεν θα είναι φιλόθεη, αλλά απόλυτα δαιμονική». Το γνήσιο μήνυμα της Εκκλησίας είναι η κλήση του πτωτικού κόσμου να αναγεννηθεί στις σωστικές αγκάλες της Ορθοδόξου Εκκλησίας, της μοναδικής, Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας του Χριστού.
Το πλήρωμα οφείλει να κάνει διάκριση μεταξύ του αμαρτωλού ιερέα και του «θεομπαίχτη». Ο «θεομπαίχτης ανακατεύει την κόλαση με τον παράδεισο». Οι πιστοί πρέπει, αν δουν σε εκκλησία «παπικό ή κάποιου άλλου νου δόγματος», να «σηκωθούν και θα φύγουν» και να μην ξαναπάνε, ώστε να «Μην γίνεται συγκοινωνοί με το διάολο». Όπως έλεγε ο Κόντογλου: «Ο ιερέας είναι σαν το λιοντάρι Αν από το λιοντάρι αφαιρέσεις την χαίτη τότε έχεις ένα γατί».
Η προσπάθεια του Οικουμενισμού να εξισώσει την Ορθόδοξη Αλήθεια με όλες τις πλάνες και να επιβάλει την ένωση με τον Παπισμό, θυμίζει ένα φίλτρο νερού που αντί να καθαρίζει το ύδωρ (την Αλήθεια), προσθέτει σε αυτό κάθε είδους μολυσματικό στοιχείο (τις αιρέσεις) με στόχο να πείσει ότι όλο το μείγμα είναι πόσιμο.