
🚪 ✍️ Ετυμ. < αρχ. κέρκος (ουρά ζώου, πίσω μέρος) + πόρτα
🧐 όνομα πύλης στα τείχη της Κωνσταντινούπολης που υποτίθεται πως βρήκαν οι Τούρκοι αφύλαχτη και μπήκαν μέσα.
🧐 (μτφ.) καθετί που από απροσεξία ή αμέλεια γίνεται αφορμή για να συμβεί κάτι κακό, επιζήμιο.
📒 π.χ. “Ανοίγοντας την κερκόπορτα του χωρίς έλεγχο τουρισμού στην πανδημία”
Ζαχαρή Σοφία – Φιλόλογος
Περισσότερες πληροφορίες εδώ: https://www.facebook.com/sofiazachari.filologos/
Το άρθρο εκφράζει και αντανακλά τις προσωπικές θέσεις και απόψεις του συγγραφέα και αποτελεί προϊόν προσωπικής του εργασίας.