Δεν πιστεύω να νομίζατε ότι λεγόμαστε Ορθόδοξοι επειδή μένουμε όρθιοι κι οι άλλοι λέγονται Καθολικοί επειδή κάθονται;
Ο π Αθανάσιος Μυτιληναίος αναλύει την ορθή στάση του σώματος στην Θεία Λειτουργία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Εξηγεί ότι το κάθισμα δεν είναι αμαρτία και ότι υπήρχαν καθίσματα ακόμη και στην πρώιμη Εκκλησία, όπως τα σκιμπόδια (σκαμνιά/σκαμπώ).
Ο π Αθανάσιος Μυτιληναίος τονίζει πως τα στασίδια έχουν συγκεκριμένο συμβολισμό, εμπνευσμένο από τον Μωυσή και τη στάση του σταυρού, και είναι σχεδιασμένα ώστε να μην προσφέρουν απόλυτη άνεση, υπογραμμίζοντας το στοιχείο της “κακοπάθειας” στην Ορθοδοξία. Παρέχονται επίσης συγκεκριμένες οδηγίες για τα σημεία της λειτουργίας όπου επιτρέπεται το κάθισμα, όπως στις αιτήσεις, ενώ απαγορεύεται στο Σύμβολο της Πίστεως και το Πάτερ Ημών.
Τέλος, εξηγεί ότι η ατομική προσευχή επιτρέπεται, εφόσον δεν αποσπά την προσοχή από την κοινή λατρεία, και υπογραμμίζεται η σημασία της ευλαβούς και συντετριμμένης στάσης απέναντι στον Θεό καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας.

Η Θεία Λειτουργία, ως κορυφαία έκφραση της Ορθόδοξης λατρείας, απαιτεί από τους πιστούς μια συγκεκριμένη στάση ευλάβειας και συμμετοχής. Ωστόσο, οι πηγές μας αποκαλύπτουν μια λεπτομερή και βαθιά θεολογική προσέγγιση σε ζητήματα όπως η καθιστή στάση, η ατομική προσευχή και η γενικότερη συμπεριφορά εντός του ναού, διαλύοντας παρεξηγήσεις και προσφέροντας πλούσιο νόημα.
Η Καθήμενη Στάση κατά τη Θεία Λειτουργία: Όχι Αμαρτία, Αλλά Συνειδητή Επιλογή
Είναι ένα κοινό ερώτημα: «Σε ποια σημεία της θείας λειτουργίας μπορούμε να καθόμαστε;». Ο Αθανάσιος Μυτιληναίος ξεκαθαρίζει ευθύς εξαρχής ότι «το να καθίσει κανείς στη θεία λειτουργία δεν είναι ημαρτημένο», δεν είναι αμαρτία. Αυτή η δήλωση αποτελεί θεμελιώδη αρχή για την κατανόηση της ελευθερίας του πιστού εντός του λατρευτικού πλαισίου.
Προχωρώντας στην ιστορική διάσταση, οι πηγές αναφέρουν ότι «στην αρχή εν εκκλησίας συναντούμε ότι υπήρχανε καθίσματα, υπήρχαν σκίμποδες». Ο σκίμπους ή το σκιμπόδιον ήταν ένα είδος σκαμνιού, και η λέξη, μετά από ένα ταξίδι στην Ευρώπη, επανήλθε στην Ελλάδα ως το σημερινό «σκαμπό». Οι πιστοί λοιπόν «είχαν τα σκαμνιά τους», δηλαδή «καθόντουσαν σε σκαμνιά», αλλά, όπως διευκρινίζεται, «δεν καθόντουσαν όμως σε όλη την διάρκεια της θείας λειτουργίας». Αυτό υποδεικνύει μια ισορροπία μεταξύ της δυνατότητας καθίσματος και της επιθυμητής ενεργούς συμμετοχής.
Επίσης, η ονομασία «Ορθόδοξοι» δεν προέρχεται από τη στάση ορθοστασίας, σε αντίθεση με μια πιθανή παρανόηση που θα τη συνέδεε με τη διαφορά από τους Καθολικούς που κάθονται. Αντιθέτως, «λεγόμεθα ορθόδοξοι γιατί έχουμε Ορθή δόξαν θα πει δόξα από το δοκώ θα πει γνώμη έχουμε ορθή γνώμη περί της Πίστεως». Αυτή η διευκρίνιση αναδεικνύει τη θεολογική ουσία της ονομασίας μας, αποσυνδέοντάς την από μια απλή πρακτική στάσης σώματος.
Το Στασίδι: Ένα «Δύσκολο Κάθισμα» με Βαθιά Θεολογική Ερμηνεία
Η παρουσία καθισμάτων στις ορθόδοξες εκκλησίες δεν είναι τυχαία. Εκτός από τα ιστορικά σκαμνιά, στις σύγχρονες εκκλησίες μας «έχουμε καθίσματα και μάλιστα αν θέλετε ακριβέστερα έχουμε τα στασίδια». Το στασίδι, ωστόσο, δεν είναι απλώς ένα κάθισμα. Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης προσφέρει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα θεολογική ερμηνεία.
Σύμφωνα με τον Άγιο Νικόδημο, το στασίδι «είναι ένα δύσκολο κάθισμα δεν είναι ένα αναπαυτικό κάθισμα». Δεν είναι φτιαγμένο για πλήρη χαλάρωση, αλλά, με τον τρόπο που είναι διαμορφωμένο, «πιάνεσαι στο στασίδι σαν να σου λέει ε σήκω τώρα πρέπει να σηκωθείς πια δηλαδή μη μη στρογγυλοκάθεσαι γιατί εγώ θα σε κάνω να υποφέρεις μέσα εδώ ανάμεσα στα ξύλα μου και έτσι σηκώνεσαι». Αυτή η πτυχή της «κακοπάθειας» ή του ασκητικού στοιχείου, τονίζεται ως ένα διαρκές χαρακτηριστικό της Ορθοδοξίας: «το στοιχείο της κακοπαθείας θα το βρείτε παντού στην Ορθοδοξία».
Ο Άγιος Νικόδημος επεκτείνει την ερμηνεία του στα χερούλια του στασιδιού, τα οποία είναι ψηλά. Επικαλείται την ιστορία του Μωυσή από την Παλαιά Διαθήκη, όταν οι Εβραίοι πολεμούσαν τους Αμαληκίτες. Ο Προφήτης Μωυσής, «είχε τα χέρια του απλωμένα» σε «τύπον σταυρού», και όσο τα διατηρούσε έτσι, οι Εβραίοι νικούσαν. Όταν τα κατέβαζε, «τότε νικούσαν οι Αμαληκίτες», γι’ αυτό και «του κρατούσαν δύο συνοδοί του τα χέρια του να είναι εκεί σε τύπον σταυρού». Αυτό, όπως τονίζει, αποδεικνύει «την ενέργεια του τιμίου σταυρού να ενεργεί στην Παλαιά Διαθήκη».
Παρομοιάζοντας, ο Άγιος Νικόδημος λέει ότι και «ο πιστός μες στην εκκλησία έχοντας τα χέρια του επάνω στα χερούλια του στασιδίου είναι εις τύπον σταυρού». Αναγνωρίζοντας όμως την ανθρώπινη αδυναμία, επειδή ο πιστός «δεν μπορεί καθόλου το μήκος της λειτουργίας να τα έχει τα χέρια του σε τύπο σταυρού διότι θα κουραστεί», τότε «έρχονται οι δύο βραχίονες τα δύο χέρια θα λέγαμε του στασιδιού σαν τους βοηθούς του Μωυσέως τότε και του κρατούν τα χέρια εκεί από κάτω αλλά πάντοτε σε τύπο σταυρού». Πρόκειται για μια «πολύ ωραία αυτή η ερμηνεία που κάνει ο Άγιος Νικόδημος για το στασίδι», που αναδεικνύει τη βαθιά συμβολική και λειτουργική του σημασία.
Καθορισμένες Περίοδοι Ορθοστασίας και Καθίσματος
Η απόφαση για το αν και πόσο θα καθίσει κανείς «εξαρτάται από την ηλικία και την δυνατότητα του κάθε ανθρώπου». Ένας άνθρωπος «που έχει δυνάμεις στέκεται όρθιος καθόλου το μήκος της θείας λειτουργίας». Ωστόσο, «ένας όμως που είναι ή μικρο παιδάκι, είναι άρρωστος άνθρωπος ή είναι ηλικιωμένος άνθρωπος ε τότε βέβαια κάθεται ξαναλέμε δεν είναι ημαρτημένων».
Υπάρχουν συγκεκριμένα σημεία της Θείας Λειτουργίας όπου η στάση είναι καθορισμένη:
- Γονάτισμα: Κατά τον «καθαγιασμό των τιμίων δώρων» οι πιστοί γονατίζουν. Υπάρχει όμως μια σημαντική εξαίρεση: «Εφόσον βεβαίως δεν είναι Κυριακή». Αν είναι Κυριακή, τότε «είμεθα ορθοί», καθώς «Εστώτες λέει ο κανόνας Εστώτες θα είμαστε” Τι θα πει εστώτες, όρθιοι.
Άρα, την Κυριακή, κατά τον καθαγιασμό, παραμένουμε όρθιοι.
* Υποχρεωτική Ορθοστασία: Οι πιστοί «δεν καθόμαστε στο σύμβολο της πίστεως» και «δεν καθόμαστε στο Πατέρ Ημών». Η περίοδος της υποχρεωτικής ορθοστασίας αρχίζει με την ευχή της Αγίας Αναφοράς. Αυτή ξεκινάει με το προοίμιο «Άνω σχώμεν τας καρδίας. Έχομεν προς τον Κύριον. Άξιον και δίκαιον. Ευχαριστήσωμεν τον Κύριον» και τελειώνει στο «Και έσται τα ελέη του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού μετά πάντων ημών».
* Περίοδοι Καθήσεως: Οι πιστοί μπορούν «ουσιαστικά να καθόμαστε στις αιτήσεις». Αυτό συμβαίνει «όταν ο ιερεύς ή ο διάκονος λέγει επληρώσομεν την δέησιν ημών ή υπέρ της άλλοθεν ειρήνης κτλ». Σε αυτά τα σημεία, «Εκεί που έχουμε τα αιτήματά μας ζητάμε από το Θεό Ζητάμε Στις ώρες αυτές μπορούμε να καθίσουμε».
Ατομική Προσευχή και Μνημονεύσεις Ονομάτων
Σχετικά με την ατομική προσευχή, ο Αθανάσιος Μυτιληναίος θέτει σαφείς όρους: «Υπάρχει κάποιο σημείο που μπορούμε να κάνουμε ατομική προσευχή εφόσον δεν εμποδίζει την παρακολούθησή μας ε η ατομική προσευχή Ναι Ε την παρακολούθησή μας στη θεία λειτουργία». Η προειδοποίηση είναι ξεκάθαρη: «Διότι δεν θα μεταβάλλουμε την ομαδική προσευχή και τη λατρία σε ατομική». Ωστόσο, επιτρέπεται «να αναφερόμεθα και σε ατομικά μας θέματα Κυρίως την ώρα των αιτήσεων».
Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στις μνημονεύσεις ονομάτων. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι «Μερικοί λένε μερικά ονόματα εκεί μνημονεύουν Δεν είναι σωστό» κατά τη διάρκεια του καθαγιασμού. Ο λόγος είναι βαθύς: «διότι εκεί πρέπει να αντιληφθείς το μυστήριο το μεγάλο της προσφοράς του Θεού». Η μνημόνευση των κεκοιμημένων και των ζώντων γίνεται «μετά τον καθαγιασμών». Συγκεκριμένα, «των κεκοιμημένων πρώτα μετά των ζώντων μετά το της Παναγίας Αχράντου λέμε μνημονεύαμε τους κεκοιμημένους μετά τους ζώντας».
Επιπλέον, επιτρέπεται η επανάληψη της ευχής «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με ίσως και καθ όλη τη διάρκεια της Θείας λειτουργίας ίσως ε μόνο και μόνο για να μη ε σκορπάει ο νους μας από δω και από κει». Αυτό λειτουργεί ως ένα πρακτικό μέσο συγκέντρωσης και πνευματικής εγρήγορσης.
Η Γενική Στάση Ευλάβειας και Συγκλονισμού
Η κυρίαρχη στάση που πρέπει να κρατάει ο πιστός κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας είναι η «ευλαβής στάση». Αυτή η ευλάβεια πηγάζει από μια βαθιά εσωτερική επίγνωση: «θα έχουμε την συναίσθηση ότι απέναντι μας είναι ο Θεός απέναντι μας είναι αυτός ο άγιος τριαδικός Θεός».
Η συνείδηση της παρουσίας του Αγίου Τριαδικού Θεού δεν οδηγεί μόνο σε ευλάβεια, αλλά σε κάτι πολύ πιο έντονο και μεταμορφωτικό. Όπως αναφέρει ο Αθανάσιος Μυτιληναίος, «αν έχουμε αυτήν την συναίσθηση τότε στεκόμαστε όχι με ευλάβεια αλλά με συντριβή αλλά με κατάνυξη αλλά με συγκλονισμό». Το βάθος αυτής της εμπειρίας είναι ανάλογο με την κατανόηση του μυστηρίου: «Όσο πιο πολύ κανείς νιώθει τη θεολογία τη λατρεία τη στιγμή εκείνη τι θα πει ο Κύριος και τι θα πει είμαι εγώ ο άνθρωπος τόσο πιο πιο πολύ συγκλονίζεται και τόσο περισσότερο γίνεται ευλαβέστερος και ευλαβέστερος». Αυτή η φράση συνοψίζει την ουσία της συμμετοχής στη Θεία Λειτουργία: έναν δρόμο προς την ολοένα και βαθύτερη ευλάβεια μέσα από τον συγκλονισμό και την κατανόηση της θεϊκής προσφοράς και της ανθρώπινης θέσης.