Ο Γιώργος…
…
Έριξε μια ματιά στο ξέχειλο τραπέζι και αναστέναξε. Τούτο το τραπέζι ήταν πραγματικά σπουδαίο. Γαρδούμπες ριγανάτες με πυκνή λεμονάτη σάλτσα, τραγανιστά τηγανητά κολοκυθάκια συνοδευμένα από τζατζίκι δουλεμένο με καρότα αντί για αγγούρι, με μπόλικο άνηθο καλά πασπαλισμένο από πάνω του, σαλτσερά σουτζουκάκια, φετούλες από διάφανο παστουρμά, χταπόδι στιφάδο με ελιές, μύδια αχνιστά με καυτερή πιπεριά, διάφανο αβγοτάραχο Μεσολογγίου. Παντού εναλλαγές χρωμάτων και μπλεγμένες μυρωδιές προετοίμαζαν τους γευστικούς αδένες των συνδαιτυμόνων για μεγάλες απολαύσεις.
…
Ποιός είναι όμως ο Γιώργος, στου οποίου τη θέση είμαι σίγουρος ότι θα θέλατε -οι περισσότεροι από εσάς- να βρίσκεστε; Είναι ένας από τους ήρωες του Ηλία Μαμαλάκη (ναι, του γνωστού γαστρονόμου και παρουσιαστή) στο ξεχωριστό μυθιστόρημά του «Μην πληρώσετε… είναι όλα δικά μου!» που κυκλοφόρησε το Μάιο του 1997 από τις εκδόσεις Τροχαλία. Ο Γιώργος κάνει την έναρξη της ιστορίας καθώς και το κλείσιμο της αυλαίας.
Κορμός του μυθιστορήματος και κεντρικός χαρακτήρας είναι ο Μύρωνας Σακελλαράκης. Μεγαλοστέλεχος σε μια πολυεθνική εταιρεία μεταποίησης και εμπορίας αγροτικών προϊόντων. Λάτρης της «καλής ζωής» με την έννοια του όρου να περιλαμβάνει -σχεδόν αποκλειστικά- γευστικά φαγητά και όμορφες γυναίκες.
Ένα ατύχημα και η εγχείρηση που το ακολούθησε πάτησαν φρένο στους γοργούς ρυθμούς της ζωής του Μύρωνα. Ένα φρένο όμως προσωρινό μιας και μέσα σε έξι μήνες η ζωή του ρόλαρε πάλι σαν Formula 1 σε αγώνα του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος. Κάποια στιγμή ωστόσο οικειοθελώς έκανε ένα tête à queue στην επαγγελματική του καριέρα αλλάζοντας τελείως πεδίο δραστηριότητας. Έδωσε έτσι στην εργασία και στις μέρες του μια πιο πικάντικη γεύση… Αν και αυτή η θεαματική στροφή του, κράτησε μια μοναχά στιγμή, άξιζε όσο μια ολόκληρη ζωή. Έστω και για λίγο βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής από αυτό που λάτρευε… τη μαγειρική…
…
Του άρεσαν κυρίως τρεις κουζίνες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απέρριπτε τις υπόλοιπες. Η ελληνική, που τη νοσταλγούσε κάθε φορά που τη στερούνταν λόγω ταξιδίων. Η ιταλική, βλέπετε ήταν εξαρτημένος από τη γεύση των ζυμαρικών, και τέλος η γαλλική δημιουργική κουζίνα, που τη δούλευε με ευχέρεια και φαντασία.
…
Το «Μην πληρώσετε… είναι όλα δικά μου!», του Ηλία Μαμαλάκη, με εξέπληξε ευχάριστα. Όχι μόνο διαβάζεται απνευστί, αλλά πέρα από μια όμορφη ιστορία, σου προσφέρει και ένα ταξίδι στο χώρο της γεύσης. Τόσο μέσα από την ιστορία που έπλασε ο συγγραφέας όσο και από τις συνταγές που έχει συμπεριλάβει στο δεύτερο μέρος του βιβλίου. Χωρισμένες σε τρεις κατηγορίες (όσα και τα είδη κουζίνας που λάτρευε ο Μύρωνας) θα σας βοηθήσουν να απολαύσετε αυτό το μυθιστόρημα ακόμα και με τους γευστικούς σας κάλυκες. Διαβάστε το και… μαγειρέψτε το!
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Ο Μύρωνας Σακελλαράκης είναι ένας άντρας του καιρού του. Του καιρού μας. Υπάκουος στις επιταγές της εποχής. Έχει στόχους και τους κυνηγάει. Κινείται γρήγορα, ανταγωνιστικά με τους γύρω του, με τους κάτω του και τους επάνω του. Σέβεται τις αξίες της μόδας και αυτοεξοντώνεται σιγά μεν, αλλά σταθερά. Παρηγοριά σ’ αυτή τη σκληρή αναρρίχηση, δύο πράγματα απλά και γήινα. Το καλό φαΐ και οι εφήμεροι έρωτες. Όπου τα ‘βρισκε, δεν τ’ άφηνε.
Ώσπου μια μέρα αποφασίζει να τα βροντήξει όλα: καριέρα, γνωριμίες, επαγγελματικούς τίτλους, καταξίωση, προαγωγές, λεφτά. Ποιά θα είναι η νέα του επαγγελματική απασχόληση; Μήπως κάτι σχετικό με το σεξ; «Μπα, αυτή δεν είναι δουλειά για Μύρωνες, είναι δουλειά για Μπάμπηδες», μονολογεί κάποια στιγμή. Άρα τι μένει; Το φαγητό! Το ‘ξερε καλά το φαγητό, το ‘ξερε και το αγαπούσε.
Το προσπάθησε, το πάλεψε γερά, κόντρα στις ανασφάλειές του, στις οικογενειακές και κοινωνικές αντιρρήσεις του στενού, αλλά και του ευρύτερου κύκλου του.
Άραγε τα κατάφερε;